portraita

Η ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΚΕΝΤΡΗΣ
ΚΑΤΣΟΥΛΟΚΑΛΥΒΑΣ ΤΩΝ  ΣΑΡΑΚΑΤΣΙΑΝΑΙΩΝ


Εις μνήμην του Καθηγητή Αρχιτεκτονικής του Α.Π.Θ. Ν. Μουτσόπουλου

  του Βασίλη Μόλαρη 
.                  
Αφορμή  για  το  άρθρο  αυτό  στάθηκε   ο  καθηγητής  αρχιτεκτονικής  του Α.Π.Θ   Νικόλαος  Μουτσόπουλος  που  απεβίωσε   προ  μηνών  και  συγκεκριμένα  στις  14  Μαρτίου  2019 σε  ηλικία  94  ετών. Ο  Νικόλαος Μουτσόπουλος  ήταν  ένας  από  τους διακεκριμένους  επιστήμονες  που  ασχολήθηκαν  και  ανέδειξαν   την  σαρακατσιάνικη  παράδοση. Οι επιστημονικές μελέτες του καθηγητή  Ν. Μουτσόπουλου  ανέδειξαν  την  πανάρχαια  καταγωγή  των  Σαρακατσιαναίων και  ειδικότερα  τον  πανάρχαιο  τρόπο  κατασκευής  των  καλυβιών  τους. Η  συμβολή  του  με  την  παρουσία  του  στο  συνέδριο  των  Σαρακατσιαναίων  στις  Σέρρες  το  1983  και  στο  1ο  Διεθνές  συνέδριο Σαρακατσιαναίων  Ελλάδος  και  διασποράς  το  1996  ήταν  καθοριστική  και  ιδιαίτερα  σημαντική.

    Είχα  την   τύχη  να  τον  γνωρίσω προσωπικά  στο  1ο  Διεθνές  συνέδριο  των  Σαρακατσιαναίων  το  1996 στην  Αθήνα  στο  πολεμικό  μουσείο.  Ως  συν- εισηγητές του  συνεδρίου  είχαμε  την  ευκαιρία  να  ανταλλάξουμε  απόψεις μαζί  του  και  να  διδαχθώ  αρκετά  πράγματα  από  αυτόν . Αξέχαστη  θα  μου  μείνει  και  άκρως  διδακτική  η  αντιπαράθεσή  του  με  τον  καθηγητή   παλαιοντολογίας  Άρη  Πουλιανό  στην  σκιά  του  συνεδρίου.  Βρέθηκα  ανάμεσα  σε  αυτούς  τους  καθηγητές  για  μία  και  πλέον ώρα αντιπαράθεσή  τους , μένοντας  άναυδος  και  παρακολουθώντας  τους  με  ιδιαίτερη  προσοχή  την  επιχειρηματολογία  που  ανέπτυξαν   προσπαθώντας   ο  καθένας να  με  πείσουν  για  την  ορθότητα   των  απόψεων  τους έπειτα  από  κάποια  ερωτήματα  που  τους  είχα  θέσει.

    Η  συμβολή  του  καθηγητή Ν. Μουτσόπουλου  στην  σαρακατσιάνικη  παράδοση  είναι  ότι  ανέδειξε  την  αρχαιοελληνική  καταγωγή  της  σαρακατσιάνικης    καλύβας  , το  ορθό  κονάκι  η  το  λεγόμενο  κατσουλοκάλυβο  όπως  το  αποκαλούμε  εμείς  οι  Σαρακατσιαναίοι,  η   να χρησιμοποιήσω  την  ορολογία  του  καθηγητή  η  πανάρχαια  περίκεντρη  καλύβα  των  Σαρακατσιαναίων. Ως  σαρακατσιάνος νοιώθω  την  ανάγκη να  εκφράσω  την  ευγνωμοσύνη  μου  σε   όλους  αυτούς  τους  επιστήμονες  που  ασχολήθηκαν  με  την  σαρακατσιάνικη  παράδοση  και  να  την  αναδείξουν  όπως  ο  καθηγητής  Ν. Μουτσόπουλος.  Ταπεινά   εκφράζω  την  τιμή  μου και   ένα  μεγάλο  ευχαριστώ  για  την  προσφορά  του ,  αιωνία  του  η  μνήμη. Προς  τιμή  του  αφιερώνω  το  παρακάτω  άρθρο  εμπνευσμένο  από  τον  καθηγητή  Ν.Μουτσόπουλο  που  με  βοήθησε  στις  έρευνές  μου  για  την  σαρακατσιάνικη  καλύβα  και  έμμεσα   στην  έμπνευσή  για  την  αποκωδικοποίηση  του  ονόματος  των  Σαρακατσιαναίων.  Είναι  ένα  άρθρο  ανταπάντηση  στο  έργο  του  καθηγητή  και   τεκμηριώνει  τις  απόψεις  του  καθηγητή Ν. Μουτσόπουλου για την   σαρακατσιάνικη  καλύβα  από  την  προσέγγιση  της  σαρακατσιάνικης  παράδοσης  για  την  αρχέγονη   ελληνική  προέλευση  της  σαρακατσάνικης καλύβας. 

