portraita

Η επεξεργασία του πρατόμαλλου

 στους Σαρακατσάνους

του Δημήτρη Κυριάκου

Οι πρόγονοί μας, οι Σαρακατσάνοι, όντας νομάδες, μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι, ασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά με την κτηνοτροφία. Κατείχαν πολυάριθμα κοπάδια αποτελούμενα από χιλιάδες γιδοπρόβατα, τα οποία τους παρείχαν γάλα και κρέας όπου και εμπορεύονταν. Αρχικά την άνοιξη πουλούσαν τα αρνιά, τα οποία είχαν γεννηθεί το χειμώνα και έπειτα από αυτό ξεκινούσε η αρμεκτική περίοδος που είχαν στη διάθεσή τους το γάλα των ζώων προς εκμετάλλευση. Εκεί είτε εμπορεύονταν κατευθείαν το γάλα πουλώντας το σε μάντρες και τυροκομεία είτε το επεξεργάζονταν οι ίδιοι, το μπάτζευαν όπως έλεγαν, παράγοντας τυριά, κασέρια, βούτυρα και έπειτα τα διέθεταν σε εμπόρους ή ακόμα και άμεσα στην αγορά. 



ΤΟ ΜΑΛΛΙ


Ένα άλλο αγαθό αρκετά σημαντικό εκείνες τις εποχές, που τους παρείχαν τα κοπάδια τους και κυρίως τα πρόβατα ήταν το μαλλί. Το μαλλί αποτελούσε σημαντικό πόρο για την παραγωγή ρούχων και υφασμάτων της κάθε οικογένειας, καθώς τα πάντα σε κάθε κονάκι φτιάχνονταν από αυτό. Σκεπάσματα, στρωσίδια, σακιά, τρουβάδες, ρούχα ακόμα και τριχιές φτιάχνονταν από το μαλλί που παρήγαγαν τα ζώα τους. Μέρος όμως του μαλλιού πωλούνταν, προσφέροντας πολλές φορές διόλου ευκαταφρόνητα ποσά στα Τσελιγκάτα. Τα μαλλιά που θα διέθεταν προς πώληση τοποθετούνταν σε μεγάλα μάλλινα σακιά και ζυγίζονταν επιτόπου σε αυτοσχέδιες ζυγαριές. Έπειτα ο έμπορος έπαιρνε το πρατόμαλλο δίνοντας το αντίτιμο στον τσέλιγκα. Το μαλλί όλων των οικογενειών του τσελιγκάτου πωλούνταν μαζί, έπειτα αναλογικά με τον αριθμό των προβάτων της κάθε οικογένειας γινόταν ο διαμοιρασμός των χρημάτων. Η τιμή του μαλλιού κάθε χρόνο εξαρτιόταν από διάφορους παράγοντες με κυριότερο τη ζήτηση από εμπόρους και βιοτεχνίες. Σύμφωνα με τους γέροντες υπήρχαν χρονιές που το μαλλί ήταν σα χρυσάφι, υπήρχαν όμως και χρονιές που η τιμή του μαλλιού έπεφτε.

 

Μεσήλικη Σαρακατσανα της Βουλγαρίας μαζώνει μασούρια από το αδράχτι, ενώ δίπλα βλέπουμε και την ανέμη που μάζευαν τα γνέματα


Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ


Η επεξεργασία του μαλλιού γινόταν αποκλειστικά από τις γυναίκες Σαρακατσάνες κάθε ηλικίας. Η Σαρακατσάνα γυναίκα από μικρή ηλικία μάθαινε από τις μεγαλύτερες όλες τις τεχνικές επεξεργασίας του μαλλιού, έτσι ώστε να μπορεί να μετατρέψει την πρώτη ύλη σε νήμα και έπειτα σε ύφασμα. Αρχικά τα κορίτσια από την ηλικία των 5-6 περίπου ετών μάθαιναν το γνέσιμο και το πλέξιμο και έπειτα ακολουθούσε το ράψιμο, το κέντημα και ο αργαλειός.


