portraita

ΟΙ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ 

ΚΑΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΟΥΣ


του Κώστα Τσούτσου.

«Γερο-Μήτρο τι φκιάν(ει)ς απόψι το βράδ', δεν πετάγισι απ' το κονάκ(ι) να κβεντιάσουμε πως θα ξεκνήσουμε τον ανήφορο, μεθαύριο είναι τ' Αι-Γιωργιού, να ειδούμι τι στράτα θα πάρουμι, ξέρς ότι θέλουμι πάν από δέκα μέρες για να φτάσουμι στα βνά... ».

Κάπως έτσι θα κουβέντιαζαν οι Σαρακατσαναίοι τα χρόνια εκείνα, όταν αποφάσιζαν να μετακινηθούν απ' τον κάμπο, την Άνοιξη, για τα βουνά και το Φθινόπωρο αντίθετα, απ' τα βουνά στον κάμπο, για τα χειμαδιά. Οι μετακινήσεις των Σαρακατσαναίων ήταν συνηθισμένες, οριοθετημένες και συγκεκριμένες, δυο φορές τουλάχιστον το χρόνο έπρεπε να παίρνουν τους δρόμους για τον συγκεκριμένο, το καλοκαίρι, άξονα που ήταν τα βουνά των Αγράφων. 

Ξεκινούσαν από διάφορα σημεία τον Ελλαδικού χώρου, κυρίως όμως απ' τον Αλμυρό της Μαγνησίας, την Ελασσόνα Θεσσαλίας και απ' την Κωπαϊδα της Βοιωτίας. Στα Άγραφα, όμως πήγαιναν σχεδόν όλοι οι Σαρακατσαναίοι της Κεντρικής Ελλάδος και της Δυτ. Μακεδονίας. Πολλοί άλλοι ανέβαιναν στο Βέρμιο, στον 'Ολυμπο, στον Κίσσαβο (Όσσα), στο Βελούχι στην Ευρυτανία, τον Παρνασσό, στα Βαρδούσια, στη Γκιώνα, στον Καλλίδρομο, την Οίτη, στην 'Ορθρυ, στη Ροδόπη και στο Παγγαίο όρος. Στην Πελοπόννησο, που ήταν λιγότεροι, ανέβαιναν κυρίως στον Ταύγετο. Ενώ από την άλλη πλευρά, οι Ηπειρώτες Σαρακατσαναίοι και οι Σαρακατσαναίοι της Δυτικής Στερεάς κυρίως απ' το Βάλτο, ανέβαιναν στα Ακαρνανικά όρη και στην Πίνδο, ψηλά στο Πάπιγκον και στα Ζαγοροχώρια, στο Γράμμο και από εκεί έφταναν μέχρι τον Αίμο στη Βουλγαρία. 



Το μακρινό αυτό ταξίδι, ήταν τακτικό μεν αλλά διαφορετικό το ανέβασμα στο βουνό απ' το γυρισμό στα χειμαδιά. Κι αυτό επειδή μεγάλο ρόλο έπαιζε η εποχή και γενικά ο καιρός. Αυτό που τούς απασχολούσε ήταν το πώς θα ξεκινήσουν απ' το ένα μέρος να πάνε στο άλλο. Φυσικά το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχαν ήταν πως θα μπορέσουν πεζοί για τόσες μέρες, να περπατάνε μαζί με τα ζωντανά, τα μονοπάτια και τα κακοτράχαλα βουνά. Γιατί δεν ήταν μόνο η κούραση απ' το περπάτημα με τις ώρες, είχαν και τα ιδιαίτερα προβλήματα που συναντούσαν και αντιμετώπιζαν στη διαδρομή. Το τι θα φάνε στο δρόμο, δεν τους απασχολούσε, άλλωστε το καθημερινό τους ήταν το ψωμοτύρι το γάλα και άϊντε και καμιά γρήγορη χειροποίητη τυρόπιτα ή γαλατόπιτα.

