portraita

Θεόδωρος Γιαννιώτης


του Γιώργου Κολοβού
Γεννήθηκα το 1938 στο Αναβρυτό Κιλκίς. Εμεις παλιά δεν λεγόμασταν Γιαννιωταίοι, ..λεγόμασταν Γκουβραίοι. Ο προσπάππος μου λέγονταν Αλέξης Γιαννιώτης και είχε γυναίκα την Αγγέλω Τέζα. Ο παππούς μου, ο Θόδωρος Γιαννιώτης, γεννήθηκε το 1852 ανάμεσα Στάρα Ζαγόρα και Φιλιππούπολη. Πέθανε το 1929 στη Μακεδονία και συγκεκριμένα στο Δημοτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Ήταν μεγάλη φυσιογνωμία και αυτός μετέφερε όλη την ιστορία μας, αλλά δεν τον γνώρισα. Ήταν ένας άνθρωπος πολύ κοινωνικός. Από ό,τι μου΄λεγαν οι γερόντοι, έφτασε να πηγαίνει στα δικαστήρια, για ό,τι προβλήματα είχαν στον οικισμό τους και τους υποστήριζε. Είχε λόγο και ήξερε δε τρείς γλώσσες. Τα Βουργάρικα και τα Τουρκικά απταίστως και τα Ελληνικά.

Η βαβά μ΄, του πατέρα μου η μάνα, λεγόταν Βασίλω Κλειτσιώτη, κόρη του Μήτρου Κλειτσιώτη η Κουμπουρλή, το γένος Μπίκου και γεννήθηκε στο Σαμοκόβ το 1856. Πολίτισσα Βουλγαρ΄νή ήταν, όπως και ο παππούς μ΄, …και παντρεύτηκαν στη Βουλγαρία το 1883 με 85. Η βαβά μ΄ μ΄ έλεγε ότι κατάγονταν απ΄ τ΄ Αγραφα. Πέθανε το 1961 και ήταν 105 χρονών. Απ΄ τη βαβα μ΄ έμαθα πολλά, …και τα κατέγραφα το 1958-59, …εκείνη τα΄λεγε κι εγω τα΄γραφα.  Δεν λέμε ένα τραγούδι, ….Γιώργη μ΄ ήρθαν οι φίλοι σου ; … η βαβά μ΄ έλεγε ήταν Κλειτσιώτης αυτός, ο προπάππος της. Γι αυτό και στη Βουλγαρία όταν το τραγουδάν λένε Γιώργη Κλικόπουλο, δεν μπορούσαν να πουν Κλειτσιοτόπουλο κι έλεγαν Κλικόπουλο. Το τραγούδι αυτό δεν βγήκε εκει στη Βουλγαρία, ….στα Άγραφα βγήκε. Εκει έγινε το γεγονός, εκει σκοτώθηκε και οι απόγονοι του έφυγαν, ήρθαν κι αυτοί στην Ανατολική Θράκη και Βουλγαρία.

Ο πατέρας μ΄ λέγονταν Γιάννος, γεννήθηκε στη Μ. Ασία το 1903 και είναι γραμμένος το 1904. Στην Αρχαία Τροία γεννήθηκε, …Παλιάπολη την έλεγαν τότε οι Σαρακατσαναίοι, …στα χαλάσματα απ΄ όξω ήταν. Η μάνα μου ήταν η Αικατερίνη Μπόλα  και γεννήθηκε το 1908. Τώρα έχει Μπολαίους στους Επτάμυλους Σερρών και μία οικογένεια στο Λιβαδοχώρι. Επίσης μία οικογένεια στο Πολύκαστρο Κιλκίς και μία στα Σέρρας, μέσα στην πόλη. Η βαβά μ΄ απ΄ τη μάνα μου ηταν Μαλιαχώβα. Αυτόν που έφτιανε τα σπασμένα, τον είχε μπάρμπα. Ο προσπάππος μου ο Μαλιαχώβας λέγοταν Γιάννος. Ο Γιάννος είχε έξι παιδιά, ένα μοναχογιό και πέντε κορίτσια. Δύο από τις κόρες του ήταν δίδυμες, και η μία, η Αγορίτσα ήταν γυναίκα του Τσαρτσάλη του Κώστα, που όταν σκοτώθηκε ο Γαρέφης, όπως έλεγαν οι παλιοί, αυτή του΄κλεισε τα μάτια και τον έντυσε Σαρακατσάνο, …με τα γαμπριάτικα, γιατί ήταν καταματωμένος ο άνθρωπος. 


