portraita

Πέτρος Κατσούλας

Το Πορτραίτο του Πέτρου Κατσούλα δημιουργήθηκε από αποσπάσματα του ανέκδοτου ακόμη βιβλίου του ιδίου, μετά από πολλά χρόνια καταγραφής. Ο 92χρονος σήμερα βιωματικός συγγραφέας θέλησε να καταγράψει εικόνες και ιστορίες από τη ζωή της οικογενείας του, είτε από διηγήσεις των μεγαλυτέρων είτε από προσωπικά του βιώματα, με σκοπό να γίνουν γνωστά και στους νεότερους. Σε επόμενες αναρτήσεις θα δημοσιευθούν και άλλα αποσπάσματα του βιβλίου για τη ζωή των Σαρακατσαναίων προπολεμικά, το καραβάνι και τις μετακινήσεις, τα έθιμα του γάμου και άλλα. Ευχαριστώ τον γιό του Λάμπρο, που μου εμπιστεύθηκε το εξαιρετικό αυτό βιβλίο του πατέρα του - Γ. Κολοβός

● ● 

Γεννήθηκα στις 5 Ιανουαρίου 1929 στο Παύλο Βοιωτίας. Ήμουν 6 ετών και θυμάμαι πολύ καλά τον παππού μου τον Πέτρο και την οικογένειά του. Είχε τέσσερα παιδιά, όλα παντρεμένα, τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Μεγαλύτερος ήταν ο Μήτσος, δεύτερος ο Λάμπρος και ακολουθούσαν ο Χρήστος και η Ελένη.

·         Ο Δημήτριος Κατσούλας είχε τρία κορίτσια και δύο αγόρια. Τη Γιαννούλα την πάντρεψε στο Παύλο με τον Δημήτριο Σεφέκο, την Κωνσταντία την πάντρεψε στο Μάζι με τον Νίκο Περλεπέ και την Παρασκευή την πάντρεψε στον Άγιο Κωνσταντίνο με τον Κωνσταντίνο Ποντίκη. Τα αγόρια, τον Πέτρο τον πάντρεψε με την κόρη του Φώτη Γκαρίλα από την Ομβριακή Δομοκού, τον Ηλία με μια κόρη από την Άγναντη. Ο μπάρμπα-Μήτσος πέθανε σε μεγάλη ηλικία.

·         Ο Λάμπρος Κατσούλας, ο πατέρας μου, είχε ένα κορίτσι, την Αλεξάνδρα (πέθανε σε ηλικία τεσσάρων ετών) και δύο αγόρια. Τον Πέτρο (εμένα) τον πάντρεψε με τη Γεωργία Λάρσα και τον Κώστα με την Παναγιώτα Κούτρα από τη Ρεντίνα.

·         Ο Χρήστος Κατσούλας είχε δυο αγόρια και ένα κορίτσι. Τον Πέτρο τον πάντρεψε με την Παναγιώτα Κλωτσοτήρα, τον Κώστα με τη Θεοδώρα Φαρφάλα και τη Βασιλική με τον Ιωάννη Νικολάου από τον Μέγα Πλάτανο Αταλάντης.

·         Η Ελένη Κατσούλα παντρεύτηκε με το Γιώργο Κηραντζή και έκανε εφτά παιδιά, τρία αγόρια (Χρήστος, Νίκος, Πέτρος) και τέσσερα κορίτσια. Ζούσαν στην Εκκάρα Δομοκού.

 

 

 
Δημήτριος, Χρήστος και Λάμπρος Κατσούλας
 

Το 1935 πήγαν να ξεχειμωνιάσουν στο Γολέμι Αταλάντης. Έφτιαξαν τις καλύβες και τα μαντριά για τα αιγοπρόβατα. Την άλλη χρονιά πήγαν και ξεχειμώνιασαν στους Αγίους Αναργύρους, λίγο πιο πέρα από το μοναστήρι της Αταλάντης. Στο μεταξύ, ο θείος μου ο Χρήστος, συμπάθησε το Γολέμι και εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί, όπου έφτιαξε κτήμα, αγορά κ.λ.π. Ο πατέρας μου και ο θείος μου Μήτσος συνέχισαν τα καραβάνια, καλοκαίρι στη Ρεντίνα και χειμώνα στο Παύλο Βοιωτίας. Εκεί, ο θείος μου πάντρεψε τη μεγάλη του κόρη Γιαννούλα με τον Δημήτριο Σεφέκο, κάτοικο Παύλου. Τότε στο Παύλο πέθανε πέθανε στις 25 Απριλίου 1935 και ο παππούς μου Πέτρος.

