portraita

Τον Άι Γιώργη φεύγουμε


Ο νέος δίσκος του Σταύρου Μπόνια


.΄΄Χρειάζεται μία τεράστια ποσότητα Ιστορίας, για να δημιουργηθεί έστω και μία μικρή ποσότητα παράδοσης΄΄ - Henry James 

Χρειάστηκαν αιώνες αδιάκοπης πορείας των Σαρακατσαναίων για να δημιουργηθεί η παράδοση μας, όπως αυτή εξελίχθηκε διαχρονικά ως τις μέρες μας. Μία μοναδική παράδοση, με στοιχεία που σπάνια συναντά κανείς στην ιστορική διαδρομή των λαών και η οποία συμπυκνώθηκε στη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα. Βαριά κληρονομιά που είναι πολύ δύσκολο να διατηρηθεί στην αρχέγονη της μορφή, αλλά και που είναι πολύ εύκολο να εκφυλιστεί, διότι με την εξέλιξη του τρόπου ζωής, τις πολιτισμικές αλλαγές, αλλά και τις υποκειμενικές παρεμβάσεις, ελλοχεύει ο κίνδυνος της αλλοίωσης και της στρέβλωσης. Οι ανά χρονική περίοδο ΄΄διαχειριστές΄΄η ΄΄εκφραστές΄΄ αυτής της παράδοσης έχουν την απόλυτη ευθύνη για τον τρόπο που την αξιοποιούν και τη μορφή που την παραδίδουν στους επόμενους και οι οποίοι ασφαλώς ιστορικά κρίνονται για την αποτελεσματικότητα τους.



Στον χώρο της σύγχρονης πλέον Σαρακατσάνικης μουσικής, ελάχιστοι είναι αυτοί οι οποίοι καταφέρνουν να μεταφέρουν το χρώμα της παράδοσης μας και να αποφύγουν την παγίδα των νεωτερισμών. Αυτό απαιτεί γνώση, επίγνωση, άποψη και ταλέντο. Όλα αυτά τα διαθέτει ο αγαπητός φίλος Σταύρος Μπόνιας, ο οποίος διαχρονικά αποτελεί έναν από τους κυριότερους εκφραστές της Σαρακατσάνικης μουσικής μας παράδοσης. Ο Σταύρος Μπόνιας, έχει γνώση, που οφείλεται στα προσωπικά του βιώματα, έχει επίγνωση του ρόλου του, που οφείλεται στην παιδεία που απέκτησε, έχει άποψη, που οφείλεται στη συγκρότηση του χαρακτήρα του και έχει και ταλέντο, που είναι χάρισμα από τον Θεό. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τη σεμνότητα του χαρακτήρα του, δημιουργούν έναν σπουδαίο άνθρωπο, ο οποίος κατάφερε αθόρυβα με τη συμπεριφορά του, αλλά και δυναμικά με την αυθεντική του ερμηνεία, να επηρρεάσει όλους μας στον τρόπο που επιλέγουμε, ακούμε και βιώνουμε το Σαρακατσάνικο τραγούδι.



Ο νέος διπλός δίσκος του Σταύρου Μπόνια με τίτλο ΄΄ Τον Άι Γιώργη φεύγουμε΄΄, που πρόσφατα κυκλοφόρησε, είναι ένα έργο που δικαιώνει απόλυτα την θέση που κατέχει ο Σταύρος στη συνείδηση όλων μας. Είναι καρπός της διαρκούς αναζήτησης ενός καλλιτέχνη που δεν αρκείται στην επανάληψη, αλλά ερευνά, εξελίσσεται και δημιουργεί. Και πράγματι ο ακροατής εντυπωσιάζεται από την προσεκτική επιλογή και το περιεχόμενο των τραγουδιών, αλλά κυρίως από την απόδοση του Σταύρου Μπόνια. Από το πρώτο άκουσμα γίνεται αντιληπτό οτι η εκπληκτική του ερμηνεία, οφείλεται στην ολοκλήρωση της μακρόχρονης διαδρομής του και τώρα πιό ώριμος από ποτέ αποδίδει τα τραγούδια του νέου του δίσκου με μοναδικό τρόπο. Επί πλέον η συνοδεία της εξαιρετικής ορχήστρας με το κλαρίνο του Κώστα Τζελέπη, έχει οδηγήσει τη μουσική αυτή δημιουργία σε πολύ υψηλά επίπεδα. 