Ο παππούς Θεόδωρος Γιαννιώτης του Αλεξάνδρου (η Ντούλιας) με τον μικρό Δημήτριο Γιαννιώτη - 1925 


Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ

Τώρα για τ΄ς Γιαννωταίοι. Αυτή η ιστορία ξεκινάει απ΄ το 1800, …1810 και στην περιοχή στα Τζουμέρκα η Άγραφα. Εμείς δεν λεγόμασταν Γιαννιωταίοι, ..λεγόμασταν Γκουβραίοι. Πώς γίναμε από Γκουβραίοι Γιαννιωταίοι : Ο αρχιτσέλιγκας ο Γιωργάκης Γκούβρας έκανε γάμο, πάντρευε ένα απ΄ τα παιδιά του. Στο γάμο ξεκίνησαν με το φλάμπουρα, όπως κάνουν οι Σαρακατσιαναίοι, ..άλογα, ντουφέκια, συμπεθεριακό, ... να παν να πάρουν τη νύφη. Τότε την εποχή εκείνη, θα διαβάσεις και την ιστορία, ότι ο Αλή Πασάς έπαιρνε με το ζόρι τα πρόβατα και τα δέσμευε και δεν άφηνε να φέρουν όπλα κτλ., είχε βγάλει κάποιους νόμους δικούς του, πολύ  αυστηρούς. Και έτυχαν σε κείνη την περίπτωση. Σε κάποια διάβαση που την φύλαγαν Τούρκοι, περνώντας από εκεί, τους λένε …θα φύγετε αφού θα αφήσετε τα όπλα και τον φλάμπουρα. Αυτοί νόμιζαν ότι ο φλάμπουρας ηταν μπαϊράκι επαναστατικό, …τι ήξεραν απ΄ αυτά αυτοί, …το θεώρησαν επανάσταση. Ναι, αλλά άφηναν οι Σαρακατσάνοι τότε να τους πάρεις τον φλάμπουρα; ...έγινε μάχη. Οι τσελιγκάδες οι Σαρακατσάνοι, πήραν τα πρόβατα και  σκόρπισαν, …άντε βρες τους. Οι Τούρκοι όμως πήραν τρία παιδιά, δεν ξέρω αν και τα τρία ήταν Γκουβράκια, (…πιθανόν να ήταν) και τα πήγαν φυλακή. Ο ένας ήταν ο Αλέξης ο Γκούβρας, ο γιός του Γιώργου. Αυτός έκατσε εκεί ρεέμι δώδεκα χρόνια. Δεν τα φυλάκιζαν τα μικρά παιδιά, …τα΄βαζαν και δούλευαν. Εν τω μεταξύ οι δικοί μας έφυγαν και ήρθαν εδώ στη Χαλκιδική.

Ο Γκούβρας δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για το παιδί του. Κάποτε ήρθαν κάποιοι ραφτάδες εδώ στη Χαλκιδική. Τότε εκτός από κάτι χωραφάκια που είχαν τα χωριά, τα υπόλοιπα όλα τα βοσκοτόπια τα νοίκιαζαν τα μοναστήρια. Ο Γιωργάκης συζητώντας με τους ραφτάδες τους είπε για το παιδί του, … οι ραφτάδες του είπαν οτι εμείς πηγαίνουμε τακτικά στο κάστρο του Πασά στα Γιάννενα και δουλεύουμε εκει. Ε! άμα είναι λέει, να σας δώσω τι θέλετε να φέρετε το παιδί και άλλα δυό που τα είχαν πάρει κι αυτά οι Τούρκοι. Τους έδωσε κάτι έναντι και τους έδωσε και ραντεβού. Τους είπε, …εάν θα ρθείτε χειμώνα θα είμαστε εδώ, …καλοκαίρι θα΄μαστε στο τάδε βουνό. Πήγαν αυτοί, γνώριζαν καλά τα πράματα εκεί μέσα και πλήρωσαν κάποιους να κάνουν τα στραβά μάτια και αυτοί τους έβγαλαν με σχοινιά, ίσως και από πόρτα. Από πίσω περίμενε η βάρκα, …τα΄βαλαν στη βάρκα και τα τρία τα παιδιά και τα πέρασαν απέναντι. Μετά τους έντυσαν τσομπαναραίους και με περιπέτειες έφτασαν στη Βέροια (μάλλον στο Βέρμιο).  Εκει χώρισαν. Τα άλλα τα δύο έμειναν εκεί. Δεν γνωρίζουμε που πήγαν, ίσως εκει κοντά να βρίσκονταν οι δικοί τους.  Τα άφησαν λοιπόν εκει, …γιατί τα λεφτά ήταν εδώ, στο γιό του Γιωργάκη. Ήταν Άνοιξη όταν ήρθαν στον Γιώργο. Τότε ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν για το ξεκαλοκαιριό, ….έλειπε βέβαια ο πατέρας, ήταν στα πρόβατα η σε κάποια άλλη δουλειά. Στο κονάκι ήταν η μάνα και η αδελφή του Αλέξη.

