portraita

 ΄΄ Και τα πράματα έχουν ψ΄χή και γνώσ΄ (μνήμη) ΄΄

Όρθιοι : πρώτη από αριστερά η μάνα μου Καλού Κατερίνα, ακολουθούν τα αδέλφια της Γιώργος, Βαγγελιώ, Δημήτρης και Παναγιώτα. Στην κάτω σειρά από αριστερά, η άλλη αδελφή Μαρία, ο Πάππος Καλός Κώστας, η μικρότερη αδελφή Ζωή, η γιαγιά μου Τυχάλα Χρυσούλα και η προγιαγιά μου Πανάγιω  Πολίτη – Μακρή, σύζυγος του Χρήστου Τυχάλα (Μάγγα).

του Βασίλη Μόλαρη 

    Ο άνθρωπος  στις  απαρχές της κοινωνικής του  ζωής  άρχισε  να εξημερώνει  ζώα  για  βιοποριστικούς  λόγους  επιβίωσης, για  τις  μετακινήσεις  του και  για  την  προστασία  του.

 Οι πανάρχαιοι νομάδες κτηνοτρόφοι και αυτόχθονες Σαρακατσαναίοι, ζώντας ως  φερέοικοι πίσω από τα κοπάδια, μεταναστεύουν κάθε εξάμηνο με αφετηρίες τον Άη  Γιώργη για τα ψηλά βουνά και τον Άη  Δημήτρη για τα χειμαδιά στις πεδιάδες  και τις παραθαλάσσιες περιοχές. Για τις μεταναστεύσεις τους χρησιμοποιούσαν άλογα και μουλάρια που διατηρούσαν γι΄ αυτό τον σκοπό, μεταφέροντας όλα τα υπάρχοντά τους και τον  οικιακό  εξοπλισμό τους. Διαδρομές που κάλυπταν πολλά χιλιόμετρα, 100 εως και 200, ίσως και παραπάνω και διαρκούσαν  εβδομάδες, μήνα, ίσως και περισσότερο κάποιες  φορές ανάλογα των  συνθηκών.

   Οι Σαρακατσιαναίοι κατά τον νομαδικό τους βίο έκτρεφαν μία αυτόχθονη ράτσα προβάτων που η επιστημονική κοινότητα αποκαλεί «Σαρακατσάνικο πρόβατο». Είναι το λεγόμενο Σαρακατσάνικο λάγιο (από το αρχελληνικό  λήιον, που σημαίνει το σκούρο, το  σκοτεινό) το  μαύρο πρόβατο που είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό στις δύσκολες συνθήκες του νομαδικού βίου.

   Επίσης για την φύλαξη των κοπαδιών και την δική τους, είχαν πλήθος σκυλιών συγκεκριμένης αυτόχθονης ράτσας, που θεωρείται από τις παλαιότερες στην  Ευρώπη και οι επιστήμονες ονομάζουν «Ελληνικό ποιμενικό» η «Σαρακατσάνικο ποιμενικό».  Η Βουλγάρικη επιστημονική κοινότητα ονομάζει τον ελληνικό ποιμενικό Καρακατσάνκε Κούτσε (σαρακατσάνικο σκύλο). Οι Βούλγαροι προβάλουν αυτό το θέμα και έχουν ιδρύσει την Μ.Α.Κ.Κ Διεθνή Ένωση Σκύλου Karakachan Βουλγαρίας. Επίσης έχει ιδρυθεί ο Αμερικάνικος Σύνδεσμος Καρακατσάνικου Σκύλου A.K.D.A (American Karakachan Dog Assocation), που εκτρέφει και διατηρεί τον ποιμενικό τύπο που μετέφερε από την Βουλγαρία σε αρκετές πολιτείες της Αμερικής. Δυστυχώς στην AKDA επηρεασμένοι από τους Βουλγάρους και από τις  απόψεις  του Βούλγαρου καθηγητή P. Dobrev, προπαγανδίζουν ανθελληνικά την βουλγάρικη καταγωγή της λέξεως karakachan, που σημαίνει τον  ποιμενικό σκύλο από τις πρωτοβουλγάρικες λέξεις guzha η kuτch και cujo , με γλωσσικές καταβολές από οροπέδια του Παμίρ και της περιοχης του Ινδοκαυκάσου - Hindu Kush, που θεωρείται κοιτίδα των Βουλγάρων. Επίσης θεωρούν ότι οι  Σαρακατσάνοι πήραν το όνομά τους από  τον ποιμενικό σκύλο τους Karakachan και ότι είναι απόγονοι αρχαίων Θρακών.


