portraita

Μήτρος  Μπατάκος

.
του Γιώργου Κολοβού
Είμαι γεννηθείς το 1955 έτος. Το όνομα δεν ήταν πάντα Μπατάκος, …εμείς το επίθετο το δικό μας είναι Μπαρμπαζώνης. Η πατέρας μ΄ ήταν μεγαλύτερος απ΄ τ΄ αδέρφια τ΄, …κι έλεγαν, …ποιός ; …η μπατάκος, …μπατάκο λέμε το Μπάτη, τον μεγαλύτερο αδερφό. Και πολλοί απ’ τ΄ς Σαρακατσαναίοι δεν ήξεραν απ΄ τον λεν Γιώργο τον πατέρα μ΄, τον φώναζαν Μπατάκο. Κι εμεις το 1996 – 97 έτος, επειδή όλοι μας έλεγαν η Μπατάκος και κανένας Μπαρμπαζώνης, άλλαξαμε τα χαρτιά στο δικαστήριο και γράφκαμαν Μπατάκος.

Τον παππού μου τον έλεγαν Σπύρο. Αυτοί έκαναν γυροβολιά το Μπουργκάζ κι αρρώστησε από πνευμονία και είχε πάει στο γιατρό. Ήθελαν να τον κρατήσουν στο νοσοκομείο κι αυτός δεν στρέχκι και γύρσι πίσω με φάρμακα, αλλά μετά δυνάμωσε η αρρώστια και όταν πήγε πάλι, πέθανε …και στο Μπουργκάζ τον χωμάτ΄σαν, …δεν τον γύρ΄σαν στα καλύβια καθόλου. Η παππούς μ΄ πέθανε τριάντα τρίο χρονών, όταν η πατέρας μ΄ ήταν εφτά χρονών. Τότε τα παιδιά ήταν τρία αδέρφια και δυό αδερφάδες, …η θειά μ΄ εννιά χρονών η πατέρας μ΄ εφτά, άλλον έναν αδερφό πέντε, άλλον έναν τρία και μια θειά όποια απόμεινι κοιλάρφανη, δεν είχε γεννηθεί.

Bιβλίο που εκδόθηκε από τον Γεώργιο Μπατάκο

Η βαβά μ΄ η Μαρία ήταν απ΄ τ΄ς Γρουναίοι, … εγώ την θυμήθ΄κα, αυτήν μας τράνεψε. Δεν ήθελε να ξαναπαντρευτει κι αποκούμπσι στ΄ αδέρφια τ΄ς. Ο πεθερός της ήταν άκληρος και όταν πέθανε την πήρε ο λαλάς τ΄ς και την τήραε. Τον έλεγαν Θανάση Αγγίδα και τήραξε τα αγγόνια τ΄ αδερφού τ΄. Μπαρμπαζών΄ς ήταν και είχε παρατσούκλι και Αγγίδα τον έλεγαν. Αυτός ήταν τσέλιγκας κι αυτός έκανε κουμάντο. Η βαβά μ΄ μέχρι για να πεθάνει είχε λόγο και ούλοι τη σέβομασταν. Πέθανε το 1976, όταν εγώ ήμαν είκοσι ένα χρονών, μόλις είχα γυρίσει απ΄ το στρατό. Τα Βουλγάρικα δεν τα ήξερε, …ούδε κι η μάνα μ΄ κι αυτή δεν τα΄ξερε καλά Βουλγάρικα. Όταν πήγαν στην πόλη στο Καρναμπάτ κοντά σε εργοστάσια τα΄μαθαν, αλλά δεν τα΄ξεραν καθώς πρέπει. Ούδε η μάνα μ΄ ούδε η πατέρας μ΄ έχουν πάει μίνια μέρα σχολειό. 

