portraita

Τα άλογα των Σαρακατσάνων

          Καραβάνι Σαρακατσάνων διασχίζει την πόλη της Καβάλας το 1941

του Δημήτρη Κυριάκου

Οι Σαρακατσάνοι όντας νομάδες, μετακινούνταν με τις οικογένειες και τα κοπάδια τους  κάθε άνοιξη από τα χειμαδιά των κάμπων στα θερινά τσελιγκάτα πάνω στα βουνά και κάθε χ΄νόπωρο απο τα βουνά στα χειμαδιά. Σε αυτές τους τις μετακινήσεις έπαιρναν μαζί τους όλα τους τα υπάρχοντα καθώς όπως γνωρίζουμε, ως ολιγαρκείς και σχεδόν αυτάρκεις οι σαρακατσάνοι είχαν πάντα στα κονάκια τους μόνο τα απαραίτητα για τη διαβίωση τους. Για να μπορούν να γίνουν αυτές οι μετακινήσεις και να πάρουν μαζί τους τα “σέα” τους και το νοικοκυριό, έπρεπε να έχουν άλογα και μουλάρια, τα οποία θα κουβαλούσαν τα χαράρια με τα πράγματα τους στα μακρινά ταξίδια που σε κάποια τσελιγκάτα έφταναν τις 30-40 μέρες στράτα, δηλαδή 30-40 κονάκια όπως έλεγαν. Έτσι λοιπόν, εκτός απo τα πολυάριθμα κοπάδια προβάτων και κατσικιών που είχαν, τα οποία τους κάλυπταν μέρος της τροφής και της ένδυσης τους αλλά ήταν και η κύρια πηγή εσόδων του τσελιγκάτου, είχαν και μεγάλα κοπάδια αλόγων (αρκιλέδες) τα οποία θα τους εξυπηρετούσαν κυρίως την περίοδο των μετακινήσεων. Έτσι λοιπόν όλες οι οικογένειες είχαν άλογα, άλλες πέντε άλογα άλλες λιγότερα αλλά και άλλες έφταναν να έχουν ως και 30 και πλέον άλογα. Υπήρχαν όμως και οικογένειες που τύχαινε κάποιες χρονιές να μείνουν χωρίς καθόλου άλογα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι υπόλοιποι σαρακατσάνοι του τσελιγκάτου τους δάνειζαν απο ένα δύο άλογα έτσι ώστε να μπορέσουν κι αυτοί να μετακινηθούν μαζί με το οτζάκι.   Τα άλογα που είχαν οι σαρακατσάνοι ήταν σχετικά μικρόσωμα και λιτοδίαιτα, αλλά ανθεκτικά στις διάφορες καιρικές συνθήκες, δυνατά άλογα με χοντρά ποδάρια όπως έλεγαν.  


Καραβάνι Σαρακατσάνων στη Βουλγαρία τη δεκαετία του 1950 (Από το αρχείο του Vasil Marinov)

 

Κάθε τσελιγκάτο μόλις έφτανε στον προορισμό του, είτε την άνοιξη είτε το φθινόπωρο, χώριζε τα κοπάδια ανάλογα με την παραγωγική τους κατάσταση εκείνη την περίοδο (στέρφα, γαλάρια, ζγούρια κλπ) αλλά και ανάλογα με τον αριθμό τους, δεν έπρεπε να ξεπερνάν κατά πολύ τα χίλια πρόβατα ανά κοπάδι. Τότε ο τσέλιγκας με τους κηχαιάδες όριζαν τσομπάνηδες, δύο σε κάθε κοπάδι,  οι οποίοι θα βοσκούσαν τα αιγοπρόβατα επί πληρωμή,(τζομπανλίκι). Έτσι λοιπόν όριζε και άτομα τα οποία θα βοσκούσαν τα άλογα του τσελιγκάτου σε προκαθορισμένο από τον τσέλιγκα σημείο, το λεγόμενο βαλμοτόπι, οπού εκεί θα στηνόταν και ο οβορός. Ο οβορός ήταν ένα πρόχειρο, συνήθως  κυκλικό, μαντρί με αραιή φράχτη από λούρα, ικανή να συγκρατήσει τα άλογα μέσα τις νυχτερινές ώρες. Πολλές φορές, οβοροί γινόταν διάφοροι φυσικοί φράχτες από παλιούρια ή βράχους και αναχώματα τα οποία επίσης θα συγκρατούσαν τα άλογα για να μη διαφύγουν. Τους χειμερινούς μήνες, δίπλα στον οβορό στηνόταν κι ένα καλυβάκι, μια “χαλαντζούκα”, στην οποία θα κοιμόταν τα βράδια οι βαλμάδες έτσι ώστε να προστατεύονται από τα χιόνια και τις βροχές. Τα καλοκαίρια δεν συνήθιζαν να φτιάχνουν καλύβα καθώς οι θερμοκρασίες ήταν κάπως πιο υψηλές και με την φωτιά αλλά φυσικά και με τις κάπες οι τσομπάνηδες κοιμόταν με σχετική άνεση.

