portraita

Η Αστράκα των Σαρακατσαναίων
.

του Γεωργίου Κ. Τσουμάνη
Ιδιαίτερη ενδεχομένως σημασία και αξία για τους Σαρακατσαναίους της Ηπείρου έχει η οροσειρά της Τύμφης. Και τούτο γιατί πρωτίστως εκεί φαίνεται να δραστηριοποιούνται επαγγελματικά δίχως αυτό να είναι τυχαίο. Οι Σαρακατσαναίοι ελλείψει ντόπιων κτηνοτρόφων μετακινήθηκαν στα βουνά της περιοχής του Ζαγορίου. Μέχρι το τέλος της μετακίνησής τους, η περιοχή συνδέθηκε και με αυτούς και αποτέλεσε ίσως την αρχή, αλλά και το τέλος της ιστορικής τους διαδρομής.

Η μικρή δική μου αναφορά θα εστιαστεί στα θερινά βοσκοτόπια  της Αστράκας. Της δεύτερης μετά την Γκαμήλα σε υψόμετρο κορυφής της Τύμφης με 2436 μέτρα. Με την ονομασία Αστράκα οι Σαρακατσαναίοι του χωριού μου, του Κουκουλίου, προσδιορίζουν και αποκαλούν τα βοσκοτόπια της τοπικής κοινότητας στο Ζαγόρι και όχι αποκλειστικά την κορυφή της Τύμφης με την ονομασία αυτή. Μια περιοχή που βρίσκεται πολύ μακριά από το χωριό και σε κανένα σημείο της δεν συνορεύει με άλλες δικές του. Τα βοσκοτόπια αυτά παλαιότερα αποτελούσαν την μεγαλύτερη πηγή εσόδων για την κοινότητα. Για το λόγο αυτό βρίσκονταν πάντα στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων της. Συνορεύουν με εκείνα του Βραδέτου, του Καπεσόβου και του Παπίγκου.

Αστράκα - Λάκκα Τσουμάνη, Πάπιγκο Ζαγορίου - Φωτ. Κ. Μπαλάφα 1955

Η παρουσία των Σαρακατσαναίων στα βοσκοτόπια του Κουκουλίου φαίνεται να είναι συνεχής και αδιάλειπτη σχεδόν από τις αρχές του 19ου αιώνα. Έτσι λοιπόν και για τους κουκουλιώτες Σαρακατσαναίους τα βοσκοτόπια της περιοχής αυτής έχουν τη δική της σημασιολογία και βαρύτητα. Είναι στην κυριολεξία ο τόπος που μεγάλωσε και «ταλαιπώρησε» ολάκερες γενιές κατά κανόνα νέων ανδρών. Μακριά από το χωριό, σε απόσταση που μετριόνταν όχι σε χιλιόμετρα αλλά σε ώρες πεζοπορίας. Επτά (7) και περισσότερες ώρες ανάβασης ήθελες για να φτάσεις στις στάνες του βουνού. Στο μέρος δηλαδή που ήταν τα βοσκοτόπια των προβάτων. Ξεκινούσες από τα 850 περίπου μέτρα υψόμετρο που είναι το χωριό και έφτανες στα 2000 μέτρα που είναι κτισμένα τα δύο πέτρινα καταλύματα (στάνες) για τις ανάγκες των βοσκών. Η «πέρα» στάνη και η «δώθε»[1]στάνη όπως τις έλεγαν. Μακρόστενα οικοδομήματα, ύψους λιγότερο από δύο μέτρα, χωρισμένα σε τρία τμήματα και κτισμένα κατά κάποιο τρόπο στα χαμηλότερα μέρη των βοσκοτόπων και κοντά σε μικρές πηγές νερού για ευνόητους λόγους. Το μεγαλύτερο χώρισμα είναι αυτό που γίνεται η τυροκομική και η αποθήκευση του τυριού. Το δεύτερο για να προστατεύονται από τις καιρικές συνθήκες, να κοιμούνται και να αφήνουν τα πράγματά τους οι τσομπαναραίοι. Το τρίτο είναι θα λέγαμε η προέκταση της στρούγκας με ανοίγματα από τα δύο μέρη. Κάτω από αυτό κάθονται οι αρμρχτάδες και περνούν τα πρόβατα κατά το άρμεγμα.