 
Κατσουλοκάλυβο στον παραδοσιακό οικισμό στο Κορδελιό


Η  ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ  ΚΑΤΑΒΟΛΗ  ΤΗΣ ΠΕΡΙΚΕΝΤΡΗΣ   ΚΑΤΣΟΥΛΟΚΑΛΥΒΑΣ  ΤΩΝ  ΣΑΡΑΚΑΤΣΙΑΝΑΙΩΝ  
      
                   Σαρακατσιαναίοι    αυτοί  οι  πρωτοέλληνες   νομάδες  κτηνοτρόφοι  ,  « Οι  καταλαγαρότεροι  Έλληνες»   όπως  τους  αποκαλεί  ο  Στέφανος  Γρανίτσας    (  Τ’  άγρια  και  τα  ήμερα  του  βουνού και  του  λόγγου , Αθήνα  1921)και  σύμφωνα  με  τον  διακεκριμένο  ανθρωπολόγο  καθηγητή  Άρη  Πουλιανό ( Aris Poulianos , Sarakatsani the  most  ancient people in  Europe, Chicago 1973 U.S.A) κατατάσσει τους  Σαρακατσιαναίους  ως  τον  αρχαιότερο   λαό  της  Ευρώπης  και  ανάγει  τις  καταβολές  του  στην  απώτερη  παλαιολιθική  εποχή .

       Η  καταγωγή  των Σαρακατσιαναίων  ανάγεται  από  τους  πρωτοέλληνες  πελασγούς.  Πελασγικά  αποκαλέστηκαν  πολλά  παρακλάδια  των  πρωτοελλήνων  στο  διάβα  των  χιλιετιών . Υπήρξαν  πελασγοί εγκατεστημένοι  σε  νησιά που  εξελίχτηκαν  σε  μεγάλους ναυτικούς  θαλασσοπόρους,  πελασγοί  που  έγιναν  γεωργοί και  καλλιέργησαν  τις  πεδιάδες ,πελασγοί  που  ήταν  ορεσίβιοι  νομάδες  κτηνοτρόφοι που  ήταν  και  οι  αρχαιότεροι  πελασγοί.   Γι  αυτό  και ο  αρχαίος  γεωγράφος  Στράβων  αναφέρει  ότι   η  λέξη   πελασγός  ανάγεται  από  το  πελαργός ( πέλευ + άργος , δηλαδή  αυτόν  που   πηγαίνει -  μεταναστεύει  στο  άργος =πεδιάδα ).Πελαργοί  η  πελασγοί  είναι  οι  αρχαίοι  νομάδες  κτηνοτρόφοι  που  μεταναστεύουν  κάθε  εξάμηνο   στις  πεδιάδες – χειμαδιά  τον  χειμώνα  και  στα  βουνά  το  καλοκαίρι.

      Με  τον  ίδιο  τρόπο  και  οι   Σαρακατσιαναίοι  ασκούν   αποκλειστικά  τον κτηνοτροφικό  νομαδικό  τρόπο  ζωής  με  εξαμηνιαίες  μεταναστεύσεις  πότε  στα  βουνά  και  πότε  στα χειμαδιά , ένας  τρόπος  γνωστός  από  την  αρχαιότητα  όπως  μας  τον  περιγράφει   σε  διάλογο   βοσκών  ο  Σοφοκλής στον   << Οιδίποδα  Τύρρανο>>  ( Στίχοι  1133-1139 ). Ο  εγκυρότατος  ως  τις  μέρες  μας  ιστορικός  της  αρχαιότητας  Θουκιδίδης (  Ιστορίαι  Α,2)  μας  αναφέρει  ότι  οι   πρώτοι  κάτοικοι  του  Ελλαδικού  χώρου ήταν  νομάδες κτηνοτρόφοι .