Η πατέρας μ΄ είναι γεννημένος 1928 έτος και είναι γινωμένος στο Τσιόρνο στην Τουρκία, μια πόλη εκατό χιλιόμετρα απ΄ την Κωνσταντινούπολη. Μέχρι εκει κατέβαιναν και πέρναγαν τον χειμώνα. Τα καλοκαίρια γύρναγαν απ΄ την Τουρκία και έπιαναν τα βουνά εδώ. Εφτά χρονών ύστερα κοντά, η πατέρας μ, οχτώ ήταν, ...παν και τον ρόιασαν και σα μολογάει, ένα ζευγάρι τσαρούχια κι ένα σακί αλεύρι, …ένα εξάμηνο τζιομπάνος. Ήταν ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος και διάβαζε πάρα πολύ. Είχε φκιάσει ένα γενεαλογικό δέντρο, …τον προσπαπού τ΄, …τρεις γεννιές πίσω απ΄ τον παππού τ΄ έχει γραμμένα. Δεν έχω τηράξει τα χαρτιά τ΄, πρέπει να τα τηράξω. Πέθανε 84 χρονών το 2012 έτος. Η μάνα μ΄ ήταν απ΄ τ΄ς Κ΄τσουμπαίοι, κάποιον βουλευτή είχηταν στην Ελλάδα. Τον παππού μ΄ απ΄ τη μάνα μ΄ δεν τον γνώρισα και τη βαβά μ΄ λίγο τη θυμάμαι. Ό,τι έμαθα τα έμαθα απ΄ τη βαβά μ΄ κι απ΄ τον πατέρα μ΄, μασλάτια που μο΄λεγε. Είχανε περάσει άσχημα χρόνια, φτώχεια.


Χάρτης της Βουλγαρίας με τις περιοχές που κατοικούν Σαρακατσάνοι

Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΩΝ

Αυτά που ξέρω εγώ απ΄ τον πατέρα μ΄ ο οποίος διάβαζε πάρα πολύ, …το 1820 – 22, οι Σαρακατσαναίοι απ΄ το Συράκο, απ΄ το βουνό, έφευγανε τρία κομμάτια. Ένα κομμάτι ήρθε εδώ στη Βουλγαρία, ένα κομμάτι πάει στη Γιουγκοσλαβία, αυτού στο Γεύγελη και τρίτο κομμάτι είχε πάει στην Προύσα. Τώρα εκείνοι που είχαν πάει στην Τουρκία, ξέρω ότι γύρ΄σαν πίσω, με κάτι καράβια, τα΄βαλαν κι ύστερα κοντά φτάσαν στη Σαλονίκη. Εκείνοι απ το Γεύγελη στη Σερβία, δεν έμεινε κανένας τώρα, ούλοι τ΄ς είναι στη Θεσσαλονίκη στο Κορδελιό. Όσο ξέρω απ΄ τον πατέρα μ΄  εδώ στη Βουλγαρία, το 1800, 22, 25 έτος είχανε φύβγει γύρω στις τριάντα οικογένειες. Κι απ΄ τα τότε, τα λογαριάζουμε είμαστε τώρα στη Βουλγαρία δέκα έξι – δέκα εφτά χιλιάδες άτομα. Λίγες οικογένειες μα κι είχανε περάσει απ΄ τη Γιουγκοσλαβία και τότε μπήκανε στη Βουλγαρία. Πολλοί δε Σαρακατσιαναίοι που είναι σήμερα στην Ελλάδα, έκαναν εδώ στα δικά μας τα βουνά κι όταν κατέβαιναν κάτω, έκλεισαν τα σύνορα κι έμειναν εκει.

Οι θ΄κοί μας οι Σαρακατσιαναίοι οι πλειότεροι κατέβαιναν στην Τουρκία και τα καλοκαίρια έκαναν εδώ στα βουνά, σε τούτα τα Σληβιανά τα βνα, στο Κότελ και πιό παν στα Καζανλιώτκα, Κάρλοβο, Βίτοσα πάαιναν αυτού κοντά στη Σόφια. Στη Ρουμανία δεν ξέρω αν πάαιναν και δεν έχω ακούσει άμα πάαιναν. Οι Σαρακατσιαναίοι που ήταν δυτικά μετά τη Σόφια, Μπεργκόβιτσα, Μοντάνα, Ντούμπνιτσα, Σάμοκοβ, εμεις τ΄ς λεμε Καλαμποκιώτες, …Πολίτες ήταν κι αυτοί, …περπατιάρηδες, …ένα είμαστε.