Αυτό το παιδί είχε περάσει και ευλογιά και δεν γνωριζόνταν. Ενας θηριός άντρας, με αδρά χαρακτηριστικά. Πήγαν εκεί και το παιδί λέει στη μάνα, …εγώ είμαι λέει, ο Αλέξης. Η μάνα δεν τον γνώρισε, …τα είχε χάσει, η στεναχώρια, οι ταλαιπωρίες τότε, ..καταλαβαίνεις. Η αδερφή του όμως τον γνώρισε και λέει, …Άμα είσι ου Αλέξης, εχ΄ς ιδώ καμμένη τ΄ν άντζα (άντζα έλεγαν τη γάμπα) στο δεξί το ποδάρι κι ιδώ πίσου εχ΄ς νιά ελιά. Τα΄δειξε αυτός, …και λιποθύμησε η μάνα από συγκίνηση. Ήρθε ο πατέρας του παιδιού, πλήρωσε τους ραφτάδες κι έφυγαν.



Οι γονείς Γιάννος Γιαννιώτης και Αικατερίνη Μπόλα (το γένος Μαλιαχώβα)


ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ ΚΑΙ ΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ

Όλοι μαζί μετά πήγαν στη Θράκη, εκεί προς την Ανδιανούπολη, μάλλον από κάποιον φόβο η και για λόγους βοσκής και από εκει κατέληξαν στη Βουλγαρία. Άμα πας στο Κάρναμπατ εκει είναι οι Γκουβραίοι, …τώρα τελευταία άλλαξαν το όνομα και λέγονται Λασκαραίοι. Από εκει μετακινούνταν και στη Βουλγαρία και στην Ανατολική Θράκη. Ο Αλέξης ζήτησε παντρειά, …αλλά το πιό σπουδαίο ήταν ότι δεν του΄διναν κορίτσι, …δεν τον έπαιρναν. Είκοσι τέσσερα χρονών παιδί και ήθελε να παντρευτεί. Δεν τον έπαιρναν γιατί έλεγαν …ξιλαδώθ΄κι. Τόσα χρόνια μεσ΄ στ΄ς Τούρκοι θα ξεχριστιάνιψι, … δεν είναι χριστιανός. Τον έβλεπαν σαν γενίτσαρο. Δεν μπορούσε λοιπόν να παντρευτεί και του έδωσαν μιά κουτσή γυναίκα, …Σαρακατσάνα αλλά κουτσή. Πήρε αυτή τη γυναίκα και έκανε τρία παιδιά, …και από αυτούς είμαστε τώρα εμείς, οι απόγονοι. Και από αυτόν βγήκε το όνομα και τώρα λέγομαστε Γιαννιωταίοι. Γιαννιώτης λέγονταν του Αλέξη του Γκούβρα η οικογένεια μόνον. Μόλις πήγε εκει στη Βουλγαρία, έλεγαν,  ..ποιός είναι; …ο Γιαννιώτης, …ο Γιαννιώτης που έκατσε στις φυλακές στα Γιάννενα. Έτσι το παρατσούκλι έγινε επίθετο.

Ο Γιωργάκης Γκούβρας ήταν κάποιο σημαίνον πρόσωπο της εποχής του και οι Σαρακατσάνοι ασχολήθηκαν πολύ με τον Γκούβρα. Πληροφορίες πήρα από έναν Γρούνα, ογδόντα τέσσερα χρονών, από το Σλήβεν της Βουλγαρίας, από έναν Μπαλάσκα απ΄ τα Στεφάνια Κιλκίς,  από έναν Καλτσά από Κομοτηνή, απ΄ τη θειά Αργύρω τη γυναίκα του Γιάννου Καπούλα από τους Ταγαράδες Θεσσαλονίκης, …όλοι ήξεραν αυτή την ιστορία. Κεντρική Μακεδονία, Θράκη, Βουλγαρία, …άμα έλεγες Γκουβρα!! Κι ο Τσαούσης ο μπάρμπα Βασίλης ο μακαρίτης, έρχεται μια μέρα και μου λέει, …είσαστε και από ιστορική οικογένεια.