Τα σοβαρά προβλήματα, που τούς τύχαιναν στο δρόμο τους, αυτά τους απασχολούσαν, όπως π.χ. μια αδιαθεσία στα παιδιά η στους γερόντονς, γιατί όπως είπαμε η μετακίνηση αυτή, ανθρώπων και ζωντανών, εσήμαινε ολόκληρο ξεσηκωμό. Έπρεπε λοιπόν να κουβαλάνε μαζί και όλο το νοικοκυριό τους. Φρονώ πως μια τέτοια μετακίνηση ήταν βασανιστική και τρομερά κοπιώδης, από την άλλη όμως μεριά ήταν και ευχάριστη και την αναζητούσαν και ανυπομονούσαν το πότε θα φτάσει ο καιρός να ξεκινήσουν. Οι άντρες είχαν τη φροντίδα των κοπαδιών τους είχαν όμως και τη φροντίδα των φαμιλιών τους.




Τόσο στο πήγαινε όσο και στην επιστροφή, οι Σαρακατσαναίοι, αντιμετώπιζαν αντικειμενικά προβλήματα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που στο πέρασμά τους τα ζωντανά από μια αδεξιότητα ή απροσεξία προξενούσαν ζημιές στα χωράφια που εύρισκαν μπροστά τους και αναγκαστικά έρχονταν αντιμέτωποι με τον ίδιο το νόμο και έτρεχαν θέλοντας και μη στα δικαστήρια, στο αυτόφωρο. Οι κατά τόπους αγροφύλακες ήταν πάντοτε μπροστά τους και δεν τους χαρίζονταν. Είχαν επίσης τον κίνδυνο να μην τούς ξεκόψουν κάποια ζωντανά στη διαδρομή, να μην τους επιτεθούν αγρίμια (όπως λύκοι αρκούδες, αγριόσκυλα και τσακάλια) να μην πέσουν σε ένοπλούς ζωοκλέφτες (κατσικοκλέφτες), ληστές και τόσα άλλα. 

Ο μεγαλύτερος όμως εχθρός, κυρίως το φθινόπωρο, κατά τον γυρισμο, ήταν και ο καιρός. Τα πρωτοβρόχια και τα απροσδόκητα πρώτα χιόνια, ήταν μεγάλο βάσανο αυτον τον καιρό και ήθελαν να συντομεύσουν το δρομολόγιο τούς να μην καθυστερήσουν απ' το όριο που είχαν βάλει γιατί τα πρόβατα ήταν ετοιμόγεννα και δεν ήθελαν να τούς τύχει μεσοστρατίς καμιά γέννα. Αν και σ' αυτό το θέμα είχαν κάμει τους υπολογισμούς τους και σπάνια έπεφταν έξω. Για όλα αυτά έπρεπε να γίνει σοβαρή κουβέντα και προγραμματισμός, ώστε το δρομολόγιό τους να είναι όσο το δυνατόν πιο εύκολο. 




Οι τσελιγκάδες τα σκέφτονταν όλα αυτά και τα κουβέντιαζαν και ξανακουβέντιαζαν προτού ξεκινήσουν το μακρινό τους ταξίδι και τη συγκεκριμένη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν. 

Και πρώτα ας ξεκινήσουμε με το ταξίδι για το βουνό. 'Οταν λοιπόν πλησίαζε ο Απρίλης έπρεπε να είναι πανέτοιμοι για να πάρουν, όπως είπαμε, τον ανήφορο. Σχετικό είναι το τραγούδι «Πήρε ο Μάρτης δώδεκα κι Απρίλης δεκαπέντε και τα κοπάδια κίνησαν, οι Σαρακατσαναίοι...μα της Παναγιούλας η κοπή δε φάνηκε ακόμα..!». Τα καραβάνια ξεκίναγαν όλα μαζί φορτωμενα τα άλογα με τα υπάρχοντά τους και σκεπασμένα με πολύχρωμες καραμελωτες κουβέρτες και τα γυναικόπαιδα, πεζοί (τα μικρά παιδάκια πάνω στα φορτώματα). Μια πομπή να χαίρεσαι να τη βλέπεις. 'Οταν πέρναγαν απ' τα χωριά, οι Σαρακατσαναίοι όλοι έβγαιναν έξω να τούς αγναντέψουν και να τους καμαρώσουν. Αν κάπου σταματούσαν και έπρεπε να αρμέξούν πολλοί το γάλα το μοίραζαν στους κατά τόπούς χωριάτες. 