Το Παύλο σταμάτησε να δέχεται κτηνοτρόφους και οι δικοί μου το 1937 αναγκάστηκαν να πάνε στη Μαλεσίνα. Εκεί βρήκαν λιβάδι στη περιοχή Μάζι και γυρνούσαν το χειμώνα ενώ ο θείος μου εξακολουθούσε να έρχεται. Ο πατέρας μου ήθελε να μείνει στη Ρεντίνα και να μας στείλει στο σχολείο, καθώς και μένα, όμως για κακή του τύχη έκανε μια βαρυχειμωνιά και από τα 90 πρόβατα που είχε έμειναν τα τριάντα. 


Τα πρώτα γράμματα -1937

 

 Ο πατέρας Λάμπρος Κατσούλας
 

Ο πατέρας μου δεν ήξερε γράμματα ούτε και η μάνα μου. Όταν πήγε στρατιώτης, τον έριξαν στους Ευζώνους, τους λεγόμενους Τσολιάδες. Η μονάδα του είχε και σχολειό εκεί, πήγε και έμαθε λίγα γράμματα και ως εκ τούτου το είχε μεγάλο παράπονο να μάθουν τα παιδιά του γράμματα. Αποφάσισε να καθίσει ένα χειμώνα στη Ρεντίνα, έκανε λίγα κουμάντα στις ζωοτροφές, κανόνισε μαντριά στη θέση Παπαθεωνά, χειμαδιό πλέον της Ρεντίνας, ενοίκιασε ένα σπίτι ενός Μάλλιου να μείνουμε εμείς, τα παιδιά, είχε 80 πρόβατα, 40 γίδια, τα έξι άλογα τα έστειλε στο Σκροπονέρι Βοιωτίας, εκεί που ήταν τα κοπάδια του Θανασιά. Για κακή του τύχη κάνει μια βαρυχειμωνιά και από τα 120 γιδοπρόβατα του έμειναν μόνο τα 40.

Εγώ στο σχολείο τα πήγαινα πολύ καλά, ο Κώστας δεν ερχόταν. Είχα μια τσάντα υφαντή, την πέρναγα χιαστί, είχα καπέλο με κούκο, τσαρούχες με φούντες, μάλλινο σακάκι, μάλλινο πανταλόνι, που σήμερα τα θυμάμαι και γελάω με τον εαυτό μου, αλλά αν έβλεπε κανείς τα άλλα παιδιά γυμνά και ξυπόλυτα, με σχισμένα παντελόνια, φτωχά και πάλι φτωχά! Ήταν περίπου 150 με 180 παιδιά στο σχολείο που ήταν εξατάξιο. Δάσκαλος ήταν ένας συγγενής του πατέρα μου, τρίτος ξάδελφος, ο οποίος λεγόταν Κωνσταντίνος Κατσούλας και τον οποίο τον σκότωσαν στον Εμφύλιο οι αντάρτες.

Αφού έπαθε αυτή τη ζημιά ο πατέρας μου, αναγκάστηκε τον άλλο χειμώνα να κατέβει χειμαδιό. Ξεχείμαζαν πάντα στο χωριό Παύλο Βοιωτίας με το θείο μου Δημήτρη. Εκείνη τη χρονιά δεν δέχτηκε Σαρακατσάνους το χωριό και αναγκάστηκαν να πάνε προς τη Μαλεσίνα, όπου βρήκαν τον Ιωάννη Αδάμ. Ήθελε τσοπάνους, είχε λίγα γιδοπρόβατα, περίπου 30, και βολεύτηκαν πολύ καλά για χρόνια μετά. Εγώ συνέχισα το σχολείο στο Μάζι, έπαιρνα αποφοιτήριο από Ρεντίνα και γραφόμουν στο Μάζι. Πήγα ως την Γ’ Τάξη. Μετά κηρύχτηκε ο πόλεμος, έκλεισαν τα σχολεία, ήρθε και η κατοχή, δεν ξαναπήγα σχολείο. Την άλλη χρονιά ήρθε και ο αδελφός μου στο Μάζι όπου πήγαμε στο σχολειό. Εγώ άρχισα στα 9 μου χρόνια και ο αδερφός μου ο Κώστας στα 7. Έκανε τρεις τάξεις και μετά κηρύχτηκε ο πόλεμος του ’40.

