portraita

Mαρία Βρύζα


των Γιώργου Κολοβού και Γιάννη Πιστόλα
-----------------------------------------------------------------------------------
Η μάνα μου έζησε διατηρώντας ως στάση και νοοτροπία τις αξίες των Σαρακατσιαναίων, με τις οποίες γαλουχήθηκε. Την χαρακτήριζαν η εργατικότητα, η προνοητικότητα και η επινοητικότητα. Η χρήση κι όχι η κατάχρηση των φυσικών πόρων, εξασφάλιζαν την επάρκεια σε στοιχειώδη αγαθά για την οικογένεια. Η φιλοσοφία της εν γένει για τη ζωή, διαποτισμένη από την παράδοση του δύσκολου και σκληρού νομαδικού βίου, εκφραζόταν ανέκαθεν σε όλες τις πτυχές της προσωπικότητάς της. Μαχητική κι υποστηρικτική απέναντι στα αγαπημένα της πρόσωπα, αφιέρωσε αγόγγυστα τη ζωή της με μια αστείρευτη προσφορά.

Διατηρεί ακόμα την αξιοπρεπή και στωϊκή διάθεση απέναντι στις δυσκολίες της ζωής. Εκτιμώνας το λιτό και ουσιαστικό, έμεινε πιστή σε αληθινές αξίες, όντας χρήσιμη για τους άλλους, υπηρετώντας το μέτρο κι όχι το μέτριο. Η ίδια συνοψίζει τα όσα έξησε με τη φράση ΄΄ ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ, ΕΙΜΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ΄΄. Τέτοιοι άνθρωποι, αν μη τι άλλο, μας δίνουν το κουράγιο να βαδίσουμε και στη δική μας ζωή όρθιοι.

Είμαστε τυχερές κι εγώ κι η αδερφή μου Τούλα, που μας έλαχε αυτή η μανούλα -όπως την προσφωνούμε- στη ζωή μας. Για μας υπήρξε πρότυπο ζωής.                                 
                             Κατερίνα Λιάκου -Μπόνια


-----------------------------------------------------------------------------------
Μ
ΜΑΡΙΑ ΒΡΥΖΑ

Γιννήθ΄κα το Μάη του 1934 όξω απ΄ τη Δράμα, …στ΄ στράτα, στ΄ ανέβασμα, …ικεί μ΄ έκαμι η μανα μ΄, …στο Βαρύ, όπως παένς για το Καράντερε. Εμεις έβγαιναμαν σ΄ Καϊντζια, στα σύνορα απάν΄ απ΄ τ΄ Μπουζάλα, πιο πάνω απ΄ του Τσάκαλου, …εκεί ποχουν τα φυλάκια οι Έλληνες κι οι Βουργάροι. Είμασταν εβδομήντα - ογδόντα οικογένειες, ...Βρυζαίοι, Ζαραίοι, Χλιαραίοι, Τσακαλαίοι, Μπατζαίοι, …είμασταν πολλοί εκεί. Όλοι είμασταν ένα Τσελιγκάτο, ένα μικρό χωριό. Τα καλύβια ήταν όλα αντάμα, …μια βρύση είχαμαν κι έπαιρναμαν νερό. Κάθε ένα τσελιγκατο είχε τον αρχηγό τ΄, ..οι Ζαραίοι είχαν το Βαγγελάκο το Ζάρα, οι Βρυζαίοι είχαν το Γιαννούλ΄ το Βρύζα, οι άλλες οικογένειες ήταν πιο μικρές. Χρόνια έβγαιναμαν απάν αντάμα και το χνόπωρο κατέβαιναμαν ούλοι αντάμα κατ΄ κι καθένας πάν΄γι στο χ΄μαδιό τ΄. Ημείς πάνγαμαν στ΄ Ορφάνι, στο Στρυμώνα κοντά, ...εκει είν΄ το πατρικό μ΄. 

ΒΡΥΖΑΙΟΙ
1956 - Η Κα Μαρία πρώτη όρθια από αριστερά με τη Σαρακατσιάνικη φορεσιά της, τη μέρα του γάμου του μεγάλου της αδερφού Θανάση, με την Μαρία το γένος Κώστα Κουτρουλού, από τις Πηγές Νέστου. Οι υπόλοιποι είναι τα αδέρφια της Γιάννος και Δήμος Βρύζας, ο πατέρας της Μήτσιος (πρώτος κάτω αριστερά), ο αδερφός του πατέρα της Θεοδόσης με την γυναίκα του κι ο Δήμος του μπάρμπα Γιαννούλη αγαπημένος πρώτος ξάδερφός της, με κουμπάρους τον Ζιάκο Βρύζα και τη Ζιάκαινα το γένος Χορταρά.


Παππούς μ’ ήταν ο Δημάκος ο Βρύζας, ...γιννήθκι το 1856 και πέθανι έξ΄ μέρες πριν πιαστεί ο πόλεμος το 1940, …ογδόντα τέσσερα χρονών, …τον θ΄μάμαι.. Είχε εφτά παιδιά κι δυό κορίτσια, …εννιά. Τ΄ διχατέρα τ΄ μίνια νεί΄χε ο Τζελέπς, ..ήταν φτωχός και τον είχαν στ΄ Ορφάνι και τνάλλ΄ είχε ο Καραλής στον Άβαντα. Ανήψια τ΄ παππου μ΄ ήταν ο Γιάννς ο Βρύζας εδώ στ΄ Αγίασμα, …ένας στο Χρυσοχώρ΄, …ο Ζήσιος ο Βρύζας, που η μάνα τ΄ ήταν απ τ΄ς Μπιστιολαίοι απ΄ ν Αλεξανδρουπολ΄.

Τ΄ γιαγιά μ΄ νέλεγαν Παγώνα κι ήταν απ΄ τ΄ς Μπατζαίοι. Έζ΄σι πολλά χρόνια. Απόμνι χήρα κι έζ΄σι έξ΄-εφτά χρόνια ύστερα απ΄ τον πόλεμο. Τ΄ν κοίταζα, τ΄ν έκανα μπάνιο ιγω, τ΄ν περιποιόμαν. Έσιρνε πάντα Σαρακατσιάν΄κα ρούχα, …κι εμεις μέχρι το 1958 ικιά έσιρναμαν.

Απ΄ τ΄ μανα μ΄, παππούδις μ΄ ήταν οι Καρυωταίοι, που΄ναι στον Ίασμο, …έβγιναν στ΄ς Ξάνθ΄ τα βνά, προς τ΄ Χαιντού. Τον παππού μ΄ τον έλεγαν Σταύρο και τ΄ γιαγιά μ΄ νέλεγαν Θεοφίλω. Τ΄ς γιαγιά μ΄ το σόι λέγονταν Γκογκαίοι και τ΄ς παραγκόμιαζαν Σαμαραίοι, ...ήταν όλοι στη Βουργαρία.


Τον πατέρα μ΄ τον έλεγαν Μήτσιου και τ΄ μάνα μ΄ τ΄ν έλεγαν Παρασκευή και παντρεύκαν το 1928. Ημείς είμασταν τέσσιρα αδέλφια, ..τρία αγόρια κι εγώ, ….μόνο που δεν έζ΄σαν, …28 χρονών ο Δήμος και 37 χρονών ο Θανάσης σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα μ΄ έναν ξάδερφο τ΄ς, τον Οκτώβρ’  του 1974.  Ο αδελφός μ΄ ο άλλος ήταν υιοθετημένος, τουν είχαν ψυχοπαίδι. 


Η ΣΤΡΑΤΑ 

Χάρτης μετακινήσεων

Όντα ήταν ο καιρός κι έμπινι ο Μάης, ξικίναγαμαν απ΄ τα χ΄μαδιά για τα βνά. Κούριυαμαν τα πρότα, ικεί στου τόπου μας κι πούλ΄γαμαν τ΄ αρνιά. Πριν ξεκιν΄σουμι φόρτουναμαν να πάρουμε κοντά μας τα σέα μας, του ψωμί και τ΄αλεύρ΄. Το λάδ΄ ΄ικιά τα χρόνια του΄χαμαν για τς΄ καντήλες, αφού είχαμαν βούτυρου. Ότ΄ εικόνες είχαμαν στα καλύβια μας και τς καντήλις μας, τ΄ς έπιρναμαν ούλις απάν (εικόνες έπαιρναμαν απ΄ τα μοναστήρια). Όντα ήταν να φουρτώσουμι για να βγούμι απάν στα βνά, …τα μπακίργια ούλα αυτά, ..στο ρέμα πλύσ΄μο, τα ΄φκιαναμαν, …έλιγις τα παίρ΄ς απ΄ του γανουτή, ….να λάμπουν ούλα. Είχαμαν τσίγγινα πιάτα κι χαλκώματα, …γυαλιά δεν είχαμαν, …πού να τα βαλ΄ς, θα σπάσουν, θα γένουνταν κουμμάτια. Πίσου στα καλύβια δεν άφναμαν τίπουτα, …ένα άτομο το πλέρωναν να τα φ΄λάει, να μην παν τα ζωντανά τ΄χωριού κι τα χαλάσουν.