Λημέριαζαν κάπου να έχει σκιά για να σταλίσουν και τα πρόβατα γιατί έπιανε και η ζέστη και παρά την κούραση τους μαζεύονταν όλοι μαζί έτρωγαν και τραγουδούσαν. Έτσι προτού να ξεκινήσουν, οι άντρες, φρόντιζαν να «κολοκρίσουν» τα πρόβατα, (δηλαδή να τα ελαφρώσουν απ' το μαλλί γύρω απ' την κοιλιά, το λαιμό και κάτω απ' την ουρά), γιατί με τη ζέστη τα ζωντανά στη διαδρομή θα υπέφεραν. Το κανονικό κούρεμα γινόταν σε λίγες μέρες αργότερα. Έτσι, έγκαιρα μάζευαν τα «σέα» τους σάκιαζαν το ρουχισμό τούς και τα σκεπάσματα, ταξινομούσαν τα αντικείμενα της εκεί διαμονής τούς και φρόντιζαν να κρατήσουν τα άκρως απαραίτητα και αναγκαία είδη πρώτης ζήτησης για το δρόμο καρδάρια κ.ά. και όλα τα απαιτούμενα για το άρμεγμα καθ' οδόν και το πήξιμο τον τυριού και το στράγγισμα σε ειδικές τσαντίλες.
 



'Ολα αυτά τα φόρτωναν στα άλογα ή τα μουλάρια και ξεκινούσαν. Να μην φανταστεί κανείς πως είχαν τα πολυτελή και ακριβά έπιπλα και σαλόνια, γιατί, όπως ήταν λογικό, κοιμόντουσαν πάνω σε καλοφτιαγμένα από κλαριά γιατάκια με τα χειροποίητα «τσιόλια» (στρώματα) και τις κάπες τους. 'Ετσι μαζί τους έπαιρναν ένα σοφρά μια σκάφη, ένα πλάστρη κι ένα πλαστήρι, τη βαρέλα για το νερό και κάποια μπακίρια και τσανάκια για το σερβίρισμα τον φαγητού. 

Τώρα στο γυρισμό (το Φθινόπωρο), οι διαδικασίες και οι προετοιμασίες ήταν παρόμοιες με τη διαφορά πως τα συναισθήματα ήταν ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, αντάρα και κατήφια γιατί άφηναν τα μορφοβούνια και επέστρεφαν στον κάμπο. Σχετικά είναι τα τραγούδια «Συνέφιασε ο Παρνασσός» και το «Φύyαν τα λάγια πρόβατα στα χειμαδιά να πάνε». Τώρα γιατί το τραγούδι αυτό αναφέρεται στα λάγια (μαύρα) πρόβατα, έχει κι αυτό την εξήγησή του. Οι Σαρακατσαναίοι από αντίδραση στην Τούρκικη σκλαβιά από την Άλωση της Πόλης και την βεβήλωση της Αγιάς Σοφιάς, έφτιαχναν πρόβατα με μαλλί μαύρο, σε ένδειξη πένθους (μόνο το Πάσχα έσφαζαν άσπρα αρνιά). 




Τα γυναικόπαιδα πήγαιναν μπροστά και τα κοπάδια ακολουθούσαν με τους κουμανταδόρους τσοπάνηδες. Συνήθως όμως οι οικογένειες έφευγαν πριν από τα «πράματα» που έρχονταν από κοντά. Οι μικροφαμιλίτες φρόντιζαν να φύγουν νωρίτερα για να μην καταπονηθούν τα μικρά παιδιά και οι πολύ ηλικιωμένοι. Τους πήγαιναν στα χειμαδιά και ξαναεπέστρεφαν να συναντήσουν τα κοπάδια τους. Βέβαια οι γυναίκες φρόντιζαν να φτάσουν στο χειμερινό καταυλισμό τους νωρίτερα για να συμμαζέψουν τα αφημένα τόσους μήνες κονάκια και μαντριά, να φροντίσουν να μπαλώσουν τις τυχόν φθορές με τα χόρτα (σαλώματα), που θα κόψουν στο βάλτο, ώστε να είναι έτοιμα όλα όταν φτάσουν τα κοπάδια γιατί όπως είπαμε ήταν και ετοιμόγεννα. 