● ● 

 


      Τα  ζώα έχουν  ξεχωριστή  θέση  στην  αρχαία Ελληνική παράδοση και από τις αφηγήσεις της  μυθιστορίας  μας έχουμε  αρκετές  αναφορές  των  ιδιαίτερων  σχέσεων  των  ανθρώπων και  θεών με τα  ζώα. Ο θεός  Απόλλωνας  απεικονίζεται  έχοντας  αρνί  στους  ώμους  του  όπως και  ο  μύστης  Ορφέας. Τα μήλα όπως αποκαλεί  ο  Όμηρος  τα  πρόβατα (γι  αυτό  και  οι  Σαρακατσιαναίοι αποκαλούν  μηλιώρα την  χρονιάρα  προβατίνα,  μήλο = πρόβατο,  ώρα = έτος).

   Ο  Οδυσσέας  όταν  επιστρέφει στην  Ιθάκη αναγνωρίζεται  από  τον  κάτασπρο σκύλο  του  Άργο  (άργος  σημαίνει  λευκός)  μετά  από  είκοσι  χρόνια   ξενιτιάς  και  ο  σκύλος συγκινημένος  ξεψυχά. 

    Ο  Όμηρος  στην  Ιλιάδα μας  μιλάει  για  τα  περίφημα  άλογα  του  Αχιλλέα  το  ένα  μάλιστα  ονομάζεται  Ξάνθος   και  το  άλλο  Βάλιος   που  ερμηνεύεται  στα   λεξικά  ως  το έχοντα  στίγματα  η  είναι  παρδαλό. Οι  Σαρακατσιαναίοι  το    μέτωπο  το  αποκαλούν  μπάλα.  Και  μπάλιο  (βάλιο)  αποκαλείται  το  κάθε  σκουρόχρωμο  ζώο  άλογο  η  πρόβατο  που  έχει  λευκό  στίγμα,  σημάδι  στο  μέτωπο. Διαπιστώνουμε  ότι το  Βάλιο  άλογο  του  Αχιλλέα έχει  πάρει  το  όνομά  του  από  το  λευκό  σημάδι  που  έχει  στο  μέτωπό  του  και   ερμηνεύεται και  τεκμηριώνεται   μόνο  από  την  σαρακατσιάνικη  ποιμενική  ορολογία.

    Ο  Όμηρος  στην  ραψωδία  Ρ,  426-438  μας  αναφέρει  ότι  τα  άλογα  του  Αχιλλέα  συμπάσχουν   με  τους  ανθώπους,  κλαίνε  και  θρηνούν  τον  θάνατο  του  Πατρόκλου,  θέμα  που  ενέπνευσε  το  ποιητή  Καβάφη  να  γράψει  το   ποιήμα   «Τα  άλογα  του  Αχιλλέως».


● ● 

    

Στον  μακραίωνο   νομαδικό  βίο  τους  οι  Σαρακατσιαναίοι  είχαν  αναπτύξει  ιδιαίτερες  συναισθηματικές σχέσεις  με  τα  ζώα  που  πλαισίωναν  την  καθημερινότητά  τους  και  έχουν  αναφερθεί   πολλά   ιδιαίτερα  περιστατικά και  αφηγήσεις  με  τα  ζώα.

        Θα  αφηγηθώ  τέσσερεις   πραγματικές  ποιμενικές  οικογενειακές  ιστορίες, είναι  τέσσερα  περιστατικά που  θα   τα  περιγράφω  όσο  πιο   λιτά  μπορώ   όπως  μου  τα   μολόγησε ο  παππούς  μου  ο  Καλός  Κώστας  και  τα κατέγραψα   για  να  μην  χαθούν  από  αδηφάγο  χρόνο  και   ξεχαστούν. Επιπλέον  συμπλήρωσα  κάποιες  λεπτομέρειες  που  μου αφηγήθηκαν  η  μάνα  μου Καλού  Κατερίνα  και  τα  αδέρφια   της  και   μπαρμπάδες  μου  ο  Γιώργος  Καλός  και  Δημήτρης  Καλός.

     Οι τρείς  πρώτες αφηγήσεις  αφορούν  τρία  διαφορετικά  άλογα  και  η  τέταρτη  ένα  γομαράκι  (γαϊδουράκι)  και  ένα  σκύλο. Οι  Σαρακατσιαναίοι  χρησιμοποιούσαν  την  λέξη  γομάρι  για  το  γαϊδούρι  από  την   λέξη  γόμωση   που  σημαίνει το  φόρτωμα  του  ζώου, επίσης  χρησιμοποιούσαν  την  λέξη  πανωγόμι  δηλαδή  το  επιπλέον  φόρτωμα  πάνω  στο   ζώο   πάνω  από  τις  μεριές  που  ήταν  το  κυριώς  φορτίο  του  δεμένο  στο  σαμάρι.  Πανωγόμι  αποκαλούσαν  μεταφορικά  τα  μικρά  παιδιά   που  τα  έβαζαν  πάνω  στα  φορτωμένα  ζώα   κατά  τις  μετακινήσεις  τους  διότι  δεν  μπορούσαν  να  ανταπεξέλθουν  στην  ολοήμερη πεζοπορία.