Με τη βεβαιότητα οτι ο δίσκος αυτός θα αποτελέσει σταθμό στη Σαρακατσάνικη δισκογραφία, εύχομαι το έργο να είναι καλοτάξιδο και στον Σταύρο Μπόνια ενα μεγάλο ευχαριστώ για όσα μας έχει προσφέρει !!

Γιώργος Κολοβός


 ● ● 



ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥΣ

 ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

Κείμενο του Σταύρου Μπόνια που περιλαμβάνεται στον τόμο του νέου διπλού δίσκου του ΄΄Τον Άι Γιώργη φεύγουμε΄΄

 


« Είμαστε εδώ από τότε που ο θεός έφκιασε αυτόν τον ευλογημένο τόπο, με τα βουνά και τα ποτάμια, τον ήλιο και το φεγγάρι. Από τότε κρατάει η γενιά μας … » έλεγαν οι γέροντες πρόγονοί μας. Έστω και αναπόδεικτα, αποτελούσε ισχυρή πεποίθησή τους που υποδήλωνε την αγάπη τους γι αυτόν τον τόπο.

     Με την καταγωγή, τον τρόπο ζωής και τον πολιτισμό που παρήγαγαν οι Σαρακατσάνοι στη μακραίωνη ιστορία τους σ αυτόν τον τόπο, ασχολήθηκαν ειδικοί επιστήμονες διαφορετικών γνωστικών αντικειμένων (κοινωνιολόγοι, γλωσσολόγοι, ιστορικοί, λαογράφοι, εθνολόγοι, ανθρωπολόγοι),  Έλληνες  και ξένοι, σημαντικότεροι εκ των οποίων οι Α. Χατζημιχάλη, Π. Αραβατινός, Γ. Καββαδίας,  Δ. Γεωργάκας,  Σ. Γρανίτσας,  Α. Πουλιανός , G. Hoeng, J.K. Campbell , P. Leigh Fermor, C. Fauriel.

     Μια αρκετά αξιόπιστη θεωρία για την καταγωγή των Σαρακατσάνων την οποία ασπάζονται αρκετοί επιστήμονες, υποστηρίζει ότι πρόκειται για αρχαιοελληνικό ποιμενικό φύλο. Ισχυρά ενδεικτικά στοιχεία της θεωρίας αυτής αποτελούν αφενός το γεγονός ότι οι Σαρακατσάνοι ομιλούσαν πάντοτε την Ελληνική γλώσσα και αφετέρου ότι τα σχέδια και τα γεωμετρικά σχήματα των σαρακατσάνικων στολών παραπέμπουν στα σχήματα της γεωμετρικής εποχής 1050 έως 700 π.Χ. (Αγγελική Χατζημιχάλη), όπως επίσης και στην κεραμική τέχνη των Δωριέων 1200 π.Χ.( Patrick Leigh Fermor). Σε κάθε περίπτωση, κοινώς αποδεκτό είναι ότι οι Σαρακατσάνοι έζησαν μετά τον 14ο αιώνα στον κεντρικό και νότιο ορεινό όγκο της Πίνδου και στη Ρούμελη με επίκεντρο τα Άγραφα, όταν επικράτησαν οι Οθωμανοί στη χώρα μας. Από εκεί ορμώμενοι διασκορπίστηκαν κάτω από τις αφόρητες πιέσεις των Τούρκων κατά τον 18ο αιώνα κυρίως προς όλη την στεριανή Ελλάδα από την βόρειο Πελοπόννησο μέχρι την ανατολική Θράκη, την νότιο βαλκανική και πιθανότατα στα παράλια της Μικράς Ασίας.