Το διάσελο της Αστράκας

Η πορεία προς το βουνό, εκτός από ανηφορική είναι και δύσκολη λόγω της γεωμορφολογίας της περιοχής και του πετρώδους του εδάφους. Απαιτούσε για τους κτηνοτρόφους και την παρουσία φορτηγών ζώων, μουλαριών κατά κανόνα, για την μεταφορά των απαραίτητων υλικών και αγαθών διαβίωσης. Αυτά τα ζώα έχουν τις απαιτούμενες αντοχές, πατούν τα κακοτράχαλα μέρη και έχουν υπομονή. Θα αναφερθώ πολύ συνοπτικά και για όσους έχουν σχετική γνώση της περιοχής στη πορεία που ακολουθούσαν οι κτηνοτρόφοι για να φτάσουν εκεί οδοιπορώντας με τα κοπάδια τους.

Με αφετηρία το χωριό Κουκούλι ανεβαίνεις στο χωριό Καπέσοβο, προχωράς αρκετά ανατολικά του χωριού Βραδέτου και στη ευρύτερη περιοχή με την ονομασία «Μπιντελάϊα». Συνεχίζεις προς την τοποθεσία  «τρύπα της νύφης» και φτάνεις στο ύψωμα «Τζιάνοβο». Από εκεί χαμηλά και αριστερά φαίνεται το χωριό Τσεπέλοβο.  Στη συνέχεια αφού περάσεις την Καζάρμα[2] γυρίζεις αριστερά και κατηφορίζεις προς την πηγή «Κρούνα». Σε ένα μεγάλο άνοιγμα και από την πλευρά που έχει βράχια υπάρχει μια μικρή πηγή νερού. Ένα  βαθούλωμα με λίγο νερό που βγαίνει μέσα από τη ρίζα του βράχου. Είναι στην αρχή του γνωστού στο Ζαγόρι φαραγγιού «Μέγα Λάκκος», που φτάνει μέχρι τη χαράδρα του Βίκου. Η πηγή «Κρούνα» αποτελούσε σημείο αναφοράς για τους πεζοπόρους, γιατί κατά κύριο λόγο ήταν και σταθμός ξεκούρασης ανθρώπων και ζώων, κατά το διάβα τους από και προς τα βοσκοτόπια της Τύμφης όπου σπανίζουν άλλες πηγές νερού. Στη συνέχεια ανηφορίζεις προς τα θερινά βοσκοτόπια του Βραδέτου. Ακολουθείς πορεία προς τα αριστερά και φτάνεις στα κουκουλιώτικα βοσκοτόπια.

Το Κουκούλι και η Αστράκα

Η συνολική τους έκταση είναι 12.000 περίπου στρέμματα. Η βοσκοϊκανότητα των λιβαδιών κάπου 4.000 μικρά ζώα (πρόβατα) σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις των κτηνοτρόφων. Προς το μέρος της κορυφής της Αστράκας ήταν ο τόπος που πήγαιναν για βοσκή μόνο τα ζυγούρια και τα στέρφα ζώα. Τα γαλαροκόπαδα μένουν στα χαμηλότερα μέρη. Οι βοσκοί των κοπαδιών που φυλάνε τα ζυγούρια μένουν μόνοι τους μακριά από το χώρο της στάνης. Κατεβαίνουν μόνο όταν χρειαστεί να πάρουν τρόφιμα και πάλι ανεβαίνουν μέχρι την κορυφή της.

Από εκεί ψηλά από την κορυφή της Αστράκας, για όσους έχουν ανεβεί, το θέαμα είναι εντυπωσιακό. Βλέπεις με γυμνό μάτι τις κορφές όλων των βουνών της Ηπείρου και πολλών της Μακεδονίας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν  η ατμόσφαιρα είναι καλή χωρίς υγρασία και έχει διαύγεια, μπορείς να διακρίνεις πολύ αχνά μέχρι και τα Ακαρνανικά όρη στην Αιτωλοακαρνανία. Το βράδυ μπορείς να δεις  φώτα να λαμπυρίζουν από το νησί της Κέρκυρας.

Η παρουσία των Σαρακατσαναίων στα βουνά της Τύμφης από λίγες γραπτές πηγές[3] που υπάρχουν και αφορούν σε μισθωτήρια ενοικίασης βοσκοτόπων, είναι από τις αρχές του 19ου αιώνα. Ίσως όμως και λίγο γρηγορότερα. Η σχέση τους με τα χωριά του Ζαγορίου ήταν αυτή της μίσθωσης των βουνών, χωρίς να έχουν σε αυτά άλλα δικαιώματα ως δημότες. Μετακινούνταν έτσι στα  μισθωμένα βοσκοτόπια, όταν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες, όχι μόνο οι τσομπαναραίοι αλλά όλη η οικογένεια.

