portraita

Ακολουθώντας ένα καραβάνι Σαρακατσάνων



Απόσπασμα από το ανέκδοτο βιβλίο του κ. Πέτρου Κατσούλα, που γεννήθηκε το 1929 στο Παύλο Βοιωτίας και έζησε το νομαδικό τρόπο ζωής των Σαρακατσαναίων, έχοντας τα χειμαδιά στα Σκροπονέρια και βγαίνοντας τα καλοκαίρια στη Ρεντίνα Αγράφων. Μετά τη διάλυση του τσελιγκάτου έζησε στο Γολέμι Αταλάντης, το Περιβόλι Δομοκού και σήμερα κατοικεί στο Μάζι Βοιωτίας.

του Πέτρου Κατσούλα 

Η μετακίνηση γινόταν κατά μεγάλες ομάδες, που αποτελούνταν από αρκετές οικογένειες. Η δική μας ομάδα αποτελούνταν από επτά οικογένειες, τρεις οι αδελφοί Κατσούλα (Δημήτριος, Χρήστος και Λάμπρος) και τέσσερις οικογένειες Μόσχου (Ηλίας, Νικόλαος, Αθανάσιος και Ιωάννης). Πηγαίναμε στα ίδια βουνά καλοκαίρι χειμώνα. Οδοιπορικά κάναμε από 22 έως 24 ημέρες.

Την άνοιξη από 5 έως 10 Απριλίου κουρεύαμε τα πρόβατα ώστε να μεγαλώσει λίγο το μαλλί τους και να μην κρυώνουν στα βουνά, όπου θα πάνε. Μετά ετοιμάζαμε τα υπάρχοντά μας σε μεγάλα μάλλινα σακιά, άλλα για τα ρούχα και άλλα για τα σκεύη. Για τα ρούχα τα σακιά ήταν πιο στενά και πιο μακριά. Στα άλογα φορτώναμε στα μακριά για τα ρούχα, ενώ για τα σκεύη όρθια.



Τα κοπάδια ξεκινούσαν νωρίς το πρωί, κατά τις 5 η ώρα, για να μην τα πιάσει η ζέστη. Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ξεκινούσαν λίγο αργότερα, κατά τις 7 η ώρα, αφού είχαν φορτώσει όλα τα πράγματα στα άλογα. Τα πράγματα που φορτώναμε ήταν πολλά, δηλαδή ό,τι χρειάζεται ένα νοικοκυριό κτηνοτρόφων, από ρούχα και τρόφιμα μέχρι καρδάρια και σκεύη για το γάλα και τα άλλα προϊόντα που γίνονται από το γάλα (τυρί, μυζήθρα, βούτυρο κλπ.). Γι’ αυτό κάθε οικογένεια είχε αρκετά άλογα, τουλάχιστον τέσσερα πέντε. Όλο αυτό το κομβόι βάδιζε περίπου για 7 έως 10 χιλιόμετρα. Αν όμως έβρεχε, όπως συνέβαινε πολλές φορές, βαδίζαμε υπό βροχή. Όταν έβρεχε πολύ δεν μετακινούμασταν. Τότε η μετακίνηση των καραβανιών από τους δρόμους, ακόμα και τους κεντρικούς, ήταν εύκολη, γιατί τα αυτοκίνητα, που κυκλοφορούσαν ήταν ελάχιστα.

Κατά τις 11 η ώρα περίπου έπρεπε να κατασκηνώσουμε. Πρώτη μας δουλειά ήταν να στήσουμε τη σκηνή. Η σκηνή αποτελούνταν από τρία ξύλα, δύο φούρκες (διχάλες) 2,5 μέτρα και ένα ξύλο 5 μέτρα ελαφριά από έλατο, ένα καραβόπανο 4Χ5 ή 6 μέτρα, δέκα παλούκια μικρά να πιάσουν τις θηλιές από το πανί. Πρώτα καθαρίζαμε το μέρος, όπου θα στήναμε τη σκηνή.

