portraita

τ α   Γ κ ο υ ρ μ π ά ν ι α


του Δημήτρη Κυριάκου
Η πίστη και η ευλάβεια των Σαρακατσάνων προς το Θεό ήταν ατελείωτη, με κάθε ευκαιρία έβρισκαν τρόπο να εκδηλώσουν την αγάπη τους αυτή προς τον Ύψιστο τηρώντας κατά γράμμα το λόγο του Ευαγγελίου. Παρά τη δύσκολη νομαδική ζωή που ακολουθούσαν, κρατούσαν όλες τις νηστείες της εκκλησίας με αυστηρότητα και ταπείνωση από πολύ μικρή ηλικία. Κοινωνούσαν με κάθε ευκαιρία και επιδίωκαν να εκκλησιάζονται όσο πιο συχνά μπορούσαν πέραν από το Πάσχα και τα Χριστούγεννα που δεν νοούνταν να λείψουν. 

Οι γυναίκες αν και αγράμματες, ήταν αυτές που κρατούσαν ζωντανή την πίστη προς το Θεο και κατηχούσαν τα παιδιά απο πολύ μικρή ηλικία και επιπλέον μάθαιναν στα κορίτσια ποιος Αγιος τιμάται κάθε μέρα. Συνήθιζαν να ανάβουν το καντήλι στα εικονίσματα σε κάθε γιορτή από το απόγευμα της παραμονής και από εκείνη την ώρα απείχαν από κάθε χειρωνακτική εργασία, δείχνοντας έτσι τον σεβασμό τους στον εκάστοτε άγιο.

Ο σεβασμός προς το Θεό μα και η ιδιαίτερη αγάπη τους προς την Παναγία και τους Αγίους ήταν αυτό που τους έδεινε δύναμη να αντέξουν την ανέχεια και τις τεράστιες δυσκολίες και τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν ζώντας συνεχός στην εξοχή.

Αυτό που αποτελεί αξιοσημείωτο στους Σαρακατσάνους είναι τα γκουρμπάνια που προσέφεραν προς τιμήν της Παναγίας ή των αγίων. Τα γκουρμπάνια ήταν αρνιά, τα οποία έσφαζαν κάθε χρόνο συνήθως στην γιορτή της Παναγίας και των Αγίων για να τους προστατεύουν από κάθε κακό, αλλά και όταν αντιμετώπιζαν κάποιο σοβαρό πρόβλημα επικαλούμενοι τη βοήθειά τους. Έλεγαν χαρακτηριστικά «Βόηθα με Άγιε μ’ και γω κάθε χρόνο στ’ γιορτή σ’ θα σ’ σφάζω γκουρμπάν’.». Οι Άγιοι που επικαλούνταν πιο συχνά ήταν ο Άη Γιώργης, ο Άη Δημήτρης, ο προφήτης Ηλίας και η Παναγία. Βέβαια πολλοί ήταν αυτοί οι οποίοι έσφαζαν γκουρμπάνι και σε άλλους αγίους αλλά και κάποιοι τα Χριστούγεννα. Το αρνί το οποίο θα έσφαζαν στο γκουρμπάνι το ξεχώριζαν από την στιγμή που γεννιόταν και πρόσεχαν να μην είναι από πρωτόγενη προβατίνα. Παράλληλα θα έπρεπε να είναι πάντα αρσενικό και συνήθως μπέλο. Σε περίπτωση που το αρνί που είχαν επιλέξει για το γκουρμπάνι ψοφούσε, το ερμήνευαν σαν κακό οιωνό θεωρώντας πως κάτι κακό θα τους συμβεί.