Κοπάδι στη θέση ΄΄Ροϊδόβολη΄΄, Πάπιγκο Ζαγορίου, 1955 - Φωτ. Κ. Μπαλάφας

Όταν έβγαιναν οι Σαρακατσαναίοι στα βοσκοτόπια της Αστράκας, δεν μας είναι ακριβώς γνωστοί και σε όλες τις περιπτώσεις οι τοποθεσίες όπου εγκαθίσταντο προσωρινά οι οικογένειές τους για να περάσουν το καλοκαίρι. Και αυτό λόγω των πολλών δυσκολιών που υπήρχαν εκεί. Τοπίο αλπικό, χωρίς πρώτες ύλες για την κατασκευή των καλυβιών και εκτός αυτού απείχε πολύ μακριά από άλλες δασωμένες περιοχές. Λίγες ως ανύπαρκτες οι πηγές πόσιμου νερού με ελάχιστες ποσότητες. Μόλις και μετά βίας το λιγοστό πόσιμο νερό έφτανε τα θερμά καλοκαίρια για να ξεδιψούν οι τσομπαναραίοι. Πολύ μακρινή η απόσταση από κάποιο χωριό για την προμήθεια τροφίμων. Τα σπανά βουνά, όπως αλλιώς έλεγαν αυτά που δεν έχουν βλάστηση, παρουσίαζαν πολλές δυσκολίες διαβίωσης ολόκληρης της οικογένειας. Απεναντίας είναι τόπος καλός για τα πρόβατα, γιατί είναι ήμερος, όπως έλεγαν οι κτηνοτρόφοι. Τα προβλήματα αυτά ανάγκαζαν τις οικογένειες των κτηνοτρόφων να περνούν το καλοκαίρι τους σε χαμηλότερα και καταλληλότερα για τη ζωή τους μέρη.

Η Αστράκα την Άνοιξη

Από προφορικές μαρτυρίες μας είναι γνωστό ότι τα καλύβια τους οι Σαρακατσαναίοι που ξεκαλοκαίριαζαν στα βοσκοτόπια της Αστράκας, τα είχαν έξω από τα χωριά. Σε μέρη που υποδεικνύονταν σε αυτούς, από τις αρχές στις κατά τόπους κοινότητες. Πιο συγκεκριμένα στο Κουκούλι συνήθεις ήταν οι  τοποθεσίες Μπογάτσια και Παρούμια. Εκεί μπορούσαν να έχουν πρώτες ύλες για την κατασκευή των καλυβιών τους και πρόσβαση σε πόσιμο νερό, έστω και κουβαλώντας το από κάποια απόσταση. Πολύ συχνές βέβαια ήταν και οι περιπτώσεις όπου οι Σαρακατσαναίοι έμεναν μέσα στα χωριά σε άδεια σπίτια ζαγορισίων που είχαν φύγει στην ξενιτειά και μάλιστα στο ίδιο σπίτι πολλές οικογένειες μαζί. Υπάρχουν ωστόσο και περιπτώσεις όπου Σαρακατσαναίοι προέβαιναν σε αγορές σπιτιών μέσα σε οικισμούς χωρίς να είναι δημότες. Ως εξαιρετική και μοναδική μπορεί να θεωρηθεί  αυτή της κατασκευής σπιτιού στο χωριό Κουκούλι στις αρχές του 1900 από τον τότε τσέλιγκα Ανδρέα Γ. Τσουμάνη και μάλιστα στα πρότυπα ζαγορίσιου αρχοντικού.

Στα βοσκοτόπια ανέβαιναν μόνο οι νέοι άνδρες που μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις σκληρές συνθήκες διαβίωσης του βουνού αυτού. Βέβαια δεν συνέβαινε το ίδιο και στα μέρη που είχαν δάσος, στα λόγγα, όπως είναι τα βοσκοτόπια της Λάιστας, της Βωβούσας, του Βρυσοχωρίου και άλλων χωριών του Ανατολικού Ζαγορίου. Αναφέρομαι στα μέρη αυτά όπου μετακινούνταν τα καλοκαίρια πολλοί Σαρακατσαναίοι. Εκεί στα βοσκοτόπια πήγαινε όλο το ανθρώπινο δυναμικό της στάνης. Οι συνθήκες ήταν πολύ ευνοϊκές για κοπάδια και ανθρώπους.