Τα πρότα τ΄άρμεγαν κι τα ξεκίναγαν οι τσιουμπαναραίοι. Ύστερα ξεκίναγαμαν ημείς του καραβάν΄ μι τ΄ άλογα. Πιό μπροστά απ΄ το καραβάν΄ ξικίναγαν τα κ΄ζάνια μι μίνια βαβά (καρακόλ΄). Έλιγι ο θείος μ΄: θα πάτε ικεί στου τάδι μέρος κι απού κει δεν θα φύβγιτι, …κι ήξιραμαν πού θ΄ανταμώσουμι.

Ώσου να βγούμι απάν σ΄ Καϊντζια έκαναμαν κι δίκα τρία και δίκα πέντι κονάκια. Πρώτου κονάκι έβγαιναμαν στ΄ Μπάφρα. Δεύτερο, λίγο πιό απάν, …είχι χορτάρ΄ να΄χουν να φαν τα πρότα και να τ΄αρμέξουμι και να δόκουμι το γάλα στον κόσμο, στο χωριό. Το΄δουναμαν έτσ΄, του χάρ΄ζαμαν ..δεν το πούλγαμαν. Έλεγαμαν, πέστε στα παιδιά (τ΄χωριού) να τ΄ς δώκουμι γάλα. Τα΄χαμαν όλα τα πράματα, ...τ΄ς τσαντήλις, το μπασκί, ...αλλά σ΄ ένα βράδ΄ τι να φκιάσεις. Πότι να στραγγίσ, πότι να το κόψεις, πότε να το πάρς !

Για στρούγκα στ΄ στράτα απ΄ πάγαιναμαν, έκοβαμαν ξύλα κι έβαναμαν απ΄ τ΄ς τέντες κι έκαναμαν ένα κουτάρ΄ μιγάλο, να παίρν΄ ίσια μι εκατό πρότα. Κι έφκιαναμαν στρογγόλια και κάθουνταν  ν΄ αρμέξουν. Και τα κ΄ζάνια φύλαγαμαν γυροβολιά.

Για να φκιάσουν τις τσιατούρις, τ΄ς φούρκις τις έμπ΄γαν μέσα στ΄ γης λιγότ΄ρο από μ΄σό μέτρο, ...γιατί τέντωναν κι έπιαναν οι κλίτσις. Έμπινε μίνια κλίτσα απού δω και μίνια απού κει και ύστερα έμπινι ο καβαλάρ΄ς. Έπιανι τ΄ μ΄σή τέντα ακριβώς, τον σήκωναν οι άντρις κι πιάνουνταν στ΄ς φούρκις πίσω και μπροστά, τέντουναν, έπαιρναν τ΄ θ΄λειά απ΄ τ΄ μίνια ν άκρη και την τέντουναν. Είχαμαν θ΄λειές κι έβαναμαν τ΄ς κλίτσες, φκιασμένες ειδικές, τ΄ς βάρ΄γαμαν , ..ένας από δω ..ένας από κει, να πάει η τέντα στ΄ μέσ΄, ..να μη φαίνιτι στραβή. Ου καβαλάρ΄ς να νι ίσιος, η πίσω η τέντα ναναι σωστή, για να κάθισι να κ΄μάσι, να μην έρχιτι αέρας. Απ΄ τ΄ τέντα δεν πέρναγι σταγόνα, …και δεν ήταν βαριά, …του τράιου στράγγ΄ζι αμέσως. Μόλις έφκιαναν τ΄ν τσιατούρα, ημείς τα παιδάκια γλήγορα (τροχάδην) να μάσουμι ξύλα για να βράσουμι,να βάλουμι πατάτες, να ΄τοιμάσουμι φαϊ. Τότε δεν είχε άλλο φαϊ, ..η θαλα βάλ΄ς βούτυρου και τυρί, η θαλα βράσεις πατάτις. Τ΄ τσιατούρα ν έκλειναμαν κι μπρουστά κι πίσου, …μπροστά είχι μπερντέ και πίσω τέντα. Όντα είχε καλόν κιρό, μπορεί να μην έβαναμαν απού μπροστά, αλλά πίσου πάντα.

Ύστερα κόνιυαμαν στο Βαρύ, ικει απ΄ γεννήθκα. Ύστερα πέρναγαμαν του ποτάμ΄ το Νέστο (Καρασού) στο γκιουφύρι το παλιό, … κι έβγαιναμαν πριν τ΄ Σκαλωτή. Ύστερα πέρναγαμαν απ΄ τ΄ Σκαλωτή και ξανακόνιβαμαν. Πιο απαν ήταν τ΄ Τσιλιγγίρ΄ τα καλύβια κι κάθουμασταν εκει. Πιο απαν ήταν τ΄ Λεπίδα τα καλύβια, κόνευαμαν κι ικει.  Και ύστερα από κει έβγιναμαν απάν στι μας, στ΄ν Καϊντζια. Του φυλάκιου απ΄ τα θ΄κα μας τα καλύβια ήταν πουλύ κοντά, αλλά δεν είχι φαντάρ΄, …ικει ήταν τα σύνορα με τη Βουργαρία. Ικει πάιναμαν στο ρέμα κι έπλιναμαν.

Η Κα Μαρία 17 χρονών (όρθια  στη μέση) και κάτω αριστερά ο πατέρας της Μήτσος - Ορφάνι Καβάλας 1951


ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΪΝΤΣΙΑ


Σ΄ν Καϊντζια είχαμαν δίπλα καλύβια, ..ούλα ήταν ένα δωμάτιο. Έβαναμαν του εικονοστάσ, …έκουβαμαν σανίδια μ΄κρά κι εκει είχαμαν τς εικόνες, ..τ καντήλα τ΄νάναβαμαν, - τ΄ μεγάλη με τ΄ς αλ΄σίδες. Να σας που, το λεμόν΄ τούχαμαν εκει στο καλύβι στς οξυές, μην αρρωστήσ καένας, ..και κρατιόνταν, δεν σάπ΄ζε. Στέγνωνε η πέτσα τ΄ κι μέσα το  ζ΄μί ήταν ακόμα.

Ικει πο΄βγαιναμαν ημεις, τρανοί τσιλιγκάδες ήταν οι Βρυζαίοι και οι Ζαραίοι, τ΄άλλα τα τσιλιγκάτα ήταν πιό χαμπλά. Πλιότερο ήταν τι όνομα είχι ου καθένας κι τι γνώμες είχε. Τώρα ισεις σύρτι απάν να νοικιάσιτι το βνι. Θα πάτι να ιδείτι, ..τι είνι; ..πατιότι; ..μπουρούν να ζήσουν πρότα; ...έπιρνς ισυ του Γιάννου απ΄ το΄κοβι του κεφάλ΄ τ΄, τι θέλ΄ το πρότο. Και ξέρ΄ς να κάν΄ς παζάρια, να νοικιάσεις, …αλλά πως θα βοσκήσ΄ το πρόβατο ξέρει ο Γιάννος. Είχε τους συμβούλους.

Στα πρότα ήμαν εκεί, ..και ξεγένναγα. Άμα ήταν καένα ντιλιμπάσκου, του χάραζαν, του τρύπαγαν να φύβγ΄ το αίμα και το καθάρ΄ζαν. Ύστερα έβαναν λίγου λάδ΄, … και κοκκιν΄ πιπέρ΄ μη κάτσ΄ η μύγα και το φτύσ΄, …και πέρναγι. Απ΄ τ΄ν ιμπειρία τ΄, πολλά πράματα μαθαίνει ου άνθρωπος, ..σι μαθαίν΄ η ζωή πράματα, ..πως να κόβ΄ς του ξύλου, ..πως να το κ΄βαλάς, ..πως να το δέν΄ς, ..πως να το σκιπάζεις !

Για το μαλλί σ΄ν τσιατούρα, το στιμόνι ήταν απ΄ τα πρότα, ...δεν γένιτι στιμόνι το τράϊο, μον΄ υφάδι, ...και μαύρο, ..μόν΄ μαύρο. Έπαιρναν τα μαλλιά, ...τα΄πλεναν, …τα΄στιλναν στ΄ λανάρα και τα βαρ΄γαμαν. Και ύστερα το΄γνεθαμαν. Του ζ΄μάταγαμαν, ...του ίδιαζαμαν, …του μάζωνι το μασούρι η γιαγιά μ΄, …κι απα το΄δουνι στι μας και του ύφιναμαν, πόσα φύλλα χρειάζονταν για τ΄ τέντα, …τέσσερα φύλλα ήθελε για να γένει, τέσσερα έφκιαναμαν.