Όπως σε όλα τα κοπάδια, έτσι και στους αργκιλέδες, όπως είπαμε , οριζόταν δύο τσομπάνηδες, ένας “γκαβράρος”, δηλαδή μεγαλύτερος και κάπως πιο έμπειρος κι ένας για “τσουράκι”, βοηθητικός θα λέγαμε, ο οποίο ήταν συνήθως μικρότερης ηλικίας από τον γκαβράρο. Ο μισθός των βαλμάδων, δηλαδή των τσομπάνηδων που θα βοσκούσαν τα άλογα, ήταν λίγο μικρότερος από τον μισθό των πραταραίων, αυτών δηλαδή που βοσκούσαν τα πρόβατα.  


Η Κατερίνη Γίδαρη (σύζυγος Βαγγέλη Τυχάλα) γεννημένη το 1911, με τον αδερφό της Νικόλα Γίδαρη (γεννημένος το 1908) έφιππο το 1940 στα Σκόπια (αρχείο Χρήστου Καρασταμάτη - Τυχάλα).

 

Κάθε οικογένεια στο τσελιγκάτο, στο τέλος της χρονιάς (εξαμήνου) ήταν υποχρεωμένη να πληρώσει προς τον τσέλιγκα κάποια χρήματα για  διάφορα έξοδα που προέκυπταν και αφορούσαν το τσελιγκάτο αλλά και για την ενοικίαση των λιβαδιών και την πληρωμή των τσομπάνηδων, το φθινόπωρο τα χρήματα αυτά τα αφαιρούσε ο τσέλιγκας από τα έσοδα της κάθε οικογένειες όταν και ξελογαριάζονταν για να φύβγουν για τους κάμπους. Το ποσό των εξόδων αυτών, προέκυπτε αναλογικά σε κάθε οικογένεια με βάση τον αριθμό προβάτων που είχε. Το ίδιο συνέβαινε και για τα άλογα. Ανάλογα με τον αριθμό αλόγων της κάθε οικογένειας, πλήρωναν και το ανάλογο βαλμαλίκι, για την ενοικίαση του λιβαδιού που θα βοσκούσαν τα άλογα αλλά και για την πληρωμή των βαλμάδων. Οι βαλμάδες που βοσκούσαν τα άλογα του τσελιγκάτου και πληρωνόταν για αυτό, πλήρωναν λιγότερα χρήματα για τα άλογα της οικογένειας τους, όπως και οι τσομπάνηδες που βοσκούσαν τα πρόβατα και τα γίδια. Τα χρήματα αυτά, τους αφαιρούνταν από το τζομπανλίκι, δηλαδή τη ρόγα του τσομπάνου που θα τους έδινε στο τέλος της χρονιάς ο τσέλιγκας.  


Καραβάνι Σαρακατσάνων περνάει μέσα από την πόλη της Ξάνθης τη δεκαετία του 1940 

 

