portraita

Οι σκηνίτες στ΄Αγραφα
.
… και μια παλιά συγγένεια
.
του Λάμπρου Κάππα
Για τους Κουτσουπαίους του Μοναστηρακίου Αγράφων γράφει ο Θόδωρος Ταμπούρας στο βιβλίο του ΄΄Χωριό του Οδυσσέα, Ιστορία του χωριού΄΄, όπου αναφέρεται στις φάρες που εγκαταστάθηκαν στο Λεσίνι (Παλαιοκατούνα) Ξηρομέρου, ανάμεσά τους και κάποιοι Κουτσουπαίοι.

… Το γένος Κουτσουπιά παλαιότερα λεγόταν Σακκάς... Στις πρώτες δεκαετίες του 1700 το φοροεισπρακτικό απόσπασμα των Τούρκων στρίμωξε το μεγαλο-τσέλιγκα Αποστόλη Σακκά στη θέση Λόγγος, στη στάνη του, που ήταν ανάμεσα από Κατούνα και Τρύφο της Ακαρνανίας και τον ανάγκασαν να πληρώσει ένα τεράστιο ποσό για φόρους που χρωστούσε και έτσι έμεινε απένταρος. Τότε τα πέντε παιδιά του, Μήτρος, Νίκος, Γιώργος, Γιάννος και Κώστας με μερικούς τσοπάνηδες του κοπαδιού τους, έστησαν καρτέρι στο απόσπασμα ανάμεσα από Καρβασαρά και Βόνιτσα, σκότωσαν όλους τους Τούρκους της συνοδείας και πήραν όλους τους φόρους…

Από τη συλλογή του Λ. Κάππα

… Μετά από αυτό, ο γερο-Αποστόλης μαζί με τους τσοπάνηδες πήρε το κοπάδι του και ανέβηκε στ’ ΄Αγραφα. Τα παιδιά του κρύφτηκαν για αρκετό χρόνο στα δάση της περιοχής της Κατούνας. Λόγω του συμβάντος, αναγκάστηκαν ν’ αλλάξουν επώνυμο και καθώς λέγεται, ο καθένας πήρε και το δικό του. Ο Μήτρος το επώνυμο Πλατής, ο Νίκος το Κοψιάς, ο Γιώργος το Κολοκύθας, ο Γιάννος το Τσιάκας και ο Κώστας (Κωστούλας) το Κουτσουπιάς. Μοίρασαν το κοπάδι τους και ο καθένας ακολούθησε τη δική του πορεία …

… Ο Κωστούλας με το επώνυμο Κουτσουπιάς ανέβηκε στ’ Άγραφα … και εγγόνι αυτουνού, ο Κώστας, εγκαταστάθηκε στο Μοναστηράκι ...

Καπ'λιά

Εδώ παραδίδω αναφορά της γιαγιάς μου Γιαννούλας :

Αυτός λοιπόν που ’ρθι κι έμεινι στου χουργιό, στου Μαναστ’ράκ’ κι ουνουμάστ’κι Κουτσ’πιάς, παντρεύτ’κι κι απέχτ’σι τρία πιδιά. Τουν Γιώργου, τουν Κώστα, κι τ’ν Αλιξάνδρα. Του δεύτιρου του πιδί τ’, ου Κώστας, ου παππούς μ’, παντρέφτ’κι τ’ γιαγιά μ’, τ’ Μαρία Ζαρκάδα, σκηνίτ’σσα απ' τ’ Τρουβάτ’ ή τα Μπιγκιανά κι απέχτ’σαν δυο κουπέλις κι τρία πιδιά. Ου πατέρας μ' ου Πανα’ιώτ’ς ήταν ου μιγαλύτιρους απ’ τα πέντι. Η μάνα μ’ η Μαρία (1894-1976), κατάγουνταν απ’ τ'ς Θιουδουρουγιανναίους, απ’ του Σύχνικου, συνοικία απ’ του Μοναστ’ράκ’. Έκαναν ουχτώ πιδιά. Έξ’ αγόρια κι δύου κουπέλις. Ιγώ είμι δεύτιρ’ στ’ σειρά.

