portraita

Θεοδώρα Λιόλιου - Γίδαρη

Ρετσίτσα Βουλγαρίας

του Γιώργου Κολοβού

Γεννήθηκα το  1941 στο Καράμπουρναρ έτσι το΄λεγαν, κατά το Μπουργκάζ εκεί, …χασαπάς είναι κι εκει ξεχείμαζαμαν. Εμείς είμαστε Λιολαίοι, …τον παππούλη μ΄ τον Βαγγέλη τον γνώρισα, μαζί ζούσαμε ως τα 1956 που ήταν ζωντανός. Τη γιαγιά μ΄ την έλεγαν Ελένη και ήταν απ΄ τ΄ς Μπαϊνασαίοι. Απ΄ τη μάνα μ΄ ο παππούς μ΄ ήταν Μπαλεζντραβαίοι και η γιαγιά μ΄ ήταν απ΄ το Τσιότσιοβο, …Κ΄τσαίοι. Η πατέρας μ΄ ήταν γινομένος στην Τουρκία και πάν΄γαν απάν – κάτ΄ καραβάνι. Πάαιναν στην Τουρκία ξεχειμαζαν, πάαιναν στην Ελλάδα ξεχείμαζαν και τα καλοκαίρια έβγαιναν στα βνά στη Βουλγαρία. Εμεις το χειμώνα πάγαιναμαν καραβάνια εδώ κατά το Καρναμπάτ, Γκιουραίοι το΄λεγαν και κόνευαν εκει ούλα τα ουτζάκια. Εκει στο Γκρούντοβο είχαμαν τα καλύβια, …ξέρω πού είμασταν, ξέρω πού έχει νερό, που έπαιζαμαν. Καλή ζωή έζ΄γαμαν και δύσκολη ήταν και καλή ήταν. Εκει είμασταν εμεις οι Λιολαίοι, ο θ΄κός μας ο Τατάς ο Γιάννης ήταν κεχαγιάς για το θ΄κό μας το οτζάκι και τ΄ αδέρφια τ΄ ούλα εκει μαζί. Έβγαναμαν και μερικές οικογένειες κάμα ξένοι κόσμο, να΄χουμε τζιομπάνηδες. Εκει στα χειμαδιά τα καλύβια συνέχεια τα είχαμαν δεν μας τα χάλαγαν. Ούλοι μαζί τα΄φκιαναν τα καλύβια, ο πατέρας μ΄κι η μάνα μ΄, ορθά καλύβια είχαμαν. Είχε πολλά ρ΄μάνια εκει και έβρισκαμε λούρα. Τα χ΄μωνιάτ΄κα τα καλύβια τα΄φκιαναμαν με άχυρο από βρύζα, όχι από φύλλα, πολύ καλά γένονταν με τ΄ άχυρο.

Εμείς είμασταν έξι κορίτσια κι ένα παιδί, ούλοι σ΄ ένα καλύβι, έφκιανε μεγάλο καλύβι ο πατέρας μ΄, πολύ μεγάλο καλύβι. Κι όντα έβρεχε και είχαμαν γκουρμπάνια, εκει μέσα χόρευαν, μέσ΄ στο καλύβι, ...μεγάλα καλύβια έφκιαναν. Εμείς μικρά παιδάκια έπαιζαμαν, πιάνομασταν ένα πίσω απ΄ τ΄ άλλο κι έπαιζαμαν, …ένας γένονταν αετός, να φάει το πλί της μάνα ! Και το βράδυ στη στρούγκα όλη νύχτα έπαιζαμαν. Ακόμα είμασταν μικρά και αρχίναγαμαν να κεντάμε τα μανίκια απ΄ το πουκάμισο.  Πάγαινα και σχολειό, ήμαν δεκατρία – δεκατέσσερα χρονών και γύρναγα απ΄ το σχολειό και κένταγα, να φκιάσω τα προικιά. Και στα πρόβατα πάν΄γαμαν, …όντα γένναγαν τα πρόβατα το χ΄μώνα, κ΄βάλαγαμε τ΄ αρνιά, …τα΄χαμε αλλού τα πρόβατα. Να τέτοιες δουλειές έκαναμε, …ξύλα, νερό με τ΄ς βαλέρες, τα κορίτσια τα΄φκιαναν. Μια αδερφή μ΄, ήταν  το 1933 γενομένη, πάγαινε σχολείο να μάθει κι έκανε λογαριές τον πατέρα μ΄, την έπαιρνε στο παζάρι. Πέθανε η αδερφή μ΄ και μετά, …ο αδερφός μ΄ ήταν μικρός, με ποιόν να πάει ! …λέει εμένα. Τέσσερα χρόνια πάαινα κι εγώ σχολείο και καλά που μ΄ έστελνε ο πατέρας μ΄, …δεν είμαι τόσο γκαβή, τα΄χω ανοιχτά λίγο τα μάτια.  