        Οι  Σαρακατσιαναίοι   ασκούν   τον  νομαδικό  τρόπο  ζωής  οργανωμένοι  με τον  θεσμό  του « Κοινού»   δηλαδή  του  τσελιγκάτου  όπως  επικράτησε  να  αποκαλείται .  Το   Κοινό  είναι    ένα είδος   συνεταιρισμού   , μία  αναλογική  κοινοπραξία  ποιμενικών  οικογενειών.  Το  κοινό  διοικείται  από  τον  κεχαγιά  , τον  «Κοινό » στο  αρχαιοελληνικό  λεξικό  του  Ησυχίου  βρίσκουμε  την  αντίστοιχη  λέξη  κοινός  =  δεσπότης , ηγέτης .  

    Με  τον  νομαδικό  τρόπο  ζωής  οι  Σαρακατσιαναίοι εξασφάλιζαν  από  την  φυσική  χλωρίδα  την  εκτροφή  των  αιγοπροβάτων  τους , και  εξ  ανάγκης  δημιούργησαν   ίσως  τον  οικολογικότερο και  τελειότερο  νομαδικό  τρόπο  διαβίωσης. Ο νομαδισμός τους  ανάγκασε  να  ζούν  σε  πρόχειρες  κατασκευές  , σε  καλύβες τις  οποίες  τελειοποίησαν  με  τον  δικό  τους  τρόπο δημιουργώντας την  περίφημη  περίκεντρη  καλύβα , το  ορθό  κονάκι  η  κατσούλα ή  κατσουλοκάλυβο  όπως  την  αποκαλούν .  Η χαρακτηριστική  περίκεντρη  καλύβα  (  εκ  του  αρχ. ελλην   καλύβι ) είναι  γνωστή  από  την  αρχαιότητα  όπως   μας  αναφέρει  ο  περιηγητής  Παυσανίας ( Χ, 4,1)  « Αλλά  εν  στέγαις  κοίλες  κατά  τας  καλύβας  μάλιστα  τας  εν  όρεσιν» . Επίσης   στα  πρακτικά  του   συνεδρίου  των  Σερρών (Σαρακατσάνοι : Ένας  Ελληνικός  νομαδικός  κτηνοτροφικός  πληθυσμός ,Αθήνα 1985) στην  σελίδα  125  ο  καθηγητής  Ν. Μουτσόπουλος  γράφει  τα  εξής : «  Τη  μορφή  της  κυκλικής  καλύβας   τη  βρίσκουμε  στα  ανάκτορα της  εποχής  του  Ομήρου. Σε  μια  γωνιά της  αυλής  των  ανακτόρων  υπήρχε  η  θόλος » και  στην σελίδα  126 « Την  καθαρότερη όμως  μορφή καλυβιών συναντούμε στους  ναούς  της  Εστίας που  μέχρι  το  τέλος  διατήρησε  την  περίκεντρη   μορφή  της  πανάρχαιης  καλύβας»



Γέροντες του Συλλόγου Σαρακατσαναίων Κορδελιού φτιάχνοντας κατσουλοκάλυβο

     Η Σαρακατσιάνικη  καλύβα  που  επίκεντρο  έχει  την  εστία , τη  φωτιά , έχει  πανάρχαια  ρίζα  και  όπως   μας   αναφέρει   η  αείμνηστη  Αγγελική  Χατζημιχάλη ( Σαρακατσαναίοι,  τόμος  Β Αθήνα  1957  ) στη  σελίδα 276 : « ..ίσως  μάλιστα χάρις  στην  φωτιά , για  να την  προφυλάξει  και  να  περικλείσει  τον  κύκλο  της  ακτινοβολίας  της  έχτισε  γύρω  της  την  ομοιόμορφη  σε  σχήμα  στρογγυλή  καλύβα . Έτσι  το  σχήμα  της  καλύβας δεν  έχει την  πρωταρχή  της  γένεσης  του  μόνο  σε  τεχνικούς  λόγους , αλλά  χρωστιέται  και στην κυκλική  περίφραξη  της   φωτιάς  και  τον  τρόπο που  μαζεύονταν  σε  κύκλο        οι  άνθρωποι  γύρω  από  στην  πυρά  για  να  ζεσταθούν » 

  Γι  αυτό  οι   Σαρακατσιαναίοι   σέβονται  και  τιμούν  την  Εστία , όπως  ακριβώς  λατρευόταν  στην  αρχαιότητα  και  η  θεά   Εστία, κρατώντας  τη  φωτιά  στο  κέντρο  της   καλύβας   τους  άσβεστη  αποδίδοντας  της  κατά   κάποιο  τρόπο  και αποτρεπτικές  ιδιότητες. Μεγάλη  σημασία  έδιναν  οι  Σαρακατσιαναίοι  και  στον  τρόπο  με  τον  οποίο  την κατασκεύαζαν  , με  ένα  ιδιαίτερο  τελετουργικό  τρόπο που αποτελούσε  σημαντικό  μέρος  της   παραδοσιακής   ζωής   τους .