Οι άντρες μαζί με τους τσοπάνηδες έπρεπε να κουμαντάρουν το κοπάδι στη διαδρομή. Ηταν και οι κίνδυνοι, που μίλησα πιο πάνω και χρειάζονταν να είναι όλοι από κοντά και να έχουν τα μάτια τούς δεκατέσσερα. Γι' αυτό όταν ξεκινούσαν για το γυρισμό είχαν κάμει και μια άτυπη συμφωνία οι τσοπαναραίοι για τη μεταξύ τους αλληλοπροστασία. Πολλοί, οι περισσότεροι, ήταν οπλισμένοι γιατί δεν ήξεραν τι θα τους παρουσιαζόταν μπροστά τούς. Είχαν βέβαια και τα σκυλιά που ήταν πιστοί σύντροφοι, αλλά όπως και να το κάνουμε οι κίνδυνοι ήταν πάντα υπαρκτοί. Οταν νύχτωνε έπρεπε κάπου να γραικιάσονν, επίσης να προσέξουν ακόμα και τι είδος χορτάρια έχει ο τόπος εκεί για να μην τους πιάσει καμιά απροσδόκητη ασθένεια (κλαπάτσα). Γι' αυτό από νωρίτερα είχαν σχεδιάσει που θα γραικιάσουν και που θα αρμέξουν τα πρόβατα.




Όλη τη νύχτα παραφύλαγαν και σε κάποιες στιγμές έριχναν και καμιά ντουφεκιά, για εκφοβισμό. Είχαν να αντιμετωπίσουν και τούς λεγόμενους «χωριάτες» που δεν τούς άφηναν να περάσουν και να λημεριάσουν, έστω και για μια νύχτα στο κτήμα τους και τους ζητούσαν λίτρα. Ο τσέλιγκας έπρεπε να έχει πολύ νωρίς πάρει τα μέτρα του, να έχει κουβεντιάσει και να έχει διαπραγματευτεί με τους ανθρώπους αυτούς το θέμα τον περάσματος και τον ξενυχτιού. Αυτό το αντιμετώπιζαν συνήθως με καμιά τσαντίλα τυρί, γάλα και τα συναφή. Οι Σαρακατσαναίοι, είχαν τον τρόπο τους και το κομπόδεμά τους, απ' τα προϊόντα του βιός τους. Ήταν αρχοντονοικοκυραίοι και σεβάσμιοι άνθρωποι, μάλιστα πολλοί απ' αυτούς έκαναν και χρυσές λίρες που τις φύλαγαν για την προίκα τον ή των κοριτσιών τους. Έτσι δεν δυσκολεύονταν να πληρώσουν για να κάμουν τη δουλειά (δλειά) τους, όπως έλεγαν. 

Οι τσελιγκάδες είχαν πάντοτε με τις αρχές νταραβέρια, όπως με το Δασαρχείο, την Αγρονομία και τη Χωροφυλακή. Κατα τη διάρκεια της διαδρομής τους μπορούσε να τους συμβεί σπάνια βέβαια σπανιότατα, αλλά όλα είναι μέσα στη ζωη μας και κάποιο ξαφνικό θανατικό. Ένα κακό, απρόοπτο και μακάβριο συμβάν που έπρεπε όμως να αντιμετωπισθεί άμεσα. Το που θα πάνε τη σωρό και που να τη θάψουν ποιο χωριό θα τους δεχόταν. ΄Ενα άλλο πολύ μεγάλο θέμα ήταν να μη τύχει και γίνει καμιά αρπαγή - κλεψιά ενός κοριτσιού που το είχε βάλει στο μάτι κάποιος απ' το σινάφι λεβεντονιός και δεν το έδινε ο πατέρας. Πολλά τέτοια περιστατικά συνέβαιναν τα χρόνια εκείνα και οι οικογένειες συμπαγείς όπως ήταν αυτοπροστατεύονταν. Στην τελευταία περίπτωση είχαμε πολλές φορές και αιματηρούς καυγάδες με δυσμενή αποτελέσματα. 




