portraita

Μικτές στάνες στο Γράμμο 

τη δεκαετία του 1950

του Θεόδωρου Γόγολου 

 Η νομαδική και ημινομαδική κτηνοτροφία στον τόπο μας αρχίζει την φθίνουσα πορεία της από την περίοδο του μεσοπολέμου.  Η ανταλλαγή των πληθυσμών μετά την μικρασιατική καταστροφή, ο ερχομός των προσφύγων, ο οποίος συνοδεύτηκε με τον αναδασμό της γης, οδήγησαν στην επέκταση των καλλιεργειών και κατά συνέπειαν στον περιορισμό των λιβαδότοπων. Αν σ’αυτά προσθέσουμε και τους μεταξικούς νόμους που αφορούσαν στην απαγόρευση της αιγοτροφίας, κατανοούμε τις δυσκολίες που προέκυψαν στην άσκηση της παραδοσιακής μετακινούμενης κτηνοτροφίας. Η ταραγμένη δεκαετία του ’40 (ελληνοϊταλικός πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος), επιτείνει ακόμη περισσότερο τον φόβο και την ανασφάλεια των παραδοσιακών κτηνοτρόφων. Πολλά τσελιγκάτα την περίοδο αυτή αναγκάζονται να διακόψουν τις μετακινήσεις τους στα βουνά, γιατί οι κίνδυνοι για τους ίδιους τους κτηνοτρόφους και για τα ζωντανά τους είναι μεγάλοι.

 Η δεκαετία του ’50 βρίσκει τους παραδοσιακούς κτηνοτρόφους αποδυναμωμένους, με περιορισμένο τον αριθμό των αιγοπροβάτων και των μεταφορικών ζώων (άλογα, μουλάρια). Οι ασφυκτικές ανάγκες τους αναγκάζουν να χρεωθούν στην Αγροτική Τράπεζα ή να πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης των εμπόρων (τυροκόμων). Την ίδια εποχή οι έλεγχοι εις βάρος τους (αγροφύλακες, δασοφύλακες κ.α) εντείνονται με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να καταφεύγουν σε πολιτευτές, σε δικηγόρους και εν γένει σε ισχυρούς παράγοντες και να ζητούν, με το αζημίωτο βέβαια, την προστασία τους. Είναι το «σύστημα» της πατρωνίας που τόσο παραστατικά περιγράφει στο βιβλίο του ο Τζον Κάμπελ.


1950 - Ο Θεόδωρος Γόγολος 2 ετών, με τους γονείς του Γεώργιο και Ευθυμία (το γένος Βαγγελή)


    Στη Θεσπρωτία, την ίδια δεκαετία, το μεγαλύτερο τσελιγάτο ήταν των Πιτουλαίων (2000 πρόβατα περίπου). Η ισχυρή αυτή οικογένεια των βλαχόφωνων Ελλήνων που καταγίνονταν και με άλλες ασχολίες (τυροκομεία, εμπόριο, ναυτιλία, πολιτική κ.α), είχε την άνεση να διατηρεί ένα ανθηρό τσελιγκάτο. Άλλα τσελιγκάτα, σαφώς μικρότερα (δεν ξεπερνούσαν τα 500 - 600 πρόβατα) μπορούσε να βρει κάποιος ανάμεσα στους Βλάχους της Θεσπρωτίας (Κωτσαίοι, Χαντζαραίοι, Νηραίοι κ.α). Από τους Σαρακατσαναίους, όσοι ήρθαν στη Θεσπρωτία νωρίς (αμέσως μετά την φυγή των Αλβανοτσάμηδων), μπόρεσαν να εγκατασταθούν σε περιοχές που είχαν λιβαδότοπους και να κρατήσουν έναν αριθμό προβάτων (γύρω στα 300 -400 η κάθε οικογένεια), άλλοι που άργησαν να μετακινηθούν προς τη Θεσπρωτία δυσκολεύτηκαν. Στη συντριπτική τους πλειονότητα τα σαρακατσάνικα κοπάδια  την περίοδο αυτή κινούνταν σε μικρό αριθμό προβάτων (150 – 200). Η κατάσταση που περιγράψαμε ανάγκασε αρκετούς Σαρακατσαναίους να συνεργαστούν  μεταξύ τους σμίγοντας τα κοπάδια τους, κυρίως στις θερινές μετακινήσεις τους. Στα πλαίσια αυτών  των συνεργασιών εντάσσονται και τρεις μικτές στάνες (συνεργασία Βλάχων και Σαρακατσαναίων) στο Γράμμο.