Οι παππούλ΄δις μας έλεγαν ιστορίες, παραμύθια, …διάτες να μην καούμε, ..να μάσουμε ξυλάκια να΄χουμι το βράδυ, να φκιάσουν φαί να φάμι. Ιστορίες και συμβουλές θ΄μάμι απ΄ τ΄ς θείοι μ΄, του πατέρα μ΄ τ΄αδελφια. Ο παππούλ΄ς δεν δούλιυι, …τουν ήταν με τ΄ς ν΄φάδες, τα παιδιά πάιναν στα πρότα. Αλλά έκανι κουμάντου και τα παιδιά τουν άκ΄γαν. Η γιαγιά μ΄, …τα εγγόνια !

Από ιστορίες, θ΄μάμαι έλεγαν, ...τον πρώτο το πόλεμο και ήταν στ΄ Ορφάνι, …από τότε ακόμα στ΄ Ορφάν΄. Ήρθαν Βουργάροι και πήραν τη γιαγιά μ΄ και τ΄ς έλεγαν , …θα μας δώκ΄ς τ΄ς λίρες. Δεν έχου πιδιά μ΄, ..δεν έχω τίπουτα, ό,τι είχα τα πήρηταν. Έκείν΄ έκιγαν τ΄ν πυρουστιά για να τ΄ν περάσουν στο λαιμό τ΄ς για να μαρτ΄ρής΄ πού έχουν τ΄ς λίρες. Ένα μ΄κρό, αδελφός τ πατέρα μ΄, λέει … δώκτ΄ς΄  μαννούλα μ΄, …μεσ΄ στ΄ τέντα τ΄ς΄εχ΄. Και ξετύλ΄ξαν τ΄ν τέντα και πήραν τ΄ς λίρες κι έφυβγαν. Κλειδοπίνακα μπρούτζινα τ΄αδειασαν και τα πήραν, …και τα κλειδοπίνακα ακόμα υπάρχουν. Κι ένας θείος μ΄ έλεγε, ….στα παιδιά να τ΄ς να μη τα λέτι ούλα, όσου είναι μ΄κρά να τα διατάζετεετε. Να μην τ΄ς λέτι τι έχιτι και δεν έχιτι.

Οι γ΄ναίκες άμα γένονταν κάνα γκουρμπαν΄, ...χόρευαν, ...αυτό ίσα απ΄ σειόνταν, πίσω -  μπροστά. Στα Καλογιάννια έβγαιναμαν στο χοροστάσ και η μάνα μ΄ ήταν π΄τίδια (επιτήδεια) στο ταψί, ….ποτέ δεν τσ΄έπεσε. Τότε στο χορό είχαμαν τον Σαρακατσάν΄κο το ρυθμό, ..τον αργό. Πότε αμπήδαγαν οι Σαρακατσιάνες στο χορό ; ...ούι !!, ...παλιά δεν κ΄νιόνταν οι φούστες ! Οι αρχές μας ξέφυβγαν πουλύ παιδί μ΄. Χάλασαν μετά τον πόλεμο πο΄κατσαν στα χωριά. Αλλά και μέχρι απ΄π΄ παντρεύ΄κα, αρχίνσαν λίγο λίγο τα δημοτικά, λίγο τα αλαφρότερα, ..και χάλασαν. Τότε ήταν αλλιώς τα πράγματα, ..πως είναι το κασέρ΄ τ΄ αγνό !

Όντα χτέν΄ζαν τα μαλλιά, …τα΄πλιγαν κουσάνις, ...μίνια από δω, μίνια από κει. Η γ΄ναίκα η παντριμένη τα΄φερνε μπροστά στο μέτωπο (στ΄ μπάλα) και τα΄φκιανε κόμπο. Το κορίτσι έπλεγε, τ΄ς κοσάνες τ΄ς τύλ΄γε σαν κορδέλα και τα έπιανε πίσου κι έσφιγγαν, …δεν είχι κόμπο στα κορίτσια. Καταλάβαιναμαν, αν μιά γ΄ναίκα ήταν παντρεμέν΄ και απ΄ το χρώμα απ΄το μπόχου. Ανοιχτόχρουμο η και βυσσινί μι φρέντζις οι νέις, ...οι τρανές καφέ βυσσινί σκούρου και μαύρου οι γριές. Ξανθές Σαρακατσάνες ήταν πολύ λίγες, ...πολύ λίγες. Κατερίνα Λιάκου-Μπόνια : Τις ξανθές τις χρησιμοποιούσαν στα προζύμια, ..γι΄αυτό έλεγαν στα προζύμια …Κόρη ξανθή τανάπιανι, μι μάνα μι πατέρα, …κοίταζαν να είναι ανοιχτόχρωμη, για να ξεκινάει με  καλούς οιωνούς ο γάμος !


ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ


Σφραγίδα της μητέρας της Κας Μαρίας

Όντα ξικίναγαν οι Σαρακατσαναίοι το Μάη, …ύστερα ήταν τα Ψυχοσάββατα και συνήθως μας έβρισκαν στ΄στράτα. Πέρναγαμαν απ΄ τη Δράμα κι κόνιυαμαν στ΄ οξυές, απάν. Τώρα θα κάτσουμι δυό μέρις, για τα Ψυχοσάββατα, έλιγαμαν. Θα σφάξουν τ΄ αρνιά οι άντρις, …θα μάσουν ξύλα, ..θα ψήσουν ,.. θα ζ΄μώσουμε το ψωμί, ..θα φκιάσουμι το στάρι , ..τα κεράκια παρμένα απ΄ του χωριό, …θυμιάμα και θυμιατό απ΄ του χωριό, ...το λάδ΄ τ΄ν καντήλα, …ικει που΄φκιαναμαν τσιατούρες - στο δάσος. Κάθε ν΄κοκυρά θυμιάτ΄ζι στου κονάκ΄ τ΄ς. Πάν΄γαν έκοβαν οξυόφ΄λα, οι γ΄ναίκες φόρτωναν ζαλίκια, ...τα΄στρωναμαν εμεις ικει, ...έβαναμαν τς τάβλες, έβαναμαν το στάρ΄, το ψωμί, τ΄ς κλουρούλες με σφραίδα, το τυρί, το κασέρι, τ΄ αρνί και θα λα μοιράσεις σ΄ ούλα τα τσιατούρια. Αυτό το΄λεγαμαν  μέρασμα,..για τ΄ς ψ΄χές ! Το ρόϊμα ήταν άλλο, ήταν για το γκουρμπάν΄.

Την Πέμπτη γένουνταν η προετοιμασία, έσφαζαν τ΄ αρνί απου΄ταν για τ΄ς ψχές και το βράδ΄ το κρέμαγαν σε κλαρί. Μετά μάζουναν οι γ΄΄ναίκες τα ξύλα απ΄ θα ψένονταν  τ΄ αρνί κι τα ξύλα απόβαναμαν το μέρασμα απάν. Οι γ΄ναίκες την Πέμπτ΄ έπλιναν το στάρ΄ και τ΄ν Παρασκευή το ΄βραζαν, το στράγγ΄ζαν και τ΄απούμουναν κι στέγνουνι. Και όποια γ΄ναίκα είχε περίοδο, δεν ακούμπαγι να κάνει στάρ΄, ..έπρεπε να΄ναι καθαρή, παστρικιά, ..τού΄χαμαν αυτό. Το  Σάββατο έκαναν το στάρ΄ και τ΄ς κλουρούλες με τ΄ σφραίδα και οι άντρες έψηναν τ΄αρνί. Η γ΄ναίκα πο΄κανε ν΄ιτοιμασία κι έβανι του στάρι κι στέγνωνι, όταν το΄βραζι το στάρ΄, …άναβι κεράκ΄ στο χώμα και θυμιάτ΄ζι κι έλεγι …Θεός σ΄χωρέσ΄ τ΄ς ψ΄χές και έλιγι τα ονόματα. Και έπαιρνε ύστερα το ταψί και γύρναγε από τσιατούρα σι τσιατούρα. Κάθε οικογένεια γύρ΄ζι στ΄ς άλλες με το ταψί το στάρι, τ΄ς κλουρούλις και τ΄ αρνί και το μοίραζι κι ένα κ΄ζάνι είχε το παγούρ΄ με το ούζο και έδινε στ΄ς τρανοί  να πιούν να σ΄χουρέσουν. Όταν ήταν το Πάσχα και το Ψυχοσάββατο πρώιμα, γένονταν στ΄ στράτα στις τσιατούρες, ...κι όταν ήταν Μαϊάτ΄κου το Ψυχοσάββατο γένουνταν στα καλύβια. Στα β΄νά είμασταν απάν ογδόντα οικογένειες. Σ΄αυτές τ΄ς οικογένειες πάν΄γαμαν σ΄ούλες κι μέραζαμαν. Τρείς βουλές η τέσσερις, …μέραζες πρώτα σε είκοσ΄, τιλίουναν ικιά. Κουράζουσαν, …έρχουσαν πίσω κι έπαιρνες πάλι, τόσα ψωμάκια, τόσο κρεάς, τόσο τυρί, τόσο κασέρ΄, ….στουν άλλουν του μαχαλά ! 