Στάνη Θ. Βαγγελή στη θέση ΄΄Λάκκα της τέντας΄΄, Πάπιγκο Ζαγορίου - 1935

Ως μοναδική γνωστή περίπτωση κατασκευής καλυβιών από Σαρακατσαναίους στα βοσκοτόπια της κουκουλιώτικης Αστράκας θα αναφέρω αυτή των οικογενειών Κωνσταντή και Δημήτρη Γιαννακού κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα. Τα δύο αδέλφια, τσελιγκάδες της εποχής εκείνης, είχαν μισθωμένα τα βοσκοτόπια αυτά. Ένας την «πέρα» στάνη και ο άλλος τη «δώθε». Ακόμα και σήμερα μπορεί να διακρίνει κανείς τα καλυβοστάσια, τους χώρους δηλαδή που είχαν φτιαγμένα τα καλύβια τους. Κύκλοι από πέτρες, που ήταν τοποθετημένες περιμετρικά των καλυβιών μαρτυρούν για την κατασκευή τους. Κάτι εξάλλου που είναι γνωστό στους παλαιότερους Σαρακατσαναίους. Αλλά και ως τοποθεσία έμεινε με την ονομασία «στα κονάκια του Γιαννακού». Αυτό ενδεχομένως έγινε μόνο για ένα χρόνο και κατά πάσα πιθανότητα το 1891. Οι προφορικές μαρτυρίες αναφέρουν ότι οι οικογένειες των αδελφών Γιαννακού που είχαν μισθωμένα τα βοσκοτόπια της Αστράκας για 21 χρόνια έμεναν και μέσα στο χωριό Κουκούλι.[4]

Οικογένεια Γρηγ. Ζήγου - Κουκούλι Ζαγορίου - 1925

Όπως ανέφερα παραπάνω, στα βοσκοτόπια του Κουκουλίου μετά τα μέσα του 19ου αιώνα η παρουσία των Σαρακατσαναίων ήταν συνεχής. Μετά τους Γιαννάκη Γόγολο και Τσεκούρα που φαίνονται οι πρώτοι μισθωτές του, ακολουθεί ο Χριστόδουλος Τσουμάνης, ο Μάνθος Τάγκας, οι αδελφοί Γιαννακού Κωνσταντής και Δημήτρης και στις αρχές του 20ου αιώνα ο Ανδρέας Τσουμάνης.

Ωστόσο, πριν τους Σαρακατσαναίους άλλοι τσελιγκάδες Τούρκοι, ντόπιοι και Αρβανίτες πέρασαν από την Αστράκα. Πολλές τοποθεσίες μαρτυρούν για αυτό.  Στου «Φλώρου», στου «Σπύρου Κάππα», στην «Κούλια του Μπαμπά» στη βρύση του «Ματσαγγάνη». Βέβαια και οι Σαρακατσαναίοι άφησαν τι δικό τους στίγμα με τις δικές τους ονομασίες σε τοποθεσίες. Στου «Μάνθου Τάγκα», στη «γούρνα του Γόγολου», στα «κονάκια του Γιαννακού». Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο αρβανίτης τσέλιγκας Χασάνης Μπαμπάς είχε φτιάξει, κοντά  στην τοποθεσία της «πέρα» στάνης, πέτρινο μικρό οικοδόμημα, Κούλια, για την οικογένειά του, το οποίο αφιέρωσε στην εκκλησία του Κουκουλίου. Στους Σαρακατσαναίους τα ερείπια του κτίσματος αυτού ήταν γνωστά ως «παλιοκούλια». Να σημειώσω ότι δίπλα από τα ερείπια της παλιοκούλιας υπάρχει χώρος λίγων τετραγωνικών μέτρων με την ονομασία «κήπος της κυράς». Εκεί φαίνεται ότι έσπερνε λίγα λαχανικά η γυναίκα του τσέλιγκα Χασάνη Μπαμπά[5].