Και μιά και λέμε για τη Βουλγαρία, …εκεί θα ακούσεις τραγούδια Σαρακατσάνικα. Το 1978 που πήγα, μαζεύτηκαν και ήρθαν και από το Καρναμπάτ και από διάφορα μέρη και γίνεται ένα τραπέζι, γεμάτο όλο γερόντοι. Ήταν ο πατέρας μου και η μάνα μου, έλεγαν τραγούδια κι εγώ τα΄γραφα. Είπαν το ΄΄Γιώργη μ΄ ήρθαν οι φίλοι σου΄΄. Κάποια στιγμή λέει, …΄΄τούτα τα χιόνια τα πολλά, και τούτο το χειμώνα, να καλοπεράσουμε, ώσπου να ΄ρθουν και τ΄αλλα. Γενάρης με τα κρούσταλα’’, …και τότε αυτός άρχισε να κλαίει. Δάκρυζε, …και τη στιγμή εκείνη που δάκρυσε, δάκρυσαν όλοι, γ΄ναίκες - άντρες. Στο τέλος του γλεντιού μου είπε, …΄΄Θοδωράκη, τηράτι ισείς να του κρατήσιτι ικεί στη Γκρικιά, …ιμείς ιδώ λειώνουμε σαν τ΄ αλάτι΄΄.

Εκει στη Βουλγαρία γύρω στο 1870 με 80, ξεχείμαζαν στην περιοχή του Σλήβεν και εκει έχασαν τα πρόβατα όλα από βαρυχειμωνιά. Ο παππούς μου ήθελε να πάρει πρόβατα για να ξαναοργανωθει. Πάει σε έναν συγγενή Γρούνα και του ζήτησε χρήματα δανεικά και του έδωσε ο άνθρωπος λίρες. Μετά από χρόνια ο παππούς μου φτιάχτηκε, έκανε πρόβατα και τα λεφτά τα γύρισε πίσω.

Κάποτε, μ΄ έλεγε η βαβά μ΄ και μοιρολογούσε … : ΄΄…όταν είμασταν στη Βουλγαρία, με είπε μιά γύφτ΄σα , …θα περάσεις τον Μαρίτσα (τον Έβρο) και δεν θα ξαναϊδεις τους θ΄κούς σ΄΄΄, …κι έκλαιγε συνέχεια. Και πράγματι έφυγαν και πήγαν στη Μ. Ασία και εγκαταστάθηκαν εκει. Κατόπιν το 1914 ήρθαν στην Ελλάδα και πέθανε η μακαρίτισσα σε ηλικία 105 χρονών, χωρίς να ιδει τους δικούς της.



Χάρτης με τις περιοχές των μετακινήσεων


ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗ Μ. ΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΟ 1914

Το 1883 με 85 έφυγαν απ΄ τη Βουλγαρία, πήγαν στην Ανδριανούπολη και μέσω Βοσπόρου, πέρασαν απέναντι στη Μ. Ασια. Έκατσαν τριάντα χρόνια εκει. Ο παππούς έπαιρνε όλα τα πρόβατα, τ΄ αρνιά, αυτά που είχαν για πούλημα και τα πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη, γιατί ήταν κοντά και έρχονταν πίσω και τους μοίραζε τα χρήματα. Όπου είχαν διαφορές οι Σαρακατσαναίοι, φώναζαν τον Ντούλια. Έτσι τον έλεγαν τον παππού μου, είχε ένα παρατσούκλι και τον έλεγαν Ντούλια. Στη Μ. Ασία πέθανε η Ασήμω, κόρη του παππού μου του Θόδωρου, δέκα εφτά χρονών κορίτσι, …δεν υπήρχε πιό ωραία γυναίκα λέει ο πατέρας μου. Είχε σκωληκοειδίτιδα και ο παππούς μου την πήγε σ΄ ένα γιατρό εκει στη Σμύρνη η στο Αϊβαλί, αλλά πέθανε.