Η Κα Μαρία με τον άντρα της Αντώνη Λιάκο, την κουνιάδα της Χαριτούλα και τα πεθερικά της

ΟΙ ΒΑΦΕΣ ΤΩΝ ΡΟΥΧΩΝ

Τα γαλάζια τα ρούχα τα αντρίκια πο΄καναμαν (τα κουστούμια), τα΄βαναμαν στου λουλάκ΄. Έπιρνεις πέντε-έξ΄ μπουκάρια μαλλί, ...τα ζ΄μάταγες, ...έβραζε το νερό στο καζαν΄, να γέν΄ π΄χτό, …κι έβγινι ου πίνος. Τον έπαιρναμαν, τον στράγγ΄ζαμαν με τρίχες και μαλλιά και τον άφναμαν πέντε-οχτώ μέρες να ζέξ΄, να βρωμίσ΄. Τα ζέσταιναμαν ύστερα, έρχναμαν το λουλάκι στουν πίνου και τα΄βαναμαν τα ρούχα στο καζάνι μέσα. Έπρεπε να φύβγ΄ ο κόσμος, ...δεν μπόρ΄γες να σταθείς απ΄ τ΄ μυρωδιά. Κάθε πρωί έβγαναμαν τα ρούχα σε άλλο καζάνι και το καζάνι με τον πίνο το ζέσταιναμαν, ...κάθε αυγή το πρωί. Τα΄βαναμαν πάλι μέσα στο καζάν΄ και το σκέπαζαμαν …ξανά πάλι τ΄ν άλλη τ΄ μέρα. Δέκα μέρες - δικαπέντι γένουνταν αυτό,… τ΄ς ίδιες τρούμπις, ...να βαφτούν αυτά τα σκ΄τιά. Για το κόκκινο χρώμα χρησιμοποιούσαμε λάπατα. Έπιρναμαν του λάπατου κι φύλλα κι ρίζα και το΄πλεναμαν καλά, ...του στούμπαγαμαν κι έβγανι το ζ΄μί. Έβαναμαν και λίγ΄ μπουϊά, κρεμέζ΄ το΄λιγαμαν. Στου πράσινου έβαναμαν γαλατσίδα. Ν΄ έπλυναμαν, ν΄ έβραζαμαν κι γένουνταν πράσινου του νιρό. Για τα μαύρα έπιρναμαν σκλήθρα. Με αλ΄σ'ιβα έφκιαναμαν τα τομάρια, …τα γύρ΄ζαν οι άντρις καλά κι ιμείς τα΄βαναμαν στου νιρό κι τα ΄πλυναμαν μι σκλήθρα. Τ άφναμαν τ΄ νύχτα στου νερό μέσα και τ΄ μέρα τα ήλιαζαμαν να στιγνώσουν. Έτσι έκαναμαν τα τουμάρια κι αφού τα κ΄θάρ΄ζαμαν κι στέγνουναν έβαναμαν μέσα τα τυριά.


ΤΟ ΤΑΜΑ ΚΑΙ Η ΠΛΑΤΗ

Του τάμα γένουνταν, ..αναλόγως ποιός το΄ταζι. Άλλους είχι άρρωστο, άλλους είχι φαντάρο, …από πρόβλημα γένουνταν του τάμα. Του τάμα του πίστευαν, ...τότε δεν είχαν όπως τώρα να πάν΄ να διαβάσ΄ ο παπάς, …το΄καναν μαναχοί τ΄ς.  Το΄ταζι η γ΄ναίκα; ….η γ΄ναίκα έκανι του κουμάντου. Θα φέριτι τ΄ αρνί, θα το ψήσουμ΄ εδώ κι θα το δώκουμι, αναλόγως τι έβγινι απ΄ το στόμα τ΄ς εκείν΄ τη στιγμή απ΄ το΄ταζε. Έσφαζι τ΄ αρνί, κ΄λούρα ακαίργια κι ούζου. Γιατί λέμι, του τάμα τ΄ ο Άιος το θέλει !

Στ΄ν πλάτ΄ τήραγαν αν θα γένει πόλιμους, …ένας θείος μ΄ μας έλεγε, ..τήρα πιδί μ΄, ..δε μπουρείτι να τα καταλάβιτι ισείς. Η πλάτ΄ άμα είνι αου΄πάν μαύρ΄ σκούρη, δεν είμαστι καλά, θα γένει πόλιμους. Άμα είνι απ΄τ΄ν άκρη κάτ΄ σκούρ΄, υπάρχ΄ αρρώστια. Όντα ήταν καθαρή, ..μη σκιάζιστι τώρα, η πλάτ΄ είνι καθαρή !!

Ιγώ είχα πουλύ μεράκ΄ σ΄ αυτά τα παλιακά, κι ένας αδελφός τ΄ πατέρα μ΄ μας έλιγι, ..θα να ΄ρθ΄ κιρός πιδάκι μ΄, θα γένουντι ν΄φάδες δίχους πουδιές. Έλιγα, θείου τι είνι η πουδιά απ΄ λες ; H αντροπή πιδί μ΄, ..θα φύβγ΄ και θα γένουν ν΄φάδες ξ΄πόλ΄τις απ΄ δε θα λουγαριάζουν τίπουτα, θα ιδεις τα παντιλόνια τρύπια, σκισμένα.  Θα να ΄ρθουν χρόνια, ..ιγώ δεν θα ζήου, αλλά ισείς θα τα φτάσιτι αυτά. Που τα΄ξιρι αυτά τα πράγματα ; !!!


Η Κα Μαρία χορεύει πρώτη με τον φλάμπουρα στο γάμο της κουνιάδας της το 1960


ΒΡΥΖΑΙΟΙ & ΤΣΙΟΓΚΑΙΟΙ

Ν΄ιστορία ν΄ έχω ακούσ΄, αλλά δεν είχα δώσ΄ και τόσο σημασία να σ΄ που !!

Ου γαμπρός, ου μπάρμπα Κωσταντής ο Βρύζας, ήταν πρώτος ξάδερφος τ΄πατέρα μ΄. Παν να τ΄ν πάρουν τ΄ νύφ΄ οι Βρυζαίοι, …απ΄ το Ορφάνι στη Μαυρούδα που ήταν η νύφ΄ …προς το Σοχό.  Ικει απ΄πήγαν να πάρουν τ΄ νύφ΄, σ΄ ένα μερους προς ΄ν Αμφίπολη, βγήκαν οι Τσιογκαίοι που΄νταν κοντοχωριανοί με τ΄ νύφ΄ και με τα όπλα τ΄ς σταμάτ΄σαν. Η νύφ΄ είπι, …όχι δε θέλου τουν Τσιόγκα, ..πάρτι μι. Και τότι λέει η Αλεξάνδρα, …η αδελφή τ΄ γαμπρού, …που ΄χε ο μπάρμπα Κώστας ο Ρόιδος, …άστην αδελφούλη μ΄, ..γ΄ναίκα θα βρεις κι άλλ΄, ημείς αδιρφό δεν θα βρούμι άλλουν. Κι σ΄κώθκαν κι έφυβγαν, …τ΄ν άφ΄καν !!

Οι Τσιογκαίοι τ΄ν πήραν με τ΄ ζόρι και ύστερα ο Τσιόγκας τ΄ν πήρι γ΄ναικα τ΄. Και βήκι του τραγούδ΄, …ου Βρύζας κάνει τη χαρά κι ου Τσιόγκας παίρ΄ τη νύφη. Ημεις πήραμαν μίνια νύφ΄ απ΄ τ΄ς Τσιογκαίοι, ικει απ΄ τ΄ Μαυρούδα, …και τα ξέρω πουλύ καλά, …είχα γενν΄θει όταν γέννονταν αυτά. Ο μπάρμπα Κωσταντής ο Βρύζας ύστερα πήρι γ΄ναίκα απ΄ τ΄ς Γ΄λαίοι, απ΄ τ΄ν Παλαιοκώμη, κι εκει έζησε κι εκει πέθανε. 