   Κυριότερη αιτία του διωγμού αυτού, ιδίως από τον Αλή Πασά, ήταν η ενεργής συμμετοχή των Σαρακατσάνων στον απελευθερωτικό αγώνα. Κατσαντώνης, Καραϊσκάκης, Δίπλας, Χασιώτης, Λεμπενιώτης, Λιάκος ήταν από τους πιο γνωστούς κλέφτες που έδρασαν στα προεπαναστατικά και επαναστατικά χρόνια. Κάθε σαρακατσάνικη οικογένεια έδωσε και από έναν κλέφτη στον αγώνα και προμήθευε με απαραίτητα την κλεφτουριά, όπως φρόντιζαν βέβαια και οι άλλοι κάτοικοι του βουνού. Ο Glaude Fauriel, Γάλλος φιλέλληνας,  το 1824 έγραψε «εις τα όρη εις τα οποία κατέφυγαν οι κλέφτες συχνάζουν νομάδες βοσκοί οι οποίοι ανεβαίνουν εις αυτά κάθε καλοκαίρι για να κατέλθουν τον χειμώνα με αναρίθμητα κοπάδια τα οποία είναι πηγή πλούτου για την Ελλάδα. Η ανάγκη και ένα μίσος σχεδόν ίσον προς τους κοινούς τυράννους ήτο η αφορμή σχέσεων φιλίας και αδελφοσύνης μεταξύ βοσκών και κλεφτών.»

    Σε όποιον τόπο κι αν έζησαν οι Σαρακατσάνοι είχαν τα ίδια ήθη, έθιμα και πανομοιότυπο τρόπο ζωής. Χωρίς δική τους γη και στέγη, η ζωή τους ήταν ένα αέναο ταξίδι, την άνοιξη από τους κάμπους (χειμαδιά) προς τα βουνά (ξεκαλοκαιριά), με αντίστροφη πορεία το φθινόπωρο. Τα βουνά στα οποία έβγαιναν τα καλοκαίρια ήταν πάντα τα ίδια και αυτά ανέφεραν ως τόπο τους, ενώ τα χειμαδιά άλλαζαν πολλές φορές. Ο τρόπος ζωής ήταν οργανωμένος σε μια μορφή ποιμενικής συνεργασίας το «Τσελιγκάτο». Χειμώνα-καλοκαίρι, αδέρφια, πρώτα και δεύτερα ξαδέλφια ακόμη και μη συγγενείς με λιγότερα πρόβατα έσμιγαν τα κοπάδια τους σε ένα είδος συνεταιρισμού για την καλύτερη παραγωγή και διάθεση των προϊόντων τους. Αρχηγός ήταν ο Τσέλιγκας, κτηνοτρόφος με τα περισσότερα πρόβατα αλλά και πρόσωπο κοινής αποδοχής που ξεχώριζε για τις ικανότητές του (δυναμικός, τολμηρός, ευέλικτος, καλός διαπραγματευτής και δίκαιος).

   Όταν έρχονταν του Αη Γιωργιού τα κοπάδια των τσελιγκάτων μπροστά και παρά πίσω οι οικογένειες με τα άλογα και τα μουλάρια φορτωμένα τις οικοσκευές, ξεκινούσαν για το επίπονο ταξίδι που μερικές φορές ανάλογα με την περιοχή που έβγαιναν διαρκούσε έως και 10 ημέρες. Η διάθεσή τους περισσή, διότι η προσμονή τους να φθάσουν στα πολυπόθητα βουνά ήταν μεγάλη. Εκεί ένιωθαν ελεύθεροι, εκεί που έσμιγαν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών με τον αρμονικό ήχο των κουδουνιών και τα βελάσματα των προβάτων. Τον Αη Δημήτρη έκαναν την αντίστροφη πορεία προς τα χειμαδιά με διάθεση σε ευθεία αντιστοίχιση με τον μουντό και ενίοτε βροχερό καιρό του φθινοπώρου, εξ άλλου τους περίμενε ένας δύσκολος χειμώνας….

   Η οικογένεια των Σαρακατσάνων ήταν πατριαρχική. Αρχηγός ήταν ο πατέρας, αλλά πραγματικός στυλοβάτης της οικογένειας ήταν η μάνα. Αυτή ήταν επιφορτισμένη με τη σωστή ανατροφή των παιδιών και την καθημερινή φροντίδα στο κονάκι. Η ρόκα αποτελούσε την μόνιμη προέκταση του σώματός της και έγνεθε διαρκώς έχοντας παράλληλα και πολλές άλλες έγνοιες. «Το κέντημα είναι γλέντισμα κι η ρόκα είν΄το σεργιάνι, κι αυτός ο έρμος αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη…» λέει το τραγούδι και πράγματι ο αργαλειός ήταν αυτός που την καθήλωνε για δημιουργηθούν τα περίφημα σαρακατσάνικα υφαντά.