    Τα  τρία  πρώτα  περιστατικά   διαδραματίστηκαν  στην  περιοχή  των  Σκοπίων  όπου  ζούσαν  τότε   αποκλεισμένοι  αρκετοί  Σαρακατσιαναίοι με  τις  οικογένειές  τους  και  με  τα  κοπάδια  τους  μεταξύ  αυτών  και  η  οικογένεια  του  παππού μου  Καλού  Κώστα.

  Η  οικογένεια  του  παππού  μου   από  τις   τελευταίες  που  άσκησαν  τον  παραδοσιακό  νομαδικό  βίο  ανήκει  στην  υποομάδα  των  «Κασσανδρινών» Σαρακατσιαναίων, στους  «Σερμπιάνους» όπως  τους  αποκαλούν.  Δηλαδή  τους   Σαρακατσαναίους  που  ανέβαιναν  με  τα  κοπάδια  τους  στα  βουνά  των  Σκοπίων  και  της   Σερβίας,  εως  την  οροσειρά  του  Καπαόνικ   και  πέριξ  της  πόλεως  Νίς.  Κατέβαιναν  στα  χειμαδιά  στην  Κασσάνδρα  της  Χαλκιδικής   και  μετά  το  κλείσιμο  των  συνόρων  το  1913  με  την  Συνθήκη  του  Βουκουρεστίου  αποκλεισμένοι   ξεχείμαζαν  στην  περιοχή  της   Μπογδάνιτσας   και  της   Δοιράνης  δίπλα  στα  ελληνικά  σύνορα. Την  δεκαετία  του  1940  μετακινούνταν  στο  ορεινό  συγκρότημα  του όρους  Kozuf ( Τόμαρος )  στις  βουνοκορφές   Μπάρα  και  Αλτσάκι,  που  γειτνιάζει  στα  σύνορα   με  το  ελληνικά  βουνά Τζένα  και  Βόρα.



O Πάππος Καλός Κώστας του Δημητρίου


     Ο ΠαπποΚαλός   Κώστας   όπως  τον  αποκαλούσα  για  να  τον  ξεχωρίζω  από  τον  άλλο  πάππο  μου, ήταν   πατέρας  της   μάνας  μου  Κατερίνας,  ήταν  άνθρωπος  ενάρετος, δίκαιος, φιλήσυχος  και   καλοσυνάτος   όπως  πραγματικά  στην  κυριολεξία μαρτυρεί  το  όνομά του. Ο  ΠαπποΚαλός   Κώστας    ήταν   γιός  του   Καλού  Μήτρου   και  της  Κατερίνας  Αποστολάκη.  Και  ήταν  ο  μικρότερος  από  τα   άλλα   οκτώ  αδέρφια του  που  ήταν  ο  Γιώργος, ο  Γιάννης, ο Βασίλης, ο Νικόλας, η Ζω,  η Αναστασία, ο Αθανάσιος  και  ο  Χρήστος . 

    Ορισμένοι  Σαρακατσιαναίοι    διατηρούσαν   κάποιο σημαντικό  αριθμό  αλόγων  και  μουλαριών  για  συμπληρωματικές  εργασίες  περαν  της  νομαδικής  ζωής  για  οικονομικούς  και  βιοποριστικούς  λόγους.  Χρησιμοποιούσαν  τα  άλογα  και  τα  μουλάρια  τους, αν  είχαν  για  να  πηγαίνουν  σε  χωριά   να  αλωνίζουν   και  να  εξασφαλίζουν   κάποιο  εισόδημα   και  κυρίως  σιτάρι  και  αλεύρι  που  ήταν  κυρίως  η  ανταμοιβή  τους.  Κάποιοι  γινόταν  και  κυρατζήδες, δηλαδή  χρησιμοποιούσαν  τα  άλογα  και  μουλάρια τους  για  μεταφορές  εξασφαλίζοντας   κάποιο  μίσθωμα.  Ο  πάππος  Καλός  Κώστας ήταν  ένας  από  αυτούς  που  με  τα  άλογα  πήγαινε  και   αλώνιζε σε  διάφορα  χωριά  και  εξασφάλιζε  σιτάρι  για  την οικογένεια  και  κριθάρι για  τα  ζώα  του  εφάρμοζε  την  ανταλλακτική  οικονομία.  Όμως  τόσο  πολύ  συμπονούσε  τα  ζώα  που  κουραζόταν  στις  εργασίες  ώστε  φρόντιζε  πάντα  να  μην   ταλαιπωρούνται  πολύ,  να  ξεκουράζονται  και  διασφάλιζε  την απαραίτητη  καλή διατροφή  τους. Με  προσοχή  να  μην  τα  πονέσει   τους  άλλαζε  τα   πέταλα   όταν  θα   πήγαινε  στα   αλώνια   που  χρησιμοποιούσαν   πέταλα  που  κάλυπτε  όλη  την   επιφάνεια  της  οπλής  των  αλόγων.

