....
Το τραγούδι κι ο χορός
Το τραγούδι κι ο χορός
του χθες και του σήμερα
..του Θεόδωρου Γιαννακού
Οι Σαρακατσιαναίοι πρέπει να έχουν συμβάλει πολύ στη δημιουργία του ανώνυμου δημοτικού τραγουδιού. Το περιβάλλον στο οποίο ζούσαν ευνοούσε αυτή τη δημιουργία. Πολλά τραγούδια τους είναι κοινά με των άλλων Ελλήνων· άλλα είναι καθαρό δικό τους δημιούργημα· πολλά ποιμενικά, για παράδειγμα. Ξεχωρίζουμε τα σαρακατσιάνικα τραγούδια περισσότερο απ’ τον ηχό τους και λιγότερο απ’ το στίχο τους.
Οι Σαρακατσιαναίοι ήταν καλοί τραγουδιστές, αρκετοί τουλάχιστον. Οι καλοί τραγουδιστές ήταν σε όλους γνωστοί. Οι ατέλειωτες ώρες μοναξιάς με το κοπάδι τούς έδινε την ευκαιρία να τραγουδήσουν τα ντέρτια και τους καημούς τους άλλοτε με τη φλογέρα ή τη τζαμάρα, κι άλλοτε χωρίς αυτήν. Τα πανηγύρια, τα γκουρμπάνια, οι χαρές και οι γιορτές ήταν μια καλή ευκαιρία για τραγούδι και χορό. Εκεί, κυριολεκτικά, ξεπάθιαζαν, γλεντούσαν «άγρια».
Τα σαρακατσιάνικα τραγούδια έχουν το δικό τους ήχο, τη δικιά τους μελωδία, το δικό τους χρώμα. Αλλού η φωνή ανεβαίνει, τινάζεται· αλλού κάθεται· αλλού κυματίζει παράξενα· αλλού στροβιλίζει· αλλού γίνεται τραχιά· αλλού σταματάει απότομα και μετά απογειώνεται. Για να αποδώσει κάποιος το σαρακατσιάνικο τραγούδι πρέπει να είναι μάστορας.
Μια γλυκιά μελαγχολία κυριαρχεί σε πολλά σαρακατσιάνικα τραγούδια. Σε εκείνα τα μακρόσυρτα τραγούδια της τάβλας, στο στόλισμα και στον αποχωρισμό της νύφης, στα καλημέρια, στα ξενιτικά. Τραγούδια ηρωικά τα κλέφτικα. Τραγούδια χαράς στο γάμο. Τραγούδια που τα πλημμυρίζει ο καημός κι ο πόθος είναι τα τραγούδια της αγάπης και του έρωτα. Τραγούδια με μεράκι του χορού τα τραγούδια.
Δυο παρέες και εδώ. Χώρια οι άντρες, χώρια οι γυναίκες. Ο πρώτος χόρευε το δικό του τραγούδι, ενώ οι άλλοι σιγοντάριζαν. Μετά γινόταν πρώτος ο δεύτερος, και έτσι συνέχιζε ο χορός. Η δεύτερη παρέα επαναλάμβανε τα λόγια της πρώτης παρέας. Αχολογούσαν τα βουνά από τους ήχους των τραγουδιών μας.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, και οι Σαρακατσιαναίοι, οι άνθρωποι που είχαν τον ουρανό στέγη, άφησαν τα βουνά και τις ράχες κι έπιασαν τους κάμπους, έσμιξαν με τον κόσμο. Από εκείνες τις κοπαδούρες έμειναν μόνον οι ντουζίνες. Τα γρέκια χορταριάσανε και τα βουνά ρημάξαν.
Χάθηκε ο φλάμπουρας. Ο χορός και το τραγούδι μας ξεχάστηκαν. Άλλα τραγούδια, άλλες μουσικές μάς γλένταγαν, κι άλλους χορούς χορεύαμε. Τραγούδια παλιά δημοτικά του γραμμοφώνου, λαϊκά, ξένα, ελαφρά. Πολλά από αυτά τα τραγούδια μάς έχουν γίνει, πλέον, βίωμα και έχουν μπει μέσα στην ψυχή μας.
Η δική μας παράδοση είχε μπει στο περιθώριο και, σε μεγάλο βαθμό, είχε ξεχαστεί. Βρέθηκαν, όμως, κάποιοι που πείσμωσαν και έφτιαξαν τους πρώτους σαρακατσιάνικους συλλόγους. Το έργο των συλλόγων πολύ σπουδαίο –μπορούσε, φυσικά, να είναι και σπουδαιότερο. Οι σύλλογοι έβαλαν φρένο, όσο μπορούσαν βέβαια, στην αλλοτρίωση και προσπάθησαν να βγάλουν στην επιφάνεια ό,τι μπορούσαν από την προγονική κληρονομιά. Αρχίσαμε να μαζεύουμε σιγά σιγά τα κομμάτια μας. Αρχίσαμε να ψάχνουμε το χαμένο μας εαυτό. Ήμασταν, πλέον, στην ίδια θέση με τους άλλους Έλληνες και δεν είχαμε να ζηλέψουμε τίποτα απ’ αυτούς.