   Ας  εξετάσουμε  όμως  πως  ακριβώς  την  κατασκεύαζαν  και  συγχρόνως  θα  αποδεικνύουμε  τον   ελληνικότατο  αυτό  θεσμό.

  Εξασφάλιζαν  τα  απαραίτητα  υλικά  για  την  κατασκευή  των  καλυβιών  από την  φυσική  χλωρίδα , τα  οποία   ποίκιλλαν  κατά  τόπο . Τα  υλικά  που  χρησιμοποιούσαν  ήταν  μακριά  ξύλα, τα  λεγόμενα  λούρα   , πάσσαλους  , φούρκες  ( διχάλες )  , σαμάκι ,  άχυρα κυρίως  από  βρύζα ( σίκαλη) , φτέρες ,καλάμια  , βούρλα  κλπ.   
 
  Κάρφωναν  έναν  πάσσαλο  εκεί  που  ήθελαν   το  κέντρο  της  καλύβας  και  με  ένα  σχοινί  το  οποίο  έδεναν  στον  πάσαλο  , διέγραφαν  κύκλο  χαράζοντας  τη  γη  με  ένα  ξύλο  . Το  μήκος   του  σχοινιού  αντιστοιχούσε με  την  ακτίνα  του  κύκλου  και  αυτό  προσδιόριζε  το  μέγεθος  του  καλυβιού . Κατά  ένα  άγραφο   νόμο  της  παράδοσης   το  ύψος  της  καλύβας  αντιστοιχούσε  με  το  μήκος  της  ακτίνας στα  μεγάλα  καλύβια.

  Στον  κύκλο  που  είχαν  χαράξει  έμπηγαν  ανά  30-40  εκατοστά   πασσάλους  τους  οποίους  αποκαλούσαν  μπηχτάρια   ή  κατσουλόστυλα γιατί  ήταν  οι  στύλοι  (  εκ  του  αρχ.  ελλην . στύλος )   της  κατσούλας  - καλύβας .  Με  ευλύγιστο  ξύλο  κατασκεύαζαν  ένα  στεφάνι  (  εκ  του  αρχ.  .ελλην  στέφανος )  μέσα  στο  οποίο  έδεναν  ένα   ξύλινο  σταυρό ,  δηλαδή  κατασκεύαζαν  έναν  εγγεγραμμένο   σταυρό.

     Το σύμβολο  του  εγγεγραμμένου  σταυρού  σε  κύκλο  το  βρίσκουμε  και  ως  φωνητική συλλαβή  ΚΑ  στην  αρχαία  ελληνική  γραφή  την   Γραμμική  Β.   Δεν  είναι τυχαίο  ότι  η  λέξη  κατσούλα  εκ  του  κασούλα  ξεκινά  με  αυτή  την  συλλαβή.

  Στον  αρχαίο  συγγραφέα  Προκόπιο (  Ιστορίαι  4, 26 ) διασώζεται   η  λέξη  κασούλα .

     Σε  αυτόν  τον  σταυρό   έδεναν  όλες  τις  άκρες  των  μακριών   ίσιων ξύλων  των  λούρων  ( εκ  του  αρχ.  ελλην  λώρος  κατά  μία  εκδοχή  αλλά  και  από  τα   δούρα  - δούρατα   - δόρυ ) τα  οποία  αποκαλούσαν  κατσουλόξυλα . Η  όλη  αυτή  κατασκευή   θα  αποτελέσει  το   πάνω  θολοειδές  μέρος  της  καλύβας , την  κατσούλα . Το  στεφάνι  -κύκλος  με  τον  σταυρό   συμβολίζει  τον  ήλιο  και  τα   κατσουλόξυλα  συμβολίζουν  τις  ακτίνες  του  ήλιου . Η  ένωση  το  δέσιμο  των  κατσουλόξυλων  στο  στεφάνι  προέρχεται   από  την  αρχαία  ομηρική  λέξη   κάσις (= ένωση  , αδέλφωμα ) και  από  το  αρχ.  ελλην .  ρήμα  κασσύω (= ενώνω ,συρράπτω ) ,  από  την  ομηρική λέξη   κάσις  προέρχεται  και  η  ομηρική  λέξη  κασίγνητος  =  αδελφός και   από  την   λέξη   κάσις  προέρχεται  και  η  λέξη              κασ ούλα  -   κατσούλα  ( κάσις  +ούλος =καμπύλος , κοίλος , σγουρός ) μία  λέξη  καθαρά  ελληνικής  προέλευσης  από  την  οποία  προήλθε  και  η  λατινική  λέξη  casual    <  εκ  ελλην  κασούλα .  