 

Χάρτης τοποθεσιών και μετακινήσεων

 

Κονάκι στα Καμένα Βούρλα

Απ’ όσα βλέπει ο σημερινός επισκέπτης της λουτρόπολης, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε τίποτα. Κάνα δυο παλιόσπιτα των ψαράδων στη δυτική πλευρά υπήρχαν, εκεί που χωρίζεται ο παλιός δημόσιος δρόμος από τη θάλασσα προς τη Λαμία. Η υπόλοιπη περιοχή, από το Ασπρονέρι μέχρι τον Πλατανιά, που κατεβαίνει το ποτάμι απ’ το Ρεγγίνι, ούτε κατοικήσιμο ήταν, ούτε τα χωράφια καλλιεργούνταν, εκτός από κάτι λίγα γύρω από την εκκλησιά του Αγίου Γεωργίου, στη σπηλιά ψηλά στο βράχο. Όλη αυτή η έκταση ήταν γεμάτη μεγάλα βούρλα και κάπου-κάπου είχε κάτι περιοχές χωρίς βούρλα, είχε και λίγες καναπίτσες (φυτό με τις βέργες του οποίου κατασκευάζονται κοφίνια). Εκεί βοσκούσαν γελάδια και άλογα.

Εμείς, το φθινόπωρο κατασκηνώναμε στις γούρνες που σήμερα κάνουν λουτρά. Δίπλα στις γούρνες ήταν ένας νερόμυλος του οποίου το αυλάκι ήταν κοντά δυο μέτρα βαθύ και φαρδύ. Εγώ, ο Κώστας και ο Ηλίας του θείου Μήτσου, πετάγαμε πέτρες στο νερό. Η μάνα φοβόταν μην πέσουμε μέσα και μας μάλωνε, μας κυνηγούσε. Εμείς τρέχαμε, φεύγαμε από τη Σούδα και βγαίναμε στο δημόσιο δρόμο, όπου μας περίμενε άλλος κίνδυνος από τα αμάξια, όλη μέρα τέσσερα πέντε περνάγανε.

Ένα απόγευμα έρχεται η Αστυνομία και μας λέει πως το επόμενο πρωί έπρεπε να φύγουμε μακριά από τη δημοσιά και να χαλάσουμε τις σκηνές για να μην φαίνονται από το δρόμο, γιατί κατά τις δέκα θα πέρναγε ο βασιλιάς. Κάναμε, δηλαδή οι μεγάλοι έκαναν, όπως διέταξε η αστυνομία. Απομάκρυναν τα κοπάδια από το δρόμο και χάλασαν τις σκηνές. Αφού πέρασε η πομπή ξεκινήσαμε και μεις το ταξίδι μας προς το Γολέμι.

Τα βράδια την άνοιξη ή το φθινόπωρο που περνάγαμε από τα Καμένα Βούρλα υποφέραμε από τα κουνούπια. Ανάβαμε δυνατές φωτιές, από εκεί που φυσούσε ο άνεμος για να έρχεται ο καπνός προς το μέρος μας για να απομακρύνονται, στις οποίες φωτιές ρίχναμε κοπριά από τα γελάδια που βοσκούσαν εκεί. Πάντως τα κουνούπια ήταν σωστό μαρτύριο. Καθώς μας έβρισκαν καθαροαίματους από τα βουνά, μας φιλοξενούσαν με δηλητήριο. Τότε, οργίαζε η ελονοσία στους κάμπους. Όσοι Σαρακατσάνοι έμειναν στους κάμπους την πλήρωσαν πολύ άσχημα από την ελονοσία. Δεν υπήρχαν και φάρμακα εκείνη την εποχή εκτός από το κινίνο. Κυκλοφορούσε σε χάπι με ροζ χρώμα απ’ όσο θυμάμαι.