Οικογένεια Χριστ. Φερεντίνου - Κουκούλι Ζαγορίου - 1948

Μετά το 1938 τα πράγματα αλλάζουν άρδην για τα ορεινά βοσκοτόπια. Τότε πολλοί Σαρακατσαναίοι εγγράφονται υποχρεωτικά ως δημότες στα χωριά όπου μίσθωναν τα θερινά τους βοσκοτόπια. Στο Κουκούλι κάπου τριάντα πέντε (35) οικογένειες Σαρακατσαναίων αποκαθίστανται κτηνοτροφικά και εφεξής αποκτούν δικαιώματα βοσκής ως δημότες[6] πληρώνοντας το σχετικό φόρο. Έκτοτε και τα κουκουλιώτικα βοσκοτόπια της Αστράκας έπαψαν οριστικά να μισθώνονται από την κοινότητα με δημοπρασίες ενόσω οι Σαρακατσαναίοι είχαν τον ανάλογο αριθμό προβάτων και κάλυπταν την βοσκοϊκανότητα του βουνού. Θα αναφέρω τα επώνυμα οικογενειών Σαρακατσαναίων του Κουκουλίου χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες για την καθεμιά που ανέβαζαν τα κοπάδια τους στην Αστράκα για να ξεκαλοκαιριάσουν και ήταν πλέον μόνιμοι κάτοικοι Κουκουλίου. Γογολαίοι, Ζηγαίοι, Καψαλαίοι, Κατσεναίοι Κοντοδημαίοι, Μακραίοι, Ταγκαίοι, Τσουμαναίοι, Φερεντιναίοι, Χουλιάρας.

Ο ρυθμός αυτός της ζωής των Σαρακατσαναίων συνεχίστηκε για το Κουκούλι μέχρι το τέλος της εγκατάλειψης του παραδοσιακού επαγγέλματος της μετακινούμενης κτηνοτροφίας. Σε δύο ομάδες εξακολούθησε και γίνονταν ακόμα η κατανομή των οικογενειών. Η πρώτη αυτή των γυναικών, των μικρών παιδιών και των ηλικιωμένων να διαβιεί οριστικά πια μόνιμα στα χωριά και η δεύτερη των ανδρών και των νέων να οδηγούν τα κοπάδια τους στην Αστράκα.

Πολύ σπάνια ως σχεδόν καθόλου οι πολύ ηλικιωμένοι άνδρες δεν έμεναν στα βοσκοτόπια λόγω του μεγάλου υψομέτρου, των σκληρών συνθηκών διαβίωσης και της μακρινής απόστασης από το χωριό. Από τα χρόνια που θυμάμαι τους δικούς μου συγγενείς και τους Σαρακατσαναίους χωριανούς μου οι μεγαλύτεροι σε ηλικία που εγκατέλειψαν οριστικά το σκληρό αυτό βουνό ήταν κάπου κοντά στα εβδομήντα τους χρόνια. Μάλιστα δε οι πολύ λίγοι ηλικιωμένοι που είχαν ακόμα αντοχές και τολμούσαν να ακολουθήσουν τα κοπάδια στα βουνά, ανέβαιναν στις αρχές Ιουνίου και κατέβαιναν το Φθινόπωρο με τη μετακίνηση των κοπαδιών για τα χειμαδιά. Η μεγάλη ομολογουμένως απόσταση του βουνού από το χωριό, δεν έδινε σχεδόν καθόλου τη δυνατότητα σε αυτούς να ανεβοκατεβούν.

Η Αστράκα, πλησιάζοντας την κορυφή

Οι μετακινήσεις των τσομπαναραίων  από τα  βοσκοτόπια στο χωριό γίνονταν κάπου  μια φορά κάθε δεκαπέντε ημέρες. Για λίγη ξεκούραση και πρωτίστως για την προμήθεια τροφίμων. Όποιος από αυτούς κατέβαινε στο χωριό είχε τη φροντίδα να μεταφέρει με την επιστροφή του στο βουνό τα απαραίτητα. Κυρίως τρόφιμα για όλους τους άνδρες που ήταν στη στάνη. Μάλιστα δε από ότι θυμάμαι, υπήρχε και ένας άτυπος προγραμματισμός μεταξύ τους ποιος και πότε θα κατεβεί στο χωριό και πότε θα επιστρέψει. Φρόντιζαν έτσι ώστε κανένας να μην αδικηθεί και να είναι σε βάρος του άλλου. Χωρίς να το δηλώνουν, προτεραιότητα έδιναν στους νεότερους που δεν είχαν μεγάλες αντοχές στη μοναξιά του βουνού. Οι γεροντότεροι πάντα ήταν εκείνοι που έδιναν τις οδηγίες, έκαναν υπομονή και φρόντιζαν να μην αδικηθεί κανένας. Όλα αυτά βέβαια κάθε οικογένεια τα ρύθμιζε εσωτερικά, βάζοντας τους δικούς της κανόνες, με γνώμονα τις ανάγκες των δικών της κοπαδιών και του δικού της ανθρώπινου δυναμικού. Όλοι δεν είχαν την ίδια ισχύ είτε σε αριθμό ζώων είτε σε αριθμό ανδρών. Μάλλον κανόνας ήταν  οι ισχυρότεροι σε ανθρώπινο δυναμικό να βοηθούν και εκείνους που ήταν μόνοι τους, τους «μονάξιους» όπως αλλιώς έλεγαν όσους τύχαινε να ανεβαίνουν στο βουνό μόνοι τους.