Παλαιότερα, οι βαλμάδες σε κάθε οτζάκι, ήταν υπεύθυνοι όχι μόνο για τη βόσκηση των αλόγων αλλά και για την ίππευση τους. Έπρεπε να μαθαίνουν τα πλαρκά και τα αρκάτα να δέχονται αρχικά καπίστρι, έπειτα χαλινάρι και τέλος σαμάρι και καπούλια. Αυτή ήταν η σειρά που εκπαίδευαν,αν μπορούμε να το πούμε ετσι, τα άλογα. Αρχικά τα καπιστράκια που έβαζαν στα νεαρά άλογα ήταν απο τριχιές, έπειτα έβαζαν το χαλινάρι το οποίο δυσκόλευε λίγο τα πράγματα μιας και όντας άμαθο το άλογο δεν το δεχόταν εύκολα και ύστερα ξεκινούσε η διαδικασία για το καβαλήκεμα. Στην αρχή έριχναν το γομαρότσολο στην πλάτη του αλόγου, έτσι ώστε να συνηθίζει, έπειτα έβαζαν κάτι πιο βαρύ, μέχρι να έρθει η στιγμή οπου θα έμπαινε το σαμάρι ή η σέλα. Τέλος, ένας εκ των δυο βαλμάδων, επιχειρούσε να καβαλήσει (καβαλ΄κέψει) το άλογο ενώ ο άλλος το κρατούσε. Στην αρχή τα περισσότερα άλογα προσπαθούσαν να γκρεμήσουν τον καβαλάρη, η πείρα και η τεχνικές που χρησιμοποιούσαν οι σαρακατσάνοι όμως έκαναν το ζώο μετά από μικρό χρονικό διάστημα να συνηθίζει. Μια από τις τεχνικές αυτές ήταν η “μασκαλίτσες” ,τριχιές οι οποίες, ξεκινούσαν από τις μπροστινές “αμασκάλες” του αλόγου φτάνοντας μέχρι την ουρά. Αυτή η τεχνική περιόριζε τα τινάγματα του αλόγου την ώρα που θα επιχειρούσε ο βαλμάς να το καβαληκέψει. Πολλοί Σαρακατσάνοι βαλμάδες είχαν μεγάλη φήμη για τις δυνατότητες τους στην ίππευση και εξημέρωση ενός αλόγου. Δύσκολα έβγαινε απο τα χέρια τους άλογο το οποίο δεν θα “έπαιρνε” σαμάρι . Έτσι βγήκε και η φράση “βαλμάδες κι αλογοφαγάδες”. Ακόμα και ντόπιοι έφερναν δύσκολα άλογα στους βαλμάδες για να τα ημερέψουν κι αυτοί με τη σειρά τους τις περισσότερες φορές τα κατάφερναν.  


Ο Σταύρος Βρύζας με το κοπάδι του και το γαϊδουράκι στο βάθος φορτωμένο με τα απαραίτητα των τζομπαναραίων το 1957 έξω από την Αλεξανδρούπολη

 

Είπαμε παραπάνω πως όλα τα άλογα του τσελιγκάτου μαζευόταν σε ένα κοπάδι. Όλα αυτά τα άλογα, που κάποιες φορές έφταναν να είναι πάνω απο διακόσια σε κάποια τσελιγκάτα, μπορεί να μαζευόταν στο ίδιο σημείο, όμως ήξεραν το κάθε ένα τον “αργκιλέ” του, δηλαδή σε ποιό κοπαδάκι μέσα στο μεγάλο κοπάδι ανήκουν. Αρχηγός του κάθε “αργκιλέ” ήταν συνήθως μια φοράδα, στην οποία έβαζαν και το τσοκάνι.

Τα περισσότερα αρσενικά άλογα ευνουχίζονταν για να μην είναι  επιθετικά έτσι ώστε να μπορούν με ευκολία οι γυναίκες και τα παιδιά να τα φορτώνουν και να τα ξεφορτώνουν στα καραβάνια χωρίς να υπάρχει κίνδυνος. Οι τσελιγκάδες όμως ήθελαν να έχουν μπινέκια αρσενικά αλογα έτσι ώστε να είναι βαρβάτα, περίφανα με βαρύ βήμα. Ο ευνουχισμός των αλόγων δεν ήταν απαραίτητα δουλειά των βαλμάδων. Γινόταν από όσους γνώριζαν καλά αυτή την τέχνη. Ήταν επικίνδυνη διαδικασία διότι μπορούσε να ψοφήσει το άλογο, κάτι που θα κόστιζε πολύ στην οικογένεια της οποία ανήκε, μιας και όπως είπαμε τα χρειαζόταν κυρίως για τις μετακινήσεις τους. Ήταν επικίνδυνο όμως αν κάποιος δεν ήξερε να το κάνει σωστά, διότι το άλογο μπορούσε να γίνει “ρουγκάτσ΄κο”. Αν δεν πετύχαινε ο ευνουχισμός,τότε το άλογο γινόταν πολύ επιθετικό και επικίνδυνο.  


Καραβάνι Σαρακατσάνων στον κάμπο των Σερρών τη δεκαετία του 1930

 

Τα δυσκολότερα άλογα όμως ως προς την ίππευση ήταν τα θηλυκά. Σύμφωνα με μαρτυρίες των γερόντων οι φοράδες ήταν αυτές που ιππεύονταν πιο δύσκολα και χρειαζόταν περισσότερος χρόνος από ότι τα αρσενικά (βαρβάτα και ευνουχισμένα).

Εκτός από τα αλογομούλαρα κάθε τσελιγκάτο χρειαζόταν και κάποια γαιδούρια έτσι ώστε να ακολουθούν ήσυχα τα κοπάδια και να κουβαλάνε τα απαραίτητα που χρειαζόταν οι τσομπάνηδες, όπως τα ψωμιά, τις φτσέλες, τις κάπες κλπ.