 

 
Ξυλόγλυπτο του Πέτρου Κατσούλα

 

Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940

Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος το φθινόπωρο του 1940, ξεκινήσαμε για τα χειμαδιά. Τα ταξίδια από και προς τα χειμαδιά ήταν χρονοβόρα και επίπονα. Διαρκούσαν από 18 έως 22 ημέρες ανάλογα με τις συνθήκες. Αφού φορτώναμε τα πράγματά μας στα άλογα ξεκινούσαμε την κοπιαστική πορεία μας μέσα από δημοσιές, γιατί ελάχιστα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν τότε. Την πρώτη ημέρα κατασκηνώσαμε σε μια τοποθεσία που λέγεται Μασούλα στην περιοχή Ροβολιαρίου Φθιώτιδας. Μόλις έφυγε το σκοτάδι και έπαιρνε η μέρα άρχισε να περνάει πολύς κόσμος, τελειωμό δεν είχε. Ερχόταν από πολλά χωριά, Βράχα, Φουρνά, Κλειτσό, Πιτσιωτά, Περίβλεπτο, Ροβολιάρι και από άλλα χωριά μακρινά που δεν γνώριζα. Πήγαιναν να πάρουν το τρένο στο σταθμό Αγγείαι Ξυνιάδος.

Όταν ήρθαμε στο Γολέμι χωρίστηκαν τα κοπάδια και ο καθένας τράβηξε κατά το χειμαδιό του. Ο Καραβαγγέλης πήγε προς τη Λειβαδιά, στη Πράμαγα και εμείς τραβήξαμε προς τη Μαλεσίνα. Η Μαλεσίνα ήταν φτωχοχώρι, όλο με χαμηλά σπίτια, χτισμένα με χώμα και δούλευαν οι πιο πολλοί με τα ρετσίνια πελεκώντας τα πεύκα. Είχαν και λίγες ελιές και ορισμένοι είχαν νοικιάσει λίγα χωράφια στην Κωπαΐδα. Γενικότερα πάντως στην Μαλεσίνα είχαν μεγάλη φτώχεια σε ολόκληρη την κωμόπολη. Σε ολόκληρη την κωμόπολη υπήρχε ένα ραδιόφωνο, στο κεντρικό καφενείο του Τάκη Καραπιπέρη, όπου μαζεύονταν σχεδόν όλοι εκεί για να ακούσουν τα γεγονότα του μετώπου καθώς πολλοί είχαν τα παιδιά τους στον πόλεμο. Για κάθε πόλη που κατακτούσαν οι Έλληνες και για κάθε νίκη χτυπούσαν οι καμπάνες.

 

 

Ο Πέτρος Κατσούλας με τη γυναίκα του Γεωργία

 

Οι Γερμανοί εμπόδιο στις μετακινήσεις

Άνοιξη 1941. Πλησίαζε ο καιρός να φύγουμε για τα βουνά. Τι να κάνουμε; Ο πατέρας μου έπρεπε να βρει και άλλους Σαρακατσάνους να συνεννοηθεί πώς θα περάσουμε από τη Λαμία καθώς και από άλλες διαβάσεις που φύλαγαν οι Γερμανοί. Κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες ότι οι Γερμανοί σκοτώνουν και καταστρέφουν. Συμφώνησαν να πάνε έξω από διαβάσεις των Γερμανών. Φύγαμε από τη Μαλεσίνα προς Παύλο, Λούτσι, Κολάκα, Χλωμό, Αταλάντη, Καλαπόδι, Ζέλι, Βασιλικά, Ρεγγίνι και Μουσουνίτσα με εντολή να συναντηθούν στο χωριό των Θερμοπυλών.

Εκεί επάνω υπάρχει ένα οροπέδιο περίπου 2.000 στρεμμάτων. Εκεί μαζεύτηκαν όλοι οι κτηνοτρόφοι Λοκρίδας και Βοιωτίας, περί τις διακόσιες οικογένειες και πολλές χιλιάδες κοπάδια πρόβατα και γίδια. Υπήρχαν και μεγάλα σκυλιά τα οποία όταν έκαναν πορεία βάδιζαν μέσα στα κοπάδια που δεν ενοχλούσαν κανέναν. Όλα τα πρόβατα αρματωμένα με κουδούνια, τα γίδια με κυπριά. Υπήρχε εγωισμός ποιος θα είχε τα καλύτερα γκεσέμια, δηλαδή τα κριάρια και τα τραγιά, να κρεμάσουν τα πιο μεγάλα κυπριά και κουδούνια. Το κάθε κοπάδι είχε από τρία έως οχτώ γκεσέμια. Αυτά τα έπαιρνε ο τσοπάνος χωριστά από το κοπάδι, τα έβαζε πάντα μπροστά σαν οδηγούς του κοπαδιού. Ήταν ή όχι άλλος τσοπάνος πίσω, το κοπάδι ακολουθούσε σύσσωμο το αφεντικό και τα γκεσέμια που είχαν και τη μεγαλύτερη αρματωσιά σε κουδούνια. Κάπου κάπου πήγαινε και κανένα τσοπανόσκυλο πίσω από το κοπάδι να τα προσέχει, ενώ το αφεντικό ήταν μπροστά μπας και κανένα μπερδευόταν με το πίσω κοπάδι, προσπαθούσε να επιστρέψει στο δικό του, μερικά τα χώριζαν, τα σκυλιά έκαναν μια προσπάθεια να τα διώξουν από το κοπάδι τους, αλλά και το χαμένο έτρεχε μέχρι να βρει το δικό του.