Το 1914, με τον πρώτο διωγμό τους έδιωξαν - εξήντα περίπου οικογένειες. Τους έδιωξαν κακήν-κακώς, χωρίς να πάρουν τίποτα. Μιάς θειάς μ΄, πρώτη ξαδέλφη του πατέρα μου, όταν τους έδιωξαν, …ένας υπηρέτης, ο Γκαμίλ της έκοψε το δάχτυλο και της πήρε το δαχτυλίδι. Τους πήρε Αγγλικό καράβι και τους ξεφόρτωσε στη Μυτιλήνη. Μπροστάρης ήταν ο παππούς μου και ένας Σπύρος Γιαννιός ο παππούς του Γιαννιού του κλαριντζή, ..κι αυτός ήταν μεγάλη φυσιογνωμία.  Στη Μυτιλήνη έμειναν δυό–τρεις μήνες. Από εκει ήρθε ένα Ελληνικό καράβι, τους πήραν και τους έφεραν εδώ στη Θεσσαλονίκη και πήγαν εκει που είναι το κέντρο διερχομένων, μετά τον παλιό σταθμό. Έκατσαν λίγο εκεί και μετά τους πήγαν εκεί που ήταν η ΒΙΑΜΥΛ (κοντά στο σημερινό ΙΚΕΑ). Οι δικοί μ΄ βρήκαν και κάτι πρώτα ξαδέλφια της βαβά μ΄, τους Μπικαίους.  Αυτοί ήταν στην Ανατολική Θράκη και έμαθαν οτι τώρα ήταν εδώ. Όταν ήρθαν εδώ το 1914 ο πατέρας μου ήταν δέκα η έντεκα χρονών. Μετά από λίγο καιρό έφυγαν από τη ΒΙΑΜΥΛ και εγκαταστάθηκαν σ΄ έναν Τουρκομαχαλά του Χορτιάτη, το Πουρναζλί η Πουρναροχώρι, έτσι λέγεται τώρα. Το κτήμα της ΒΙΑΜΥΛ που μείναμε για λίγο όταν πρωτοήρθαμε, ανήκε σε μία Τουρκάλα και το πούλαγε. Θα το πέρνανε ο παππούς μου και ο Σπύρος ο Γιαννιός που πήγε στην Ξάνθη. Αλλα χάλασε η συμφωνία γιατί αντέδρασαν οι γ΄ναίκες που τις πέθαναν παιδιά από ευλογιά, διότι πίστευαν ότι την ευλογιά την κόλησαν απ΄ τα βαλτόνερα. Από την οικογένεια του παππού μου δυό παιδιά πέθαναν, ο Κώτσος 22 και η Λένω 20 χρονών. Ευλογιά κόλησε ο πατέρας μου και η θειά Μαρία.



Στον γάμο της αδελφής του Χρυσούλας το 1958 - ο Θεόδωρος Γιαννιώτης είναι όρθιος δεξιά


Ο ΝΟΜΑΔΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΑΝΑΒΡΥΤΟ

Το 1918 πήραν και πρόβατα και ακολουθούσαν διάφορα τσελιγκάτα, αλλά και μόνοι τους. Και τα τέσσερα αδέλφια είχαν γύρω στα 1.200 πρόβατα. Το 1944 μια-δυο φορές πήγαν στο Μπέλλες, κάνα δυο φορές στο Βίτσι, αλλά κυρίως πήγαιναν στο Βαρνούντα η Γέρμαν, στη Μπέλα Βόντα. Ξεχείμαζαν στο Νομό Κιλκίς, έξω απ΄ το Κιλκίς κάποια χωριά, …Ξηρόβρυση, Ζαχαράτο, …πολλούς χειμώνες είχαν κάνει. Αλλά και στο Σερβικό μετόχι στη Σωζόπολη στη Χαλκιδική ξεχείμαζαν. Το 1928 πήγαν και νοίκιασαν λιβάδια από την κοινότητα στο χωριό που είμαι γραμμένος εγω, στο Αναβρυτό Κιλκίς.