ΤΟ 1940 ΣΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ

Όντα είχε Βουργαρία μετά το 1940 κι δεν είχι σύνουρα, βήκαμαν και πήγαμαν στου Τουρνά Τσαϊρ΄ στ΄ Ρίλα κουντά στ΄ Σόφια. Βήκαμαν γιατί είχι πουλλή τροφή για τα πρότα, να βγάλουν γάλα κι κασέρια, είχαμαν μαστόρ΄, έφκιασαμαν κι μάντρα. Ημεις τα κ΄ζάνια μάζουναμαν ξύλα να βοηθάμι, ...κι έβραζαν τ΄ς ούρδις. Η μάντρα ήταν τρανή κι φαρδιά κι είχι ράφια και θ΄μάμι πως έκαναν του κασέρ΄. Έπ΄ζαν του τυρί, του μάζουναν, στράγγ΄ζε καλά του πλάκουναν και το΄κουβαν λουρίδις και το΄ρ΄χναν σι κρύου νιρό μέσα, ..στο καζάν΄. Ημεις τα μάτια ικεί. Ύστερα το΄βαναν σ΄ ένα βαρέλ΄ κι έπιρναν κι το βάρ΄γαν, το ντροβάν΄ζαν.  Κι ύστερα έρ΄χναν νιρό καυτό κι μαζώνουνταν αυτό, …κι το΄βαναν στου σκαφίδι και του ζύμουναν μι τα χέρια κι γένονταν λάστιχου. Κι ύστερα το΄κουβαν και το΄βαναν στου καλούπ΄, είχαν τσίγγινα καλούπια σειρά-σειρά, πως είνι η πινακουτή στου ψωμί, …και γένουνταν κασέρ΄, κίτρινου. Και θ΄μάμαι, …πως θ΄μάται ο μικρός !!, …δεν τ΄αλλάτ΄ζαν μέσα το κασέρ΄, …ικει απ΄που΄ταν πέρα πέρα τα καλούπια, ικει έρ΄χναν τ΄αλάτ΄. Τα κασέρια τα΄πιρνι έμπορας. Κράτ΄γαμαν λίγου και για τι μας για να φάμι. Βούτυρα, θ΄μάμι ήταν γαλβανιζέ κάτ΄ δοχεία, …κι είχαν δυό καπάκια, ένα απάν κι ένα απου δω να βγαίν΄ η κρέμα.

Όντα είμασταν στ΄ Βουργαρία, ήρθαν και μας ήβραν τ΄ αδέλφια τ΄ς γιαγιά μ΄. Σαμαραίοι και Γκογκαιοι από΄ζγαν ικεί, προς το Κάρλοβο. Μας ήφηραν γλυκά και δαμάσκ΄να. Τότε είδαμαν τ΄ αδέρφια τ΄ς γιαγιά μ΄ και τ΄ς μάνα μ΄ τ΄ αξαδέρφια. Τα γνώρ΄σα κι εγω, …κορ΄τσάκια είμασταν ιμεις. Έκατσαν ικει αυτοίν, δεν ήρθαν πίσου στ΄ν Ελλάδα.  

Ο αδερφός του πεθερού της Κας Μαρίας σε γάμο


Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΦΟΡΑΔΙΤΣΑ

Όντα έβγιναμαν απάν στ΄ Βουργαρία στου Τουρνά Τσαϊρ΄, είχαμαν ένα άλουγου, ...ήταν τ΄ αγαπημένο μ΄ ...η Ούντρα τα΄χι φέρι. Το φόρτωσαμαν τ΄ άλουγου, κόνιψαμαν στ΄ Μπουζάλα, πλάϊασαμαν, …τ΄ν αυγή πααίνουμι να πάρουμι τ΄ άλουγου, …δεν έχι άλουγου. Ιδώ, ...ικει.., ου πατέρας μ΄ πήρι ιμένα, τ΄ς ξαδέρφις, τα πιδιά, …δεν..., ...π΄θινά. Πααίνουμε, ...ήταν μνιά λάκα έτσ΄, …και γύρω-γύρω νουχτάκι, …κι ήταν οι Βουργάροι, ...του΄χαν σφάξι και το΄ψησαν, …κι όντας μας είιδαν θήλιασαν τα καπούλια απ΄ τ΄ άλουγου, τα πήραν στουν ώμου τ΄ς κι μπήκαν μεσ΄ στ΄ς οξυές. Είχαν φουτιά, κάρβουνα, …το΄ψησαν κι το΄φαγαν. Ημεις ύστερα πήραμαν του σαμάρ΄ για να βγούμι απάν. Όντας έφυβγαμαν, παίρ΄ ου πατέρας μ΄ δυό φουράδις, ...κι οι δυό, ...καμμίνια δε πρόκουψι. Σι μίνια στ΄ Δράμα, …κατέβιναμαν κατ΄, …πως κάν΄, …και βγάν΄ του ποδάρ΄ κι κούτσινι, ...ήταν κι γκαστρωμέν΄ κι καρτέραγι του μπλάρ΄. Έφτασαμαν στ΄ Ορφάνι, ώσου να γέν΄ το μπλάρι, …πως να σταθεί. Πααίν΄ ου πατέρας μ΄ κι ήφιρι αλμπάν΄ κι έφκιασι κρέμασ΄ σ΄ν κρέμασ΄, για να μη κάτσ΄ καταή κι ψοφήσ΄. Ε, γένιτι το μπλαράκ΄, ψόφ΄σε η φουράδα, κι πάν΄γα ιγώ στα πρότα κι έπιρνα γάλα και το τάιζα μι μπιμπερό. Γένιτι τ΄ άλουγου ένα χρονών. Βήκαν απάν στα βνα, …ιμάς τ΄ς οικουγένειις δεν μας πήραν τότι, ...ήταν τότι με τ΄ς αντάρτις. Γλέπω στουν ύπνο μ΄ ιγω, …πάν΄γαμαν με τ΄ θειά μ΄ τ΄ Γιαννούλινα στο γιοφύρ΄, …κι όπως είχα τ΄ βαλέρα, …κι είχα στου χέρι μ΄ το τσ΄καλάκ΄ και μο΄πισι το τσ΄καλάκι μ΄ και πνίγκι. Ξυπνάου τ΄ν αυγή, …γιατί κλαις κορίτσι μ΄; …λέω στ΄ μάνα μ΄, ...έτσι κι έτσι το τσ΄καλάκι μ΄, ...δεν είνι καλό το είνορο. Έρχουντι τ΄ άλουγα, του καθένα έρχονταν μπρουστά στο σπίτ΄, κι δεν έρχετι του μπλάρ΄. Πάτ΄σι νάρκα ικει κι σκοτώθ΄κι. Και του΄χα τρανιμένου με του βυζαχτάρ΄, …πως τρανεύεισ΄ τ΄ αρνί !


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΠΡΙΝ ΚΛΕΙΣΟΥΝ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ

Του έτου 1944 όσο να φκιάσουμι τα καλύβια και να μπατζέψουμι και να κάνουμι, κόπ΄καν τα σύνορα πολύ νωρίς, τ΄ μέρα τ΄ Σταυρού, τ΄ς 14 απ΄ τον Τρυ΄τή. Ημείς ειμασταν απάν ακόμα και ύφαιναμαν, …είχαμαν αργαλειοί κι εμεις τα παιδάκια (εγω ήμαν δέκα χρονών) μάζωναμαν μασούρια κι ύφαιναμαν. Πιάνει ένας Βούλγαρος τον θειό μ΄, και τ΄ λέει : κ. Βρύζα, σε δυό μέρες κόβονται τα σύνορα, …μπορείς να φύβγ΄ς ; Όποιος φύγει θα φύγει κι όποιος μείνει θα μείνει. Έρχιτι ο θειός και λέει, …αυτό κι αυτό, …πρέπει να φύβγουμε. Αγλήγορα, …μάζεμα τ΄ς αργαλειοί, χάλασμα το διασίδι, αύφαντο. Μαζώνουμε τα πράματα, τ΄ς βελέντζες κι αυτά και πιάνει τρία-τέσσερα φορτηγά (τότε οι πομάκ΄δες δούλευαν πολύ ξύλο) κι έβαλαν απ΄κατ΄ τρείς σειράς τάλπες κι έβαλαν αου πάν τέντες. Πρώτα πρώτα έβαλαν αυτά τα βαρελάκια που΄χαμαν τ΄ν κρέμα, τα βούτυρα, τα κασέρια και τα τυριά. Αου παν ύστερα άλλη σειρά τάλπες και ρούχα κι αου παν τα γυναικόπαιδα. Τα πρότα τα πήραν οι τζομπαναραίοι. Ξεκίν΄σαμαν πέρασαμαν τα σύνορα απ΄ το Νευροκόπ΄ και κονεύουμι στο Καρακαβάκ΄, όξω απ΄ τ΄ Δράμα, …κι ικει κάθουμαστι ένα μήνα. Τα φορτηγά άφ΄καν ιμας με τα πράματα, αλλά τα βούτυρα, τα τυριά και τ΄ αλεύρια, τα πήγαν στ΄ Ορφάνι. Ικει πήγαν στα μαντριά μας και μας τα πιδιά μας πηραν, ..να΄μαστι γύρω-γύρω να ιδούμε μήπως έρχιτι καένας. Κι έσκαψαν οι άντρες βαθειά, απάν από μέτρο κι έβαλαν από κατ΄ μουσαμάδες που είχαν φέρει απ΄ τη Βουργαρία και τα΄κρυψαν. Τα σκέπασαν με μουσαμάδες πάλι αου παν, να μην πααίν΄ χώμα κι μιτά τα σκέπασαν μι χώμα αι ήξεραν που είνι του καθένα. Ύστερα γύρ΄σαμαν στο Καρακαβάκ΄ κι έκαναμαν αργαλειό κι έφτιαναμαν τα διασίδια και πήγαμι κι εμεις τα πιδάκια να βοηθήσουμε.