Στη διάρκεια των καραβανιών τα άλογα χωρίζονταν από τον αργκιλέ και η κάθε οικογένεια έπαιρνε το δικό της κοπαδάκι αλόγων. Στη στράτα  πιανόταν συγκέρι, ένα πίσω απο το άλλο, δεμένα με τριχιές απο το σαμάρι του πρώτου στο καπίστρι του επόμενου. Μπροστά μπροστά στο συγκέρι έμπαιναν τα αρσενικά (βαρβάτα και ευνουχισμένα) ενώ πιο πίσω οι φοράδες με τελευταία τη φοράδα με το τσοκάνι. Κάθε άλογο φορτωνόταν ισόβαρα στις δύο πλευρές (μεριές) του σαμαριού έτσι ώστε και να μην καταπονείται το ζώο αλλά και για να μην “γέρει το φορτιό” με κίνδυνο να πέσει και να χρειαστεί να σταματήσει όλο το καραβάνι για να φορτωθεί ένα άλογο. Τα άλογα στο καραβάνι ήξεραν τη σειρά τους, τη θέση τους. Όπως φυσικά ήξεραν και τις στράτες τις οποίες θα ακολουθούσε η οικογένεια αν πήγαινε σε τσελιγκάτα που είχε ξαναπάει. Η φοράδα με το τσοκάνι η οποία κουβαλούσε και την τέντα με τα τεντόξυλα, έμπαινε στο τέλος απο το συγκέρι διότι θα την ακολουθούσαν τα πλαράκια και τα αρκάτα τα οποία δεν φορτώνονταν και δεν δένονταν στο συγκέρι. Ακολουθούσαν πίσω απο τη φοράδα ελεύθερα μαθαίνοντας σιγά σιγά τις στράτες.  


Ο Μήτρος  Τσιλιγγίρης καβάλα στο μπινέκι του το 1953 στο Κάρλοβο της Βουλγαρίας

Εκτός απο το καραβάνι τα άλογα τα είχαν και για άλλες μακρινές κυρίως μετακινήσεις (παζάρια) αλλά και για τους γάμους. Στα άλογα καβάλα έπρεπε να πάνε οι σχαριάτες στο οτζάκι της νύφης, όπως επίσης καβάλα στο άλογο έπρεπε να φτάσει κι ο γαμπρός. Τέλος, καβάλα σε μια φοράδα έπαιρναν την νύφη από το οτζάκι της μαζί με τα προικιά της για να πάνε στο τσελιγκάτο του γαμπρού όπου και θα γινόταν η χαρά (γάμος).

Ένα ακόμα σημείο που χρησιμοποιούσαν τα άλογα κάποιοι σαρακατσάνοι, είναι τα αλώνια. Οι σαρακατσάνοι μέχρι σχεδόν το 1940 δεν είχαν δική τους γη και χωράφια για να χρειάζονται τα άλογα σε αγροτικές εργασίες. Έτσι πήγαιναν σε χωριά που είχαν κυρίως σιτηρά και νοίκιαζαν μπορούμε να πούμε τα άλογα τους στους ντόπιους που δεν είχαν τόσα πολλά άλογα, έτσι ώστε να αλωνίσουν τα σιτάρια τους. Το διάστημα αυτό έμενε κάποιο μέλος της οικογένειας εκεί όπου ήταν τα άλογα και για να τα προσέχει αλλά και για να βοηθήσει και ο ίδιος στο αλώνισμα. Από το αλώνισμα προέκυπταν κάποια έσοδα για την οικογένεια που παρείχε τα άλογα της στους ντόπιους. Αυτά τα έσοδα συνήθως δεν ήταν χρήματα αλλά σακιά με σιτάρι, ισότιμα με τα χρήματα που έπρεπε να πάρουν για τις ημέρες που αλώνισαν τα άλογα τους. Το σιτάρι αυτό  το έκαναν αλεύρι στους μύλους κι έτσι πολλές οικογένειες εξασφάλιζαν με αυτό τον τρόπο το ψωμί της χρονιάς. 

Απο το 1940 περίπου που άρχισαν να περιορίζονται οι μετακινήσεις και σιγά σιγά να σταματούν τα καραβάνια, τα τσελιγκάτα λιγόστεψαν τον αριθμό των αλόγων τους και πολλές οικογένειες άρχισαν να τα βοσκούν ξεχωριστά από τους υπόλοιπους όπως έγινε και με τα κοπάδια τα τελευταία χρόνια της νομαδικής ζωής.  


Καραβάνι Σαρακατσάνων διασχίζει την πόλη της Καβάλας το 1941