Η Δρακόλιμνη στην Αστράκα, πάνω από το Πάπιγκο

Η μοναξιά του βουνού και οι ανάγκες συνεργασίας τους οδηγούσαν ώστε το χρονικό διάστημα της παραμονής τους εκεί, τέλος Μαΐου-μέσα Οκτωβρίου, να οργανωθούν πολύ καλά και να αποτελέσουν ένα υποδειγματικό «κοινόβιο» τρόπο ζωής. Όλοι έδιναν στους άλλους από το υστέρημά τους. Ενδεχόμενες διαφορές, αντιρρήσεις, διχογνωμίες, εντάσεις, πάντα λύνονταν. Οι οξύθυμοι- ποτέ δεν έλειπαν-έμπαιναν στη θέση τους με το καθοριστικό ρόλο που είχαν κατά κανόνα οι γεροντότεροι. Έτσι όλα προχωρούσαν με τρόπο εποικοδομητικό και όλα έμπαιναν στη τάξη και στη σειρά  που το πλαίσιο συμβίωσης και επικοινωνίας όριζε.

Στις λίγες ώρες ανάπαυσης στο κατάλυμα της στάνης, σημαντική θέση είχαν οι συζητήσεις για τα καθημερινά και τα μολοήματα για τα παλιά. Οι αφηγήσεις της ζωής του καθενός, των εμπειριών του, των γνώσεών του, αποτελούσαν θέματα συζητήσεων και διαλόγου. Η προφορικότητα είχε τον πρώτο λόγο. Οι νεότεροι ακούνε και μαθαίνουν από τους παλιούς. Ένα σχολείο ξεχωριστό που διαπαιδαγωγεί και μαθαίνει με τις δικές του βιωμένες πρακτικές της ζωής. Αυτοεκπαίδευση και μαθητεία δια βίου. Σε κάθε περίπτωση όμως σε όλους δίνονταν η ευκαιρία να έχουν λόγο, να πουν τα δικά τους. Λογικό ήταν η κουβέντα που «έστρωνε», μεταξύ ανδρών, να έχει μια ελευθερία έκφρασης και ενίοτε χωρίς πολλούς περιορισμούς. Έτσι μέσα από αυτή τη λογική που δημιουργούσε η όλη διαδικασία της συζήτησης, αναδείκνυε ο καθένας το ταλέντο του, φανέρωνε την προσωπικότητά του. Είχε τη δυνατότητα μέσα από τον καθημερινό και πολύ γνώριμο κύκλο ανθρώπων να εκφραστεί ελεύθερα. Η περίσταση επικοινωνίας του το επέτρεπε. Έτσι διέκρινες ανθρώπους που ήταν ντροπαλοί και συνεσταλμένοι σε άλλους χώρους, εκεί να έχουν λόγο, να εκφράζονταν και να υπερασπίζονται τις θέσεις και απόψεις τους  με θάρρος, παρρησία  και χωρίς αναστολές.