    Η παιδεία των Σαρακατσάνων ήταν πενιχρή έως ανύπαρκτη. Λόγω των διαρκών μετακινήσεων δεν ήταν δυνατή η τακτική παρακολούθηση μαθημάτων. Τα τσελιγκάτα τα καλοκαίρια μίσθωναν κάποιο συνταξιούχο δάσκαλο ή και φοιτητή  ο οποίος δίδασκε ανάγνωση, γραφή και αριθμητική μόνον στα αγόρια, ενώ τα τελευταία χρόνια των τσελιγκάτων και στα κορίτσια. Η διδασκαλία γινόταν σε ειδικό καλύβι το «δασκαλοκάλυβο», το οποίο ήταν παράλληλα και το κατάλυμα του δασκάλου. Ο Μενέλαος Λουντέμης, ο γνωστός συγγραφέας, υπήρξε στα νεανικά του χρόνια «καλυβοδάσκαλος» στα τσελιγκάτα του Βερμίου και η επαφή του αυτή με την ποιμενική ζωή των Σαρακατσάνων αποτέλεσε την έμπνευση για την συγγραφή των διηγημάτων της συλλογής  «Το Γλυκοχάραμα».

     Η τέχνη στους Σαρακατσάνους εκδηλώνονταν στα υφαντά των γυναικών, στην ξυλογλυπτική των ανδρών, στο χορό και το τραγούδι. Οι Σαρακατσάνοι συχνά τραγουδούσαν και χόρευαν στα γλέντια που έστηναν στα τσελιγκάτα με αφορμή ονομαστικές εορτές, γάμους, βαφτίσεις και πανηγύρια καθώς αυτή ήταν η μοναδική τους διασκέδαση στην απομονωμένη ζωή που είχαν. Τα σαρακατσάνικα τραγούδια , όπως και της ευρύτερης δημοτικής μας παράδοσης, αντλούν τη θεματολογία τους από όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Τραγούδια για να υμνήσουν ήρωες, να περιγράψουν ιστορικά γεγονότα, να θρηνήσουν απώλειες, να τραγουδήσουν την ξενιτιά, την αγάπη, την τελετουργία του αρραβώνα και του γάμου καθώς και τραγούδια που τονίζουν το θρησκευτικό τους αίσθημα. Τα σαρακατσάνικα τραγούδια έχουν μια ξεχωριστή θέση στο δημοτικό μας τραγούδι. Αυτό που τα ξεχωρίζει από τα τραγούδια άλλων περιοχών ( ηπειρώτικα, θρακιώτικα, ποντιακά, νησιώτικα κ.α.) είναι το ιδιαίτερο ύφος τους, τα πολλά τσακίσματα της φωνής και οι δύσκολες πολλές φορές μελωδικές γραμμές. Τα σαρακατσάνικα τραγούδια τραγουδιόνταν αντιφωνικά: δύο παρέες, η μία τραγουδούσε τον πρώτο στίχο (μια μουσική φράση του τραγουδιού) και η άλλη τον επαναλάμβανε. Ο καθένας στο γλέντι είχε το τραγούδι του που «έπαιρνε» όταν ερχόταν η σειρά του να τραγουδήσει ή και να μπει πρώτος στο χορό. Χόρευαν σε αργό ρυθμό, γιατί έπρεπε ταυτόχρονα να χορεύουν και να τραγουδούν.Τον επέβαλαν οι ανάσες που χρειάζονταν. Τα μουσικά όργανα των Σαρακατσάνων ήταν κυρίως η φλογέρα και η τζαμάρα που σπάνια συνόδευαν τα γλέντια, αλλά ήταν η μόνιμη συντροφιά του τσομπάνου στις ατέλειωτες ώρες μοναξιάς όταν βόσκαγε το κοπάδι