     Ο  πάππος  λοιπόν  είχε  μεγάλη  αγάπη  προς  τα  πραματάκια  τα  ζωντανά  δηλαδή, αγαπούσε  τα  πρόβατα,  αλλά  ιδιαίτερα  τα  άλογα  και  είχε  μία  ιδιαίτερη  σχέση  μαζί  τους.  Τους  μιλούσε   τα  χάιδευε  τα  τάιζε  στο  στόμα  και  γενικότερα  τα  περιποιούνταν  πάρα  πολύ.  Ενδεικτικά  αναφέρω  ότι έπαιρνε  κομμάτια  ψωμί   με  αλάτι  επάνω, τα   φώναζε  τα μαύλιζε  τα  άλογα με  το  όνομα  τους και  το  κάθε  άλογο   ανταποκρίνονταν  χλιμιντρίζοντας  πήγαιναν  κοντά  του  και  έτρωγαν  από  το  χέρι  του  το  ψωμί.  Τα  άλογά   είχαν  το  καθένα  το  όνομά  του.

     Τα  άλογα του  πάππου   ήταν  τα  εξής :

Ø ο  Βαγιούλης  ονομάστηκε  έτσι  διότι  γεννήθηκε  την  ημέρα  των  Βαίων

Ø ο  Γρίβας  διότι  ήταν  γρίβος   σταχτής  στο  χρώμα

Ø ο Αστερούλης  γιατί  είχε  λευκό  σημάδι  στο  μέτωπο  που  έμοιαζε  με  αστέρι   όπως  και  η  φοράδα  η Αστέρω, ο  Αλαφάκος  διότι  είχε  λευκή  κοιλιά  όπως  τα  ελάφια όπως  και  η  φοράδα η  Αλάφω 

Ø Ο  Πεφτάκος   διότι  γεννήθηκε  μέρα  Πέφτη  (Πέμπτη) 

Ø ο  Κέβης   διότι  γεννήθηκε  μέρα  Παρασκευή  όπως  και  η φοράδα η Τσέβη 

Ø ο  Κυριάκος   διότι  γεννήθηκε  μέρα  Κυριακή   όπως  και  η  φοράδα η Κούλα 

Ø Ο  Ντοράκος   που  είχε   καφέ  κοκκινωπό  χρώμα

Ø Ο  Καρβούνης   που  είχε  μαύρο  χρώμα   σαν  κάρβουνο και  η φοράδα 

Ø η  Μπέλα  που  ήταν  κατάλευκη 

Ø O Ρούσος   που  είχε  ξανθοκόκκινο  τρίχωμα 

Ø και ο  Σιβάκος  (ήταν  σίβος   γκρίζο  ανοιχτό   καφε  τρίχωμα)  που  ήταν  το  αγαπημένο  προσωπικό  του  άλογο   το  μπινέκι  του,  αυτό  καβαλίκευε και  πήγαινε  στο  παζάρι.  Ο  Σιβάκος  όπως  μολόγαγε  ο  πάππος   καταλάβαινε  σαν  άνθρωπος.  Μία  φορά  κατά  την  πορεία   στην  στράτα   για   τα  βνά  δηλαδή  προς  το  βουνό  την  Μπάρα  αρρώστησε  η  πρόγιαγιά  μου   Κατερίνα  Αποστολάκη ήταν  σταματημένοι  σε  ένα   κονάκι με  κάποια  φορτώματα  μία  μέρα  στράτα  ως  τα  καλύβια.  Είχαν  απομείνει  μόνο  άνδρες  τι  να  την  κάνουν  την  γριά.  Την έβαλε  πάνω  στον  σιβάκο  το  άλογο  και  το  έστειλε  ο  πάππος  και  αυτό  την  πήγε  μόνο  του  στα  καλύβια  κι  όταν  έφτασε  χλιμιντρούσε  να  βγούνε  οι  άλλοι  από  τα  καλύβια.  