Αλήθεια γιατί να μπαίνουν οι άνθρωποι σε μια τέτοια ταλαιπωρία και τυραννία, να βρίσκονται συνέχεια στους δρόμους και να αντιμετωπίζουν τα χίλια μύρια τόσα προβλήματα και κακουχίες; Πρέπει να πούμε πως οι Σαρακατσαναίοι από καταβολής ήταν άνθρωποι του βουνού και της στάνης, δεν είχαν ή δεν ήθελαν να έχουν δική τους γη. ΄Ηθελαν να βρίσκονται πάντα κοντά στη φύση στα βουνά, στα πράσινα λαγκάδια, στον καθαρό αέρα και ανάμεσα στα έλατα και στους πλούσιους λιβαδότοπους, μακριά απ' τους υπόλοιπους ανθρώπους. Απέφευγαν εντελώς τη συναναστροφή με άλλες ράτσες και επομένως τη μείξη. Τα νταραβέρια τα νυφοπαντρέματα και οι συναναστροφές γίνονταν μεταξύ τους, γι' αυτό ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους. 

Το γεγονός αυτό έκαμε τους ασχοληθέντες με τη Σαρακατσάνικη ράτσα, ανθρωπολόγους και άλλους επιστήμονες να μιλούν για την πιο καθαρόαιμη ελλαδική φυλή για πολλές εκατονταετίες και κατά τον Άρη Πουλιανό (Καθηγητή Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου) χιλιετίες. Στο μόνο που ταίριαζαν ήταν η γλώσσα η Ελληνική. Οι Σαρακατσαναίοι μιλούσαν μόνο Ελληνικά. Άλλωστε εδώ γεννήθηκαν και εδώ πρωτοεμφανίστηκαν σαν λαός. Δική τους γη άρχισαν να αποκτούν, κυρίως λιβαδότοπους, μέσα στα 1800 και μετά. Θα έλεγα μετά την απελευθέρωση απ' τον Τούρκικο ζυγό. Ήταν όμως πάντα στο πλευρό των αγωνιστών για την πατρίδα τους την Ελλάδα και προσέφεραν πολλά στους αγώνες, για την απελευθέρωση, πρωτοστατούντες, πολεμώντας πολλές φορές εθελοντικά για την αξιοπρέπεια και τη λευτεριά σε όλους τους αγώνες. Η προσφορά τους σε ανθρώπινο αίμα ήταν μεγάλη. Δεν πρόκειται εδώ να αναφέρω ονόματα αγωνιστών γιατί ήταν πολλοί και ανώνυμοι και δυστυχώς άγνωστοι. 




Οι Σαρακατσαναίοι ήταν και είναι Χριστιανοί ορθόδοξοι και μόνο. Είναι Θεοφοβούμενοι και επειδή ζούσαν στα βουνά και στα απόμακρα μέρη της χώρας φοβότουσαν τα ξωτικά και τα δαιμονικά...! Οι παλιότεροι έπλαθαν και διηγούνταν περιστατικά διάφορα, όλα αποκυήματα της φαντασίας τους που τώρα τα λένε οι νεότεροι και γελούν. Για τη γενικότερη ζωή των Σαρακατσαναίων στους καταυλισμούς κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες πάνω στα βουνά, μέσα στις φτέρες και τα έλατα, όπως είπαμε και τα πράσινα λαγκάδια που μοσχοβολούσε ο τόπος απ' τις μυρωδιές τον ρετσινιού και των αγριολούλουδων, ήταν πραγματικά ζηλευτή και ιδεώδης. Με τα ατέλειωτα γλέντια και τούς χορούς, τα σουβλίσματα των αρνιών και των μαγειρευμάτων των γυναικών, με τις γαλατόπιτες και τις τυρόπιτες το αφράτο ζυμωτό ψωμί και το μπόλικο κρασί που προμηθεύονταν απ' τα κοντινότερα χωριά. 