Στη συνέχεια έπρεπε να γίνει η στρούγκα για να αρμέξουμε τα πρόβατα ή τα γίδια. Βάζαμε τέσσερα σαμάρια των αλόγων όρθια και με τριχιές, τα ενώναμε και πάνω στις τριχιές ρίχναμε κουβέρτες.

Μετά κάναμε κουμάντο για νερό. Αν υπήρχε κοντά πηγή, θα πήγαινε μια γυναίκα με τη βαρέλα. Τη φόρτωνε στην πλάτη της και τη γέμιζε. Αν δεν υπήρχε κοντά νερό, τότε ένας άνδρας έπαιρνε ένα άλογο και πήγαινε εκεί όπου ήταν το νερό για να πάρει.



Έπειτα θέλαμε ξύλα για τη φωτιά. Αν ήταν καλός καιρός ανάβαμε έξω από τη σκηνή. Όταν έβρεχε υπήρχε πρόβλημα, γιατί τα ξύλα ήταν μούσκεμα. Σαν προσά-ναμμα χρησιμοποιούσαμε το «ξιγκοκέρι» (αυτοσχέδιο προϊόν φτιαγμένο από το λίπος των ζώων, απαραίτητο για το άναμμα της φωτιάς, προσάναμμα), το οποίο το φτιάχναμε το καλοκαίρι. Ένα ή δυο παλιά βαμβακερά υφάσματα τα βουτάγαμε μέσα στο ξίγκι των ζώων. Το ξιγκοκέρι, είχε μήκος περίπου ένα μέτρο, το κάναμε κουλούρα, το βάζαμε σε ένα σακίδιο για να το χρησιμοποιήσουμε σε ώρα ανάγκης. Το ανάβαμε κάτω από ξερά κλαδιά, βάζαμε την πυροστιά από πάνω και μετά το γάστρο. Μόλις άναβε καλά η φωτιά παίρναμε το προσάναμμα και το πετάγαμε για να σβήσει. Η σκηνή μέσα ήταν στρωμένη με χοντρά τσόλια. Ανάβαμε και το φανάρι με λάδι για να έχουμε φως.

Ενώ τα κάναμε όλα αυτά μετά αρμέγαμε τα πρόβατα και τα γίδια. Αν το κοπάδι ήταν μεγάλο, αρμέγαμε τέσσερα άτομα. Δίπλα τα καζάνια ήταν έτοιμα με τα πανιά για το σούρωμα του γάλατος. Μόλις γέμιζε η καρδάρα την αδειάζαμε στο καζάνι. Όταν τελείωνε το άρμεγμα το γάλα πήγαινε για πήξιμο, να γίνει τυρί. Ώσπου να φάμε ψωμί, να κουβεντιάσουμε λίγο γινόταν και το τυρί. Το μαζεύαμε και το στραγγίζαμε καλά.

Πυτιά για το τυρί είχαμε από μικρό κατσικάκι κάτω του ενός μηνός το γάλα που είχε στο στομάχι του. Το σφάζαμε και φτιάχναμε ένα μπουκάλι, σε τρεις οκάδες γάλα ρίχναμε μια κουταλιά της σούπας πυτιά. Την πατάγαμε μέσα στη σκάφη να φύγουν τα υγρά και την κρεμούσαμε στη φούρκα της σκηνής. Το θέμα είναι πώς γινόταν τότε την εποχή εκείνη η φημισμένη φέτα. Ο γαλατάς μου είπε να μου δώσει μια παγωνιέρα διακοσίων κιλών και μια γεννήτρια και ένα μπουκαλάκι φάρμακο να ρίχνω στην παγωνιέρα για συντηρητικό. Εγώ δεν δέχτηκα. Έκανα τη φέτα μόνος μου.

Μετά βράζαμε το τυρόγαλο και μαζεύαμε τη μυζήθρα. Με το καυτό τυρόγαλο ζεματούσαμε τα καρδάρια, τα καζάνια και τα πανιά και τα πλέναμε με κρύο νερό. Το απόγευμα αρμέγαμε μια ώρα ημέρα για να βλέπουμε.