Η ΣΤΡΑΤΑ

Όταν  ήταν να φύβγουμε για τα βουνά, απ΄ το βράδυ σύνταζαμαν τα πιό καλά τα ρούχα να ντύσουμε για τη στράτα, ποιά και ποιά να βάλει καλύτερα ρούχα. Στα καλύβια έβαζαμαν ό,τι να΄ναι, ...ποιός μας τήραε ;  …αλλά στη στράτα έβαναμε καλά ρούχα.  Σ΄κόνωμασταν το πρωί, σύνταζαν οι γναίκες κι έστελναν μερικά ρούχα με το τραίνο, …πολλά ρούχα, πώς θα τα πας ;  Τα΄λεγαμαν αλαφρώματα. Εμείς δεν άφηναμαν σε σπίτια στο χωριό, εμεις τα΄στελναμαν εκει που θα πήγαιναμαν στο βουνό. Τα αλαφρώματα είναι να ξαλαφρώνεις το καραβάνι δηλαδή, ρούχα, βελέντζες, τέτοια πράγματα. Στα καλύβια τίποτα δεν άφ΄ναμαν. Ο πατέρας μ΄ είχε δεκαπέντε άλογα, τα΄ξερα ένα ένα, είχαμαν τέσσερις φοράδες, είχαμαν τρία - τέσσερα σερ΄κά άλογα, ένα κόκκινο κι ένα σίβο, είχαμαν τέσσερις φοράδες με τσοκάνια, …να σιώται, κρίμα να τα θ΄μώσαι τώρα. Πιό λαμπρά τσοκάνια είχαν οι θ΄κές μας οι φοράδες, απ΄ τ΄ αλάργα ακούγονταν. Στ΄ άλογα φόρτωναμαν βελεντζ΄κά, σακιά, το καζάνι. Φαγητά, ζύμωναμαν ψωμί, άρμεγαμαν τα πρότα, γάλα, τυρί, στη στράτα δεν μπόραγαμε να μαγειρέψουμε φαγητά. Έπαιρναμε και φασούλια, φακές, πατάτες, αλεύρι, λάδια, απ΄ ούλα. 