 Πέρα από τα αμιγώς δικά μας τραγούδια, οι πρόγονοι μας τραγουδούσαν με τον δικό τους τρόπο και πολλά τραγούδια της ευρύτερης ελληνικής παράδοσης, γεγονός που τονίζει ιδιαίτερα ο Καθηγητής Κοινωνιολογίας, Γ. Καββαδίας. Μεταπολεμικά, στη ζωή των Σαρακατσάνων μπήκε και το γραμμόφωνο με αποτέλεσμα κάποια τραγούδια που ταίριαζαν με το σαρακατσάνικο ύφος να αγαπηθούν ιδιαίτερα και να τραγουδιούνται μέχρι σήμερα σαν να είναι δικά μας.

    Πλην των τραγουδιών που αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα και σε πρόσωπα ηρώων, που ο χρόνος δημιουργίας τους είναι συγκεκριμένος, για τα περισσότερα σαρακατσάνικα τραγούδια  ο χρόνος αυτός δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς. Ο Γάλλος φιλέλληνας ιστορικός, Claude Fauriel, είναι ο πρώτος που δημοσίευσε στο Παρίσι το 1824 και 1825, σε δυο τόμους, την πρώτη συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, που έκαναν τεράστια αίσθηση και μεταφράστηκαν αμέσως στα γερμανικά, αγγλικά και ρωσικά και προσπάθησε στην συνέχεια να αποδείξει ότι το δημοτικό μας τραγούδι κατάγεται απευθείας από την αρχαιότητα. « Εκείνο για το οποίο είμαι πεπεισμένος και θα ήθελα να καταφέρω να δώσω επαρκείς αποδείξεις είναι ότι η δημοτική ποίηση της σύγχρονης Ελλάδας δεν δημιουργήθηκε ούτε στην σημερινή εποχή ούτε στη διάρκεια του Μεσαίωνα, δεν υπάρχει δηλαδή συγκεκριμένη περίοδος στην οποία θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε τις ρίζες της. Συνεπώς δεν μπορεί παρά να είναι μια συνέχεια, μια εξακολούθηση, μια αργή και βαθμιαία μεταβολή της αρχαίας ποίησης και ειδικά της αρχαίας λαϊκής ποίησης των Ελλήνων».

Αυτή η άποψη του C. Fauriel για το δημοτικό τραγούδι σε συνδυασμό με τη δημοφιλή θεωρία διαφόρων επιστημόνων (Αγγελική Χατζημιχάλη, Garsten Hoeng, Patrick Leigh Fermor) ότι οι Σαρακατσάνοι είναι αρχαιοελληνικό ποιμενικό φύλο μπορούν πιθανώς να οδηγήσουν στην εικασία ότι το σαρακατσάνικο τραγούδι έχει κι αυτό τις ρίζες του στην αρχαία λαϊκή ποίηση της οποίας αποτελεί μετεξέλιξη.  Ειδικοί μελετητές, βέβαια, εκφράζουν την άποψη ότι το σαρακατσάνικο τραγούδι είναι ένα κλαδί από το δέντρο του παραδοσιακού μας τραγουδιού που εμφανίζεται πολύ αργότερα, τον 14ο με 15ο αιώνα. Όποια και να είναι η αλήθεια για την αφετηρία του δημοτικού μας τραγουδιού, κοινό τόπο αποτελεί ότι το δημοτικό τραγούδι έχει τον πιο λιτό και όμορφο στίχο διότι διαρκώς λειαίνεται με το πέρασμα του χρόνου και το τελικό του αποτέλεσμα είναι η συνισταμένη πολλών λαϊκών ποιητών.

   Οι πρόγονοί μας δεν γνώριζαν γράμματα και δεν μας άφησαν γραπτά κείμενα για την ιστορία τους και την διαδρομή τους στο πέρασμα του χρόνου. Ως εκ τούτου τα τραγούδια μας αποκτούν μια βαρύνουσα σημασία διότι ο στίχος τους κουβαλάει μέσα του στοιχεία της ιστορίας μιας ολόκληρης κοινωνίας που η πορεία της χάνεται στο βάθος των αιώνων. Ορισμένα από τα τραγούδια μας είναι πραγματικά αριστουργήματα στίχου και μελωδίας και είναι απορίας άξιον πως άνθρωποι απλοί, χωρίς μουσικές γνώσεις, κατάφεραν να τα εμπνευστούν και να τα δημιουργήσουν.