Την άλλη ημέρα συνεχίζαμε την πορεία μας. Πρώτα ξεκινούσαν τα κοπάδια με τη συνοδεία ορισμένων ανδρών. Οι άλλοι ξεστήναμε τις σκηνές, μαζεύαμε και τα άλλα πράγματα, τα φορτώναμε στα άλογα και ακολουθούσαμε τα κοπάδια. Αυτή η διαδικασία γινόταν κάθε μέρα μέχρι να φτάσουμε στον τελικό προορισμό μας. Αλλά δεν μας κακοφαίνονταν.

Τις γιορτές περνούσαμε με γέλια και χαρές. Όποιος γιόρταζε είχε από όλα, ψητό σούβλας, κρασί, γλέντι, χορό κλπ. Για κέρασμα στην αρχή το κάθε κονάκι είχε ένα κουτί λουκούμια και ένα μπουκάλι ρακί και συνήθως καφέ και ζάχαρη. Αυτά δεν έλειπαν ποτέ από καμία οικογένεια. Τότε οι άνθρωποι ζούσαν αρμονικά όλοι σαν να ήταν μια οικογένεια, ενώ σήμερα όλοι ζουν ψυχολογικά άρρωστοι.

Ενώ τελείωνε το καλοκαίρι και άρχιζε να βρέχει, να ρίχνει αστροπελέκια, να μπουμπουνίζει, αγριεύανε τα βουνά άρχιζε η σκέψη για τα χειμαδιά, άρχιζε και η προετοιμασία. Πρώτα-πρώτα μαζεύαμε τα πράγματα που δεν μας χρειάζονταν για τον χειμώνα, όπως η βούρτσα και όποια βγάζαμε το βούτυρο, οι κάδες που αλατίζαμε το τυρί, η ξυλεία του αργαλειού. Επίσης τα ρούχα που δεν μας χρειάζονταν τα αφήναμε σε καλούς φίλους στο χωριό που έμεινε ο κάθε Σαρακατσάνος. Ύστερα, αρματώναμε τα πρόβατα με σκαλιάρικα κουδούνια  (κουδούνια διαφόρων μεγεθών, σκαλωτά από τα μικρότερα ως τα μεγαλύτερα, για να βγάζουν διαφορετικούς ήχους. Έτσι το συνολικό άκουσμα από ολόκληρο το κοπάδι ήταν αρμονικό και όχι μονότονο) για να έχουν καλή μουσική. Στα γίδια βάζαμε σκαλιάρικα κυπριά. Βάζαμε καινούργια ρούχα που τα ύφαιναν οι γυναίκες. Μόνο τα εσώρουχα ήταν βαμβακερά. Όλα τα υπόλοιπα ήταν μάλλινα. Τα τσαρούχια μας είχαν φούντες και τα φτιάχναμε από βακέτα (δέρμα ζώων). Τέλος, είχαμε κουβέρτες χρωματιστές υφαντές που τις ρίχναμε επάνω στα φορτωμένα άλογα. Στις 20 με 25 Οκτώβρη ξεκινούσαμε και πάλι για τα χειμαδιά τα καραβάνια.

Τα καραβάνια τα σταμάτησαν οι Σαρακατσαναίοι για δύο λόγους. Κατά πρώτο ήθελαν να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα και κατά δεύτερο πλήθαιναν τα οχήματα στους δρόμους και δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν. Αναγκάστηκαν να μεταφέρουν τα κοπάδια τους με τα τρένα και ως εκ τούτου εγκαταστάθηκαν οι μεγάλες μάζες στο Κόκκινο, Παύλο και Κάστρο Θηβών, οι υπόλοιποι στα χωριά Μακρυρράχη και Εκκάρα, περιοχή Δομοκού. Οπότε τελείωσαν πια τα καραβάνια για πάντα.




Το πορτραίτο του Πέτρου Κατσούλα δημοσιεύεται στη διεύθυνση