Εσωτερική όψη της κατσούλας του καλυβιού, σαν Ήλιος με τις ακτίνες του

   Η  κατσούλα  ( στεφάνι  με τα  δεμένα  κατσουλόξυλα )  θα  υψωθεί  με  μία  φούρκα  (  ένα  μακρύ  ξύλο  με  διχάλα )  η  οποία  θα  τοποθετηθεί  στο  κέντρο   της  καλύβας  .  Οι  ελεύθερες  κάτω  άκρες  των   κατσουλόξυλων   θα  δεθούν  με  τις   επάνω  άκρες  των   μπηχταριών – κατσουλόστυλων  είναι  το  λεγόμενο   κατσέλωμα (  ένωση-συραφή ) της  καλύβας και   έτσι    θα  δημιουργηθεί ο  σκελετός  της  καλύβας .Η  φούρκα  θα  παραμείνει  μερικές  μέρες  και  κατόπιν  θα  αφαιρεθεί ,  εκτός  αν   δεν  έχει  πολύ  ισχυρά   ξύλα  η  καλύβα η  είναι  πολύ  μεγάλη  οπότε  παραμένει  ως  υποστήριξη.

   Η  λέξη  φούρκα  έχει   πανάρχαια  ελληνική  προέλευση . Από  την  μυθολογία  μαθαίνουμε  ότι  αρχέγονος  Θεός  της  θαλάσσης  ήταν  ο  Φόρκυς  γιός  του  Πόντου  και  της  Γής  και  αδερφός  του  Νηρέα , του  Θαύμα, της  Ευρυβίας  και  της   Κητώς .Ο θαλάσσιος   θεός   Φόρκυς  είχε  ως  σύμβολό  του  τη  γνωστή  τρίαινα   που  κληρονόμησε  αργότερα  ο   Θεός  Ποσειδώνας . Η  τρίαινα  του  Φόρκυ  , η  φουρόκα    ή  φούρ(ο)κα   που  έχει  την  ικανότητα  να  τρυπά  να  φουρκίζει  όπως  λένε  οι  Σαρακατσιαναίοι  ,  δάνεισε  το  όνομα   στην  ξύλινη  διχάλα   την  φούρ(ο)κα     που  μοιάζει  με  την  τρίαινα . Επίσης  από  την   φούρ(ο)κα   προέρχεται  και  η  λέξη   ρόκα  (  φου) ρόκα   δηλαδή  η  ξύλινη  τρίαινα  η  ηλακάτη   που  σε  αυτή  στερέωναν    το  μαλλί  για  να  γνέθουν  στην  αρχαιότητα   οι  γυναίκες , αλλά  και  οι  Σαρακατσιάνες .   Πιστεύω  είναι  λάθος  να  ετυμολογούμε   τις  λέξεις  φούρκα  από   τη    λατινική  λέξη   furca ,  και  την  λέξη  ρόκα   από   τη  γερμανική  λέξη  roccho .

  Τα  κάθετα  λούρα  τα  οποία  απαρτίζουν  το  σκελετό  της  κατσούλας  ενισχύονται  με  οριζόντιους  λούρους   κυκλικά  οι  οποίοι  δένονται   με  τσιμπούκια  ή   φλούδες  λυγαριάς (  εκ  του  αρχ. ελλην.  λύγος ). Το  δέσιμο   γινόταν  με   τελετουργικό  τρόπο  το  αποκαλούμενο  αδέρφωμα . Οι  Σαρακατσιαναίοι  έδιναν   ιδιαίτερη  σημασία στη  λυγαριά  γιατί  θεωρούσαν  ότι  είχε   αποτρεπτικές  ιδιότητες . Ας  μην  ξεχνάμε  ότι η  θεά  Άρτεμη  στην  αρχαιότητα    αποκαλούνταν  και  Λυγόδεσμη (=λυγαροδεμένη )  ενώ  τα  αγάλματα της  τα  στόλιζαν  με  λυγαριές .Στα  θεσμοφόρια   οι  γυναίκες  που  συμμετείχαν στις  τελετουργίες   κοιμόντουσαν  πάνω σε  στοιβάδες  από  λυγαριές . Ένα  άλλο  επίθετο  της  Θεάς  Αρτέμης  ήταν  το  Αγραία  ,  Αγραία  ονομαζόταν  και  η  περιοχή  των  Αγράφων  στην  αρχαιότητα και  από  το  Αγραία  προήλθε  το  Άγραφα που  είναι  η   κοιτίδα  των  νομάδων  κτηνοτρόφων  Σαρακατσαναίων .  Επίσης  ο Οδυσσέας   που  λατρεύτηκε ως  ήρωας  στην  περιοχή  των  Αγράφων  ,   αφηγούμενος  τις  περιπέτειες  του  στον  βασιλιά  των  Φαιάκων  Αλκίνοο  περιγράφει  πως  έδεσε  τους  συντρόφους του  με  κλαδιά  λυγαριάς  στα  κριάρια  του   κύκλωπα  Πολύφημου  για  να  γλυτώσουν   ( Οδύσσεια  Ραψωδία   ι / 428  )