Μέχρι εδώ καλά. Πηγαίναμε τώρα στην Αλαμάνα και μας κατέτρωγε η ανησυχία πώς θα περάσουμε με τους Γερμανούς συγκεντρωμένους. Τα κοπάδια ξεκίνησαν νύχτα από το οροπέδιο της Μενδενίτσας. Κανόνιζαν να τους πάρει η μέρα στη Δαμάστα, στο ριζό των Θερμοπυλών και μόλις βγει ο ήλιος να πάρουν τον κεντρικό δρόμο για Λαμία. Οι οικογένειες θα φόρτωναν τα υπάρχοντά τους στα άλογα κατά τα χαράματα για να ακολουθούν κατά κάποιο τρόπο τα κοπάδια. Είχαν συμφωνήσει έτσι οι τσελιγκάδες. Ό,τι ήταν να γίνει θα γινόταν για όλους μας. Αφού περάσαμε, τελικά, βγήκαμε έξω από τη Λαμία. Τα βουνά γέμισαν κοπάδια καθώς ήρθαμε αργά κατά τις μία ή δύο η ώρα. Τελικά συγκεντρώθηκαν οι οικογένειες. Ξεκουραστήκαμε λίγο, αρμέξαμε τα κοπάδια κ.λ.π. Την άλλη μέρα χωριστήκαμε. Άλλοι τράβηξαν για τον Όλυμπο, άλλοι για τα Άγραφα, άλλοι για το Βελούχι. Ευχές και αποχαιρετισμός από το συγγενολόι. Εύχονταν καλό καλοκαίρι και καλή αντάμωση το φθινόπωρο.

 

 
Ο Πέτρος Κατσούλας με τη γυναίκα του Γεωργία και την εγγονή του Γεωργία

 

Στο Γολέμι κατά τον εμφύλιο πόλεμο  

Αφότου κηρύχθηκε ο εμφύλιος το 1946 δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε στα μέρη μας. Ο πατέρας μου, άρρωστος, αποφάσισε να μείνουμε στο Γολέμι που ήταν και τα δυο του αδέρφια. Εκεί δεν μας ήθελαν γιατί είχαμε τα πρόβατα. Αναγκάστηκε να τα κάνει μισιακά με τον Ιωάννη Καρακάξη, είχε κι εκείνος κάτι λίγα, μπόρεσε να τα δικαιολογήσει. Έτσι, δεν μπορούσαν να μας διώξουν. Ο Καρακάξης ήταν καλός άνθρωπος και μεγάλος κτηματίας. Είχε γύρω στα τριακόσια στρέμματα χωράφια. Περνούσαμε πολύ καλά.

Το 1948 πέθανε ο πατέρας μου και εμείς συνεχίζαμε να πηγαίνουμε το καλοκαίρι στο Γολέμι. Την επόμενη χρονιά, το 1949, δεν μας ήθελαν, ούτε και ο Πρόεδρος Κωνσταντίνος Κλωτσοτήρας, διότι εμείς τα είχαμε καλά με τον Καρακάξη και μας υποστήριζε. Αργότερα μας πρότεινε να γίνουμε δημότες αλλά εμείς δεν το αποφασίσαμε γιατί τότε, ούτε συγκοινωνία είχε, ούτε γιατρό, δεν είχε νόημα για μας να μείνουμε στο Γολέμι.

Στις καλύβες και στα μαντριά δεν ήταν να περάσεις, γεμάτα ψύλλους ήταν και αυτοί που ζούσαν σε αυτά υπέφεραν τρομερά. Τους έπιναν το αίμα οι ψύλλοι, οι ψείρες και η ελονοσία. Ήρθε στο Γολέμι ένα συνεργείο που με ψεκαστήρες στους ώμους άρχισαν να ραντίζουν με τη σειρά αποθήκες, στάβλους, μαντριά, καλύβες.