το Αναβρυτό Κιλκίς

Μετά το 1930 σταμάτησαν οι μετακινήσεις και έμειναν στο Αναβρυτό με τα πρόβατα. Επειδή είμασταν πρόσφυγες, εμάς μας έδωσαν κλήρο το 1937. Δεν τα δούλευαμε τα χωράφια, αλλά επειδή έδωσαν κλήρο στους πρόσφυγες, έδωσαν και σε μας. Το χωριό τότε είχε εκατόν σαράντα σπίτια, κατοικίσιμα έλεγε ο πατέρας μου. Ήταν ημιορεινό σε υψόμετρο 600 μέτρα. Στα χίλια μέτρα πιό πάνω απ΄ το χωριό στο όρος Κρούσια ανέβαιναν για ξεκαλοκαιριό. Στο χωριό ζούσαν Πόντιοι και λίγοι Θρακιώτες. Εμεις είχαμε τα καλύβια έξω απ΄ το χωριό. Σαρακατσαναίοι είμασταν εμεις και οι Στεργιουλαίοι, …είμασταν και συμπεθεριό.

Ο πατέρας μου παντρεύτηκε είκοσι οκτώ χρονών, το 1932. Ο γάμος έγινε στα καλύβια τα δικά μας εκει στο Αναβρυτό. Εμεις είμαστε έξι αδέλφια. Το 1933 γεννήθηκε η Χρυσούλα, το 1935 ο Ηλίας, το 1937 ο Αλέκος, το 1938 εγώ, το 1940 ο Δημητρός και το 1946 ο Αποστόλης. Τον Σεπτέμβριο του 1938 αγόρασαν σπίτι από έναν Πόντιο  και μπήκαν μέσα. Στην άκρη του χωριού για να έχουμε και τα πρόβατα.



Ο Θεόδωρος Γιαννιώτης (αριστερά) με τον αδελφό του Ηλία το 1960 στο Αναβρυτό Κιλκίς


ΣΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Στον πόλεμο ήταν τα πιό δύσκολα χρόνια. Όλες οι παιδικές αναμνήσεις αφήνουν τραύματα, μεγάλα τραύματα. Θυμάμαι τους Γερμανούς εκει που ετοιμάζονταν για να φύγουν. Είχαν κάτι μεγάλες πλατφόρμες και καρότσια κι έκαναν μπάνιο με κρύο νερό. Εμεις, όταν έφυγαν οι Γερμανοί τον Οκτώβριο του 1944, κατεβήκαμε στο Κιλκίς και μέναμε στο Γυμνάσιο. Κάηκε το χωριό κι εμεις φύγαμε χωρίς τίποτα, ..με ένα τσιόλι. Έζησα τον εμφύλιο και τα δύσκολα χρόνια. Θυμάμαι και τη μάχη που έγινε στις 4 Νοεμβρίου 1944, εκει είμασταν.

Το 1945 μας έδιωξαν απ΄ το Κιλκις και πήγαμε στο Ξηροχώρι σε συγγενεις Μπικαίους  και έκατσαμε μέχρι το 1950. Δεν είχαν που να μας βάλουν ο κόσμος, μέχρι και σε αποθήκες μέναμε, για λίγο ώσπου να τακτοποιηθούμε. Δούλευαν όλοι τότε με τα πρόβατα ως τζιομπαναραίοι, …πώς να επιβιώσεις;, …μέχρι και σπιτάκι κάναμε. Το 1950 φύγαμε και γυρίσαμε απάν στο χωριό πάλι, με λίγα πρόβατα. Δεν βρήκαμε τίποτα, όλα καμμένα. Μόνο λύκοι και λύκοι λυσασμένοι, επειδή έτρωγαν πτώματα. Παντού κόκκαλα, σφαίρες και όπλα πεταμένα. Μας έδωσαν ενίσχυση το κράτος και έκαναμε ένα σπίτι με δύο δωμάτια και χωλ. Είχαμε και τριάντα οκτώ στρέμματα και λέει ο πατέρας μου, …τώρα τέρμα, θ΄ αρχίσουμε κι εμεις να δουλεύουμε τα χωράφια.