Αεροφωτογραφία πάνω από την κορυφή Περήφανο

    Ο Γράμμος είναι ένα βουνό πανέμορφο με πλούσια βλάστηση και με μια ζηλευτή ποικιλία λιβαδότοπων. Ιδιαίτερα η μεγάλη κοιλάδα κοντά στις πηγές του Αλιάκμονα. Χώρος  τεράστιος, σχεδόν άδενδρος, με άφθονη και ποικίλη βλάστηση και πλούσια τρεχούμενα νερά. Ιδανικός για τη βόσκηση προβάτων και αγελάδων. Χώρος που συνδέεται με την ιστορία της Γράμμουστας, της παλιάς  βλάχικης κωμόπολης, η οποία ήκμασε έως τα χρόνια του Αλή Πασά. Αυτά τα χρόνια (τέλη της δεκαετίας του ’50), σώζονταν ακόμη τα ερείπια μιας εκκλησιάς και τα θεμέλια παλιών αρχοντόσπιτων. Εδώ έρχονταν λίγοι βλάχοι Γραμμουστιάνοι από τη Θεσσαλία, μακρινοί απόγονοι προφανώς των παλιών Γραμμουστιάνων, να ξεκαλοκαιριάσουν. Τα κοπάδια τους κινούνταν στο νότιο και ανατολικό μέρος της κοιλάδας. Στην τοποθεσία της παλιάς Γράμμουστας (εκεί που βρίσκεται το σημερινό χωριό Γράμμος) λειτουργούσε τυροκομείο, όπου φέρνανε τα γάλατα όσοι ξεκαλοκαίριαζαν με τα κοπάδια τους στο χώρο της κοιλάδας.


Το χωριό Γράμμος και η θέση Μπαρούκα


     Στην βορειοδυτική πλαγιά της κοιλάδας, στη θέση Μπαρούκα (σήμερα Στάνη Μπαρούκα) στήθηκε η  μικτή στάνη (Βλάχων και Σαρακατσαναίων) το καλοκαίρι του 1958.  Αν δεν γελιέμαι, πρέπει να ήταν η πρώτη συνεργασία Σαρακατσαναίων και Βλάχων. Η Μπαρούκα  είναι ένα σχετικά μικρό πλάτωμα  στο  μέσον του βορειοδυτού τμήματος της κοιλάδας. Κοντά στο πλάτωμα αυτό υπάρχει πηγή κι ένας πελώριος βράχος. Ιδανικός χώρος για να στηθούν κονάκια. Το τσελιγκάτο, με τσέλιγκα τον γηραιό Μίχα (Μιχάλη) Κώτσια,  απαρτίζονταν: Α)Βλάχοι: ο Μίχα – Κώτσιας με τους δυο γιους του και τις οικογένειές τους και ο ξάδερφός του Λάμπρος Κώτσιας με τη δική του οικογένεια. Β)Σαρακατσαναίοι: ο Γιώργος Τάγκας με την οικογένειά του, ο μπαρμπα Νάσιος Γιαννακούλης με την οικογένειά του και ο Γιώργος Γόγολος (πατέρας μου) με τη δική του οικογένεια. Οι αδερφοί Κώτσια (Μίχας, Γάκης και Αλέξης) είχαν όλοι μαζί γύρω στα εξακόσια πρόβατα, οι υπόλοιποι (σμίχτες και τσοπαναραίοι) διέθεταν από 150 – 200 πρόβατα ο καθένας.


Τοποθεσίες γύρω από το χωριό Γράμμος


   Οι αναμνήσεις μου από αυτή τη στάνη είναι πολλές και ζωηρές. Θυμάμαι, δέκα χρονών παιδάκι, συγκεντρώναμε με τα συνομήλικά μου βλαχόπουλα και σαρακατσανόπουλα σφαίρες που ήταν διάσπαρτες σε όλη την περιοχή, θλιβερά κατάλοιπα από τους δυο πολέμους (ελληνοϊταλικό και εμφύλιο), τις σωριάζαμε πίσω από το βράχο, ανάβαμε φωτιά και κρυβόμασταν από από την άλλη μεριά περιμένοντας να σκάσουν. Γινόταν χαμός, λαμπάδιαζε ο τόπος, καίγονταν το πελεκούδι από τις λάμψεις και τους ήχους, καθώς  έσκαγαν αργά, βραδύκαυτες από την παλιοκαιρία και την υγρασία. Επικίνδυνο παιχνίδι αλλά, παρ’ όλες τις απαγορεύσεις, το επαναλαμβάναμε συχνά.

