portraita

Η Λαμπρή των Σαρακατσάνων
.

Του Δημήτρη Κυριάκου 

Το Πάσχα αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες και πιο σημαντικές γιορτές του χριστιανισμού κατά το οποίο υμνούμε την Ανάσταση του Θεανθρώπου. Σε όλη την Ελλάδα ο εορτασμός του Πάσχα συνοδεύεται από πλήθος εθίμων και παραδόσεων, όπως ορίζει η εκκλησία και η εκάστοτε τοπική κοινωνία, πράξεις που υποδηλώνουν το σεβασμό προς το θείο δράμα αλλά εκφράζοντας και την ελπίδα της Ανάστασης. Έτσι και οι Σαρακατσάνοι, όντας ευλαβείς χριστιανοί, ακολουθούσαν μια σειρά εθίμων προσαρμοσμένα στην ιδιαίτερη και ξεχωριστή λαογραφική παράδοσή τους. Τηρούσαν αυστηρά και με άκρα ταπείνωση τη μεγάλη Σαρακοστή και νήστευαν καθ’όλη τη διάρκειά της, φτάνοντας στην κατανυκτική Μεγάλη Εβδομάδα. 
Το Πάσχα συνήθως τους έβρισκε στα χειμαδιά, κοντά σε χωριά στα οποία θα μπορούσαν να εκκλησιαστούν το βράδυ της Ανάστασης αλλά και την Κυριακή των Βαΐων, όπου έπαιρναν βάγια, τα οποία φύλαγαν στο εικονοστάσι και συνήθιζαν να θυμιατίζουν με αυτά κυρίως τα μικρά παιδιά όταν ήταν ανήσυχα αλλά και  σε περιπτώσεις που πίστευαν πως επηρρεάζονται αρνητικά από κάτι (βασκανία κλπ). 
Τα έθιμα της Λαμπρής των Σαρακατσάνων ξεκινούσαν τη Μεγάλη Πέμπτη, όπου πρωΐ πρωΐ οι γυναίκες μάζευαν τα αυγά από τις «κούρνιες» και έπειτα τα έβαφαν, πάντα κόκκινα, με βαφή που χρησιμοποιούσαν και  για το βάψιμο των ρούχων τους.  Πρώτα ξεχώριζαν και έβαφαν τα αυγά τα οποία είχαν γεννήσει οι κότες τους εκείνη τη μέρα , τα λεγόμενα «Μεγαλοπεφτίσια». Αυτά τα αυγά ήταν το πρώτο πράγμα που θα έτρωγαν μετά την Ανάσταση, η πρώτη αρτήσιμη τροφή μετά από πολλές μέρες νηστείας. Επιπλέον συνήθιζαν να βάζουν ένα Μεγαλοπεφτίσιο αυγό βαμμένο κόκκινο στο εικονοστάσι μέχρι την Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς, τότε δηλαδή που θα το αντικαθιστούσαν με ένα νέο και το παλιό θα το έθαβαν σε σημείο που δεν θα το πατούσαν οι άνθρωποι.  Μαζί με τα αυγά έβαφαν και μια τλούπα από μαλλί την οποία κρεμούσαν στην πόρτα από το κονάκι, καθώς και στην στρούγγα που άρμεγαν τα πρόβατα, σε κάθε ρούγα. Στη στρούγγα όμως έθαβαν και ένα κόκκινο αυγό σε σημείο τέτοιο οπου θα περνούσαν τα πρόβατα και θα το πατούσαν. Αυτο γινόταν για να έχει προκοπή το κοπάδι τους χωρίς απώλειες.