Και τα καραβάνια, ένα κοντά το άλλο, κάθε μία οικογένεια είχε θ΄κό τ΄ς καραβάνι. Αν είχε νύφη καινούργια, η νύφη τράβαγε τ΄ άλογο, αν δεν είχε, …ένα κορίτσι τράβαγε, τ΄ άλλα από μεργιά να τηράν να μην πέσουν τα ρούχα. Απ΄ τα χειμαδιά μέχρι τα βουνά, έκαναμαν δέκα μέρες, ήξεραν πού να κονέψουν κι εκει που κόνευαμαν εμεις έρχονταν κι άλλα οτζάκια. Ο πατέρας μ΄ σύνταζε μερικά ξύλα, παλούκια, τα΄δενε δεμάτια να φκιάνουν στο δρόμο τη στρούγκα ν΄ αρμέγουν τα πρόβατα. Έμπ΄γαν τα παλούκια, έβαζαν τριχιές και τέντες, να φκιάνουν τη στρούγκα σε κάθε κονάκι. Εμεις τα μικρά  πάν΄γαμαν σιά μπροστά με τ΄ς παππούδες. Όντα είμασταν μεγάλα πάν΄γαμαν με τα πρόβατα να βοηθάμε. Τότε δεν είχε αυτοκίνητα, τα πρόβατα πάαιναν στον τσιαντέ, στο δρόμο. Τήραγαμε απ΄ όπου έχει βρύσες να πάρουμε νερό. Τα κορίτσια πήγαιναν άλλη για νερό κι άλλη για ξύλα. Ξεφόρτωνων ούλα τ΄ άλογα κι έφκιαναν την τσιατούρα, τα σαμάρια σιά δω - σιά κει, το έσιαζαν. Τράγιες τέντες μαύρες. Την τσιατούρα από πίσω την έκλειναμε, κι από μπροστά την έκλειναμε τη μισή την τέντα, φριτζάτο το΄λεγαμαν.




ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ

Το καλοκαίρι έβγαιναμαν στα βνά, κοντά σ΄ ένα χωριό τ΄ Ζάρεβα, πιό δώθε απ΄ το Σούμεν. Στα βνά πολλοί μας τα χάλαγαν τα καλύβια, οι Τούρκοι εκει, ήταν Τουρκοχώρι, καρτέραγαν πότε θα φύβγουμε να τα χαλάσουν. Εγώ δεν θ΄μήθκα καλοκαιρινό καλύβι να του΄ναι. Καρτέραγες πότε θα τα πει η αρχή, πότε να κόψεις λούρα να φκιάσεις το καλύβι. Ο πατέρας μ΄ περίμενε, περίμενε, δεν έρχονταν κανένας κι εκει έχει πλειότερα ρ΄μάνια και πάει μαναχός τ΄ κι έφκιασε τα καλύβια. Ήρθαν μετά να μας πουν να πληρώσουμε, αλλά είχε πιάσει μιά βροχή, …κι έλεγαν, Α! άμα δεν είχε φκιάσει ο Γιάννης το καλύβι, πού θα κοιμώμασταν τώρα !

 Όλα τα καλύβια τα είχαμαν ορθά, μίνια φορά ένα καλοκαιρι θ΄μώμαι είχαμαν δίπλο καλύβι. Το καλοκαίρι τι καλά μοσχοβώλαγαν οι οξυές όταν έκαναμαν το καλύβι, ούλα με οξυές τα΄καναμαν. Έφκιαναν έτσι σαν φύλλα τα μάζωναν έτσι και τα΄φκιαναν. Όντα σήκωναν το καλύβι, από κατ΄ ήταν τα λούρα κι από παν το άλλο και μαζώνονταν ούλοι οι άντρες και φώναζαν κι έλεγαν …σιδηροκέφαλο, σιδηροκέφαλο το καλύβι. Είχαμε τη μεγάλη την πόρτα και είχαμε και μίνια μικρή, την παραπορτούλα, να μην μπαίνουν τα ζώα, σκυλιά, γατιά. Το καλοκαίρι δεν κούρταγαμαν μεσ΄ στο καλύβι φωτιά, είχαμαν όξω βάτρα φκιασμένη . Καθένας στο καλύβι τ΄ μπροστά, θυμώνιαζε εκει και είχε βάτρα. Στο καλύβι απάν δεν θ΄μάμαι σταυρό για να΄βαναν. Στα βουνά έρχονταν φωτογράφοι Βουλγάροι και μας έβγαζαν. Τ΄ς καλούσαν κι αυτοί έρχονταν κι έβγαζαν φωτογραφίες.