 Η περιοχή, καθώς είναι κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, ήταν πέρασμα κατασκόπων. Θυμάμαι δυο βλάχους από την Φούρκα, οι οποίοι είχαν συγγενείς στην Αλβανία, πέρασαν κρυφά τα σύνορα και σε δέκα μέρες, όταν επέστρεφαν, τους αντεληφθηκαν οι Αλβανοί κοντά στα σύνορα και τους πυροβόλησαν τραυματίζοντας σοβαρά τον έναν. Τους περιμάζεψαν οι τσοπαναραίοι και τους παρέδωσαν στους στρατιώτες του κοντινού ελληνικού φυλακίου.  Θυμάμαι, επίσης την λαμπρότητα με την οποία γιόρτασαν την Κοίμηση της Θεοτόκου, καθώς ήρθαν  στη στάνη  και τα φανταράκια από το συνοριακό φυλάκιο.



Χάρτης της περιοχής του Γράμμου


   Την άλλη χρονιά, το καλοκαίρι του 1959, η στάνη μεταφέρθηκε στο παραποτάμιο χωριό Μονόπυλο. Ένα χωριό ανταρτόπληκτο και εγκαταλειμμένο. Τα σπίτια του ερείπια. Σώζονταν μόνο η εκκλησιά της Αγίας Παρασκευής. Τα κονάκια στήθηκαν στη μικρή πλατεία πάνω από την εκκλησιά. Δίπλα ακριβώς από τα ερείπια ενός νερόμυλου. Η σύνθεσή της δεν είχε αλλάξει πολύ. Αυτή τη χρονιά δεν συμμετείχε ο Νάσιος Γιαννακούλης και στη θέση του ήρθε ο μπάρμπα Λάμπρος ο Κάλλης με τον γιό του Τέλη (Αριστοτέλης) και την οικογένειά του. Τσέλιγκας αυτή τη φορά ήταν ο Γάκης Κώτσιας. Η κοντινή περιοχή δεν διέθετε  πολλά βοσκοτόπια κι αναγκάζονταν τα κοπάδια να βόσκουν σχετικά μακριά από τη στάνη προς την τοποθεσία Φούσια και προς την περιοχή που ήταν το φυλάκιο της Αλεβίτσας.


Το Τρίλοφο (παλαιότερα Σλίμνιτσα)

   Εμείς τα δασκαλοπαίδια δεν ακολουθούσαμε την άνοιξη τα κοπάδια και το παραδοσιακό ανέβασμα με τα ζώα στα βουνά. Μέναμε σε συγγενικά σπίτια στο χωριό, ώσπου να τελειώσει η σχολική χρονιά και ανεβαίναμε με την συγκοινωνία μέχρι το Πηλικάτι, όπου μας παραλαμβάνανε οι δικοί μας. Θυμάμαι, έντεκα χρονών παιδάκι, άλλαζα τρία λεωφορεία, ώσπου να φτάσω στο χώρο «παραλαβής». Ήταν μια μικρή Οδύσσεια. Εμπειρίες, ωστόσο, μοναδικές, βαθιά ριζωμένες στη μνήμη μου. Το Μονόπυλο, όπως και την επόμενη χρονιά, το Γιαννοχώρι (Γιαννοβένι), πρόσφεραν σε μας τα παιδιά μια άλλη διέξοδο, το ποτάμι. Βατός ο Αλιάκμονας εδώ με της αβαθείς οβίρες του ήταν ιδανικός για κολύμπι για μας τους ανίδεους. Τα παιχνίδια με τα ολοκάθαρα νερά του δεν τα χορταίναμε.


Η Εκκλησία της Αγίας Ματρώνας στο Μονόπυλο


  Εντύπωση εδώ μου προξένησε το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής. Χωρίς τη Θεία Λετουργία, πού να βρεθούν παπάς και ψαλτάδες στον έρημο τον τόπο, στρώθηκε ένα γλέντι αξέχαστο. Ψητά κρέατα, πίτες, τυριά κι άφονο κρασί και κέφι μπόλικο. Τραγούδι και χορός με το στόμα. Θυμάμαι ένα ωραίο τραγούδι που το τραγουδούσε και το χόρευε ο μπάρμπα Λάμπρος  Κάλλης: 

Πέρα στην Ανατολή, μωρέ λεβέντη μου

Και στην Αδριανούπολη, γεια σ’ ματάκια μ’ έμορφα

Χήρα πούλαγε κρασί, μωρέ λεβέντη μου

Κι όλο Τούρκοι το’ πιναν, γεια σ’ ματάκια μ’ έμορφα.