Ο Θεόδωρος Γιαννιώτης στο Χορύγι Κιλκίς με τις ανηψιές του, κόρες της αδελφής του Χρυσούλας, την Ευαγγελίτσα (σύζυγο Ζαραλή από τον Αγιο Λουκα Πέλλας) και την Βασιλική (σύζυγο Φλώρου απο τον Αγιο Αντωνιο)


ΟΙ ΓΑΜΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Η ζωή συνέχιζε και ήταν Σαρακατσάνικη, ήταν παραδοσιακή. Το 1949 παντρεύονταν η θειά μ΄ η Ελένη, η αδελφή του μπάρμπα Σπύρου του Μπίκου, από το Ξηροχώρι Θεσσαλονίκης. Εκει πρωτοάκουσα τραγούδια παλιακά. Στο γλέντι ήταν οι Μπικαίοι, οι Μπουταίοι, οι Κανταίοι, οι Μπαλλαίοι κι εμεις. Έβαλαν και τον πατέρα μου να πει ένα τραγούδι και θυμάμαι είπε το ΄΄φίλοι μ΄ καλώς ορίσατε΄΄. Ενθουσιάστηκαν οι γέροντες και άρχισαν τα όπλα, ..μπαμ, μπουμ, μπαμ κι εμεις το πρωί βλέπαμε τις τρύπες της οροφής. Ήταν δίπατο το σπίτι και καλά που δεν υπήρχε κανείς επάνω.

Θυμάμαι και τους γάμους, παραδοσιακότατοι. Οι πρώτοι ήταν χωρίς όργανα, ύστερα έφερναν και όργανα, αλλά όμως Σαρακατσάνικα, τραγούδια, δικά μας.  Φλάμπουρα είχαμε. Εδώ στη Μακεδονία εμεις το κράταγαμε. Τα τραγούδια που έδωσα στο Νάκα τα είχα από τον πατέρα μου. Το 1973 ήταν ο τελευταίος γάμος που κάναμε με φλάμπουρα, …το γράφει και η Καραγιάννη στην Ηχώ. Στα προζύμια, το τι γίνονταν!, τι να σου πω! Όταν παντρεύονταν η αδερφή μου, ήρθαν οι ηλικιωμένες γυναίκες και τραγούδαγαν δυο βραδυές εκει, …κάτι τραγούδια, …ράγιζαν πέτρες. Είναι δυνατον λέω μέσα μου, αυτά τα πράγματα να τα ξεχάσουμε; Κι έδωσα όρκο στον εαυτό μου. Λέω, εάν κάποτε μπορέσω και έχω την άνεση, ..θα αγωνιστώ, θα το παλέψω λέω, …και το πάλεψα. Δεν ξέρω αν το κατάφερα, αυτό θα το κρίνετε εσεις.



Ο Θ. Γιαννιώτης εικοσάχρονος το 1958 και φαντάρος το 1961


Πήγαινα στα Στεφάνια και με έλεγε πολλά ο μπάρμπα Γιώργος ο Τσαρτσάλης, πήγαινα στο Χορύγι, στο Καμπάνη, πήγαινα σε γάμους στα σόγια. Να βλέπω τώρα τη θειά μου τη Νικόλαινα, να τη βοηθάν οι άλλοι, …είχαν αλληλεγγύη. Έφερναν αρνιά, ζ΄γούρι άλλος, στέρφο άλλος, …να γίνει ο γάμος. Να γίνει Σαρακατσάνικος όπως γίνονταν. Και τώρα θα σου πω κάτι. Οι Σαρακατσάνοι στο γάμο έπιναν κρασί, ..κρασί γλυκό. Άμα δεις και όλα τα τραγούδια έλεγαν, …΄΄είχε κι ένα γλυκό κρασί που τρώγανε και πίναν΄΄.

Οι Σαρακατσάνοι της γενιάς του πατέρα μου, ήταν μιά γροθιά. Δεν είχαν αυτό που είχαν οι γέροντες …΄΄Εγω είμαι τσέλιγκας΄΄. Είχαν άλλη νοοτροπία. Τελείωσε. Είχε βέβαια και κάτι ανάποδους, υπήρχαν κι αυτοι, …υπάρχει χωριό χωρίς μνήματα;



Στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου 1958 - ο Θ. Γιαννιώτης είναι πρώτος αριστερά


ΜΑΘΗΤΗΣ ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

Γυμνάσιο πήγα στο Κιλκίς. Τότε που πήγαινα εγω στο Γυμνάσιο, ο πατέρας μου δεν ήθελε να με στείλει. Με είδε η μάνα μου στεναχωριέμαν και πιάνει τον πατέρα μ΄, …΄΄έλα εδώ γέροντα (σαράντα χρονών ήταν), ..μέχρι τώρα σ΄ άκουγα, τώρα δεν θα σ΄ακούσω΄΄. Ο πατέρας μου ήταν ένας τυπικός Σαρακατσάνος, με εκείνες τις νοοτροπίες, όλα αυτά του Σαρακατσάνου. Ήρθε έτσι και πέθανε και έτσι.  Η μάνα μου ήταν και Σαρακατσάνα, αλλά έβλεπε και πολύ μπροστά.