Το καλοκαίρι πολύ καλή ήταν η ζωή, …και δύσκολη ήταν και καλή ήταν, …εμείς καλύτερη δεν ήξεραμαν. Χοροί, τραγούδια, το καλοκαίρι. Έκαναμε τα Καλογιάννεια και μαζώνονταν τα κορίτσια, πάαιναμαν στη βρύση και κάθε μίνια με κόκκινο μαντήλι στο κεφάλι, έβανε από ένα ματσάκι κι έβαναν το δαχτυλίδι, να το πάρει και τραγούδαγαν :

Άη Γιάννη Γιάννη, Γιάννη Καλογιάννη
δώ στην κρύα βρύση, έχασα γαιτάνι
Γιάννη μου κι αν το΄βρεις, εμένα να το στείλεις
με πουλιά, μ΄ αηδόνια, μ΄ άσπρα χελιδόνια




Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΑ ΓΚΟΥΡΜΠΑΝΙΑ

Οι γναίκες δεν είχαν και πολύ καλή ζωή, όλα οι γναίκες τα΄φκιαναν. Ξύλα, νερό, φαγητά. Έπλυναν τα μαλλιά ακόμα απ΄ τα χειμαδιά, να τα ξύνουν, να τα νταρακίσουν, να γνέθουν, …ως τον Άη Δημήτρη, ως το χ΄νόπωρο να τα γνέσουν όλα και να τα υφάνουν, να τα υφάνουν ούλα να μπορούν να τα φορτώσουν. Έφκιαναν για την κάπα, έφκιαναν για την τέντα, έφκιαναν το δίμτο, απ΄ όλα τα διασίδια να γνέθουν οι γναίκες. Αργαλειό έκαναμαν εκει, άλλος μέσα στο καλύβι, άλλος αλλού, είχαμαν και μικρό καλύβι, καλβούλα, για τα ρούχα. Ως την Παναγιά έγνεθαν, απ΄ την Παναγιά κι ύστερα έπρεπε να υφαίνουν. Το μαλλί το΄πλεναν και το στέγνωναν και το΄ξυναν στο νταράκι και το μάζωναν τλούπες κοντά και το΄γνεθαν. Όλοι έγνεθαν κι έπαιρναν τ΄ς ρόκες : ΄΄Εγω έχω ρόκα κι αργαλειό να φκιάσω τα προικιά μου΄΄ έλεγαν. Τα μαλλιά τα΄δωναμαν στο χωριό και τα΄βαφαμαν, …ποιός είχε καιρό να τα βάψει, να τα φκιάσει αυτά ! Οι γναίκες έκαναν και φαϊ, είμασταν πολλοί. Το καλοκαίρι, πατάτες, πιπεριές, καρπούζια, πεπόνια, …τα κ΄βάλαγαν απ΄ το χωριό οι άντρες. Πάαιναν να π΄λήσουν το τυρί κι έπαιρναν απ΄ όλα τα φαγητά απ΄ το παζάρι.

Οι γναίκες όλες είχαν μακρυά μαλλιά, δεν κουρεύονταν. Οι μεγάλες οι γυναίκες όλο απλά ρούχα φορούσαν και δεν έβαναν φρέντζες καθόλου, σαράντα χρονών, …γέρασε αυτήν τώρα, όλα μαύρα τα ρούχα. Οι χήρες τα μαλλιά δεν τα΄φκιαναν κόμπο, μόνο τα σταύρωναν. Ο παππούλης μ΄ φόραγε τα Σαρακατσάνικα τα ρούχα, ποιός δεν φόραγε τα Σαρακατσάνικα !, …κι εμεις μικρά παιδάκια, όλοι τα Σαρακατσάνικα φόραγαμαν. Οι αντρες φορούσαν τα μπουτούρια. Είχαν και μπουραζάνια και τα΄βαζαν απ΄ όξω απ΄ τα μπουτούρια και τα κρέμαγαν εκει στη στρούγκα. Οι άντρες άρμεγαν τα πρόβατα κι έπαιζαν τ΄ μπίσα, οι κεχαϊάδες. Η μπιία είναι, …έφκιαναν μιά τρύπα έτσι και από ένα ξύλο ο κάθε ένας, το βάραγε να ιδεί πού θα πάει. Δεν ήταν τσιλίκα, τ΄ θ΄μώμαι ικιό, αυτό ήταν να πάει μέσα στην τρύπα να πέσει.