Κι ένα σκυλοκόναρο1 έπινε δεν πλήρωνε.

-       Δος μου, μπέη μ’ τ’ άσπρα μου, δος μου τα φλουράκια μου

-        Να σου δώσω τ’ άσπρα σου, φίλημα κι αγκάλιασμα.

    Σημείωση. 1) σκυλοκόναρο = σκυλί απ’ το Ικόνιο (μεταφορά). Κονιάροι = τούρκοι πολεμιστές από το Ικόνιο.



Στάνη στο Γράμμο


    Θυμάμαι επίσης τις συζητήσεις των γερόντων, οι οποίοι ανακατεύανε προφητείες του Αγαθάγγελου και του Πατροκοσμά, προφητείες για την Πόλη, για το ξανθό γένος, για τα σιδερένια πουλιά κι άλλα σημεία και τέρατα.  Η ιστορία, όμως, που με συγκλόνισε ήταν αυτή  που αναφερόταν στην τύχη των κοριτσιών του μυλωνά:  

   «Βλέπετε, έλεγαν, αυτόν τον γκρεμισμένο μύλο; Ο μυλωνάς είχε τρεις κοπέλες. Όμορφες; Να τ’ς πάρεις το κεφάλι! Με τον ανταρτοπόλεμο, κάτως σίμωναν τα στρατέματα, πήραν η καθεμιά το ντουφέκι της και ταμπουρώθηκαν πίσω από τα παραθύρια του μύλου. Πολέμησαν, ώσπου σκοτώθ’καν και οι τρεις. Αλιά στα νιάτα τους και την ομαρφάδα τους. Αφανί’σκε κόσμος και κοσμάκης τότε!!» και τελειώνοντας την ιστορία τους κουνούσαν με σημασία το κεφάλι τους.

  Οι πληγές από τον αδερφοκτόνο πόλεμο, παρά τα χρόνια που πέρασαν, δεν είχαν κλείσει. Δεν ήταν μόνο οι αναφορές στις κουβέντες τους΄ ήταν μια ζώσα πραγματικότητα. Το βουνό ήταν σε πολλά σημεία ναρκοθετημένο. Εκείνο το καλοκαίρι σκοτώθηκε από νάρκη ένα παληκαράκι δεκάξι χρονών από την γειτονική στάνη των Νηραίων. Βοσκούσε τα στέρφα του στην ακροποταμιά και εκεί τον βρήκε το κακό. Θυμάμαι ότι ξέσπασε θρήνος πολύς για τον άδικο χαμό του μικρού βλαχόπουλου.


Το Γιαννοχώρι

    Το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς (1960), η στάνη μεταφέρθηκε στο Γιαννοχώρι (Γιαννοβένι το’ λεγαν πολλοί, που ήταν η σλάβικη ονομασία του). Πρόκειται για παραποτάμιο χωριό που βρίσκεται πολύ κοντά στο Μονόπυλο. Το χωριό ήταν εγκαταλειμμένο, τα σπίτια του ερειπωμένα. Μου έκαναν εντύπωση τα συνθήματα στους μισογκρεμισμένους τοίχους: «Έξω οι Εαμοβούλγαροι» , «Κάτω οι Μπουραντάδες της Φρειδερίκης». Οι τύποι των ήλων του εμφυλίου. Το χωριό χωρίζεται στη μέση από τον δημόσιο δρόμο που το διασχίζει. Στόν απάνω  μαχαλά βρίσκεται η εκκλησιά, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Μια πανέμορφη εκκλησία με θαυμάσιες τοιχογραφίες και φορητές εικόνες. Απείραχτη εκείνα τα χρόνια, παρά το χαλασμό που προηγήθηκε. Θυμάμαι ότι ψηλά στο γυναικωνίτη της ήταν στρωμένα χόρτα, ξερά από την παλιοκαιρία. Ποιοί να κοιμήθηκαν τάχα; Αντάρτες; φαντάροι; Τσοπαναραίοι του ξεχινόπωριού; Ένας θεός το ξέρει. Στον περίβολό της υπήρχε μια πετροκερασιά, κατάφορτη λιμπιστά πετροκέρασα. Οι μεγάλοι μας συμβούλευαν να μην πλησιάζουμε στη ρίζα της, γιατί είναι ναρκοθετημένη. Αλήθεια; Ψέμματα; Δεν ξέρω. Πάντως, τα απλωμένα κλωνάρια της δεινοπάθησαν από μας τα λιανοπαίδια, καθώς προσπαθούσαμε να φτάσουμε τα κεράσια που τα λιμπιζόμασταν.