Ελληνικό βιβλίο που χρησιμοποιήθηκε απο την οικογένεια Μπατάκου, για την γνώση της Ελληνικής ιστορίας στα τσελιγκάτα, τη δεκαετία του 1960

Η ΖΩΗ ΣΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ

Το τσελιγκάτο το θ΄κό μας είχε πολλές οικογένειες, …η βαβά μ΄ είχε πέντε αδέρφια και όλοι μαζί μαζεύονταν κι έκαναν το κονάκι. Όντα πέθανε η παππούς μ΄, όσο ξέρω είχανε τετρακόσια πρόβατα κι είκοσι πέντε άλογα, …δεν ήταν απ΄ τ΄ς πλούσιοι. Στα βουνά έκαναν εδώ στο Κότελ και το χειμώνα έκαναν κοντά στη Μαύρη Θάλασσα, …κάτι χωριά, Ρόσεν, Ράβνακορα, κατά τη Σωζόπολη. Καλύβια είχαν κι απάν κι κάτ΄. Εμείς το πρώτο το σπίτι, πήγαμαν στο Καρναμπάτ το 1961 έτος, τότε έφκιασε η πατέρας μ΄ το πρώτο το σπίτι, ήταν 34 χρονών. Ως τα τότε είμασταν σε άλλη μικρή πόλη εδώ στο Γουρλάρι, ο δήμαρχος ήταν Σαρακατσιάνος και είχαμε κάτσει ένα χρόνο και πριν απ΄ αυτό είμασταν στα βουνά.

Εδώ στη Βουλγαρία ικιά τα χρόνια ήταν ένας Νίκας, …Κ΄τάβας λέγονταν αυτός, Σαρακατσιάνος, αλλά σταμάτησε τα πρόβατα και ξεκίνησε εμπόριο, …κάμα έξυπνος άνθρωπος και είχε σχέσεις με τους Σαρακατσάνο υς εδώ. Μιλάμε 1923 έτος, έχει φκιασμένο σπίτι στο Μπουργκάζ. Ο ίδιος είχε ανοίξει μαγαζιά και στην Αλεξάνδρεια στην Αίγυπτο και είχε μαγαζιά και στο Μπουργκάζ. Τέσσερα παιδιά είχε, ...ούλα τα παιδιά τα΄χε σταλμένα κι έβγαλαν εμπορικό γυμνάσιο στο Λάιπτσινγκ στη Γερμανία. Αυτό που θ΄μάμαι είναι ένα μασλάτι απ΄ τον πατέρα μ΄, όντα μάθαινε ένα απ΄ τα παιδιά τ΄ αυτού στο γυμνάσιο στη Γερμανία και κάποια Γερμανικιά εφημερίδα γράφει, …στη Βουλγαρία λέει, είναι κάποια άγρια φυλή στα βουνά, …κι αυτός η Βαγγέλ΄ς λέει, …παιδιά εγώ να ξέρετε λέει είμαι απ΄ αφνούς. Τινάχ΄καν όλοι. Το μολόγαγε η πατέρας μ αυτό. 