Αυτοί πό ’λιγαμι, σκηνίτις ήταν πέρα απ’ τ’ ΄Αγραφα, πέρα απ’ τα Βραγγιανά, πέρα απ’ τ’ Τρουβατ’ ! Τ’ς έβλιπαµι του Χ’νόπουρου, τ’ Άι-Δημ’τριού όταν πέραγαν απού κει, απ’ πάν’ απ’ τ’ Κότλιαν’, έξου απ’ του Μαναστ’ράκ’, ικεί π’ γιννέθ’κα, - … Πιράνι οι βλάχ’, … κ’τάχ’τι !,… Πιράν, οι βλάχ’ !, έλιγαμι. Αυτοί έρχουνταν πέρα απ’ τα Μπιγκιανά, έφταναν στ’ Μούρκ’, σύνουρα µι τ’ Φτέρ’, απού κει στ’ Τσακα τα’ Αλών’ κι στουν µπατου στα Ξιράδια, κουντα στ’ς Γκούρις που ’χαν οι Καππαίοι τ’ς στάνις, απού κει στ’ Κότλιαν’, μιτά στ’ Φραγκυσ’νή, απού κει ανέβιναν στου Διάσιλου προς του Σύχνικου κι του Παλιουκατ’νου, για να κατέβ’νι απού κει στ’ Μαρδάχα κι να πάνι στ’ν Ιτουλουακαρνανία. Τουν Μαη ανέβιναν τουν ίδιου δρόμου για τα β’να. Κουνάκια ουλόκληρα πέραγαν ! …Πέντ’ έξ’ κουνάκια σήμιρα, …τρία τέσσιρα αύριου, … κι αλλα πιρ’σσότιρα μιθαύριου, …πέραγαν συνέχεια. Πέραγαν απού κει πάν’ απ’ τ’ς ραχις µι τ’ς οικουγινειέ τ’ς κι τα ζώα τ’ς φουρτουµένα µι όλα τα πράματα τ’ς κι τα πρόβατα μαζί κι έφιβναν.

Καµμιά φουρά άμα τ’ς έπιανι του βραδ’ κι έβριχι, πέρναγαν κι μέσα απ’ του χουργιό, µπρουστα στα σπίτια μας. - …Να μείνουμι απόψι ιδω΄; μας έλιγανι,     …έχουμι πιδιά μαζί μας ! ....Οικουγένειις πουλλές ! Πόσις φουρές έρχουνταν ικεί στ’ µανα μ’ κι ρώταγαν ! Ζήταγαν κι ψουμί για τα πιδιά, να τ’ς δώσουμι. Ταλιπουριμέν’ κόσμους. Κι έμιναν κουντά στα σπίτια μας του βράδ’ κι του προυί σ’κώνουνταν κι έφιβναν. Κατέβιναν αυτοί κάτ’ κι ξιχείµαζαν στουν κάμπου κι μόλις πάταγι ου Μάης, τα ’πιρναν τα ζώα κι ματαπέραγαν απού κει απάν’ τ’ Άί Κουσταντήν’ κι πάιναν στ’ς ραχις, ντιπ, στα β’να!

Θ’μάμι  καλά μια φουρά που μ’νταν µ’κρη΄ ικεί στ’ Κότλιαν’ κι πέρασαν αυτοί οι σκηνίτις απού κει κι νύχτουσαν κι ήρθι ένας απ’ αυτούς κι βρήκι τουν πατέρα μ’, τουν Πανα’ιώτ’, γιατί ήτανι συγγένειου. ΄Ητανι δεύτιρα ξαδέρφια απού μανα µι τουν πατέρα μ’ ικείνους κι λέγουνταν Ζαρκάδας. Απ’ τ’ µανα τ’ πατέρα µ’, τ’ γιαγια μ’ τ’ Μαρία δηλαδή, π’ τ’ν έλιγαν Ζαρκάδα, του πατρικό τ’ς του όνουμα. Κι ήρθι ικεί αυτός κι ζήτ’σι να μείν’νι ικεί όλ’ αυτοί του βραδ’ κι έμειναν λίγου πιο πέρα απ’ του σπίτ’ μας. ΄Εστ’σαν τ’ς σκηνές, ασπρις σκηνές  είχανι, τέντις, κι έµειναν ικεί του βραδ’ κι τ’ν άλλ΄ μέρα έφ’γανι.
Λάμπρος Κάππας


Η γιαγιά μου Γιαννούλα Κάππα, το γένος Κουτσουπιά, από το Μοναστηράκι Αγράφων, γεννημένη το 1924, βαδίζοντας αισίως για τα 93 της, στη Μελβούρνη