Χάρτης με τα χωριά γύρω από τον Τσάρνο

     Η στάνη στήθηκε πάνω και δυτικά από το χωριό, σ’ ένα μεγάλο ίσιωμα. Αυτή τη χρονιά τσέλιγκας ήταν πάλι ο Μίχας Κώτσιας. Έλειπε από την προηγούμενη σύνθεσή της ο μπάρμπα Λάμπρος ο Κάλλης, ο οποίος ανέβηκε αυτή τη χρονιά στην Παλιοχώρα της Λάιστας. Με την απουσία του λιγόστεψαν τα πρόβατα της στάνης. Γύρω από το χωριό υπήρχαν αρκετοί λιβαδότοποι, όπως επίσης και στην  περιοχή της Αλεβίτσας που βρίσκεται σε σχετικά κοντινή απόσταση από το χωριό. Το χωριό ήταν σε αρκετά μακρινή απόσταση από άλλα κατοικήσιμα χωριά της περιοχής, απ’ όπου οι στανίτες προμηθεύονταν τα απαραίτητα (Κρύα Βρύση, Νεστόριο).


Το χωριό Γράμμος

   Θυμάμαι ότι στη στάνη ήρθαν τρεις φυγάδες, Βορειοηπειρώτες από την Αλβανία, Πώς τα καταφέρανε να περάσουν τα συρματοπλέγματα και το σκάμμα  στά σύνορα της Αλβανίας του Χότζα, ήταν άξιο απορίας. Πάντως μου έκανε εντύπωση ότι τα ελληνικά τους ήταν πολύ καλά. Τους παρέδωσε ο τσέλιγκας στους φαντάρους του συνοριακού φυλακίου κι έτσι έληξε η περιπέτειά τους. Θυμάμαι, επίσης, ότι η περιοχή  είχε πολλά αγριο γούρουνα και οι οπλισμένοι τσοπαναραίοι (όλοι σχεδόν οι ενήλικες στην παραμεθόριο είχαν όπλα από τα ΤΕΑ) όλο και χτυπούσαν από κανένα και προμηθεύανε τη στάνη νόστιμο κρέας. Τέλος έχουν μείνει ζωντανοί στη μνήμη μου οι «ιππικοί αγώνες» με τους παιδικούς μου φίλους. Δίπλα στο χωριό ήταν μια μεγάλη λάκκα, όπου έβοσκαν τα αλογομούλαρα. Καβαλικεύαμε ξεσαμάρωτα τα πιο ήμερα μουλάρια και προσπαθούσαμε να παραβγούμε στο τρέξιμο.


Ποτίστρα στο Γράμμο

  Το Γιαννοχώρι ήταν το τέλος αυτής της συνεργασίας Βλάχων και Σαρακατσαναίων. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, πολλοί Σαρακατσαναίοι και Βλάχοι πούλησαν τα ζωντανά τους και πήγαν εργάτες στη Γερμανία. Ανάμεσά τους ο πατέρας μου και δυο θείοι μου. Έμειναν, ωστόσο, οι πρωτόγνωρες εμπειρίες από αυτή την γοητευτική περιπέτεια. Η αρμονική συνεργασία και συνύπαρξη, ανάμεσα στα δυο «μελέτια». Αν και τους χώριζαν ήθη, έθιμα και ως ένα σημείο η γλώσσα, τους ένωσαν η αγάπη για τα ζωντανά, η καλοπροαίρετη διάθεση, ο σεβασμός του ενός στη διαφορετικότητα του άλλου. Αυτή η συνύπαρξη βοήθησε να χτιστούν φιλίες ακατάλυτες ανάμεσά τους.

    Τις δεκαετίες του ’60 και του ‘70, συνέχισε να ανεβάζει στο Γράμμο τα πρόβατά του (300-400 πρόβατα) ο Σταύρος Σιντόρης με το γιο του Μανόλη, στο χωριό Λυκόραχη, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του βουνού. Ήταν η τελευταία αμιγώς σαρακατσάνικη στάνη του Γράμμου.  

     

Στάνη στο Γράμμο (προς το Περήφανο) 


Οι κορυφές του Γράμμου