Οικογένεια Ν. Τάγκα - Κουκούλι Ζαγορίου - 1946

Οι δυνατοί δεσμοί φιλίας, συνεργασίας, αλληλεγγύης και συντροφικότητας που σφυρηλατούνταν ήταν έκδηλοι στις μεταξύ τους συναντήσεις όταν αντάμωναν  και αλλού, σε διαφορετικούς από τη στάνη τόπους και σε άλλες περιστάσεις της καθημερινής τους ζωής. Στην πλατεία του χωριού, στο παζάρι, στα πανηγύρια, στους γάμους. Αυτό ήταν έκδηλο και όλοι εμείς οι άλλοι το ξεχωρίζαμε αμέσως. Πάντα στις συζητήσεις κάτι δικό τους, κάτι ξεχωριστό, είχαν να που  από τη σκληρή ζωή του βουνού. Διαμορφώνονταν έτσι μια ιδιαίτερη συναισθηματική κατάσταση με τη δική της ψυχολογία και ατμόσφαιρα που μόνο οι ίδιοι αντιλαμβάνονταν έχοντας τις ξεχωριστές δικές τους παραστάσεις. «Τα παιδιά της Αστράκας» ήταν μια προσφιλής έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι θέλοντας να δείξουν την ξεχωριστή τους ζωή στην απομόνωση του βουνού και τις δικές τους εμπειρίες που τους ενώνουν. Θυμάμαι, στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου στο χωριό, κάποιος Σαρακατσάνος  αυτοσαρκαζόμενος είπε: «Είναι και κάποια παιδιά από την Αστράκα εδώ σήμερα, βάλτε τα στο χορό γιατί αύριο θα φύγουν για τα βουνά». Θέλοντας να δείξει την τεράστια διαφορά των συνθηκών διαβίωσης μεταξύ των τσομπαναραίων της Αστράκας και των γυναικόπαιδων στο δομημένο περιβάλλον του χωριού ο αείμνηστος μπάρμπα μου Σ.Τ. έλεγε σκωπτικά. «Δεν ήθελα άλλο τίποτα το καλοκαίρι παρά να είμαι Σαρακατσάνα στο Κουκούλι».

Ακόμα στο νου φτάνουν σαν να είναι σήμερα, οι εικόνες με τα καραβάνια των ανδρών να κατεβαίνουν από το βουνό ή να φεύγουν για αυτό. Εικόνες που δεν είναι απλά ειδυλλιακές και ρομαντικές. Έχουν τη δική τους συναισθηματική φόρτιση γιατί αφορούσαν και τη δική μου οικογένεια, τους συγγενείς μου, όλους τους Σαρακατσαναίους του χωριού μου. Η κάθε νοικοκυρά είχε το δικό της γεμάτο τροβά και καλά ραμμένο, το δικό της δισάκι που θα έστελνε στους άνδρες της οικογένειας που ήταν στο βουνό. Κυρίως ψωμί, αλλά και άλλα καλούδια. Εφόδια για τουλάχιστον δύο εβδομάδες. Μέχρι που κάποιος άλλος τσομπάνος να «ελευθερωθεί» για να κατεβεί στο χωριό. Βλέπετε το μαγείρεμα στην Αστράκα, χωρίς να σημαίνει ότι έλειπε, είχε τις δυσκολίες του και πολύ περισσότερο η καθημερινή προμήθεια αγαθών που ήταν απαγορευτική. Όλοι εκεί πάνω κάτι περίμεναν από τους δικούς τους στο χωριό.

 Η θέα από την Αστράκα

Το ανέβασμα στο βουνό προέβλεπε και σχετική προετοιμασία. Αποβραδίς θα έπρεπε να είναι όλα τακτοποιημένα. Ανήμερα του ταξιδιού πριν ακόμα φέξει τα μεταφορικά ζώα να είναι έτοιμα και σαμαρωμένα. Το φόρτωμα των ζώων γίνονταν πολύ πρωί, θαμπά, προτού ακόμα ό ήλιος χτυπήσει για καλά. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου θα έπρεπε να βρει το καραβάνι, αν ήταν δυνατό, πολύ πάνω από το Καπέσοβο. Ο δρόμος ήταν μακρύς, κουραστικός και θα διαρκούσε πολλές ώρες.

Το κατέβασμα από το βουνό στο χωριό δεν είχε αυτή την ένταση. Ο τσομπάνος είχε λίγες μέρες μπροστά του μέχρι να επιστρέψει ξανά στο βουνό. Προείχε για αυτόν το πλύσιμο και η ξεκούραση. Κύριο μέλημα ήταν τα μεταφορικά ζώα. Έπρεπε αμέσως κάποιος να τα φροντίσει. Κατάκοπα καθώς ήταν από την πορεία έπρεπε αφού ξεκουραστούν για λίγο δεμένα, να οδηγηθούν μακριά από το χωριό σε κοινοτικές εκτάσεις να βοσκήσουν. Αυτή η δουλειά έπεφτε στους μικρότερους, στα νέα παιδιά της οικογένειας που είχαν τη γνώση και τη δυνατότητα να κάνουν κάτι τέτοιο. Καθημερινά λοιπόν θα έπρεπε να φροντίζουν για το πότισμα και το έλεγχο των ζώων  μέχρι που αυτά να φύγουν ξανά για την Αστράκα.