Από αριστερά : ο Γεώργιος Μπατάκος (πατέρας) με τ΄ αδέλφια του Θανάση και Βασίλη

Η ΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟ 1958

Το 1958 μας πήραν τα πρόβατα. Ήταν πολύ βαρύ πράγμα για να τα πάρουν τα πρόβατα τ΄ς Σαρακατσιαναίοι, …στο νού μ΄ ακούω κάτι βρασμούς από μοιριολόια τ΄ς γιαγιά μ΄, όταν τα΄παιρναν. Τότε τ΄ς έδωναν κάτι ψιλά πράγματα, καν΄τίποτα, …ούδε σπίτια είχαν, ούδε χωράφια, τίποτα, …είχαν μον΄ τα πρόβατα, … τ΄ς πήραν τα πρόβατα κι τ΄ς άφ΄ναν στη λάκα απ΄ λέν. Η πατέρας μ΄ όταν τα΄παιρναν και τα παράδωναν τα πρόβατα, πάει κι ήφερε φωτογράφο και τα τρία τ΄ αδέρφια είναι φωτογραφισμένα με τα πρότα, …την ίδια τη μέρα που τα παράδωναν στο κολχόζ. Την έχω αυτή τη φωτογραφία, βαλμένη στο δωμάτιο τ΄ πατέρα μ΄.


Φωτογραφία με τα τρία αδέλφια στο δικό τους κοπάδι, την ημέρα που τους πηραν τα πρόβατα το 1958

Τέσσερα ποιήματα είχε γράψει ο πατέρας μ΄ τότε που μας πήραν τα πρόβατα. Ένα είναι αυτό :

Σαν το κακό που πάθανε οι Βουλγαρινοί οι βλάχοι
πενηντοχτώ την άνοιξη οι κούκοι δε λαλούνε
παίρουν τα βλαχ΄κα πρόβατα, πρατίνες με τ΄ αρνιά τους
παίρουν τα στερφοκόπαδα μ΄ όλο με τα κουδούνια
κι από τα βλάχ΄κα κλάματα, γυναίκεια μοιρολόγια
όλα τα πρότα βέλαξαν και τα σκυλιά ουρλιώνταν
και μιά βλαχούλα όμορφη, πικρές κατάρες λέει :
Ώρα καλή πρατάκια μου, χολέρα στα χολχόζια
φαρμάκι να γίνει το γάλα σας, φαρμάκι και το κριάσι σας
και τα μαλλιά σας τα χρυσά, οχιές με δυό κεφάλια

Μετά το 1958 η ζωή των Σαρακατσιαναίων σταμάτησε και πήγαν άλλοι σε πόλεις και άλλοι σε χωριά, …έφκιασαν σπιτάκια και πιάσκαν τζιομπαναραίοι στο κολχόζ και φύλαγαν τα πρότα. Εμείς το 1961 πήγαμε στο Καρναμπάτ, …τότε ήμαν έξι χρονών κι έφυγα είκοσι ένα, …δέκα πέντε χρόνια είμασταν εκει. Τα θ΄μώμαι ακριβώς όλα, πού πάαιναμαν, πού κάθομασταν, πού γύρναγαμε, όλα τα θυμάμαι. Η πατέρας μ΄ δεν είχε φυλάξει ποτέ πρόβατα και ξεκίνησε εμπόριο με μαλλιά. Δεν επέτρεπαν, αλλά έκανε το εμπόριο κρυφά. Το 1983 έτος η πατέρας μ΄ αυτά που του΄χανε πιάσει το κράτος, διακόσια ογδόντα κιλά μαλλί απ΄ αγόρασε να το πουλήσει, τον έβαλαν φυλακή τέσσερα χρόνια. Και πλΆιασε δυό χρόνια, τον είχα φέρει εδώ στο Σλήβεν εγώ και βγήκε. Για μαλλί απ΄ τ΄αγόρασε για να βγάλει πέντε δραχμές.