   Οι  Σαρακατσιαναίοι  άφηναν  ένα  άνοιγμα  για  την  πόρτα  την  οποία αποκαλούσαν  ρούγα  ( εκ  του  ομηρικού  ρώξ = πέρασμα ) επίσης  θα  την  κλείνουν με  ένα  είδος  λυσιάς  δηλαδή  μιας  κλαδόπλεχτης   πόρτας. Έπειτα  ακολουθούσε  η  κάλυψη  των  κενών  με   καλάμια  ( εκ αρχ.ελλην . κάννη  =καλάμι) .Ακολουθούσε  το  σκέπασμα  του σκελετού  της  καλύβας  το  οποίο  αποκαλούσαν  Χάρτωμα ( εκ  του  ομηρικού  χόρτος =περίφραγμα ) με  τους   δομούς  ( εκ  του  αρχ.ελλην  δομός) που  αποτελούνταν  συνήθως  από  σαμάκι  (  εκ  αρχ .ελλην. σάμαξ)    ή  από  φτέρες  (  εκ  αρχ. ελλην  πτέρις )  ή  διάφορα   άλλα  φυλλώματα  τα  οποία  έδεναν  -στερέωναν  με   οριζόντια  λούρα .Ο  κάθε  δομός  (σειρά  φυλλωμάτων  του  χαρτώματος )  από  πάνω  προς  τα  κάτω  κάλυπτε  ο  ένας  τον  άλλον  ώστε  να επιτυγχανόταν  το  αδιάβροχο  της  καλύβας . Επίσης  στο  αρχαιοελληνικό  λεξικό  του   Ησύχιου  βρίσκουμε  την  λέξη  κοινό=  χόρτος   ,  είναι  φυσικά  το  χάρτωμα  ,χόρτος  του  κοινού – καλυβιών  του  κοινού  - τσελιγκάτου  του  οποίου   ηγείται  ο  κεχαγιάς -  κοινός   , ηγέτης, κατά  τον  Ησύχιο  στο  αρχαιοελληνικό  λεξικό  του.

   Στο  εσωτερικό ,περιμετρικά  και  κυκλικά έκαναν  ένα   μεγάλο  ράφι   το  λεγόμενο  κρεβάτι (  εκ  του  αρχ. ελλην  κρέβατος =κλίνη ) όπου  έβαζαν  τα  κλινοσκεπάσματά τους  , τις  βελέντζες  και  διάφορα  άλλα  υφαντά.  Επίσης  έκαναν  μία  σειρά   από  κρεβάτια  (  ράφια)  για  τα  τσανάκια  (  εκ  αρχ  .ελλην .σανάκιον)  δηλαδή  τα  είδη  μαγειρικής .

 Στο  κέντρο  της  καλύβας  και  προς  την  ρούγα  έκαναν  με  πηλό   κυκλικά  ένα  στρώμα  την  λεγόμενη  παραστιά  η  βάτρα (  Ο Ησύχιος  μας  αναφέρει   ότι  βατάρα = εστία , και  είναι  μία  πανάρχαια  ελληνοπελασγική  λέξη , και  κατά  μία  άλλη  εκδοχή  προέρχεται  από  το  αρχ  .ελλην.  βάθρον  )  όπου  άναβαν  την  φωτιά  .  Προς  το  μέρος  της  ρούγας  έχτιζαν  ένα  τοιχάκι   για  να  προστατεύεται  η  φωτιά  από  τον  αέρα , τον  πυρομάχο  (  εκ  αρχ. ελλην  πυρ  + μάχομαι ) ,επίσης  στην  βάτρα  υπήρχε  και  η  πυροστιά  ( εκ  αρχ. ελλην . πυροστάτης )  που  ήταν  ένας  μεταλλικός  τρίποδας . Πάνω  στην  πυροστιά  έβαζαν και  την  γάστρα (  εκ  αρχ. ελλην.  γαστήρ  ) για  να  ψήνουν  τα  φαγητά  τους .Αυτό  μας  παραπέμπει   στο  μαντείο  των  Δελφών  που  ο  τρίποδας  της  Πυθίας  αποκαλούνταν  από  τους  Έλληνες  της  αρχαιότητας  ως  γάστρα . Πάνω  στην  πυροστιά   έβαζαν  και  τα  κακάβια (  εκ  του  αρχ. ελλην.   κακκάβι )  που  έφτιαχναν    το  φαγητό  τους , όπως  επίσης   και  την  αρχ. ελλην. λέξη   κάκκαβος  απ  όπου  προέρχεται  και  η  λέξη  κακκαβούλι,  υποκοριστικό  του  κάκκαβος. 

