portraita

Οι νάνες
.
.

του Θεόδωρου Ζαραλή

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που η ανιψιά μου η Μαρία επισκέφτηκε το πατρικό της μάνας της στα γραφικά Τζουμέρκα και γύρισε με το αυτοκίνητο γεμάτο καλούδια που της έδωσε η Ηπειρώτισσα γιαγιά της.

Μέσα σ’αυτά ήταν και μια σακούλα χόρτα. Η Μαρία, μη μπορώντας να τα αναγνωρίσει, τα έφερε στη γυναίκα μου και μαζί τα άπλωσαν πάνω στο τραπέζι και τα κοίταζαν με απορία. Η κυρα-Λένη (η γυναίκα μου), αφού τα εξέτασε προσεχτικά, πρότεινε να τα πετάξουν αφού δεν ήξεραν τι ήταν και αν μπορούσαν να τα μαγειρέψουν. Εκείνη την ώρα έτυχε να ακούσω τη συζήτησή τους, και με το που είδα τα χόρτα, αναφώνησα ‘’Ε νάνες! Πού τις βρήκατε;!’’. ‘’Θείο, τα ξέρεις αυτά τα χόρτα;’’, ρώτησε η Μαρία.




Τις νάνες τις γνώρισα πάνω στο Καϊμάκτσαλαν. Είναι ένα είδος άγριου σπανακιού, ιδανικό συστατικό για τις πιο νόστιμες πίτες των Σαρακατσαναίων. Οι νάνες συνήθως φυτρώνουν γύρω από τα μαντριά, μιας και η υγρασία και η παρουσία κοπριάς δημιουργούν τις ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξή τους.

Η πιο έντονη ανάμνηση από τις νύχτες στο Καϊμάκτσαλαν έχει να κάνει με την παρέα μαζεμένη γύρω από την γάστρα που ψήνονταν πίτες με νάνες, φτιαγμένες από τα επιδέξια χέρια της φίλης μας της Βίκυς (Βασιλική).




‘Ένας χρόνος έχει περάσει από την ημέρα που η Βίκυ έφυγε ξαφνικά από την ζωή μας. ‘Έφυγε νέα, γεμάτη ζωντάνια, γεμάτη αγάπη για τα βουνά. Γεμάτη αγάπη για όλους μας!

Αγαπημένη μας φίλη, δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ. Θα συναντιόμαστε εκεί, πάνω στα βουνά. Και θα’σαι πάντα δίπλα μας, γιατί για μας ζεις, υπάρχεις και θα υπάρχεις για πάντα στην καρδιά μας. Και όσα χρόνια και αν περάσουν, η μυρωδιά από πίτα με νάνες θα μας γυρνά πάντα στις νύχτες στο Καϊμάκτσαλαν.

Μαϊος 2019
Θεόδωρος – Ελένη – Κατερίνα Ζαραλή