Το πρωί της γιορτής, αυτός που είχε τάξει το γκουρμπάνι πήγαινε και έσφαζε το αρνί. Αφού το έγδερνε το έδινε στις γυναίκες για να μαγειρευτεί. Τα γκουρμπάνια κατά κύριο λόγο τα έκαναν βραστά αλλά σε κάποιες περιπτώσεις τα έκαναν και ψητά, όπως στην γιορτή του Άη Γιώργη. Αν στο τσελιγκάτο δεν είχε άλλος γκουρμπάνι και ήταν ο μοναδικός, μαζευόταν όλοι οι σμήχτες και οι κήχαϊάδες στο κονάκι του. Αν όμως υπήρχαν πολλοί που είχαν το τάμα την ίδια ημέρα, τότε μαζευόταν στο κονάκι είτε του μεγαλύτερου σε ηλικία είτε κάποιου κηχαϊά φέρνοντας και οι υπόλοιποι τα γκουρμπάνια τους. Οι γυναίκες ετοίμαζαν το κονάκι στολίζοντάς το εσωτερικά με βελέντζες κρεμασμένες στα λούρα και έπειτα έστρωναν ολόγυρα από την βάτρα τις τάβλες στις οποίες  κάθονταν οι άντρες πάντα οκλαδόν και οι γυναίκες  τους κερνούσαν κρασί ή ρακή για να ευχηθούν στον νοικοκύρη. Όταν ήταν έτοιμο το γκουρμπάνι,το έβαζαν στις τάβλες μαζί με πίτες τυρί ή κουσμάρι. Οι γυναίκες όταν τελείωναν με το σερβίρισμα και τις ετοιμασίες μαζευόταν σε διπλανό κονάκι και γλεντούσαν όπως ακριβώς και οι άντρες. Αφού έτρωγαν, κάποιος που γνώριζε την ωμοπλατοσκοπία έπαιρνε την δεξιά πλάτη του αρνιού και ερμηνεύοντας τα σημάδια καταλάβαινε αν θα πάει καλά το βιος τους, αν θα τους βρει συμφορά ή θάνατος και ακόμα αν θα γίνει πόλεμος. Οι πιο έμπειροι μπορούσαν να πουν με λεπτομέρειες το τι θα συμβεί και σε ποιο συγκεκριμένο πρόσωπο.


Από τα γκουρμπάνια δεν έλειπαν και τα τραγούδια από την αρχή που κάθονταν στις τάβλες, ξεκινούσαν να λένε τραγούδια με ευχές για τον νοικοκύρη και έπειτα τραγούδια της τάβλας. Όταν τελείωναν με το φαγητό σηκωνόταν και χόρευαν λέγοντας κυρίως κλέφτικα τραγούδια ενώ προς το τέλος της γιορτής έλεγαν και κάποια σκωπτικά.

Μερικά απο τα τραγούδια που έλεγαν στην τάβλα ήταν:

1. Αφέντη μου στην τάβλα σου
χρυση καντήλα καίει
δίχως αλ΄σίδα κρέμεται
δίχως αέρα σιώται
δίχως το λάδι και κερί
φέγγει τον κόσμο ολο
φέγγει και τον αφέντι μας
να μας κερνάει να πιούμε

2. Απόψε στο σπιτάκι μου
ειχα΄να ζιαφέτι
τον άγγελο μου γιόρταζα
και τον Χριστό δοξάζω
και την κυρά την Παναγιά
πολύ την προσκυνάω
να μου χαρίσει τα κλειδιά
κλειδιά του παραδείσου
ν΄ανοίξω τον παράδεισο

3. Σε τούτο σπίτι πού΄ρθαμαν
σε τουτ΄το νοικοκύρι
με τα γλυκά του τα κρασιά
με τα καλά τα λόια
να τον πολυχρονίσουμε
και να του ευκιθούμε
οσα λουλούδια η άνοιξη
και φίλα απο τα δέντρα
τοσα καλά στο σπίτι του
τοσα χρόνια να ζήσει 