Αυτά  ήταν  τα  άλογα  του  πάππου, επίσης είχε  και  ένα  γομάρακι   το  οποίο  ονόμαζε  χαϊδευτικά  Μάρκο  για  την  δύναμή  του  προς  τιμή  του  ήρωα  βασιλιά Κράλη Μάρκο (Κράλεβικ  Μάρκο) των Σέρβων  που  φημιζόταν  για   την  δύναμη  του, διότι  τον  είχε  αγοράσει  από  κάποιο  Σέρβο  χωρικό.


Δεξιά ο πάππος Καλός Κώστας και αριστερά ο ανιψιός του Ανδρέας Καλός, πατέρας του αδικοχαμένου πρόωρα Γιάννη Καλού, ιδρυτή και πρώτου προέδρου του συλλόγου Σαρακατσαναίων Σκοπίων «ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ».


 ● ● 


1η αφήγηση – Η περιπέτεια του Ντοράκου

       Το  1948   με  την  επικράτηση  των  κομουνιστών  του  Τίτο   στην  νεοσύστατη  τότε  Γιουγκοσλαβία, έγινε  η  κατάσχεση  και  η  κρατικοποίηση  των  κοπαδιών  των  Σαρακατσιαναίων  σχεδόν  από  όλες  τις  οικογένειες,  πλην  ελαχίστων οικογενειών   που  είχαν  λίγα  πρόβατα. Όλες  σχεδόν  οι   οικογένειες  των  Σαρακατσιαναίων  βρισκόταν  στο  βουνό   Κόζουφ  (ελληνικά  Τόμαρος), οι  Σαρακατσιαναίοι  το  βουνό  το  αποκαλούσαν   Μπάρα  διότι  στην  στις  κορυφές  ψηλά  είχε  μία  μπάρα  (λιμνούλα) .