 Στα μέσα του 20ου αιώνα η ζωή των Σαρακατσάνων μετασχηματίζεται διότι μεταπολεμικά τα τσελιγκάτα σταδιακά διαλύονται και οι Σαρακατσάνοι εγκαθίστανται στα πεδινά στην αρχή σε χωριά και αργότερα και στις πόλεις. Άρχισαν να ασχολούνται πλην της κτηνοτροφίας, γεωργίας και με άλλα επαγγέλματα, τα δε Σαρακατσανόπουλα εντάχθηκαν στα προγράμματα της δημόσιας εκπαίδευσης και σταδιακά άρχισαν να διακρίνονται και να διαπρέπουν σε όλες τις επιστήμες στην Ελλάδα και Εξωτερικό. Ανάλογα με την περιοχή που εγκαταστάθηκαν ή ακριβέστερα με την περιοχή που ξεχειμώνιαζαν οι Σαρακατσάνοι πήραν τα προσωνύμια «Πολίτες» (Ανατολική Μακεδονία και Θράκη), «Κασσανδρινοί» (Κεντρική, Δυτική Μακεδονία), «Μωραίτες» (οι εγκατασταθέντες νοτιότερα της Μακεδονίας, προς τον Μωριά ), «Ηπειρώτες» (οι κατοικούντες στην Ήπειρο). Ένας πληθυσμός Σαρακατσάνων ζει στην Βουλγαρία και αριθμεί σήμερα περίπου 15-20.000 ανθρώπους και περί τις 100 οικογένειες στα Σκόπια. Όσον αφορά τους δικούς μου προγόνους, δεν γνωρίζω από πού και πότε ακριβώς μετακινήθηκαν στις Σαράντα Εκκλησιές Αδριανουπόλεως από όπου έφυγαν το 1923 και εγκαταστάθηκαν στον Αμυγδαλεώνα Καβάλας. Συγκεκριμένα, ο προπάππος μου, Γεώργιος Μπόνιας, γεννήθηκε το 1862 στην Αδριανούπολη και πέθανε το 1931 στον Αμυγδαλεώνα. Τα καλοκαίρια έβγαιναν στα βουνά της Δράμας και ξεχειμώνιαζαν στον Αμυγδαλεώνα όπου εγκαταστάθηκαν μόνιμα το 1959, όταν εγώ ήμουν σε ηλικία τεσσάρων ετών και οι μνήμες μου από τις μετακινήσεις αυτές είναι πολύ αμυδρές.

    Ζώντας πλέον σε ένα διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον διασκορπισμένοι στις νέες τους, μόνιμες εστίες, οι Σαρακατσάνοι δεν έρχονταν πλέον σε επαφή με Σαρακατσάνους άλλων περιοχών παρά μόνο με τους συγγενείς τους. Έτσι μοιραία δέχθηκαν σταδιακά μικρές ή και μεγαλύτερες επιρροές στα ήθη και έθιμα. Προϊόντος του χρόνου από απόλυτα ενδογαμική κοινωνία άρχισαν να τελούν μεικτούς γάμους με αποτέλεσμα σήμερα οι μεικτοί γάμοι να αποτελούν περίπου το 90%.