Από το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, ξημερώματα Μεγάλης Παρασκεύης, οι περισσότεροι Σαρακατσάνοι κρατούσαν «ντρίμερο», σταματούσαν δηλαδή να τρώνε και να πίνουν οτιδήποτε, μένοντας νηστικοί έως και το βράδυ της Ανάστασης. Επιπλέον τη Μεγάλη Πέμπτη μοίραζαν διάφορα φρούτα και γλυκά διότι πίστευαν πως οι ψυχές των νεκρών βγαίνουν και μένουν στον πάνω κόσμο μέχρι και την ημέρα της  Ανάληψης. 
Τη Μεγάλη Παρασκευή απείχαν από κάθε δουλειά και έλεγαν χαρακτηριστικά πως εκείνη τη μέρα «δε φκιάνουν ούτε τα π’λιά φωλιές». Τα παλαιότερα χρόνια, υπάρχουν αναφορές, πως αν τύχαινε να είναι το Πάσχα «όψιμο» και είχαν αρματώσει ήδη το κοπάδι και τα γκεσέμια με τα κουδούνια, την Μεγάλη Παρασκεύη τα βούλωναν για να μην ακούγεται ο ήχος τους, όπως ακριβώς έκαναν και σε κάθε περίπτωση που είχαν βαρύ πένθος.  
Το πρωΐ του Μεγάλου Σαββάτου οι γυναίκες ζύμωναν ψωμί και έφτιαχναν και τις «λαμπρόκ’λουρες», δηλαδή τις κουλούρες της Λαμπρής, του Πάσχα. Οι λαμπρόκ’λουρες διέφεραν από τις υπόλοιπες κ’λούρες καθώς ήταν κεντημένες με διάφορα σχέδια και στολισμένες με ζαχαράτα και λιπιπιά, ενώ στο κέντρο έβαζαν ένα κόκκινο αυγό. Το βράδυ της Ανάστασης, αφού άλλαζαν και φορούσαν καθαρά και συνήθως καινούρια, αφόρετα ρούχα, ξεκινούσαν για την εκκλησία όσο μακριά κι αν ήταν, όπου θα κοινωνούσαν όλοι εκτός απο τις λεχώνες που δεν ακολουθούσαν τους υπόλοιπους στην εκκλησία μιας και για σαράντα ημέρες δεν έβγαιναν απο το κονάκι. 


Το πρωΐ της Κυριακής του Πάσχα, αφού γύριζαν από την εκκλησία, οι άντρες έσφαζαν τα αρνιά στρέφοντας τα προς την ανατολή και αφήνοντας το αίμα να πέσει στο έδαφος, τα αρνιά της Λαμπρής ήταν πάντα άσπρα και ποτέ από πρωτόγενη προβατίνα. Έπειτα τα τοποθετούσαν σε σούβλες από απο ξύλο το οποίο δεν άφηνε μυρωδιά στο κρέας και συνήθως αυτό ήταν απο γκορτσιά. Τις σούβλες τις είχαν έτοιμες από την προηγούμενη μέρα, αφου έκοβαν το ξύλο το ξεφλούδιζαν και έφτιαχναν στην λεπτότερη πλευρά του αιχμιρή και πιο λεπτή. Σε σούβλες μικρότερου μήκους έφτιαχναν και το κοκορέτσι που δεν έλειπε από το Λαμπριάτικο τραπέζι. Όταν ήταν έτοιμα τα αρνιά οι γυναίκες έστρωναν τις τάβλες όπου κάθονταν οι άντρες όπως ακριβώς έκαναν και στα γκουρμπάνια και έτρωγαν πάντα όλοι μαζί και αν όχι όλοι τότε χωρισμένοι σε δυο τρεις μεγάλες παρέες. Τη μέρα της Λαμπρής δεν έλειπαν και τα τραγούδια από τους Σαρακατσάνους καθώς από την ώρα που ξεκινούσε το ψήσιμο των αρνιών, οι πιο μερακλήδες έπιαναν το τραγούδι. Σε κάποια τσελιγκάτα μάλιστα στηνόταν και χορός μεγάλος που κρατούσε ως αργά το βράδυ. 
Με το πέρασμα των χρόνων και κυρίως μετά την εγκατάσταση σε χωριά οι σαρακατσάνοι υιοθέτησαν και άλλα έθιμα σχετικά με τις ημέρες πριν  το Πάσχα από τους ντόπιους στα οποία δεν έχω κάνει αναφορά.

Καλή Λαμπρή σε όλους με υγεία και ευτυχία. 

 ο ο ο

Δεν θα μπορούσε απο το άρθρο να λείψουν και οι προσωπικές αφηγήσεις γερόντων όπως τα έζησαν οι ίδιοι, για αυτό σας παραθέτω ενδείκτικα δυο αναφορές σχετικά με τα έθιμα της Λαμπρής. 


Βαγγελή Φλωροκάπη
Τ΄Λαμπρή το γάλα π΄άρμεγαν απ΄τα κοπάδια οι κηχαιάδες, το μοίραζαν στον κόσμο. Δεν το πάνγαν ντίπ στο μπατζιό, κάνας δεν έπιανε να μπατζέψει εκείν΄την μέρα. Κι αμα ήταν κάνας φτωχός ή κάνας π΄τ΄πάει κακοχρονιά και δεν είχε αρνί να σφάξει, τ΄έδωναν οι άλλοι απού΄χαν. Ήταν στο οτζάκι στο Γκίκα στο Δέριο μίνια γριγιά μαναχή. Δεν είχε καέναν, νε παιδιά, νε γέροντα, καέναν. Πάν τ΄Μεγάλη ν΄Πέμπτη δυό κορίτσια, τς έβαψαν καμπόσα αυγούτσκα και τς ζύμωσαν. Αυτήν ζύμωνε ψωμί και μαναχή τς. Κοντά τ΄Λαμπρή δε βήκε όξω, τότε δεν πάνγαν σε γλέντι οι χήρες κι οι γριγιές όντα ήταν έτσι. Τς πάν οι κηχαιάδες αρνί, δγιαούρτι κι έφαγε. Τότες δεν άφναν καέναν μαναχόν. Όποιος δε μπόργε, μπόργαν οι άλλοι για τ΄αυτόν. 