Για το γκουρμπάνι, …ο πατέρας μ΄ είχε τάμα τον Άη Γιάννη, τ΄ γιορτή τ΄. Έσφαζε για τον Άη Γιάννη, μαζεύομασταν, έτρωγαμαν, έπιναμαν και χόρευαμαν στο γκουρμπάνι. Τ΄ς κάλεγαμαν ολνούς εκει στο οτζάκι κι έρχονταν, …κοκκινιστό το΄καναμαν πλειότερο θυμάμαι και ρύζι. Εμείς εδώ τραγούδια έχουμε μόνο τα Ελληνικά, ήρθαν από κει οι θ΄κοί μας οι προπαππούδες. Τραγούδια έλεγαμαν γκουρμπανιάτ΄κα :

΄΄Παιδιά μ΄ καλώς τον ήβραμαν αυτόν το νοικοκύρη – με τα φαγιά τ΄ με τα πιοτά τ΄ με τις γλυκές κουβέντες – παιδιά μ΄ να τον αξιώσουμε Θεός να τον προκόψει – για να του ζήσουν τα παιδιά κι αυτός να βασιλέψει΄΄

΄΄Σε τουτ΄ το σπίτι που΄μαστε πέτρα να μην ραϊσει – κι ο νοικοκύρης του σπιτιού ποτές κακό μην πάθει΄΄

Η τάβλα ήταν πανί υφασμένο και το΄φκιαναμε έτσι με σταυροί, σε τρεις μεργιές σταυροί. Μεγάλο ήταν, δυό μέτρα μακρύ το΄φκιαναμε. Έβαζαμε τα φαγητά απάν και από δω και από κει κάθονταν και έτρωγαν. Τον άλλον τον καιρό έτρωγαμε σε σοφρά, αλλά τότες δεν μπορείς να φας τόσος κόσμος σε σοφρά. Και έπιαναμε το τραγούδι κοντά και να και το χορό. Ο χορός ο θ΄κός μας τα κορίτσια ήταν σα να περπατάν. Οι άντρες έκαναν και κάτσα και σταυρωτόν χορό χόρευαν. Ο παππούς μ΄ ο Λιόλιος πάντρεψε όλα τα παιδιά τ΄ και, …όταν χόρευαν έλεγε τ΄ μάνα μ΄ : …Γιάνναινα, τίνος είν΄ αυτός ο χορός, …όλο θ΄κά τ΄ αγγόνια. Έξι παιδιά πάντρεψε ο παππούς μ΄ και δυό κορίτσια και μίνια ήταν ελεύθερη, εννιά παιδιά ήταν.




ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

Τα προζύμια για τον γαμπρό τα΄καναν την Παρασκευή και για τη νύφη το Σάββατο. Έβαζαν καταή το σκαφίδι και πέρναγαν κι έριχναν λέφια, παραδες μέσα καλούδια κι έλεγαν …χαϊρλίτ΄κα να΄ναι. Κοσκίναγαν τ΄ αλεύρι και τ΄ άλοιφαν στο πρόσωπο με το προζύμι.

Ο αντράδερφος πάαινε την κλούρα κι ο μπράτμος με τον φλάμπουρα κι ο γαμπρός πέταε το μήλο.

 ΄΄ Καλώς ήρθες καβαλάρη, ρίξε μήλο και κατέβα ΄΄

Έριχνε το μήλο με το λέφι μέσα, ένα σιδερένιο νόμισμα, να΄ναι γερός σαν το σίδερο και τον έζωναν. Όταν ξεκίναγαν τ΄ νύφη, έβαναν ένα μαχαίρι κι ένα χλιάρι να πατήσει η νύφη.