    Στη δεκαετία του 60 κάποιοι πήραν την πρωτοβουλία και δημιούργησαν τους πολιτιστικούς συλλόγους των Σαρακατσάνων με πρώτο αυτόν της Λάρισας το 1965 και στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλοι ώστε σήμερα να υπάρχουν περίπου 45 με συντονιστικό όργανο τον Πανελλήνια Ομοσπονδία Σαρακατσάνικων Συλλόγων (Π.Ο.Σ.Σ). Οι σύλλογοι αυτοί και η Π.Ο.Σ.Σ. έχουν επωμισθεί κυρίως το βάρος της διατήρησης της παράδοσης μας (ήθη και έθιμα, λαϊκή τέχνη, χορός, τραγούδι), καθώς στα χορευτικά τους τμήματα  διδάσκονται οι χοροί μας στα νέα παιδιά και με δική τους πρωτοβουλία ομάδες γερόντων έχουν ηχογραφήσει σαρακατσάνικα τραγούδια σε αυθεντικές ερμηνείες που είναι πραγματικός θησαυρός. Στις χειμερινές χοροεσπερίδες και στα θερινά ανταμώματα που διοργανώνουν αναβιώνουν έθιμα και εικόνες από την παλαιότερη καθημερινή ζωή των Σαρακατσάνων. Έντυπο υλικό κυκλοφορεί για την ενημέρωση των απανταχού Σαρακατσάνων, όπως Η «Ηχώ των Σαρακατσάνων» που εκδίδεται από την Π.Ο.Σ.Σ, το ετήσιο περιοδικό «Σαρακατσαναίοι» από την αδελφότητα Σαρακατσάνων  Ηπείρου, η εφημερίδα «Σαρακατσάνικα Χαιρετήματα» από τους εν Αθήναις Σαρακατσάνους Ηπείρου, το περιοδικό «Τα Δέοντα των Σαρακατσαναίων» από τον σύνδεσμο Σαρακατσάνων Φθιώτιδος, και «Τα ΔΡΩΜΕΝΑ των Σαρακατσάνων Φοιτητών» κ.α.

 Σημαντική είναι, επίσης, η προσφορά των Σαρακατσάνων συγγραφέων που έγραψαν βιβλία, από την δεκαετία του ‘80 μέχρι σήμερα, με θέματα που αφορούν τους Σαρακατσάνους αξιοποιώντας στοιχεία των ειδικών επιστημόνων που αναφέρθηκαν καθώς και στοιχεία της δικής τους έρευνας ενδεχομένως και προσωπικής εμπειρίας από την ποιμενική ζωή (Ε. Μακρής, Ι. Μποτός, Ν. Κατσαρός, Γ. Καψάλης, Δ. Γαρούφας, Ν. Ζυγογιάννης, Θ. Γιανακός, Θ. Καλοδήμος, Γ. Τσουμάνης, Β. Τσαούσης, Ζ. Κατσαρίκας κ.α.) καθώς και η λειτουργία των λαογραφικών μουσείων των Σερρών, της Αισύμης Έβρου και άλλων μικρότερων σε διάφορες πόλεις.

    Το 1963 στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης εμφανίστηκε η πρώτη σαρακατσάνικη ορχήστρα του αείμνηστου Τάσου Γιαρίμη, Σαρακατσάνου τραγουδιστή και κλαρινίστα. Από τα παιδικά μου χρόνια έχω εντυπωμένη στην μνήμη μου την εικόνα αυτής της ορχήστρας να παίζει στους συγγενικούς γάμους. Θα αναφέρω εδώ ότι σε άλλες περιοχές και ιδιαίτερα στην Ήπειρο φωτογραφικό υλικό από το 1920 και νωρίτερα εμφανίζει ορχήστρες σε σαρακατσάνικους γάμους, οι οποίες όμως δεν αποτελούνταν από Σαρακατσάνους μουσικούς.

Αναμφισβήτητα, είναι πολύ σπουδαίο το έργο που έχουν προσφέρει οι Σαρακατσάνοι τραγουδιστές την τελευταία πεντηκονταετία ηχογραφώντας τα τραγούδια μας σε δίσκους χωρίς να έχουν απομακρυνθεί, στην πλειοψηφία τους, από το σαρακατσάνικο ύφος με πρώτους τους αείμνηστους Τάσο Γιαρίμη και Κώστα Νάκα. Προς αυτή την κατεύθυνση και με γνώμονα την διατήρηση της αυθεντικότητας, θα πρέπει να συνεχίσουμε οι παλαιότεροι αλλά και οι νέοι τραγουδιστές,  γιατί το τραγούδι στην καθημερινή μας ζωή είναι ο πιο εύκολος και άμεσος τρόπος πρόσβασης στην παράδοση καθώς καταφέρνει να δημιουργεί εικόνες και να διεγείρει συναισθήματα.