Δρακόλιμνη της Αστράκας

Φεύγοντας όμως η γενιά των πατεράδων μας, ο τρόπος αυτός ζωής των Σαρακατσαναίων στα βοσκοτόπια της Αστράκας έπαψε να υπάρχει. Χρονολογικά μπορώ να πω ότι μετά τη δεκαετία του 1990 όλοι οι Σαρακατσαναίοι εγκατέλειψαν οριστικά και αμετάκλητα τον παραδοσιακό τρόπο διαβίωσης και αυτή τη μορφή της κτηνοτροφίας. Οι αλλαγές στην κτηνοτροφία με τον περιορισμό της εκτατικής της μορφής και με τον τρόπο που ασκούνταν από τους παραδοσιακούς κτηνοτρόφους, σταμάτησαν και το ανέβασμα στην Αστράκα. Στο σύνολό τους σχεδόν οι Σαρακατσαναίοι του Κουκουλίου έπαψαν να είναι κτηνοτρόφοι. Απομένουν δύο αδέλφια της οικογένειας Χ. Ζ που ανεβάζουν τα κοπάδια της ακόμα εκεί. Δύο κατά την ταπεινή μου άποψη, συνειδητά δεινοί λάτρεις της παραδοσιακής κτηνοτροφίας και της ελεύθερης ζωής του βουνού.

Έτσι όπως και στην αρχή του μικρού αυτού κειμένου ανέφερα, η Αστράκα η «περιβόητη» αυτή  κορυφή της Τύμφης, για τους Σαρακατσαναίους δεν ήταν απλά η «ψηλότερη ράχη» στα δικά τους βοσκοτόπια. Ήταν κάτι πολύ διαφορετικό.  Θυμίζει και σηματοδοτεί έναν μεγάλο αγώνα ανθρώπων για ζωή και αποκατάσταση. Είναι ο τόπος μιας δύσκολης και ταλαίπωρης ζωής πολλών γενεών. Το όνομά της συνειρμικά μας μεταφέρει στους αγώνες των δικών μας ανθρώπων, των πατεράδων και των παππούδων μας. Στις αγωνίες για καλυτέρευση της ζωής τους όλων αυτών που περπάτησαν ολομόναχοι σπιθαμή προς σπιθαμή, μέρα και νύχτα, τα κακοτράχαλα,  τα άνυδρα, τα άδενδρα, τα σπανά της βοσκοτόπια. Ήταν όμως όπως αποδείχτηκε στην πορεία οπλισμένοι με πολλά εφόδια. Κυρίως με πίστη και θέληση για ζωή και δημιουργία, πρωτίστως όμως με προσδοκίες για την καλυτέρευση της ζωής των παιδιών τους.





[1] Με την ονομασία «δώθε» στάνη οι Σαρακατσαναίοι του Κουκουλίου ονομάζουν το πέτρινο κατάλυμα που συναντάς πρώτο, ανεβαίνοντας στα βοσκοτόπια της Αστράκας. Ως «πέρα» στάνη εννοούν το άλλο κατάλυμα που είναι λίγο μακρύτερα και προς το μέρος των βοσκοτόπων του Παπίγκου.
[2] Πρόκειται για ερειπωμένο τούρκικο φυλάκιο
[3] Ο πρώτος Σαρακατσάνος που φαίνεται να μισθώνει  τα βουνά του Κουκουλίου ήταν ο Γιαννάκης Γόγολος το 1843.Βλ. Σαρακατσαναίοι, Αγγελική Χαντημιχάλη, Αθήνα 1957
[4]Βλ. Η Ληστεία του Πλακίδα στο Κουκούλι, Χ.Π.Τσουμάνης http://www.koukouli-zagoriou.gr/index.php/el/arthra-melwn-koukouli/180-i-listeia-toy-plakida
[5]  Η κουκουλιώτικη Αστράκα και η παλιοκούλια, Ιωάννινα 1981, Κ.Π. Λαζαρίδης
[6] . ο.π







Οι φωτογραφίες των οικογενειών είναι από το Φωτογραφικό λεύκωμα :
Σαρακατσαναίοι - πορεία στον τόπο και στο χρόνο
της Αδελφότητας των εν Αθήναις Σαρακατσαναίων Ηπείρου






Σαρακατσαναίοι με την καθημερινή τους ενδυμασία στα βουνά του Ζαγορίου 
Φωτ. : Carsten Hoeg - 1922