Ένα από τα στοιχεία του πολιτισμού μας που άρχισε να ξαναζωντανεύει ήταν και το τραγούδι μας. Βρέθηκαν άνθρωποι που μάτωσαν, πάλεψαν γι’ αυτό, και το έβγαλαν απ’ την αφάνεια. Χρωστάμε πολλά στους τραγουδιστές μας, επαγγελματίες και ερασιτέχνες, κι απ’ τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο· χρωστάμε πολλά σε διάφορους συλλόγους που προσπάθησαν να διασώσουν και να προβάλουν με αυθεντικότητα τα τραγούδια μας (Π.Ο.Σ.Σ., Αδελφότητα Σαρακατσαναίων Ηπειρωτών Αθήνας, Λαογραφικό Μουσείο Σαρακατσάνων(Σέρρες), Σύλλογος Σαρακατσαναίων Δράμας, Μορφωτικός Σύλλογος Σαρακατσαναίων Θράκης). Σημαντικές είναι οι συλλογές τραγουδιών των: Ε. Τζιάτζιου, Β. Γούλα, Θ. Γιαννιώτη. Σπουδαία–και μοναδική θα έλεγα–είναι η προσπάθεια του Γιώργου Καψάλη, Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με την κυκλοφορία του βιβλίου του ‘’ Όσα μου είπαν τα Σαρακατσάνικα Τραγούδια ΄΄. Ασφαλώς και δεν ξεχνάμε τον αυθεντικό και υπέροχο ήχο της φλογέρας του Χρίστου Γαλανή.
Ακούμε σήμερα τα τραγούδια μας στους γάμους, στα πανηγύρια, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, στα ανταμώματα, στους ψηφιακούς δίσκους. Ακούμε όμως ένα τραγούδι συμβιβασμένο· συμβιβασμένο με τη σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά δεν παύει να είναι αξιόλογο. Έχασε, βέβαια, την παλιά του ομορφιά κι έγινε, ασφαλώς, φτωχότερο. Χάθηκε η φλογέρα, και ήρθε το κλαρίνο. Χάθηκε η ομάδα, και ήρθε ο ένας, ο επαγγελματίας τραγουδιστής. Χάθηκαν πολλά από τα μελωδικά γυρίσματά του, και ήρθε μια ομοιομορφία. Χάθηκε η απλωσιά του, και ήρθε το μέτρο. Έχασε τους γνήσιους εκφραστές του. Έφυγε απ’ το κονάκι και πήγε στο κέντρο. Ας είναι. Έτσι είναι οι συμβιβασμοί. Συμβιβάστηκε για να επιβιώσει. Μακριά απ’ το φυσικό χώρο που το δημιούργησε έχασε ένα μεγάλο κομμάτι απ’ την αυθεντικότητά του. Σημασία έχει, όμως, ότι αναστήθηκε, ξαναζεί, και το σημαντικότερο είναι ότι φαίνεται να μην αφήνει αδιάφορες τις νέες γενιές.
Ο χορός, από την άλλη μεριά, δεν είχε την ίδια τύχη με το τραγούδι, και μιλάω για τον αντρικό χορό κυρίως. Οι βασικοί αντρικοί χοροί ήταν οι τσάμικοι: ο αργός, η κάτσα, ο σταυρωτός. Αυτούς τους χορούς τους βλέπουμε, σήμερα, μόνο σε αναπαραστάσεις και αυτές να μη γίνονται πάντα με επιτυχία. Στα γλέντια έχουν αντικατασταθεί απ’ το γρήγορο τσάμικο κι απ’ το καμπίσιο. Αν βρεθεί κάνας μερακλής, μπορεί να χορέψει κάποιον απ’ τους αυθεντικούς μας χορούς.
Αν θέλουμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε, με τη δική μας ιδιαιτερότητα, μέσα στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, οφείλουμε να βρούμε ποια είναι τα βασικά στοιχεία που εκφράζουν αυτήν την ιδιαιτερότητα και να αγωνιστούμε γι’ αυτά. Είναι βέβαιο, πάντως, ότι πολλά στοιχεία της ταυτότητάς μας θα χαθούν(αρκετά έχουν ήδη χαθεί).
Ζούμε σε μια ανοιχτή κοινωνία και δεν μπορούμε να κλείνουμε τ’ αφτιά μας στους ήχους της σύγχρονης ζωής. Ζούμε το παρόν. Μας αρέσουν πολλά είδη μουσικής και πολλά άλλα τραγούδια. Είναι, όμως, άλλο πράγμα να πίνεις νερό απ’ το ποτάμι κι άλλο να πίνεις απ’ την πηγή του. Εκεί, το νερό μπορεί να είναι πιο λίγο, αλλά είναι πιο δροσερό, πιο γάργαρο, και ξεδιψάς πραγματικά. Η πηγή η δική μας είναι το τραγούδι μας κι ο χορός μας· ο χορός που χόρευε ο πατέρας μας, η μάνα μας, ο παππούλης μας, ο μπάρμπας μας. Χορεύοντας έναν τέτοιο χορό είναι σαν να χορεύεις με όλους τους προγόνους σου.
Video : Σταύρος Σιούτης
Video : Σταύρος Σιούτης