Όταν πάαινε η νύφη, την καρτέραγε η πεθερά κι έλεγαν :

΄΄ Έβγα μανούλα πεθερά να ιδείς το νέο απ΄ πο΄στειλες, να ιδείς τη νύφη απ΄ σου΄φερε΄΄

Και η πεθερά την τραγούδαγε :

΄΄ Φουντωτό μου κυπαρίσσι και μονόκλωνο κλωνάρι - πόσα ξόδιασα για σένα να σε φέρω στην αυλή μου – να σε φέρω στην αυλή μου, στα σκαλοπατήματα μου ΄΄ 

…και την έδωνε μια σίτα, ένα κόσκινο με καλούδια μέσα και κριθάρι. Κράταγε η νύφη το σίτο και την έβαζαν στα χέρια δυό κλούρια εδώ στα χέρια και τ΄ς έδιναν μιά κανάτα με κρασί και μια με νερό, να χύνει η νύφη ώσπου να πάει στην πεθερά. Η πεθερά κι ο πεθερός τ΄ς έταζαν τάματα.

΄΄ Πέζε νύφη μ΄ δεν πεζεύω, χάρισμα πολύ γυρεύω – απ΄ την καλοπεθερά μου, απ΄ τον καλοπεθερό μου ΄΄

Τ΄ς έταζε ο πεθερός, τ΄ς έταζε μια φοράδα, μια πρατίνα. Απέταζε η νύφη σιά δω - σιά κει σε τρεις μεργιές τα ζαχαράτα, τα καλούδια και έριχνε πίσω το σίτο  να πέσει για να ιδούν τι θα να΄ναι το μωρό. Αν έπεφτε το σίτο τ΄ ανάσκελα θα να΄ταν κορίτσι, αν έπεφτε αλλοιώς θα να΄ναι παιδί. Και έβαζαν τη νύφη να κάτσει και τ΄ς έδωναν τρία - τέσσερα μωρά να τα πάρει αγκαλιά. Η μάνα τ΄ς νύφη την έβαζε ένα σακλάκι καλούδια κι αυτήν έδινε στα παιδιά, να ΄χει παιδιά κι αυτην.

Τη Δευτέρα χόρευαν και τήραγαν τα προικιά τ΄ς νύφη. Το έθιμο που ντύνονταν οι άντρες γυναίκες, εμεις όσο έφκιαναμαν χαρές Σαρακατσιάν΄κες το΄φκιαναμαν. Ενας μπράτμος έβαζε γναικίσια ρούχα απ΄ τ΄ς νύφη τα σέα κι έβαναν τα προικιά, τα΄βγαζαν απ΄ τα σακιά κι έβαζαν και τη βελέντζα από παν κι ο μπράτμος αμπήδαγε τρεις φορές και τραγούδαγαν και χόρευαν. Και ο μπράτμος τσάκ΄ζε την κλούρα κι έδωνε να φαν γυροβολιά και γέλαγαν, …έφκιαναν μαϊτάπια.

Και για τον μπράτμο που φόραγε τα γναικίσια τα ρούχα, ελεγαν αυτό το τραγούδι :

΄΄ Νύφα μωρε νύφα γιατί δεν χορεύεις – τι χορό να κάνω εγώ, πανωφόρι δεν έχω εγώ ΄΄  

Τότε στο γάμο οι γναίκες έβαναν Σαρακατσάνικα ρούχα, μα οι άντρες δεν έβαναν, έβαναν τα Βουργάρ΄κα. Στην εκκλησιά όταν πάγαιναν να στεφανωθούν, απ΄ το σόι τ΄ς νύφη δεν πάγαινε κανένας, μόνο του γαμπρού το σόι και η νύφη μαναχά.



Με τον άντρα μ΄ παντρευτήκαμε στις 3 του Αντριά το 1967 έτος.