Οι γονείς Γεώργιος και Μαρία

ΤΑ ΓΚΟΥΡΜΠΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Όταν ήταν στα καλύβια, οι Σαρακατσιαναίοι όργανα στους γάμους δεν είχαν. Και ύστερα και στις πόλεις όνταν ήταν πάλι δεν είχαν όργανα. Τα τραγούδια που έλεγαν τα΄λεγαν με το στόμα. Όλα με το στόμα, ούδε και σε γάμους έβγαινε κανένας με τζαμάρα. Στα γκουρμπάνια κάθονταν σ΄ ένα δωμάτιο στα σπίτια που είχαν, …καμμιά μεριά οι γ΄ναίκες, άλλη μεριά οι άντρες, …τραγούδαγαν πρώτα οι άντρες και το΄παιρναν οι γυναίκες. Ύστερα κοντά πιάνονταν χορό, …ούλη νύχτα.. Ακόμα και τώρα γλεντάμε έτσι. Στις 30 το Μάρτιο το 2012 γιόρταζα ογδόντα τέσσερα χρονών τ΄ πατέρα μ΄ κι είχανε μαζευτεί Σαρακατσιαναίοι παλιοί, γύρω στα είκοσι πέντε άτομα, παλιακοί και τραγουδ΄στάδες. Έξι ώρες δίχως να σταματήσουν να τραγ΄δάν. Κι αυτό ήταν το τελευταίο. 

Από το 1958 τα γκουρμπάνια και τα γλέντια πάλι γένονταν. Μπορεί να είχαν φτώχεια, αλλά τα μουχαμπέτια και τα τραγούδια δεν έλειπαν. Όταν μαζώνονταν στο γκουρμπάνι, έλεγαν γκουρμπανιάτ΄κα και κλέφτικα τραγούδια, …της τάβλας. Ικιά τα χρόνια δεν είχαν τραπέζια τα σπίτια και κάθονταν καταή κι έστρωναν την τάβλα. Η μάνα μ΄ η σ΄χωρεμένη, για τα παιδιά μ΄, τα΄χει φτιαγμένα τάβλες. Πολλά τραγούδια είναι, …τα πλειότερα αυτά τα κλέφτικα που έλεγαν οι Σαρακατσιαναίοι, αυτά ήτανε ούλα απ΄ τον καιρό τ΄ Κατσαντώνη. Για τον Κατσαντώνη, για τον Καραϊσκάκη είχε τραγούδια, για τον Κολοκοτρώνη. Η πατέρας μ΄ δεν ήταν τραγουδιστής, αλλά δεν υπήρχε τραγούδι που να μην το ξέρει. Η μάνα μ΄ τραγούδαγε καλά κι εγώ τα πλιότερα τραγούδια απ΄ τη μάνα μ΄ τα ξέρω.


Οικογενειακή φωτογραφία - Απο αριστερά, ο πατέρας Γεώργιος, ο αδελφός Σπύρος, ο Μήτρος Μπατάκος, η μητέρα Μαρία, η γυναίκα του Σπύρου Mαρία και η γυναίκα του Μήτρου Ελένη

Τραγούδια της τάβλας :

Αφέντη μου στην τάβλα σου, χρυσή καντήλα καίει,
δίχως αλλύσια στέκεται, δίχως αέρα σειώται,
κι αν βάλεις λάδι και νερό, φέγγει στον εαυτό σου
κι αν βάλεις καθαρόλαδο, φέγγει σ΄ όλον τον κόσμο

Έτσι το΄λεγαν οι παλιακοί

Παιδιά μ΄ καλώς τον ήβραμαν τούτον το νοικοκύρη
με τα φαγιά τ΄ με τα πιοτά τ΄ με τη γλυκειά τ΄ κουβέντα
παιδιά μ΄ να τον εφκιόσουμε, Θεός να τον προκόψει
να μεγαλώσουν τα παιδιά τ΄ κι αυτός να βασιλέψει

Κι αυτό στην τάβλα το΄λεγαν



Τα αδέλφια Μήτρος και Σπύρος με τις γυναίκες τους Ελένη και Μαρία


Ένα τραγούδι, πάρα πολύ απ΄ αγάπαγε η πατέρας μ΄, αυτό για τον Αλή Πασά

Να χιόνιζανε ταϊ βουνά, να βρόχιζαν οι κάμποι
κι οι λίμνες να κατέβαζαν να γίνονταν ποτάμι
να πίνηγαν τον Τάταρο που φέρνει τα φιρμάνια
να πιάσουν τον Αλή Πασά, να πιάσουν το Βεζύρη
κι ο Αλή Πασάς τραγούδαγε και στρίφτει το μουστάκι
δε σε φοβάμαι Τάταρε και σεν΄ Σουλτάν Μαχμούτη
΄τι έχω ΄ν ασκέρι διαλεχτό, όλο Παλιοαρβανίτες     