      Μεταξύ  αυτών   των  εξαιρέσεων  ήταν και  η  οικογένεια  του  παππού  μου  Καλού  Κώστα.  Όλες  τις  οικογένειες   μαζί  με  τα  υπάρχοντά  τους  τα  ζώα  τους, είτε   ήταν   κατασχεμένα   είτε  όχι,  μαζικά  τους  εξορίζουν  στην  ευρύτερη  περιοχή  της  Κότσιανης  κοντά  στα  βουλγάρικα  σύνορα μία  απόσταση   παραπάνω από   εκατό  χιλιόμετρα.  Εκεί  θα  διαμείνουν  για  δύο  χρόνια  και  μετά  θα  τους  εγκαταστήσουν   διασκορπίζοντας  τους  σε  διάφορα  χωριά.  Τον  δεύτερο  χρόνο  το  1949  η  οικογένεια  του  παππού  μου   βρίσκεται  στην  ευρύτερη  περιοχή  της  Κότσιανης ακόμη.  Τα  άλογα  αυτών των  οικογενειών  που  δεν  είχαν  κατασχεθεί  από  το  καθεστώς   ήταν  ξεχωριστεί  αγέλη  και  τότε  βαλμά  είχαν   βάλει  να  τα  φυλάει  έναν  κουμπάρο  του  παππού  μου  τον  Αθανάσιο  Μπούρα. Οι  Μπουραίοι  ήταν  από  παράδοση   κουμπαραίοι  με την   οικογένεια  του  παππού  μου.  Σύμφωνα  με  την  αφήγηση  του  βαλμά   τότε  Μπούρα,  ένα  από  τα  άλογα  του  παππού  μου   ο  Ντοράκος,  ξαφνικά  από  άγνωστη  αιτία  αγρίεψε   σηκώθηκε  στα  δύο  πόδια  χλιμίντρισε  και  άρχισε  να  τρέχει  με  κατεύθυνση  νότια και  απομακρύνθηκε  ώσπου  χάθηκε  στον  ορίζοντα.  Μαθαίνοντας  το  περιστατικό  ο  παππούς  ο  Καλός  Κώστας   άρχισε  να  ψάχνει  στην γύρω  περιοχή  προς  την  κατεύθυνση  που  κινήθηκε  το  άλογο.  Πήρε  τα  χωριά  σβάρνα  και  ρωτώντας  μην  έχουν δεί  το  άλογο  επί  μέρες.  Σε  μία  ορεινή  περιοχή  15  χιλιόμετρα  νοτιότερα  συνάντησε  κάποιους  σιπτάρους   αλβανόφωνους  βοσκούς  με  τα  πρόβατά  τους  που  του  είπαν  ότι  είδαν  το  άλογο και  προσπάθησαν  να  το  πιάσουν  αλλά  δεν  μπόρεσαν.  Τους  διέφυγε  με  κατεύθυνση  προς  τον  νότο  δηλαδή  προς  την  Ελλάδα.  Η εμπειρία  του  παππού  φάνηκε  χρήσιμη  υπολόγισε  ότι  το  άλογο  πήγε  στα  γνώριμά  του  μέρη  εκεί  που  ξεχείμαζαν επί  δεκαετίες   οι  Σαρακατσιαναίοι    στην   περιοχή  του  χωριού  της   παλιάς  Δοϊράνης  κοντά  στα  σύνορα  της  Ελλάδος. ¨Ετσι  κατευθύνθηκε  στην  Δοϊράνη   και  ρωτούσε  τους  χωριάτες  αν  είδαν  το  άλογο. Πράγματι  οι  χωριάτες  τον  διαβεβαίωσαν   ότι  είδαν  να  περιφέρεται  ένα  άλογο  στην  περιοχή  όπου  είχαν  τα  καλύβια  τους  οι  Σαρακατσιαναίοι  και  ότι  βοσκούσε  την  ημέρα στην  γύρω  περιοχή  και  το  βράδυ  πήγαινε  και  κοιμόταν  στον  οβορό  το  μαντρί  των  αλόγων  που  είχαν  οι  Σαρακατσιαναίοι. Μάλιστα  του  εκμυστηρεύτηκαν ότι   προσπάθησαν  να  το  πιάσουν  αλλά  δεν  μπόρεσαν  διότι  το  άλογο  έχει  αγριέψει  και  είναι  απλησίαστο.  Το  άλογο  είχε  μεγαλώσει  σε  αυτόν  τον  οβορό   και  είχε  ξεχειμωνιάσει  αρκετές  χρονιές   εκεί,  γι  αυτό  πήγε  σε  αυτό  το  οικείο  του  μέρος. Πήγε  λοιπόν  ο  πάππος  ο  Καλός  Κώστας  και  πράγματι  βρήκε  το  άλογο  στον  οβορό  το  δειλινό.  Μαύλιζε  το  άλογο  το  φώναζε  με  το  όνομά  του    «¨Ελα  Ντοράκο  μ΄,  έλα». και  αυτό  τον  πλησίαζε  χλιμιντρούσε,  αλλά  ήταν  αγριεμένο  φοβισμένο  και  απομακρυνόταν, ο  πάππος   μαυλόντας  το και  χρησιμοποιώντας  ένα   σχοινί  ως  λάσο  με  θηλεία   το  έπιασε  και  το  οδήγησε  πίσω  στην  Κότσιανη. Τα  ζώα  έχουν  καλή  μνήμη  και  ένστικτο  και  ικανότητες  που  δεν  γνωρίζουμε.  Το  άλογο  αυτό  διάνυσε  μία  απόσταση  περίπου  εκατό  χιλιομέτρων  με  μία  άγνωστη  διαδρομή,  που  δεν  είχε  ξανακάνει   όμως  προς  την  σωστή  κατεύθυνση.  Οι  τοποθεσία  του  βουνού  της  Μπάρας  δηλαδή  το  Κόζουφ  (Τόμαρος ) όπου  πήγαιναν  οι  Σαρακατσιαναίοι το  καλοκαίρι  και  από  όπου  φυγαδεύτηκαν   προς  την  Κότσιανη   με  την  τοποθεσία  της  Κότσιανης   και  της  Δοϊράνης  σχηματίζουν  ένα  τρίγωνο. Το  άλογο  γνώριζε  καλά  την   διαδρομή   Μπάρα -   Δοιράνη, την  δεύτερη  διαδρομή   Μπάρα  -   Κότσιανης  την  έκανε  μόνο  μία  φορά. Την  τρίτη   διαδρομή   του  τριγώνου   Κότσιανη -  Δοιράνη  δεν  την  είχε  κάνει  ποτέ   κι  όμως  την  έκανε  επιτυχώς. 



Τα καλύβια των Καλαίων, Μπαρκαίων, Γουλαίων και Μαργιουλαίων, σε ημικυκλική διάταξη απέναντι από τα μαντριά, στο Udovo των Σκοπίων. Στο επίκεντρο το καλύβι του Παππού Καλού, με τα πρόβατα μπροστά.


2η αφήγηση - Η περιπέτεια του Αλαφάκου

     Μετά  την  Κότσιανη  το  1949,  μερικές  οικογένειες   Σαρακατσιαναίων,   Μαργιουλαίων,  Γουλαίων, Μπαρκαίων, Καλαίων  κλπ, μεταξύ  αυτών  και η  οικογένεια  του  παππού  μου  με  τα  λιγοστά  προβατα  και  τα  άλογα,  εγκαταστάθηκε  δίπλα  στο  χωριό   Ούντοβο ,  ένα  χωριο  τριάντα  χιλιόμετρα  βόρεια  της  πόλης  Γευγελής  κοντά  στα  ελληνικά  σύνορα,  με  την  σκέψη  μία  μέρα  να  επιστρέψουν  στην  πατρίδα Ελλάδα.  