Γιαννούλα Κυριάκου
Εκιά τα χρόνια ο κόσμος νήστευε όλες τς νηστείες, τ΄Λαμπρή όμως αλλού πολύ. Όντα έφτανε η Μεγάλη Πέφτη έβαφαμαν τ΄αυγά, τα΄βραζαμαν στο κακάβι με τ΄βαφή κι έβαφαμαν και νια τλούπουλα μαλλί για να κρεμάσουμε σ τ΄ρούγα. Εκείν΄απούχαν τζομπάνδες στα πρότα ή βαλμάδες, έστελναν τλούπα και αυγό κόκκινο και κρέμαγαν οι τζομπάνδες στς στρούγκες, στο μπατζιό και στον οβορό. Τ΄αυγό τό΄θαφταν σν περαταριά στ΄στρούγκα να περάσουν αου΄παν τα πρότα ια καλό. Κοντά τ΄Μεγάλη Παρασκεύη ν αυγή σκώνομασταν και δεν έφκιαναμαν καμίνια δλειά, ούδε έτρωγαμαν τίποτα. Τα γκζάνια ακόμα πού΄ταν και μκρά τς έδωναν λιγο ψωμάκι κι αυτό ήταν. Δεν έβαναν τέντζερ στ φωτιά. Οι τρανοί κράτγαν έτσι δίχω να φαν ως ν΄Ανάσταση, ντρίμερο τό λεγαν. Το Μέγα Σαββάτο το πρωί ζύμωναμαν ψωμί για τ΄Λαμπρή και έφκιαναμαν τς Λαμπρόκλουρες, τς έφκιαναμαν κλούρες και κένταγαμαν αουπάν σταυρό, κλίτσες κι έβαναμαν κι ένα αυγό στ΄μέση κόκκινο. Κοντά πάνγαμαν για νερό, λούζουμασταν τα κορίτσια κι οι γναίκες, έπλεκαμαν τα μαλλιά κι άλλαζαμαν. Έπρεπε να βάλουμε καλή αλλαξιά για τ΄Λαμπρή κι ένα καινούριο σκτι ή πετσέτα ή φρούτα ή  οτι άβαλτο.  Όντα ήταν η ώρα να πάμε σν εκκλησιά, ήξεραν οι κηχαιάδες πότε βαρεί η καμπάνα, είχαν και τα ρολόια. Χουιαζαν ¨άστε να παμε¨. Σκώνομασταν και πάνγαμαν. Καμπόσοι αγόραζαν λαμπάδες απ΄τα παζάρια, οι άλλοι λάβαιναν σν εκκλησιά. Πάνγαμαν με τα ποδάρια ως το χωριό πούχε εκκλησιά. Γερόντοι, γκζάνια, γναίκες, αντρες ούλοι. Μαναχά αμα ήταν κανας π΄δε μ΄ποργε να περπατήσει καλά ή κανια λεχώνα κάθονταν πίσω. Όσο αλάργα κι αν ήταν πάνγαμαν. Το 1938 ήταν όψ’μο το Πάσχα κι είχαμαν βγεί στα βνά. Η εκκλησιά ήταν μπαϊά αλάργα. Σκώθκαμαν πιο νωρίς και πήγαμαν. Εκεί σν εκκλησιά μεταλάβαιναμαν ούλοι όσοι πάνγαμαν. Όντα τελείγωνε η λειτουργία έπαιρναμαν χέρια με τς τρανοί, ευκιώμασταν και τσούγκραγαμαν τ΄αυγά τα μεγαλοπεφτήσια και τα τρωγαμαν εκεί. Γύρναγαμαν κοντά στα καλύβια, πάνγαν οι άντρες έσφαζαν τ΄αρνιά και τά’φερναν στα κονάκια. Τ΄αρνιά τς Λαμπρή τα φκιαναν στ σούβλα, δεν τα φκιαναν όπως στα γκουρμπάνια στο καζάνι. Κοντά κάθονταν ο κόσμος ούλοι και έτρωγαν. Έφκιαναν γλέντι γιον έφκιαναν στα γκουρμπάνια.  Αμα ήταν ο Αη Γιώργς σμά με το Πάσχα, δεν έσφαζαν ουλ΄αρνιά. Αυτοίν που΄χαν τα γκουρμπάνια τ΄Αη Γιώργη δεν έσφαζαν ούλ΄το Πάσχα.