Τα παιδιά σχολείο δεν πήγαιναν και αλήθεια που να πάνε; 'Εφερναν κάποιο γραμματιζούμενο τους μήνες τον καλοκαιριού και τους μάθαινε το αλφαβητάριο και λίγη αριθμητική να ξέρουν να λογαριάζουν τις οκάδες του γάλακτος να μετράνε τα ζωντανά τους και τούς μήνες εγκυμοσύνης των ζωντανών τους. Πολλοί ήταν και αυτοδίδακτοι και αυτά τα μάθαιναν από μόνοι τους. Δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να τούς γελάσει ο γαλατάς που τους έπαιρνε το γάλα ή ο χωριάτης που τους νοίκιαζε το λιβάδι. 




Ανεβαίνοντας στο βουνό, πρώτη προτεραιότητα είχε το στήσιμο των κονακιών και η τακτοποίηση των οικογενειών. Τα κονάκια ήταν κωνοειδείς καλύβες από κλαριά και ξύλα, παλούκια και λούρα (μακριά και ευλύγιστα κλωνάρια από τα ντούσκα, όπως λέγονταν τα δέντρα αυτά), με εσωτερική διαρρύθμιση γύρω - γύρω ένα πεζούλι και στη μέση είχαν τη «βάτρα» - εστία, όπου χρησίμευε το άναμα της φωτιά κυρίως για ζεστασιά. Βγαίνοντας απ' το κονάκι περιέφραζαν έναν ανάλογο προαύλιο χώρο με κλαριά επίσης και με πεζούλι γύρω - γύρω, ήταν το λεγόμενο «φριντζιάτο», ας πούμε το καθιστικό, γιατί στο πεζούλι αυτό έστρωναν χοντρές και πολύχρωμες κουβέρτες, τα λεγόμενα χράμια ή χρέμια και πολλά πολύχρωμα μαξιλάρια. Ολόγυρα κρέμαγαν όμορφες κεντημένες χειροποίητες πάντες. Εκεί κάθονταν κουβέντιαζαν έτρωγαν στο σοφρά με το μεσάλι και γλένταγαν, στις ονομαστικές και όλες τις γιορτές. Εκεί ξενύχταγαν και τα κορίτσια κεντώντας και πλέκοντας. Απ' έξω απ' το φριντζιάτο έφτιαχναν το φωτογόνι για μαγείρεμα με ξύλα και έναν αυτοσχέδιο φούρνο ή είχαν τη γάστρα, για ψήσιμο. 

Οι Σαρακατσαναίοι ήταν πολύ θρήσκοι και τις γιορτές τις τηρούσαν στο ακέραιο. Εκκλησία όμως πήγαιναν το Πάσχα και τις γιορτές των Χριστουγέννων οπότε και κοινωνούσαν. Δεν είχαν την πολυτέλεια να είναι κοντά σε εκκλησίες και για κείνονς ήταν δύσκολο να πάνε να εκκλησιαστούν μακριά. Οι γιορτές τον Αγίου Γεωργίου και τον Αγίου Δημητρίου ήταν για τους Σαρακατσαναίους ξεχωριστές. Γι' αυτό τα ονόματα Γιώργος και Δημήτρης ήταν και είναι τα πιο συνηθισμένα όπως και ο Ηλίας, ο Κώστας και ο Γιάννης. 