     Προτού  αναχωρήσουν  από την  Κότσιανη  για  το  Ούντοβο,   ο  πάππος  πούλησε  κάποια  άλογα   και  μετά  αναχώρησε.  Μεταξύ  αυτών   των  αλόγων  και  τον  Αλαφάκο  τον  οποίο  πούλησε  σε  έναν  βλαχόφωνο  Αρμάνο    στην  πόλη  Στίπ    αρχαία  μακεδονική   πόλη   Άστυπος  η  Άστυβος),  ο  οποίος  ήταν  δικαστικός  και  αγόρασε  το  άλογο  για  επένδυση.  Διέθετε  το  άλογο  για  μεταφορές κι έτσι  βρέθηκε  ο  Αλαφάκος  να  κουβαλάει  από  λατομείο  πέτρες  και  ασβέστη.  Σε  μία  διάβαση  ποταμιού  βράχηκε   ο  Αλαφάκος   και  το  φορτίο  με  τον  ασβέστη άρχισε  να  αναβράζει  και   έπαθε  εγκαύματα και από  τον  πόνο  αγρίεψε  ‘εριξε  το  φορτίο και  έφυγε.  Διένυσε  μία  απόσταση  περίπου  ενενήντα  χιλιομέτρων   και  πήγε στο  χειμαδιό  στην  Δοϊράνη  κι  αυτός   στον  παλιό  οβορό.  Κάποια  στιγμή  εμφανίστηκε  στο  Ούντοβο  ο  γιός  του  ιδιοκτήτη   αναζητώντας  το  άλογο. Ο  πάππος  που   ήταν  δίκαιος  άνθρωπος   προθυμοποιήθηκε  να  τον  βοηθήσει  και  πήγε  στην  Δοϊράνη  στον  παλιό  οβορό   και  πράγματι  βρήκε  εκεί  τον Αλαφάκο  τον  οποίο  επέστρεψε  στον  ιδιοκτήτη  του και  ευγνώμων  αυτός  πρόσφερε  1000 δηνάρια  ως  επιβράβευση.


Τρίτη  αφήγηση  -  Η  περιπέτεια  του  Βαγιούλη

     Η  τρίτη   ιστοριούλα  έγινε  όταν   ο  Πάππος  μαζί  με   άλλες  οικογένειες  πήγαν  ένα   καλοκαίρι   σε  ένα  βουνό    απέναντι  από  τις  Σιδηρές  Πύλες  (Ντεμίρ  Καπί).   Ένα άλογο  ο  Βαγιούλης για  κάποιο  λόγο  τρόμαξε  και  απομακρύνθηκε  από  την  λακνιά  του   βαλμά    και  έφυγε    από  την   περιοχή.  Έκανε  μία  διαδρομή  περίπου   εβδομήντα  και  πλέον    χιλιομέτρων   και  πήγε    στο  μέρος  που  ξεχείμαζαν  οι  Σαρακατσιαναίοι,  στα  μαντριά  στην  περιοχή  κοντά  στο   χωριό  της  Παλιάς Δοϊράνης, στον  οβορό  στο  δικό  του  μαντρί  όπου  τον  βρήκε  ο  πάππος  και  τον  πήρε.