Ετούτα τα τραγούδια που έλεγαμαν εμείς εδώ στη Βουλγαρία είναι τα πιό παλιά Σαρακατσιάν΄κα, …όλα που τραγούδαγαν οι Σαρακατσιαναίοι. Τα πλιότερα τα τραγούδια που λεν αυτού, που λεν κι ο Σερμπέζης και η Παναγιώτα, …κι εμείς τα λέμε, αλλά τα λεν κάμα μοντέρνα, με όργανα. Γραμμόφωνα δεν είχαμε, εγώ αυτό που θυμήθ΄κα ήταν η τζαμάρα. Ένας σιούραε κι άλλοι δυό - τρεις τραγούδαγαν, η ο ίδιος σιούραε και τραγούδαγε. Αυτά θυμήθ΄κα εγώ. Το 1976 θυμάμαι εγώ μιά φορά μιά πλάκα, …Σαρακατσιάνος για πρώτη φορά στην Ελλάδα, …ο μπάρμπα Τάσος ο Γιαρίμης. Είχε έρθει εδώ στο Σλήβεν ένα καλοκαίρι και τραγούδησε.


Η πεθερά Μαρία Μπατάκου, με τις νύφες της Ελένη και  Μαρία

Είχαμε πάει μιά φορά στην Ελλάδα, νιόπαντροι είμασταν και είχαμε πάει σε κάτι πρώτα ξαδέρφια της πεθερά μ΄ στην Ξάνθη. Εκει που πήγαμε στον μπάρμπα Κώστα, η μάνα τ΄ με τη γιαγιά τ΄ς γ΄ναίκα μ΄, σαράντα εννιά χρόνια δεν είχαν ιδωθεί οι αδερφάδες. Και της είχα πει ένα τραγούδι, …και να πιάσει τη γριά το παράπονο, …να μη μπορεί να μερώσει.

Ήρθε ο καιρός να φύβγουμε, καιρός να χωριστούμε
να λείψουμε απ΄ τα βάσανα, τα σύλλογα στον κόσμο
να΄χα γυαλί να γυαλιστώ, να ιδού ν΄ καρδούλα μ΄ μέσα
παίρω γυαλί γυαλίζομαι, βλέπω μεσ΄ την καρδιά μου
βλέπω δυό φίδια με φτερά, οχιές με δυό κεφάλια
τα φίδια είν΄ τα βάσανα κι οι οχιές είν΄ τα φαρμάκια

Παναούλα από την φορεσιά της μητέρας του Μήτρου Μπατάκου

Η ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ

Όντα έφκιασαν την Ομοσπονδία το 1990, ο πρώτος ο πρόεδρος ο Γρίβας, τ΄ς καλεσε τ΄ς Σαρακατσιαναίοι απ΄ ούλες τ΄ς πόλεις. Δεν μαζεύτηκε το Σλήβεν μόνο, …έκρινε κι απ΄ το Καζανλάκ, έκρινε κι απ΄ το Κάρλοβο, έκρινε κι από τη Μπερκόβιτσα, το Σάμοκοβ, κάλεσαν απ΄ όλες τις πόλεις, …κι ύστερα,  …κοντά σε κάθε πόλη που είσαστε εσείς πρέπει να φκιάσετε σύλλογο. Αυτός που βόηθησε για να αγοραστεί αυτό το σπίτι εδώ στην Ομοσπονδία είναι ο Εμφιεντζόγλου, που έδωσε δέκα εκατομμύρια δραχμές. Κανένας άλλος δεν έχω ακούσει ότι έχει βοηθήσει χρηματικά. Το κτίριο ήταν έτοιμο και με το οικόπεδο τ΄ αγόρασε. Και στη Ρετσίτσα έμασαμαν χρήματα κι έφκιασαμαν αυτό το σπίτι που είναι στο σύλλογο, απ΄ τα θεμέλια έγινε. Εμεις από τότε που έγινε η Ομοσπονδία βοηθάμε κι ο αδελφός μου κι εγώ δεν έχουμε σταματήσει να βοηθάμε.