Ο εσωτερικός χώρος τον κονακιού ήταν ο κοιτώνας, εκεί κοιμόντουσαν τα γυναικόπαιδα, στρωματσάδα, στρώνοντας κάτω μια χειροποίητη ψάθα και επάνω κιλίμια και χοντρές κουβέρτες. Και για σκεπάσματα κάποιες ελαφρότερες κουβέρτες, ή βελέντζες, φλοκάτες, ή στέρφες χωρίς δηλαδή πέλος. Την ημέρα τα μεγάλα παιδιά (τα αγόρια) βοηθούσαν στα πρόβατα, να τα αρμέξούν, να τα σκαρίσουν και να τα ταΐσουν, και να τα γυρίσουν το μεσημέρι στο στάλλα, γύρω στις έντεκα το μεσημέρι που έπιανε η ζέστη. Αυτό γινόταν μαζί με τους γονείς τους. Τα κορίτσια είχαν πάρα πολλή δουλειά να κάνουν στο κονάκι. Να γνέσουν, να κεντήσουν, να υφάνουν, να ξάνουν τα μαλλιά τα οποία μετά το κούρεμα των προβάτων έπρεπε και να τα πλύνουν καλά στο κοντινό ποτάμι, αφού τα έβραζαν σε μεγάλα καζάνια με αλισίβα να καθαρίσει ο πίνος. 

Ο πίνος ήταν μια λιπαρή ουσία που έχουν όλα τα μαλλιά ακόμα και των ανθρώπων και αυτό έπρεπε να καθαριστεί. Στέγνωναν τα μαλλιά, ξεχώριζαν απ' αυτά, το φίνο δηλ. το μαλλί με μακριά ίνα και το οποίο προορίζονταν για φνίσιες λεπτές γυαλιστερές φορεσιές. Για να υφάνουν, είχε μια ολόκληρη διαδικασία. Κατ' αρχήν έγνεθαν το μαλλί κουβάριαζαν το νήμα (γνέμα) και μετά έπρεπε να διάσουν σε αυτοσχέδιες διάστρες το στιμόνι. Χρειάζονταν πείρα και μεγάλη προσοχή το πώς θα στήσουν τα παλούκια, μικρά ξύλινα πασαλάκια και βέβαια τι σχέδιο και τι φορά θα είχε το νήμα. Το διάσιμο το αναλάμβαναν πεπειραμένες γυναίκες. Μετά ήταν το τύλιγμα τον στημονιού στο αντί και στη συνέχεια το βελόνιασμα (πέρασμα) στα χτένια και τα μυττάρια τον αργαλειού. Τα χτένια ήταν διαφόρων διαμετρημάτων ανάλογα με το πάχος τον νήματος. Αργαλειούς έφτιαχναν αυτοσχέδιους. Μετά την ύφανση, πολλά διασίδια τα πήγαιναν στο μαντάνι να γίνουν αφράτα και μαλακά. Αλλά και πριν την ύφανση γινόταν το βάψιμο τον νήματος με μπογιές από φυτικές χρωστικές ύλες, ανεξίτηλες και λαμπερές. 




Τα βράδια τα κορίτσια έκαναν ολόκληρα νυχτέρια στο κέντημα και το πλέξιμο, για να φτιάξουν τα προικιά τους. Δεν ανέφερα για παιχνίδια των μικρών παιδιών. Τα παιδιά έπαιζαν χώρια, τα αγόρια απ' τα κορίτσια. Τα παιχνίδια ήταν λιγοστά και τα αγόρια έπαιζαν τσελίκα γουρούνα, κάποιους αγώνες πάλης και πηδήματος, το αμπήδημα, αμπάρτσα (αμπάριζα) όπως έλεγαν, το τρέξιμο ποιος θα παραβγει πρώτος, το πετροβόλημα, και τίποτε άλλο. Από την άλλη μεριά τα κορίτσια έπαιζαν πεντόβολα, κρυφτούλι, τις κουμπάρες, τις φιλενάδες το κουτσό και αυτό. Το χειμώνα ήταν αδύνατον να δεις παιδιά να παίζουν γιατί όλοι μικροί και μεγάλοι ασχολιόντουσαν με τα ζωντανά. Τα κορίτσια απαγορεύονταν να μιλάνε στα αγόρια, ακόμα και τα πρώτα ξαδέρφια. Η απαγόρευση αυτή ήταν απόλυτη και συγκεκριμένη και αν γινόταν καμιά φορά κατά λάθος αντάμωμα έπρεπε να σκύβούν το κεφάλι και να διαβαίνουν και δεν θα μιλούσαν μεταξύ τους, αλλιώς τα πλήρωναν οι ίδιες και οι μανάδες τους, απ' τους άντρες. 