 4η αφήγηση – Η περιπέτεια του Μάρκου και του Μούρτζου

      Η  τέταρτη   ιστοριούλα  διαδραματίστηκε  στην  Ελλάδα   με  πρωταγωνιστές  το  γομαράκι  τον  Μάρκο  και  τον  σκύλο  τον  φύλακα  του  κοπαδιού  τον  Μούρτζο. Τον  Νοέμβριο  του   1965   η οικογένεια  του  παππού  Καλού  Κώστα  πήρε  την  πολυπόθητη  άδεια  παλιννόστησης  για  την   πατρίδα.  Η  οικογένεια  μεταφέρθηκε  σιδηροδρομικώς  στην  Θεσσαλονίκη  και  εγκαταστάθηκε στο δήμο Κορδελιού – Ευόσμου,   όπως  και  πολλές   άλλες   οικογένειες   Σαρακατσιαναίων.  Ο  Πάππος Καλός  όμως   πέρασε  τα  σύνορα  με  τα  πόδια  με  το  κοπάδι  των  προβάτων   με  τον  γομαράκι τον  Μάρκο  και  τον  σκύλο τον  Μούρτζο  τον  φύλακα  του  κοπαδιού  και  παρέα  μαζί   με  τα  αδέρφια   Μήτρο  και   Γίαννο   Μαργιούλα  και  με  τα  κοπάδια  τους   με  αφετηρία  το  Ούντοβο.  Διασχίζοντας  μία  απόσταση   περίπου  εκατό  χιλιομέτρων  έφθασε  έξω  από  την  Θεσσαλονίκη   στο  χωριό  Φιλαδέλφεια  Θεσσαλονίκης. Σ΄ αυτό  διέμενε  προσωρινά   για  λίγους  μήνες   με  τα  πρόβατα  σε  κάτι  παλαιά  εγκαταλειμμένα  μαντριά  και  αργότερα  εγκαταστάθηκε  βορειότερα  στο  χωριό  Καλίνοβο  (σημερινό  όνομα   Σουλτογιαναίικα  από  το  1927  από  το  όνομα  Σαρακατσιάνικων    οικογενειών  των  Σουλτογιανναίων  που   είχαν  εγκατασταθεί  στο  χωριό)  του  Κιλκίς,   κοντά  στα  Ελληνογιουγκοσλαβικά  τότε  σύνορα. Μετά  από  ένα  χρόνο, ο  πάππος   παράτησε  την    κτηνοτροφική   ζωή  πούλησε  τα  πρόβατα και  μαζί  με το  κοπάδι   παραχώρησε   το  γομαράκι   τον  Μάρκο  και  τον  σκύλο τον  Μούρτζο .  Ο  Πάππος  ο Καλός  Κώστας είχε  ιδιαίτερη   σχέση  με  τον  γομαράκι   τον  Μάρκο  και  τον  Μούρτζο,  τους    φρόντιζε  και  καθημερινά  τους  είχε  συντρόφους  μαζί  του  στο  κοπάδι. Ο  καινούργιος  όμως  ιδιοκτήτης  κακοποίησε  άσχημα  μία  μέρα  το  γομαράκι   και  αυτό  αντέδρασε, έκοψε  το  σχοινί  και  την  κοπάνησε   και μαζί  του  συμπαραστάτης  και  ο  φίλος  του  ο Μούρτζος.  Φεύγουν  και   μόνα  τους  τα  δύο  ζωντανά και  μαζί  διανύουν  πενήντα    χιλιόμετρα  περίπου   και  επιστρέφουν  πίσω  στο  χωριό  στο  Ούντοβο.  Εκεί  έγιναν  αντιληπτά  από  τους  παλιούς  γείτονες  που  τα  αναγνώρισαν,  ωστόσο  ανησύχησαν   μήπως  έπαθε  κάποιο  κακό ο  Πάππος  μου.  Έστειλαν  γράμμα  στην  Θεσσαλονίκη   και  ρώτησαν  αν  είναι   όλοι καλά.  Έτσι  έμαθε  και  ο  πάππος  την   κατάληξη  των  δύο  αγαπημένων  φίλων  του  και  καταχάρηκε  που  απαλλάχτηκαν  από  το  σκληρό νέο  ιδιοκτήτη  τους  και  διαμήνυσε  στους  παλιούς  γείτονες  να  προσέχουν  τους  φίλους  του.        Δεν  έμαθε  ποτέ  τι  απόγιναν  οι  φίλοι  του. Όταν  μετά  από  αρκετά  χρόνια   ο  μπάρμπας  ο  Γιώργος  επισκέφθηκε  το  χωριό  οι  φίλοι  του  παππού  δεν  ζούσαν  πια.


Ο μπάρμπας μου ο Καλός Γιώργος με την μικρότερη αδελφή του Ζωή πάνω σε ποδήλατο μπροστά στα καλύβια το 1962 στο Udovo. Πάντα πρωτοπόρος ο μπαρμπα Γιώργος.


 ● ● 

      

Από  τις   βιωματικές  αφηγήσεις του   ΠαπποΚαλού  Κώστα  για αυτά  τα  περιστατικά  του  νομαδικού  βίου  με  τα   ζωντανά  και  με  πολλά  άλλα  περιστατικά  με  συμβούλευε  να  φέρομαι  πάντα  καλά  με αγάπη  στα  ζώα  είτε  είναι  μικρά  είτε  μεγάλα  διότι  όπως   έλεγε  « Αν τα καλοφέρεσαι  θα  σου  καλοφέρονται  κι  αυτά ».  

    Και ως συνήθωςπάντα συμπλήρωνε λέγοντας : « Και τα πράματα έχουν ψ’χή και γνώσ΄ (μνήμη) », γι αυτό να τ΄ αγαπάς και να τα καλοφέρεσαι !!

Βασίλης Μόλαρης