    Δεν  υπάρχει  αμφιβολία  ότι  ο τρόπος  κατασκευής , η  ορολογία , τα  ονόματα των  υλικών  η πραγμάτων  της  σαρακατσιάνικης   καλύβας   έχουν  αρχαιοελληνική  καταγωγή . Ο   καθηγητής  Νικόλαος   Μουτσόπουλος  (  Πρακτικά  συνεδρίου Σερρών , σελίδα  127 )    μας  το  επιβεβαιώνει   γράφοντας  τα  εξής :   « Μοναδική  πανάρχαια  και  γενετική  μορφή  της  πρωτόγονης  κατοικίας  του  ανθρώπου  αλλά  και  του  πρώτου  ιερού (  Ομφαλός  Δελφών, τα  ιερά  της  γης  ) θα  παραμείνει  η  περίκεντρη  κλαδόπλεχτη  καλύβα  που  διασώθηκε  μέχρι  τις  μέρες  μας   στους  σαρακατσάνους , αυτόν  τον  αρχαιότατα αυτόχθονα   πληθυσμό  που  και  ιστορικά  η  νεότερη   Ελλάδα  του  οφείλει  πολλά .»



Τα κονάκια των Μαριουλαίων στην Παλιά Σερβία


  Η  περίκεντρη   καλύβα  των  Σαρακατσιαναίων   είναι   ένα  αυθεντικό  αρχαίο  ελληνικό  δημιούργημα .

           Την ελληνική  καταγωγή   των   Σαρακατσιαναίων   την  αναγνωρίζει   και   ο  εθνογράφος   αρχιτέκτων   από  την    Γιουγκοσλαβία   Branislav   Kojic   (  Branislav  kojic:   Stara  gradsca  I  seoska  arhitektura  ,  BEOGRAD  , 1949 )  στηριζόμενος   μονάχα  στο   ότι  όλοι  οι  Σαρακατσιαναίοι   έχουν  την  ίδια  ονομασία  και  τον  ίδιο  τρόπο  κατασκευής  των  καλυβιών . Ο  Β.  Kojic   είχε διεξοδικά     μελέτησει     τους  Σαρακατσιαναίους   των  Σκοπίων – Σερβίας.

                  To   ότι   οι  Σαρακατσιαναίοι   κατοικούν  σε    κατσουλοκάλυβα  αυτό  έπαιξε  ρόλο   στο  δεύτερο  συνθετικό   του  ονόματος  τους ,  να  ονομαστούν   και  Κατσ(ουλ) ιάνοι   -  Κατσιάνοι   δηλαδή  καλυβήτες , ανθρώπους  που διαμένουν  σε  καλύβια .  Το  πρώτο  συνθετικό  το  Σάρα  ( εκ  του  σάουρα   - άρουρα   δηλαδή  γηγενής  , αυτόχθων )  οι  Σαρακατσιαναίοι  έχουν   την   λέξη  κατασάουρα   που  σημαίνει  καταγής , επί  της  γης .Επίσης  σάρες  αποκαλούν  οι  Σαρακατσιαναίοι  τα  ψηλά  βουνά  , αλλά  και  τις  ψηλές  απότομες  πλαγιές  των  βουνών .
 Σάρα  =  ορεσίβιοι  αυτόχθονες
Κατσ(  ουλ) ιάνοι  =  οι  καλυβήτες 
Σαρακατσιαναίοι

     Ονομάστηκαν  Σαρακατσιάνοι-  Σαρακατσιαναίοι  με  την  προσθήκη  της  αρχαίας  κατάληξης  -αιοι . Σαρακατσαναίοι  λοιπόν  μία  λέξη  γεμάτη  νόημα , αλήθεια , και  ιστορία  από  τα  βάθη  της  αρχαιότητας   της  παρουσίας  του  αυτόχθονα  Έλληνα – Ανθρώπου   στην  ιερή  ελληνική  γη .Ένας  πρωτοελληνικός  λαός  που  δε  θα  μπορούσε  παρά  να  έχει  ένα  πανάρχαιο  ελληνικό  όνομα  που  προέρχεται  από  την  σύνθεση  στοιχείων  του  πανάρχαιου   νομαδικού  βίου  του. Το  ορθό  όνομα  είναι  Σαρακατσιαναίοι  διότι  προέρχεται  από  το  Σαρα-κατσ(ουλ)ιάνοι  , και  με  την  πανάρχαια  κατάληξη   - αίοι  , Σαρακατσιαναίοι. Ένα  όνομα  βγαλμένο  μέσα  από  τον  νομαδικό  τρόπο  ζωής  μέσα  από  την  παράδοσή  μας.