Χρήστος Γίδαρης: 

Εμείς είμασταν πάντα Γιδαραίοι. Εγώ πολύ μικρός απόμ΄να αρφανός από μάνα, τρίο χρονών, …δεν θ΄μήθκα τ΄ μάνα μ΄, πέθανε το 1946 έτος. Έχω πέντε αδερφάδες κι εγώ ένας έξι. Έχω μια αδερφή πιό μικρή από μένα, οι άλλες είναι ούλες πιό μεγάλες. Εδώ έκαναμαν σπίτι αντάμα, έχω τη μια αδερφή μ΄ και όταν σ΄χορέθκι η μάνα μ΄ αυτή ήταν δεκατρίο χρονών. Ο πατέρας μ΄ με τα έξι τα κζάνια δεν ξαναπαντρεύκι. Η βαβά μ΄ τ΄ς μάνα ΄μ με τ΄ς Κουτσοπετραίοι είμασταν μαζί και την αδερφή μ΄ τη μεγάλη τη διάταζαν και την έμαθαν να ζ΄μώνει, την έμαθαν να πλέκει, την έμαθαν να υφαίνει, να γνέθει, …κι αυτήν μας γίν΄κι μάνα, αυτήν μας μεγάλωσε. Τυρί έφκιανε, ψωμί φούρνιζε κι ο πατέρας μ΄ με τα πρόβατα, ...με τα πρόβατα έβγαιναμε κατά το Κοότελ απάν, ένας χασαπάς. Και σιγά – σιγά, ένας προς ένας τράνευε το ένα το κορίτσι μετά το άλλο, είχα καλές αδερφάδες. Έρχονταν και τ΄ς χάλευαν τότε, …γένονταν εικοσιτρία – εικοσιτέσσερα χρονών και την πάντρευε και μετά έρχονταν η άλλη με τη σειρά τ΄ς.


Η ΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟ 1958

Θεοδώρα Λιόλιου : 

Το 1958 μας πήραν τα πρόβατα. Εκείνη την ημέρα κατ΄ είμασταν και ήρθαν και τα΄μασαν τα κοπάδια ούλα και τα΄φκιασαν ένα. Έσκουζαν οι γναίκες, έκλαιγαν, παν τα πρόβατα τ΄ς, παν τ΄ άλογα τ΄ς, ούλα. Και τα παν στο χωριό, να μπορέσουμε να γραφτούμε να μπούμε στο κολχόζ. Τα΄δωκαμαν κι αρχίνσαμαν να δ΄λεύουμε, τι να κάνουμε, αφού μας τα πήραν ! Ως το 1958 έτος που είμασταν στα βνα, είμασταν η πιό καθαρή ράτσα εμεις οι Σαρακατσαναίοι. Τότε είχαμαν τα Σαρακατσάνικα τα ρούχα αλλά μετά φόρεσαμαν τα Βουλγάρικα, …μπορούσαμε να δ΄λέψουμε ; …δεν μπορούσαμε να δ΄λέψουμε ! Πάγαιναμαν όλη τη μέρα δούλευαμαν και το βράδυ έπαιρναμε τα Σαρακατσάνικα. Αλλά δεν γινόταν έτσι ! Εμεις δούλευαμαν στον κάμπο, στα χωράφια, πρώτη χρονιά θέρ΄ζαμαν με το χέρι. Λίγο μεροκάματο και μας έδιναν και τυριά, κασέρια και λάδια.

Χρήστος Γίδαρης :