Απ΄ το 1989 έτος όπως ήρθε η Δημοκρατία, βίζες χαλεύονταν μέχρις το 2007, ώσπου να μπούμε στην Ευρωπαική Ένωση. Πριν αυτό, το 1996 η 97 είχαμε πάει στην Αθήνα, είχαμε ραντεβού με το Υπουργείο Εξωτερικών με τον Πάγκαλο κι αυτός τότε μας έδωσε στ΄ς Σαρακατσαναίοι ένα χρόνο βίζα, αλλά στ΄ς μικτοί γάμοι έδωσε έξι μήνες. Οι πλειότεροι οι Σαρακατσιαναίοι δεν είχαν τι να κάνουν εδώ, δεν είχαν δικές τους δουλειές και πάαιναν δούλευαν κάτω. Και τότε ήταν και το στάνταρ στη ζωή στην Ελλάδα κάμα ψηλότερο και οικονόμαγαν. Τότε οι σύλλογοι είχαν ζωή, …βέβαια ο κόσμος είναι λίγο κουρασμένοι και τώρα μ΄ αυτά τα γλέντια βλέπω λιγότερος κόσμος. Τα πρώτα τα χρόνια πλειότεροι ανταμώναμε. 

Το 1997 -98, τότε εγώ ήμαν αντιπρόεδρος στην Ομοσπονδία, πρόεδρος ήταν ο Γιάννης Μπλέτσας, …κι όντα ήρθε η Δημοκρατία, αρχίνσαν να γυρνάν τα ακίνητα που είχαν παρμένα. Τότε πήγαμε κι εμεις στη Σόφια και χάλεψαμαν που μας πήραν τα πρόβατα το 1958, …να μας δώσουν αποζημιώσεις για τα κοπάδια μας. Σε κάθε πόλη ξέρονταν ποιός, πόσα πρόβατα είχε, κι ύστερα κοντά παράδωκαμαν αυτό το πρωτόκολλο και μας έδωσαν μίνια μικρή αποζημίωση, ανάλογα με το τι είχε ο καθένας.


Χειρόγραφο σημείωμα του Γιώργου Μπατάκου

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ

Οι Σαρακατσιάνοι πλειότερο οι γ΄ναίκες μέχρι το 1965, τα΄σερναν τα ρούχα, τα παλιακά τα ρούχα και κάποιοι έσυραν και μέχρι το 1970. Μετά έβαλαν τα Βουλγάρικα, τα Ευρωπαικά. Έρχονταν πολλοί εδώ απ΄ την Ελλάδα και αγόραζαν τα παλιά τα ρούχα τζάμπα και τα πούληγαν. Δεν θυμάμαι ποιά χρονιά, …είχε έρθει ένας εδώ απ΄το Καζανλάκ. τον είχε φέρει κι αγόραζε ρούχα. Μάνα φέρε δυό ζευγάρια κάλτσες και πατούνες. Λέει, τι χρωστάω, …λέω δεν μ΄χρωστάς, δώρο στα δίνω. Εγώ δεν πούλησα τίποτα. Στο σπίτι έχω φκιαγμένη μια γυναικεία φορεσιά, φρετζωμένη κανονικά, νύφη. Την είχε φκιασμένη η μάνα μ΄ και την κράτησα. Τις παλιές τις φορεσιές τις έχω, ...τις έχουμε βαλμένες στις ντουλάπες και υφάσματα απ΄ ύφαινε η μάνα μ΄ και βελέντζες. Απ΄ τη βαβά μ΄ ικιά τα χρόνια στο εργοστάσιο εδώ που καθάρ΄ζα μίνια αποθήκη, βρήκα έναν αργαλειό που είχε η μάνα μ΄. Μου΄ρθε κρίμα να τον απετάξω και τον κράτησα, …λέω ας στέκεται. Έναν σοφρά που κάθομασταν να φάμε από κιά τα χρόνια, …μα κι είναι απ΄ τα 1958 έτος, τον έχω κρατήσει κι αυτόν. 