Το Γυμνάσιο το τελείωσα το 1959, γιατι χάσαμε δυο χρόνια από τον εμφύλιο. Μετά το Γυμνάσιο ήθελα να δώσω Ιατρική. Λέει ο πατέρας μου, …΄΄δεν μπορούμε παιδί μου, πήγε ρώτησε και ήθελε πολλά λεφτά. Ένα χρόνο αν θες να πας στη Φλώρινα να γίνεις δάσκαλος. Αλλοιως δεν μπορώ πιδι μ’ ΄΄. Με μίλησε αντρίκια. Του λέω, …΄΄πατέρα μη στεναχωριέσαι. Θα πάω φαντάρος και μετά θα γυρίσω και θα σπουδάσω΄΄. Και  πήγα στο στρατό και όταν απολύθηκα δούλευα και σπούδασα.


Στο κέντρο ο Θ. Γιαννιώτης στον θάλαμο ελέγχου του διυλιστηρίου Esso Pappas στη Θεσσαλονίκη το 1966

 
ΑΠΟ ΤΟ ΚΙΛΚΙΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Στη Θεσσαλονίκη πήγα για πρώτη φορά με τον πατέρα μου το 1949. Είχα ένα πρόβλημα στο πόδι και με πήγε στον Μαλιαχώβα να το δει, αλλά δεν ήταν τίποτα σοβαρό. Οι Σαρακατσαναίοι στη Θεσσαλονίκη συναντιόνταν στο ΄΄Πανελλήνιο΄΄, που ήταν ακριβώς εκει που είναι ο ΟΤΕ στον Βαρδάρη. Ύστερα συναντιόνταν στα ΄΄Ηλύσια΄΄. Το 1961 ήρθα μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Έκατσα διάβασα και το 1962 πέρασα στο τμήμα Μεταλλείων της σχολής Ευκλείδη. Πτυχίο πήρα το 1965. Όταν σπούδαζα δούλευα. Τα καλοκαίρια τέσσερις μήνες δούλευα στα μεταλλεία στη Χαλκιδική στη Βάβδο, στη Βεγόρα, για πρακτική εξάσκηση, αλλά πληρωνόμουν κιόλας. Κι ύστερα Σαββατοκύριακα δούλευα και στις οικοδομές κάπου-κάπου. Δεν επιβάρυνα πολύ την οικογένεια μου. Τι να μου δώσει ο πατέρας μου, που είχε τόσα παιδιά και ήθελε να παντρέψει και τ΄ άλλα παιδιά. Ήταν δύσκολα. Παντρεύτηκα στις 19 Φεβρουαρίου του 1967. Ο πατέρας της γυναίκας μου ήταν Πελοποννήσιος, Χρονόπουλος λέγονταν και η μάνα της ήταν Σπυρονάσιου, Σαρακατσάνα και η γιαγιά της Γκόλφου από την Ηράκλεια Σερρών. Δεν ήταν προξενιό, εγω ήμουν …΄΄αγαπητικός της βοσκοπούλας΄΄. Τη γνώρισα στο γάμο του αδελφού μου από μία ξαδέλφη μου και παντρευτήκαμε. Από τότε ζήσαμε στη Θεσσαλονίκη και έχουμε δύο κορίτσια τη Μαρία και την Κατερίνα. Από τη Μαρία έχω τέσσερα εγγόνια, τρεις εγγόνες κι έναν εγγονό !!

1976

1985

Ο Θεόδωρος Γιαννιώτης με τις κόρες του Κατερίνα και Μαρία



Θεόδωρος Γιαννιώτης




Ευχαριστώ τον Κώστα Μαλογιάννη για τη συμμετοχή του στη συνέντευξη 



ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΤΟ Β΄ ΜΕΡΟΣ


Τα ΄΄ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΩΝ΄΄ μετά τη βιογραφία του κ. Θεόδωρου Γιαννιώτη και την οικογενειακή του διαδρομή, θα συνεχίσουν με την παρουσίαση της δράσης του και της ενασχόλησης του με τα κοινά των Σαρακατσαναίων, καθώς και του ρόλου του σε αυτά, ως πρώτος πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Σαρακατσαναίων το 1981.