Αφήγηση του Μήτρου Κυριάκου

Εκιά τα χρόνια αμα έταζε καένας αρνί σε κάνα Άγιον, το σφαζε την μέρα τς γιορτή τ, ν΄αυγή. Νιά βολά μολόγαγαν οι γερόντ΄, ήταν ένας κι είχε ταμένο αρνί σ΄έναν Άιον, μόρθετε έλεγαν στον Αη Λιά αλλά δε θμάμαι. Έσφαξε ο άνθρωπος τ΄αρνί τ΄, το μαέρεψαν κι έστρωσαν στς τάβλες να φαν. Εκεί πότρωγαν έφτασε κι ένας γύφτος με ξεκλισμένα σκτιά, ξπόδτος  και κάθονταν και τς τήραγε. Τον είηδαν αυτοίν και του΄παν ¨φεύγα απο δω τι μας τηράς¨, σκώθκε κι αυτός κι έφευγε. Κοντά εκεί π΄τς ήταν, άραξ΄απο πέρα ένας καβαλάρς με φουστανέλα, μόλις τον είηδαν σκώθκαν ορθοί και τον καρτέργαν. Πάει εκεί αυτός (ο καβαλάρης), τ΄πήραν τ΄άλογο και τον έβαλαν μες τ΄μέση να κάτσ’ να φάει κι αυτός. Εκεί π΄τόστρωσαν έκατσε αυτός κι αρχίνσε να ρίχνει στα σκτιά τ με το χλιάρι το γκουρμπάνι και το ρακι γιον τ΄τουταν με το παγούρι κι έλεγε ¨ια φρούτα φάτε, ιά ζωνάρι φάε, ια τσιπκένι ρακί¨. Αρχίνσαν ο κόσμος και τον τήραγαν. Νιά ώρα τ΄λέει ένας ¨ε ξένε, τι ειν΄αυτά π΄φκιάνς, εμείς σε κερνάμε κι εσύ το δίνς στα σκτιά σ;¨ . Σκώθκε τοτε ορθός εκιός και τς είπε ¨εσείς δεν ταίζετε ψχή, ταίζετε σκτί, ‘ηρθαν σα γύφτος και μ΄ εδιωξαταν, ήρθα τώρα σαν κηχαιάς και μ΄έβαλαταν μες τ΄μέση. Τέτοιο γκουρμπάνι δεν το θέλω¨και γίνκε άφανος κι ο ξένος και τ΄άλογο τ΄. Απο τότε και πέρα έλεγαν οι γερόντοι, όποιος έρθει στ΄ρούγας κι έχς γκουρμπάνι να τ΄δίνς αλλιώς δεν πιάνεται.

Το 1940 το καλοκαίρι έσφαξαν τα γκουρμπάνια για ν΄Παναιά .Τότε εκιά τα χρόνια έσφαζαν τα γκουρμπάνια και διάβαζαν και ν΄πλάτη απ΄το ταμένο τ΄αρνί, μαναχά εκείνη η πλάτη έλεγε. Ήταν πολλοί π΄τ΄διάβαζαν τότε. Έκατσαμαν να φαμε στο καλύβι , είχε γκουρμπάνι ο λαλάς ο Νίκας ο θκός μας. Εκεί απ΄έτρωγαμαν πήρε ν πλάτη ο μπαρμπα Γιάννς κι αρχίνσε κι έλεγε, ο μπαρμπα Γιάννς μπόργε να σ΄πει και για τε΄ποιόν ΄στ΄φαμπλιά διαβάζει. Λεει ¨ούλα καλά σ΄Νίκα αλλά θ΄απομείνς δίχω άλογα φέτο¨. Είπαμαν ούλ΄θα τα πιάσει κανιά αστένεια και θα πάθουν κάνα κακό. Ύστερα κοντά το χεινώπορο, τον Αη Δημήτρη τς 28,  τ΄τα πήραν τ΄άλογα στον πόλεμο τάταν όλα με δελτίο για επιστράτευση κι απόμνε ο λαλάς ο Νίκας δίχω άλογα. Και το 33 π΄τά ξεπάτωσαν τα πρότα  στο Σαπκανά κι εκεί πάλι τούχε ειδεί και τότε εκείνη τ΄χρονιά πέθανε κι ο πάππος ο Βαλερούλας κι είχε πει ο Μπαρμπα Γιάννς, γλέπω τρανό κακό στα πρότα μας κι έναν σταυρό στο κονάκι, ο μπαρμπα Γιάννς τον ήταν ανύπαντρος τότε και τον ήταν σ΄ένα κονάκι με τον πάππο και τον λαλά τον Νίκα. Ως ν΄άλλη τ΄χρονιά ξεπάτωσαν τα πρότα απο τσιμπούρι και πέθανε κι ο πάππος.