 

 
Ο Πέτρος Κατσούλας με τον γιό του Ηλία στο Μάζι Βοιωτίας

 

Εγκατάσταση στο Περιβόλι Δομοκού

Όταν πήγαμε στο Περιβόλι το 1953 βρήκαμε φιλήσυχο κόσμο, σα να μην είχαν εχθροπραξίες αναμεταξύ τους, σα να μην πέρασε ο εμφύλιος πόλεμος. Εκείνο που  φαινόταν ήταν όλοι,  άνδρες και γυναίκες, μαυροφορεμένοι, διότι είχαν σκοτωθεί πολλά άτομα από το χωριό τους στην Αλβανία, μετά πολέμησαν τον Γερμανό και μετά τον εμφύλιο, το σύνολο ήταν 85-90 νεκροί. Το Δερελί ή Περιβόλι είναι ένα ωραίο χωριό. Καλύτερο είναι το καλοκαίρι παρά τον χειμώνα, διότι τον χειμώνα κάνει πολύ κρύο, καθώς είναι σε υψόμετρο, στο οροπέδιο της λίμνης Ξυνιάδος. Το χωριό είναι σε καλή τοποθεσία και δεν στερείται από τίποτα, δηλαδή από προϊόντα, τόσο από ζωικό κεφάλαιο τόσο και από κηπευτικά. Περιβόλι το ονόμασαν γιατί είναι πραγματικό Περιβόλι.

Τον Μάιο του 1953 απολύθηκα από στρατιώτης. Πήρα το τραίνο και κατέβηκα στο σταθμό Αγγείαι, κοντά στο χωριό Περιβόλι Δομοκού. Πήγα στο χωριό, στον νουνό μου Δημήτριο Μπάκα. Μου είπαν δεν ήρθαν ακόμα οι δικοί μου, όπως υπολόγιζα εγώ. Κοιμήθηκα εκεί και το πρωί ξεκίνησα για να βρω το καραβάνι. Έφτασα στη θέση «Πέντε βρύσες» Νεζερού (Άγιος Στέφανος), δεν ήταν εκεί. Άρα θα ήταν στη θέση Κορομηλιά Δερβένι. Και εκεί τίποτα. Βρήκα άλλο καραβάνι και ρώτησα. Μου είπαν ότι είναι στη θέση Ταράτσα Λαμίας, δηλαδή 2-3 χιλιόμετρα έξω από τη Λαμία. Έφτασα εκεί ύστερα από πορεία 30 με 40 χιλιομέτρων. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη ημερήσια οδοιπορία που έκανα στη ζωή μου.

 


Ο Πέτρος Κατσούλας με τον γιό του Λάμπρο στην κορυφή του Παρνασσού

 

Η Οικογένεια στο Μάζι Βοιωτίας

Εδώ και πάρα πολλά χρόνια ζούμε στο Μάζι. Η γυναίκα μου Γεωργία ακολούθησε τις συμβουλές της μάνας μου. Δούλευε σκληρά. Όπως μεγάλωσε η μάνα μου τα παιδιά της, έτσι και η γυναίκα μου, την ημέρα με τα πρόβατα, το βράδυ μαγείρεμα, πλύσιμο κλπ. Αργότερα ασχοληθήκαμε και με την καλλιέργεια, κυρίως της ελιάς. Φύτεμα, πότισμα, με τα ζώα κουβαλούσαμε το νερό για τα δέντρα. Διπλασιάστηκε η δουλειά μας. Και όταν έφυγαν τα παιδιά για σπουδές ακόμα χειρότερα.

Αλλά εκείνο που θέλαμε δικαιωθήκαμε. Εγώ είχα βάλει πρόγραμμα στη ζωή μου πρώτον να πάρω τη γυναίκα που θέλω και δεύτερον, αν κάνω παιδιά, να τα σπουδάσω. Αυτό και έγινε. Κάναμε δύο αγόρια, τον Λάμπρο και τον Ηλία. Τα σπουδάσαμε, πήγαν στρατιώτες, τους παντρέψαμε. Μετά ο καθένας ανέλαβε τις ευθύνες του. Μου χάρισαν τέσσερα εγγόνια, τρία κορίτσια και ένα αγόρι, όλα επιστήμονες. Είμαι πολύ ευχαριστημένος που ακόμα σήμερα αισθάνομαι ότι η οικογένειά μου είναι τρία σπίτια, αλλά είναι σαν ένα, άσχετα αν είναι μακριά.


● ● 

 

 
Ξυλόγλυπτο του Πέτρου Κατσούλα