Είναι λίγα πολύ λίγα αυτά που διαβάζετε, γιατί η ζωή και οι ιδιαίτερες συνήθειες μιας κοινωνίας δεν αποτυπώνεται σε ένα χαρτί με λίγες αράδες. Γι' αυτό αν δεν τα ζήσεις δεν είναι δυνατόν να καταλάβεις και την πραγματικότητα. Πάντως έστω και μ' αυτά τα λίγα τα ελάχιστα μπορεί κανείς να καταλάβει ότι αυτό ήταν κάτι αλλιώτικο κάτι το διαφορετικό. 

Πρέπει να πω τελειώνοντας πως πολλοί γέροντες όσοι ζουν ακόμα νοσταλγούν τη ζωή εκείνη και τη νοσταλγία τους αυτή την αποτυπώνουν στα αντοσχέδια τραγούδια τους, όπως «Πως τα ζηλεύω τα βουνά τώρα το Καλοκαίρι», «Παλιά μου χρονια και καλά», «Πότε θα ρθει η Άνοιξη θα ρθει το Καλοκαίρι», «Εσείς βουνά μου όμορφα» και άλλα πολλά ...


● ● 


Το άρθρο που δημοσιεύεται, είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Τσούτσου ΄΄Μνήμες΄΄ που εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΄΄Ελίκρανον΄΄ το 2018.




● ● 


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Κώστας Τσούτσος γεννήθηκε στο χωριό Δαμάστα Λαμίας, όπου και πήρε τα πρώτα Γράμματα. Στη συνέχεια σπούδασε Νομικά, πρώτα στην Πάντειο Πανεπιστήμιο και στη συνέχεια στη Νομική Σχολή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. 'Εγινε δικηγόρος, εγγράφηκε στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, αλλά σύντομα μεταπήδησε στη Δημοσιοϋπαλληλία την οποία υπηρέτησε ευλαβώς μέχρι τη συνταξιοδότηση του. Είναι παντρεμένος με την Ελένη το γένος Στ. Πονηρίδη με την οποία απέκτησε δύο παιδιά τον Θοδωρή και την Πέγκυ, τα οποία του χάρισαν τρία εγγόνια. Από νωρίς ασχολήθηκε με την συγγραφή κειμένων κοινωνικού περιεχομένου, ποιημάτων και κυρίως στίχων δημοτικών τραγουδιών. Έχει γράψει τρία βιβλία και ακολουθεί ένα τέταρτο.


● ● 

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Ο Κώστας Τσούτσος έχει γράψει αρκετά τραγούδια, τα οποία έχουν μελοποιήσει, αποδώσει και συμπεριλάβει σε δίσκους τους αρκετοί Σαρακατσάνοι τραγουδιστές, όπως :

Ο Γιάννης Γκόβαρης στον διπλό δίσκο του ΄΄Στη ρίζα σ΄ ένα έλατο΄΄, τα τραγούδια : Τώρα που φεύγω μάνα μου - Αράδα, αράδα πέρασα - Μιά περδικούλα αντάμωσα - Βελούχι μου πώς πόνεσα - Την κάπα μου, τη σκούφια μου.

Ο Σταύρος Τσαλάγκας στον διπλό δίσκο του ΄΄Σαρακατσανέικο σεριάνι΄΄, τα τραγούδια : Εσείς χρυσά μου πρόβατα - Την κάπα και τη σκούφια μου.

Ο Μίλτος Αλαφροπάτης στον διπλό δίσκο του ΄΄Σαρακατσάνα μου μικρή΄΄, τα τραγούδια : Στα βοσκοτόπια γύρισα - Εγώ ήμαν τσέλιγκας γνωστός - Πιάσε Γιώργη μ΄ τον φλάμπουρα.

Ο Σταύρος Μπόνιας στον τελευταίο διπλό δίσκο του ΄΄Τον Αι Γιώργη φεύγουμε΄΄, το τραγούδι Ασημοφέγγαρο.