Στο έργο που έχετε στα χέρια σας έχω συμπεριλάβει τραγούδια ποικίλης θεματολογίας. Τραγούδια του γάμου, της αγάπης, της ξενιτιάς κλέφτικα, παραλογές, κυρίως σαρακατσάνικα αλλά και μερικά του γραμμοφώνου όπως κάνω πάντα σε όλες τις εκδόσεις μου. Για πρώτη φορά συνεργάστηκα στην δισκογραφία με έναν νέο και πολύ ταλαντούχο κλαρινίστα τον Κώστα Τζελέπη.

Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους μουσικούς για την προσπάθεια που κατέβαλαν ώστε να έχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, όπως και τον αγαπημένο φίλο Αστέριο Τράκα, εξαιρετικό βιολίστα, που ήταν ο ηχολήπτης μας, στο άρτιο studio «fonografos» που έχει δημιουργήσει στην Γαλάτιστα Χαλκιδικής. Επίσης, τον Δημήτρη Κουτρούμπα, για την εικαστική του παρέμβαση.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον πρώην Πρύτανη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γεώργιο Δ. Καψάλη, καθηγητή και συγγραφέα, ο οποίος ανταποκρίθηκε πρόθυμα στην πρόταση μου να προλογίσει την παρούσα έκδοση. Αποτελεί ιδιαίτερη τιμή για μένα καθώς η εκτίμηση στο πρόσωπο του είναι βαθύτατη, τόσο για την προσωπικότητα, το ήθος, την επιστημονική του σταδιοδρομία, το συγγραφικό του έργο, όσο και για τη διαρκή και ενεργό παρουσία του στα δρώμενα των Σαρακατσαναίων.

Για να δημιουργηθεί ένας δίσκος με σαρακατσάνικα τραγούδια πρέπει να προηγηθεί έρευνα και μελέτη των τραγουδιών, να συλλεχθούν πληροφορίες για τον στοίχο και να ακουστεί ο ‘’ηχός’’ τους από γνήσια πηγή. Για τον λόγο αυτό αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω:

τον Θεόδωρο Γιαννιώτη, πρώτο πρόεδρο της Π.Ο.Σ.Σ. που πάντα είχε να μου προτείνει κάποια τραγούδια και στον συγκεκριμένο δίσκο το τραγούδι « Τον Αη Γιώργη φεύγουμε » που αποτελεί και τον τίτλο του έργου.

τον Κώστα Τσούτσο, συγγραφέα και ποιητή που μου εμπιστεύτηκε το τραγούδι «Ασημοφέγγαρο» από την τεράστια συλλογή του.

τον Αχιλλέα Χαρίση από την Ηγουμενίτσα, που μου έδωσε πληροφορίες για τους στοίχους τριών τραγουδιών («Τρεις λεβεντάδες το βαλαν» , «Όλοι κοιμούνται και ξυπνούν» και «Καράβι μπαρμπαρέζικο») που ήταν αγαπημένα του πατέρα του.

τον αείμνηστο Κώστα Γάκη, Σαρακατσάνο τραγουδιστή που με την συγκατάθεση του ερμήνευσα δύο τραγούδια που ηχογράφησε πριν σαράντα χρόνια.

Επίσης, ευχαριστώ τον Χρήστο Ματζούκα, καθηγητή Φυσικής Αγωγής και χοροδιδάσκαλο καθώς και τον συγγραφέα Ζήση Κατσαρίκα, για τα θερμά τους λόγια. 

  Τέλος, θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς όλους εσάς που μου κάνετε την εξαιρετική τιμή να ακούτε τα τραγούδια μου εδώ και σαράντα χρόνια.

Καλή ακρόαση

Σταύρος Μπόνιας

 

 




● ● 


Επιλογή τραγουδιών

από το νέο διπλό δίσκο του Σταύρου Μπόνια












● ● 


Η ορχήστρα : 

Kλαρίνο : Κώστας Τζελέπης

Βιολί : Κώστας Κωσταγιώργος

Λαούτο : Γιώργος Ματθαίου

Κιθάρα : Γιάννης Διαμάντης

Τουμπερλέκι : Ανδρέας Ζαραλής

Ντέφι : Γιάννης Λίτσιος 



● ●