        Ο  σαρακατσιάνος  δικηγόρος  Γιάννης  Μποτός   στο  βιβλίο  του     « ΟΙ  ΣΑΡΑΚΑΤΣΙΑΝΑΙΟΙ»  που  εκδόθηκε  το  1982  γράφει  τα  εξής: «Τ’ όνομα τους είναι Σαρακατσαναίοι και μάλιστα Σαρακατσιαναίοι. Κι όχι Σαρακατσάνοι. Το «Σαρακατσιαναίοι» Το ‘μαθα από μικρό παιδί και το βίωσα χρόνια και χρόνια, λέοντας το με το στόμα μου κι ακούοντας το με τ’ αφτιά μου. Και τώρα όσους ρώτησα, συνομήλικους μου, αλλά και παλιότερους Σαρακατσιαναίους που έζησαν τη ζωή εκείνη, το βεβαιώθηκα και πάλι,, ότι λέονταν, νοματίζονταν οι ίδιοι, αλλά κι απ’ τον αλλον αγροτικό πληθυσμό που τους ήξερε, Σαρακατσιαναίοι κι όχι Σαρακατσιάνοι.»

     Nα  επισημάνω   ότι η κατάληξη  -αίοι  υπάρχει  σε  αρχαία  ελληνική  επιγραφή  και  υποδηλώνει  το  γένος και   που  διασώζεται  στο  μουσείο  των  Δελφών.   Έχει  σημασία  για  τους  Σαρακατσιαναίους  το  γένος   ως  σημείο  αναφοράς  της  καταγωγής  τους.  Λόγω  του   νομαδικού  τρόπου  ζωής  δεν  είχαν  μόνιμο  τόπο  διαβίωσης. Έτσι  όταν  ρωτούσαν  κάποιο  σαρακατσιάνο  για  την  καταγωγή  του  δεν  ρωτούσαν  :   -   Από  πού  είσαι;  ,  αλλά   -  Από  ποιανούς  είσαι; , δηλαδή  από   ποίο  σόι  είσαι. Γράφει  πάλι  ο  Μποτός  στο  προαναφερόμενο    βιβλίο  του  καταθέτοντας  την  άποψή  του  επιβεβαιώνοντας  την  πανάρχαια  παράδοση  της  κατάληξης  -αίοι  χωρίς  να  γνωρίζει  την  ύπαρξη  της  αρχαίας  επιγραφής  των  Δελφών. :

  «Άλλο που επιβεβαιώνει το «Σαρακατσαναίοι» είναι ότι όλα τα οικογενειακά τους ονόματα, μα όλα χωρίς καμιά απολύτως εξαίρεση, σχηματίζονται στον πληθυντικό τού αρσενικού με την κατάληξη «αίοι», που άλλωστε, όπως δέχεται κι η Χατζημιχάλη (στην ίδια ο' σελίδα της εισαγωγής της) ήταν και πανελλήνια.»

    Προς  επιβεβαίωση  της  άποψης  του  ο  Μποτός  παραθέτει  στίχους  από  τραγούδια  της  παράδοσής  μας   που  αναφέρονται  στο  όνομα  και  την  κατάληξη  - αίοι.

«-Εσείς βουνά τού κιαρατά, βουνά τ Ασπροποτάμου, 
τους Βλάχους τι τους κάματε τους Σαρακατσαναίους. 
Οι Βλάχοι πάν στα χειμαδιά, πάησαν να ξεχειμάσουν, 
τα πήραν και τα πρόβατα, τα πήραν και τα γίδια……...»


«- Κράτα καημένε Έλυμπε και σεις καημένα Χάσια,
κράτα τους Βλάχους πώρχονται, τους Σαρακατσιαναίους.....»

Μόλαρης  Βασίλειος
Δάσκαλος  και διεθνής  διαιτητής Taekwondo
































Στο αντάμωμα στο Περτούλι το 1995 - Τάσος Σουφλιάς, Διευθυντής στην εφημερίδα ΄΄Ηχώ των Σαρακατσαναίων΄΄ - Βασίλης Μόλαρης - Άρης Πουλιανός, Καθηγητής Παλαιοντολογίας - Ανθρωπολογίας