Τα πεθερικά της Κας Μαρίας στις Πηγές Νέστου
Γιάννης Λιάκος του Δημητρίου και της Παναγιώτας (το γένος Καρακώστα από Αν. Θράκη) και Κουστάντω το γένος Ντόγου Λεπίδα και Κατερίνας Λεπίδα (κόρη του τσέλιγκα Ντόγου), η οποία επειδή είχε κάποια σπυράκια ως ανύπαντρη, δεν την χάλευαν παιδιά αντίστοιχης κοινωνικής τάξης και την έδωσαν σε πιο φτωχό, τον Λιάκο, ο οποίος όμως ήταν ωραίο και κυριολεκτικό παλικάρι. Η πεθερά της έχει αγκαλιά το πρώτο της παιδί, το οποίο της πέθανε μικρό. Φοράει πολίτικη φορεσιά, με ποδιά Παναούλα και από κάτω από  τη φούστα το περίφημο λευκό κάμσο, κεντημένο με μέρτζες. Επίσης φοράει κλειδώματα ή γκουμπέ στη μέση της, στολίδι απαραίτητο στην γυναίκα Σαρακατσάνα. Ο πεθερός της φοράει σιγκούνι, χαρακτηριστική φορεσιά αντρός στην Αν. Μακεδονία και Θράκη. Ανάμεσά τους μιά ξαδέρφη του, που έτυχε νά πάει μουσαφιριό  εκείνη τη μέρα.


ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ

Το 1944 το χ΄νόπωρο όταν κατέβαιναμαν σιά κατ΄ απ΄ τ΄ Καϊντζια, μας κράτ΄σαν οι Βουργάροι στ΄ Σίψια, απάν απ΄ τη Δράμα, σαράντα-πενήντα μέρις, για να κόβουν οι άντρις ξύλα για να΄χουν αυτοί το χ΄μώνα. Έφτασαμαν ικει στη Σίψια, κόνιψαμαν, έφκιασαμαν τσιατούρες πέρασαν πέντι μέρες, πέρασαν δέκα, πέρασαν είκοσι και δεν άφηναν να φύβγουμε να πάμι στ΄ Ορφάνι να μπαλώσουμι τα καλύβια και τα μαντριά. Παρακάλισι ικει ο θείος μ΄, …τίπουτα ! Λέει ο θείος μ΄ αυτός, ο Τσέλιγκας, …παιδιά με τίπουτα δεν γένιτι, ..σφάξτε τρία-τέσσερα αρνιά, …τα καλύτερα, …πάτι φέρτι κρασί και φέρτι τ΄ς ιδώ, να φαν να πιούν και να μιθύσουν, …αλλιώς δεν γένιτι. Έψησαν τ΄ αρνιά, κρασιά, …έφαγαν αυτοί, …και ύστερα κοιμήθ΄καν. Μαζεύουν οι θ΄κοί μας τα κοπάδια τρεις η ώρα τη νύχτα, …βουλώνουν τα τσιουγκάνια ούλα, …τ΄ς φοράδες. Ιμας, μας παίρν΄ καρακόλ΄ μια γριά Τσιλιγγίρινα απ΄ τ΄ν Αμβρουσία, τ΄ς είχαμε τσιομπάνηδις χρόνια, …και παίρνει η θειά η Δήμαινα τριάντα παιδιά να μας κατεβάσει και μετά να΄ρθουν τα καραβάνια να μας πάρουν. Ξεκίν΄σαμε και στο δρόμο, ..πώς κάνει η θειά η Δήμαινα, …γλυστράει και πάει τον κατήφορο. Ιμεις απόμ΄ναμαν τα πιδιά να σκούζουμε, ...μ΄κρά πιδιά. Η θειά πήρι τουν κατήφουρου κι έφτασι κατ΄ στου ρέμα, στο Νέστο, …κι απου κει μας χούϊαζε, …μην κλαίτε, ...έρχουντι τα καραβάνια ! Ύστερα από ώρα έρχιτι ου Λαλάς μ΄, ου μ΄κρός αδιρφός τ΄ πατέρα μ΄, …Πού είναι η θειά η Δήμαινα ; …Έφιγι κατ΄ κι από κει μας κάν΄ κουράγιο, λέμι ιμείς. Κατιβαίνει κατ΄ αυτός, ν΄αρπάζει παραμάσκαλα και την ήφηρι.  Ήρθαν κι τα καραβάνια κι πήγαμαν στου Βαρύ. Ξεσαμαρών΄με τ΄άλουγα να ξεκ΄λιστούν να ξεκουραστούν, ...κάθομαστι δυό ώρες κι ύστερα φορτώνουμι κι πέρασαμαν στο Καράκαβακι και κάθομαστι ικει ένα μήνα. Τα πρότα ήρθαν από κει σια κατ΄- σια κατ΄ και παν στ΄ Ορφάνι. Ιμεις έκατσαμαν ικει κάνα μήνα και με τον αργαλειό, έφτιασαμαν τα διασίδια.  
    

Τα πεθερικά της Κας Μαρίας Γιάννης Λιάκος και Κωνστάντω Λεπίδα


ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΑΔΙΣΜΟΥ

Το 1947 δεν μας άφ΄καν να πιράσουμι του Νέστο για να πάμε απάν. Θ΄μάμαι μαζόχ΄καν τα τσελιγκάτα ούλα ικεί κι ψόφαγαν τα πρότα κι τ΄ αρνιά. Ήταν τ΄ άλλο του καλοκαιρ΄ από τότι που έφυβγαν οι Βουργάροι. Από κει ύστερα δεν ξαναβήκαμαν. Δυό-τρία χρόνια μετά πάν΄γαμαν στο Φωτολίβο Δράμας. Οι οικογένειες, κάθομασταν στ΄ Ορφάνι, όσου ν΄ αλωνίσουμι τα χωράφια και μετά νοίκιαζαμαν σπίτια και κάθομασταν τρείς μήνες ικεί, ώσου να μπει χ΄νόπωρος. Ύστερα πήγαμαν έφτιασαμαν μαντριά στο Μπερικετλί (Δάτο), ικει είχαμαν και ικει ξεχ΄μάσαμαν τα πρότα. Ικει έχει ψιλή μαύρη άμμο και κολ΄τσίδις, … περπάταγις και γένουσαν μαύρος, μόν΄ τα μάτια και τα δόντια σ΄ φαίνουνταν.  Ύστερα έφυβγαμαν και πήγαμαν πάλι στ΄ Ορφάνι. 


Ύστερα από τρία χρόνια, πέρασαμαν απάν απ΄ τ΄ Σκαλωτή, δυό ώρες τρεις, ικει που΄χε ο Τσιλιγγίρς καλύβια. Ικει βήκαμαν τρία καλουκαίρια με τ΄ς Κουτραίοι απου΄νε στ΄ν Κάργιανη, …κι ύστερα δεν ξαναβήκαμαν. Ικει έκοψαμαν ξύλα κι έκαναμαν καλύβια, …δίπλα καλύβια, ..στα χειμαδιά είχαμαν ορθά. Γύρω-γύρω πεζούλι πλιγμένο με λυγαριές  πλιχτό κι αλειμένο με χώμα. Έκοβαμαν άχυρο, ...ασπράχυρο για να του σκεπάσουμι. Τα λούρα τα΄κοβαμαν απ΄ τον ποταμό, ...ειχι πλατάνια. Οι άνδρες θα λ΄ ανέβουν να καρφώσουν, να βάλουν τον καβαλάρη και οι γυναίκις του σκέπαζαν. 


ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

Η Κα Μαρία τρίτη μετά τη νύφη

Τα εθίματα μέχρι και τώρα που σταμάτ΄σαν, ήταν τα ίδια. Την Παρασκευή έπιαναν τα προζύμια, έκανι ου γαμπρός, έκανι κι η νύφ΄. Του βράδ΄ γλέντ΄ και του Σάββατο το βράδ΄ πάαιναν οι συμπεθέρ΄ στ΄ νύφ΄ και πάλι γλέντ΄. Του Σάββατο σ΄κώνομασταν το συμπεθεριακό και πάαιναμαν άμα ήταν κοντά με τ΄ άλουγα. Ένα άλουγο είχι τα τρόφιμα, του ψωμί, του κασέρι, τ΄ αρνί του ψημένο, ...για τ΄ στράτα. Ου μπάρμπας μ΄ ο Γιαννούλ΄ς ήταν κοινουνικός άνθρωπος κι τα΄ξιρι. Ήταν μακρυά, ..να πας ας πούμε να πάρ΄ς τ΄ νύφ΄ απ΄ τ΄ν Ξάνθη, …ήταν μακρυά. Πάαιναμαν κουντά σε πόλη. Κάθουμασταν, έστρωναμαν καταή, είχαμαν βελέντζες, …λιάν΄ζαμαν τ΄ αρνί, έτρωγαμαν και τα μάζωναμαν. Έπαιρναν ιμας τα κουρίτσια, τρανύτερα και μ΄κρότερα κι μας πάαιναν στου ξενοδοχείου. Θα πάτε να πλυθείτε, κάθε μια ότι θέλ΄ να κάνει κι  δεν θα πλαλείτε στα πουρνάρια απ΄πααίνουν οι άντρες. Και μετά θα σας πάρου ιγώ και θα πάμε ικεί στ΄ νύφ΄ απόψε. Αυτά γένουνταν το 1947.


Ικιά τα χρόνια δεν πάαιναν τόσα δώρα όπως τώρα, ...τότε πάαιναν φορέματα, φράγκα έδωναν όσοι είχαν. Προίκα τα χρόνια τα παλιά δε χάλευε  καένας, οι Σαρακατσαναίοι αυτοί που έζησα εγώ. Και τα κουρίτσια απ΄ είχαν δεν τα παζάριαζαν, ..τι θέλετε, τι θα μας δωκ΄ς. Στα προικιά έκαναν ο καθένας δυό κάπες ετοίμαζαν…., τ΄ν τράϊα και τ΄ν δίμτη, μίνια για τον αέρα και μίνια για το κρύο. Αν ο τσέλιγκας ήταν περπατημένος και ήγλεπε τα πράματα και ήταν ένα παιδί φτωχό καλύτερο από τσελιγκόπουλο, …τ΄ν έδωνε τη διχατέρα τ΄. Αρκει να έχει γνώμες και να ξέρει τι τ΄ γένονταν. Ο τσέλιγκας τα μάθαινε ούλα. Δυό αδέρφια του πατέρα μ΄ Γιώργος και Γιαννούλ΄ς, …ήταν μεγάλα κεφάλια στ΄ς Σαρακατσαναίους και ήξεραν τον κόσμο. Πόσοι φτωχοί ήταν καλύτεροι απ΄ τ΄ς πλούσιοι !! 


Ιγώ μ΄κρή ήμαν, δώδεκα χρουνών, δικα τρία ήμαν δεν ήμαν. Είχαμαν μιά τζιομπάν΄σα, ένας τζιομπάνος είχι μιά αδελφή. Και ν΄ είχαν αρριβουνιάσ΄, και ήταν τα Χρ΄στούγεννα παραμουνές να γέν΄ ο γάμος κι είχι ρίξ΄ χιόνι. Μαζώχ΄καν οι γ΄ναίκες, οι μιγάλις είχαν τα πρωτεία πώς να κρύψουν τ΄ νύφη. Έβαλαν ένα σκ΄νί μέσα στου καλύβ΄ κι έρ΄ξαν βιλέντζις κι έβαλαν από πίσω τ΄ νύφ΄, απ΄ την Παρασκευή το βράδυ αφου έπιαναν τα προυζύμια. Έρ΄χνι χιόνι όξω, αυτοίν έκαναν του γιατάκι, έρχιτι κι θείους μ΄ κι λέει, …έλα δω Πανάϊω, ..ταχιά τ΄ βράδ΄ θα να΄σαι σε ξένον κόσμο, τα ποδάρια σ΄ θα γένουν ξύλα, ...κάτσε στο σεντούκι, βάλε τα ποδάρια σ΄ εδώ να πυρώνουντι κι όποια έφκιασε αυτή τ΄ σφηκοφωλιά να πάει να κάτσει μαναχή τ΄ς μέσα. Ήταν η πρώτη φορά που χάλασαν το έθιμο το Σαρακατσανέϊκο. Το κρύψιμο της νύφης. 


Ο ΓΑΜΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΛΙΑΚΟ


Γάμος Μαρίας Βρύζα - 1957

Το 1954 άφ΄καμαν τα καλύβια κι έκαναμαν πρώτ΄ φορά σπίτι, ικεί στ΄ Ορφάνι Κι ειδα ένα όνειρο :  Ήρθι η άνοιξ΄, ...κι λέει η μάνα μ΄, ...τι κάθισι κορίτσι μ΄, ...βάλε του καζάνι να πλύνουμι, …θα φουρτώσουμι. Λέω εγώ, …να πάτε ισείς, …ιγώ θα πάω να πλύνω στου κανάλι να γλέπω τη συμπεθέρα μ΄. - Αυτό το κανάλι ήταν το κανάλι στο χωριό τ΄ άντρα μ΄. Έπιρνι νερό, όσο είναι το ταβάνι. Πότ΄ζι τρία χωριά τα ρύζια, …Γύρισμα, Κεραμωτή, Πηγές, ..έπιρνι ξύλα και λ΄θάρια.

Ιμείς πήραμαν κουρίτσι στον αδελφό μ΄ απ΄ τ΄ς Κουτρουλαίοι, …συμπεθεριά και πρώτα ξαδέρφια τ΄ς πεθερά μ΄ οι Κουτρουλαίοι. Όταν με χάλεψαν εμένα ήρθαν τ΄ς νύφη μ΄ τ΄ αδέρφια μουσαφιριό. Λέει ο Γιαννάκς ο Κουτρουλός, …συμπέθερε ιμείς ήρθαμαν ιδώ να ιδούμι ν΄αδερφή μας, να ιδούμε κι ισας, …αλλά ήρθα και σαν προξεν΄τής. Θέλω να παντρέψω έναν ξάδερφο μ΄ κι θέλω να μας δώκ΄ς του κορίτσι. Εγώ ήμαν 23 χρονών. Λέει ο πατέρας μ΄, ...θα ρωτήσουμε να μάθουμε. Ποιόν να ρωτήσετε λέει αυτός, …από μας καλύτερα ποιόν θα βρείτε να ρωτήσετε, …εγώ έχω την αδερφή μ΄ εδώ, έχω και τον ξάδερφο μ΄ εκεί. Μεγάλωσα με τον Αντώνη, ..εγώ γκαβράρος κι ο Αντωνάκης τσιράκι. Γύρ΄σε πίσου κι στέλνει τον πατέρα τ΄ με τον πεθερό μ΄, ήρθαν μ΄ είδαν, …συμφών΄σαν και μ΄ αρρηβώνιασαν με τον άντρα μ΄, τον Αντώνη το Λιάκο. Με ρώτ΄σαν κι εμένα, …ήρθε ο θείος μ΄ και μι λέει, έτσι το παινεύουν του παιδί, …είναι πολύ καλό, αλλά είναι λίγο κοντακιανό.  Τι λες εσυ ; Λέω, ...να το κουβεντιάσετε, …άμα είναι γνωμ΄κό κι έχει μυαλο, …και είπα το ναι. Ήρθαν κι έδωσαν λόγο και σ΄ν αρρηβώνα δεν ήρθαν στο σπίτι, …πήγαν σ΄ ένα κέντρο.

Ο γάμος έγινε το 1957 στ΄ Ορφάνι. Ήρθαν απο βραδύς οι συμπεθέροι, έγινε ο γάμος και με πήραν και μ΄ηφεραν εδώ στς Πηγές Καβάλας. Πρώτη φορά είδα τον άντρα μ΄ στ΄ς στέψεις. Είχαμαν κι όργανα στο γάμο, τον Χαλκιά με βιολί απ΄ την Ηπειρο. Μέχρι το 1957 που παντρεύ΄κα δεν είχα φορέσει φουστάνι. Κράταγαμαν τα εθίματα, εκείνα είχαμαν μάθει, εκείνα δούλεψαμαν ιμεις.