Δεν το ξεχνάω καμμιά βολά. Τα πρότα τα πήραν, τα σκλιά απόμ΄ναν, χάλευαν τα πρόβατα κι ουρλιόνταν. Οι Σαρακατσάνες έβγαιναν στις ράχες και μοιριολόγαγαν σαν πεθαμένο κόσμο. Κι εγώ ήμαν δεκατέσσερα – δεκαπέντε χρονών κι έκλαιγα. Από τριακόσια πρόβατα μας  άφ΄καν δεκαπέντε μαναχά. Τα΄μασαν και μας τα πήραν κι απόμ΄ναμαν έτσι, γυμνοί. Δεν τ΄ αστοχάω καμίνια βουλά. Την άνοιξη ήταν, τέλη του Μάρτη, ταμάμ βγήκαμαν σ΄ν άνοιξη.  Εμεις σκώθ΄καμαν κι έφυγαμαν από κει κι ήρθαμαν εδώ απάν στα βουνά απόκαμαν. Μας έλεγαν να κάτσουμε εκει να φ΄λάξουμε τα πρόβατα που μας τα πήραν. Εμεις δεν μπόραγαμαν να το χωνέψουμε αυτό το πράγμα. Κι ήρθαμαν εδώ απ΄ έρχομασταν πάλι στα βουνά και στο κολχόζ πάαιναμε τζιομπάνηδες. Και μας πλέρωναν ένα μηνιάτικο, εξήντα – εβδομήντα λέβα. Εγώ με τον πατέρα μ΄ φύλαγαμαν τριακόσια πενήντα πρόβατα κι έπαιρναμαν εκατόν σαράντα λέβα, στα 1960 έτος. Εμεις στα πρόβατα είμασταν, μετά κοντά αρχίν΄σαν πάαιναν στα σχολειά, γίνονταν οδηγοί. Εγώ θ΄μώμαι πήγα σ΄ ένα χωριό κι έμαθα να πααίνω τρακτέρ και όργωνα στο κολχόζ.


Θεοδώρα Λιόλιου και Χρήστος Γίδαρης
 
ΜΟΝΙΜΑ ΣΤΗ ΡΕΤΣΙΤΣΑ

Μετά ήρθαμαν εδώ στη Ρετσίτσα, σιγά – σιγά μαζέφ΄καμαν απ΄ όλα τα χωριά, είμαστε πεντακόσιες οικογένειες τώρα. Έχει τόσους πολλούς Σαρακατσάνους εδώ γιατί είναι κοντά στην πόλη, το Σλήβεν. Τα χωριά άρχισαν κι ερήμαζαν, δεν είχε δ΄λειές, δεν είχε σχολειά, εδώ είχε εργοστάσια. Όλοι ο κόσμος είναι δουλευτάρ΄δες. Στην Ελλάδα πήγαμε για πρώτη φορά στα 1990 το Νοέμβριο. Όταν μπήκαμε στα σύνορα, ούτε τις πινακίδες δεν ήξεραμε να διαβάσουμε, ούτε τίποτα, πάαινες σα χαμένος ! Δούλεψαμαν εφτά χρόνια, είμασταν στη Λητή στη Θεσσαλονίκη, ούλοι μας ήξεραν. Πολύ δούλεψαμαν, όσο ήταν το μεροκάματο που έπαιρναμαν τόσο ήταν η σύνταξη στη Βουλγαρία. Όλα τα παλιά τα Σαρακατσάνικα τα ρούχα πήγαν στην Ελλάδα. Είδα δυό μαγαζιά εκει στην Ελλάδα, όλο Σαρακατσιάνικα σέα, όλα απ΄ τη Βουλγαρία. Έρχονταν εδώ και τ΄ αγόραζαν. Ικιός ο Βασίλ΄ς ο Τσιαούσης το΄χει γιομάτο το Μουσείο, όλο Σαρακατσάνικα ρούχα απ΄ τη Βουλγαρία.  Έρχονταν κι άλλοι, μερικοί Σαρακατσαναίοι από δω, τα΄παιρναν τα ρούχα, τ΄ αγόραζαν και τα πάαιναν κατ΄, …τζάμπα τα΄παιρναν. Να, αυτές τις παναούλες, …ήρθε ένας Έλληνας μ΄ ένα Σαρακατσάνο, αυτές τις παναούλες τέσσερα λέφκια, τι είναι τέσσερα λέφκια. Είχα δώκει πέντε - έξι παναούλες και μετά κάθομαν να φκιάνω.  


● ● 


ΑΦΗΓΗΣΗ



● ● 



Γ. Κολοβός - Θεοδ. Λιόλιου και Χρ.Γίδαρης


Βαγγέλης και Γιώτα Γαλαζούλα - Γιώργος Κολοβός - Θεοδώρα Λιόλιου και Χρήστος Γίδαρης