Η φορεσιά της μητέρας του Μήτρου Μπατάκου, μας υποδέχεται στην είσοδο του σπιτιού του


Γ. Κολοβός : Έχετε δύο εξαιρετικές κυρίες, την Παναγιώτα Γρίβα και την Μαρία Μπέλοβα. Πες μου δυό λόγια γι΄ αυτές !

Η Παναγιώτα η Γρίβα σα μικρό κορίτσι έβγαλε ένα σχολειό στο Κότελ και στη Σερόκα, σε δυό μεριές στη Βουλγαρία, που μαθαίνουν μουσική. Καλά, μα αυτήν έβγαλε το Μουσικό το σχολείο, τ΄ς άρεσε, αλλά έβγαλε και Πανεπιστήμιο στη Φιλιππούπολη. Το πιό σημαντικό όμως για το τραγούδημα είναι που τ΄ς έδωσε τη χάρη ο Θεός.

Η Μαρία η Μπελόβα είναι ένα πολύ καλό κορίτσι και σπουδασμένο. Είναι απ΄ το Σαμουήλοβο και ο πατέρας τ΄ς και η μάνα τ΄ς είναι Σαρακατσιάνοι και μένει εδώ στο Σλήβεν. Έχει βγαλμένα δυό Πανεπιστήμια, είναι και δικηγόρος είναι και οικονομολόγος. Ανακατεύκι με την πολιτική και βγαίνει δεύτερη φορά βουλευτής. Είναι και διευθυντής στον Οργανισμό Γεωργίας. Βοηθάει και τον σύλλογο και κάθε έναν ό,τι μπορεί, πολύ καλό κορίτσι.

Οι μικτοί οι γάμοι ξεκίν΄σαν απ΄ τα 1970 κι ύστερα. Και το 1980 δεν το εξέταζαν και πάρα πολύ. Εμείς ήρθαμαν το 1976 απ΄ το Καρναμπάτ εδώ στο Σλήβεν. Η γ΄ναίκα μ΄ είναι Σαρακατσιάνα απ΄ το Καζανλάκ, Σιούτα είναι το επίθετο τ΄ς. Και απ΄ τ΄ς μάνα τ΄ς τα΄ μεριά και απ΄ τ΄ πατερας τ΄ς, μόνο αυτή πήρε Σαρακατσιάνο, εμένα, ...οι άλλοι ούλοι πηραν Βουλγάροι.

Εμεις πιάσ΄καμαν τώρα καμμιά δεκαριά νομάτοι κι έδωκαμαν χρήματα κι βγήκε σε μετάφραση στα Βουλγάρικα το βιβλίο του Χεγκ. Κι αυτό το΄φκιασαμαν το πλειότερο όχι για μας τ΄ς Σαρακατσιάνοι αλλά για τους Βουλγάρους, γιατί ορισμένοι γράφουν διάφορα. Εμεις έβγαλαμαν τρεις χιλιάδες κομμάτια και τα΄δωσαμαν το πλειότερο στ΄ς Βουλγάροι κι άφκαμαν κι εδώ στην Ομοσπονδία και στους συλλόγους.


● ● 


Αποσπάσματα από την αφήγηση του Μήτρου Μπατάκου 


Τραγούδι από τον Μ. Μπατάκο : Ένας γέρος γέροντας


Τραγούδια με τους Μ. Μπατάκο, Β. Μερμικλή και Μ. Γρίβα


● ● 


Ο Μήτρος Μπατάκος με τη γυναίκα του Ελένη


● ● 


Ευχαριστώ πολυ τούς φίλους μου Βαγγέλη και Γιώτα Γαλαζούλα και τη γυναίκα μου Ελευθερία, για τη συμμετοχή τους στη συνέντευξη αυτή