Εγώ ήβρα μία κουνιάδα ελεύθερη, μία παντρεμένη. Δυό χρόνια έκαμα με την κουνιάδα μ΄ την ελεύθερη. Πολλές φορές μο΄λεγε, …καμμιά φορά μάλωνε η πεθερά την κουνιάδα μ΄, …εμένα με υποστήριζε. Η νύφη θα με φ΄λάξει έλεγε, εσύ δεν μπορείς να με φ΄λάξεις κορίτσι μ΄, έλεγε. Κι ο πεθερός μ΄ αυτό έλεγε.


Έχουμε δυό κόρες, μία στον Αμυγδαλεώνα και μία στην Καβάλα. Μόνη μ΄ τόσα χρόνια και στα παιδιά μ΄ πάνγα, …δεν νοιώθω μοναξιά, γιατί είμαι πολύ καλά με τα παιδιά μ΄! 



Μαρία Βρύζα και Αντώνης Λιάκος


ΟΙ ΛΕΧΩΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΡΑΙΔΕΣ

Όντας ήμαν λεχώνα, εγώ έχω ιδεί νεράιδες. Όντας είχα τη μεγάλη την κόρη μ΄ μ΄κρή, πήγαμαν σε μία ριχτολόγ΄σα, μ΄ είχαν πονέσει οι ρόγες απ΄ το πιδί που βύζινι. Να πάμε σε κάποια να τα ιτέψει, να σταματήσει ου πόνος. Μι σταύρωσε η ριχτολόγ΄σα κι ήρθαμαν πίσω. Ένα βράδ΄, ο άντρας μ΄ είχι πάει στου χωράφι και κατά τις μία η ώρα, έκλαψε το κουρίτσι κι πήρα χαμόμ΄λο για το στήθος, να το βάλω να β΄ζάξει του κορίτσι. Ακούω μιά φωνή : ΄΄…Tώρα που είναι μαναχή, πιάστε την απ΄ το λαιμό΄΄. Γυρνάω να ιδώ, ...τι να ιδώ !! Να κάθονται στο κεφαλάρι δύο και άλλες από κει, …οχτώ γ΄ναίκες !! …να΄ναι …μιά ομορφιά !! που δεν εχει πλάσει η φυση !! Και τα ρούχα τ΄ς να΄ναι όλα μεταξωτά !!, …άστραφταν, …κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, παρδαλά, …και να κρέμονται εδώ τα κρόσια !! Να τρέμω !! Κάνω έτσι, αρπάζω του κορίτσι, πααίνω στ΄ν πόρτα : Μάνα έλααα, θα με πνίξουν τώρα που΄μαι μαναχή !!. Με το μάνα εγώ, …παν αυτές, …χάθ΄καν !! Έρχεται η πεθερά μ΄, δεν τα πίστευε αυτά και δεν άνοιγαν τα μάτια τ΄ς απ΄ τ΄ νύστα. Έρχιτι ικει κι μ΄ λέει, …μη σκιάζισι νύφη μ΄, …….ξέρ΄ς τι ήγλεπα ιγω όταν ήμαν λεχώνα !! Με άφ΄σε κι έφυγε. Ούτε να θυμιατίσει, ούτε λίγο αγιασμό, …σ΄κώθκι πάει και πλάιασε !!


Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ

Ένα καλό είχαν οι Σαρακατσαναίοι, …ικείνος απού΄χε αξία, …τ΄ν έδωναν. Ξεκίναγε ο γάμος, …ποια ξέρει πώς θα γένει η κ΄λούρα, …εσύ θα ράψεις το φλάμπουρα. Αναγνώριζαν. Πάντρευαν οι Μπουταίοι τη διχατέρα τ΄ς στο Χρυσοχώρ΄, τ΄ν πάντρευαν στο Οφρύνιο την πήρε ένας Βρύζας. Εγώ ήμαν έξ΄-εφτά χρόνια παντριμένη, ...κι έρχιτι ου Γιάνν΄ς ου Μπούτους, …στου χωράφι είμασταν, …Αντωνάκαινα πάρα πολύ σε παρακαλεί η γ΄ναίκα μ΄, να ΄ρθ΄ς να πιάσουμε τα προζύμια. Τώρα Αντώνη δεν γένιτι λέω στον άντρα μ΄, ...το καλαμπόκι μπορούμε να το κάνουμε κι αύριο, …να πάμε.  Έρχομαστε απ΄ του χωράφι, ξεζεύουμε, ντένουμαστε, …και πάμε στο Χρυσοχώρι, με τ΄ άλογο, με το κάρο, τη σούστα. Ποιός να πιάσει τα προζύμια, …α να τα πιάσει ένα κορ΄τσάκι και βόηθαγα κι εγω. Πιάσκαν τα προζύμια κι έρχεται η μάνα του κορ΄τσιού,  …Αντωνάκαινα, …θα να΄ρθς να ξεχειρίσεις τς κ΄λούρες, θα τς κεντήσεις και θα τς ψήσεις, ..κι άσι τα κορ΄τσάκια. Τ΄ς κέντ΄σα, τ΄ς έψ΄σα, … Α! τώρα πάει η καρδιά μ΄ εκει που ΄θελα, λεει ! 


Γάμος Μήτσου Κουτρουλού και Καλλιώς Γκουντάκου στις Πηγές Καβάλας το 1956 - Όπως φαίνεται και στη φωτογραφία είναι η περίοδος που αρχίζουν οι γυναίκες να εγκαταλείπουν τη Σαρακατσάνικη φορεσιά και να ντύνονται Ευρωπαϊκά (όπως φαίνεται στην 5η γυναίκα από αριστερά).


Η ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Να σας πω και μερικά πράγματα απ΄ το Σαρακατσιάνικο, …πώς κουράζονταν η γ΄ναίκα και …πώς κουράζονταν ο άντρας. Έρχονταν να κουρέψουν, κούρευε η γ΄ναίκα, κούρευε κι ο άντρας. Η γ΄ναίκα να μάσει τα μαλλιά, η γ΄ναίκα να τακτοποιήσει, η γ΄ναίκα να πλύνει, η γ΄ναίκα να φτιάσει το φαϊ, η γ΄ναίκα να μάσει τα παιδιά, … Ο άντρας; Α! τα κούρεψαμαν !! …μαζώνονταν εκει, …φτιάσε καφέ, ...ήρθε ο τάδε κι ο τάδε, …φέρε μας έναν καφέ να πιούμε !! Η γ΄ναίκα η Σαρακατσάνα ήταν πολύ παιδεμένη, πολύ τυραννισμένη. Δηλαδή, όποια ήταν λίγο δυνατή και της έκοβε και το μυαλό, να τα βάλει κάπως σε σειρά, …εκείνο που ήταν να γίνει σε δυο ώρες, τα αρχίνιζε δυο ώρες πιό μπροστά, για να πάρει το χρόνο μπροστά. Άλλες δεν μπόρ΄γαν οι καημένες, τς έπαιρνε το ποτάμι. Ξέρεις τι θα πει να κουρέψεις, να μάσεις τα μαλλιά, να φορτώσεις, να το πάρεις το μαλλί απάν, να το πλύνεις, να το ξέσεις, να το λαναρίσεις, να βγάνεις το φίνο, να γνέσεις τα διασίδια, να τα υφάνεις, …αυτά όλα στη γ΄ναίκα. Η γ΄ναίκα τα ξύλα, η γ΄ναίκα το φαϊ, η γ΄ναίκα τη βαλέρα, η γ΄ναίκα το ύφαμα, η γ΄ναίκα το τύλιμα. Το βράδυ έντεκα η ώρα έπρεπε να ξαπλώσεις. Οι περισσότερες μίνια η ώρα το πολύ δύο, …ορθές !! Να πιάσεις προζύμι, να ζ΄μώσεις, να πάρς να γνέσεις, ...τα ρούχα, τα παιδιά. Έφευγες μετά, πάαινες στο μαντρί, στα γενν΄μένα, …να ξαρίσεις, να πιάσεις τς πρατίνες απ γένν΄σαν, το βράδυ να φέρεις τς γιοματάρες, να τς δέσεις, να πάρουν τ΄ αρνί,  ...αυτα τα΄φκιανι ούλα η γ΄ναίκα. 

- Γ. Κολοβός : Ναι, ..αλλά ζούσε πιό πολλά χρόνια η γυναίκα !

- Κα Μαρία : Πού; Άδειαζε; Δεν την άφηναν οι δ΄λειές να πεθάνει !!
 (γέλια)





-----------------------------------------------------------------------------------

H ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΑΚΟΥ-ΜΠΟΝΙΑ 
ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ 






-----------------------------------------------------------------------------------