Η διαδικασία ξεκινούσε την άνοιξη με το κούρεμα των προβάτων. Το κούρεμα γινόταν προσεκτικά έτσι ώστε να βγαίνει σχεδόν ενιαίο το μαλλί από το κορμί του ζώου δημιουργώντας το λεγόμενο «μπουκάρι». Στη συνέχεια, οι γυναίκες μάζευαν τα μπουκάρια και τα καθάριζαν από χορτάρια, κολτσίδες και άλλες ακαθαρσίες και χούσμπουρα. Πρόσεχαν να μην έχει το μαλλί μέσα αλαφότριχιες, άσπρες χοντρές τρίχες του προβάτου οι οποίες δεν έβαφαν με τίποτα.  Εκεί ξεχωρίζονταν από το μπουκάρι και το μαλλί που θα πουλούσαν μαζί με τα κλώκουρα (το μαλλί από την κοιλιά των προβάτων). Οι Σαρακατσάνες συνήθιζαν να προτιμούν το μαλλί από τον κύριο κορμό του προβάτου όπου η τρίχα ήταν μακριά κι αφράτη ενώ το μαλλί από την κοιλιά και τα πόδια των ζώων δεν το προτιμούσαν καθώς ήταν κοντότερο και πιο σγουρό με αποτέλεσμα να βγαίνει χοντρότερο και δυσκολότερο νήμα ως προς το γνέσιμο. Έτσι το διέθεταν προς πώληση στους εμπόρους. 




Η Μαρία Γραβάνη (σύζυγος του κηχαϊά Γιάννη Γραβάνη, το γένος Γάκη) με τη ρόκα της μπροστά στο δίπλο καλύβι στα τελη της δεκαετίας του 1940



Έπειτα τα «μπουκάρια» ζεματίζονταν, πλένονταν με καυτό νερό και έπειτα στεγνώνονταν. Από το πρώτο πλύσιμο του μαλλιού κρατούσαν τον πίνο, δηλαδή τον ιδρώτα των προβάτων καθώς αργότερα θα τον χρησιμοποιούσαν τόσο στο ξάσπρισμά του μαλλιού και στο βάψιμο των νημάτων όσο και στη δημιουργία πουκαμίσων (ανδρικών και γυναικείων) από βαμβακερά νήματα. Αφού λοιπόν έπλεναν το μαλλί σε καζάνια κοντά σε ποτάμια (για το ξέπλυμα), το άπλωναν σε θάμνους και κλαριά για να στεγνώσει και έπειτα το «έξεναν» με τα χέρια. Το ξάσιμο, ήταν αρκετά χρονοβόρα διαδικασία, καθώς έπρεπε να περάσει από τα χέρια της Σαρακατσάνας όλο το μαλλί. Στη συνέχεια, Ακολουθούσε το λανάρισμα, με τα λανάρια. Τα λανάρια ήταν δύο ξύλινα χτένια με δόντια από ατσάλι, τα οποία χτένιζαν, έστρωναν και ομογενοποιούσαν το μαλλί. Το ένα μέρος (το κυρίως λανάρι), ήταν ένα είδος μικρού καφασιού στην πάνω πλευρά του οποίου υπήρχαν τα ατσάλινα δόντια, το καφάσι είχε κενό χώρο έτσι ώστε να χωράνε τα πόδια της Σαρακατσάνας και να κρατάει αντίσταση όσο θα λανάριζε. Το δεύτερο μέρος, ήταν ένα χτένι το οποίο είχε την ίδια επιφάνεια με το κεντρικό μέρος του λαναριού και είχε επίσης ατσάλινα δόντια σε όλη την κάτω επιφάνειά του που ακουμπούσε στο χτένι του λαναριού. Αφού λοιπόν τοποθετούσαν μια ποσότητα μαλλιού στην επιφάνεια του λαναριούαρκετή για να την καλύψει, έπειτα χτένιζαν με το χτένι το μαλλί. Εκεί ξεχώριζαν και τον φίνο ή το φίνο, όπου θα γινόταν ένα λεπτό και καλής ποιότητας νήμα και με αυτό θα υφαίνονταν υψηλής ποιότητας υφάσματα για τάβλες, κουστούμια, τρουβάδια κλπ. Αφού είχαν λαναρίσει καλά το μαλλί, τοποθετούσαν ένα βαρύ αντικείμενο πάνω στο καπακωμένο λανάρι και τραβούσαν από την πίσω πλευρά με προσοχή το μαλλί έτσι ώστε να βγουν οι τλούπες. Μόλις μάζευαν την ποσότητα που χρειαζόταν για να δημιουργηθεί μια τλούπα, την κομπόδιαζαν κάνοντας τον κόθρο.


 Σαρακατσάνοι Κεντρικής Μακεδονίας στη στράτα


Η διαδικασία δεν σταματούσε στο λανάρισμα. Τώρα πια αφράτες τλούπες έπρεπε να γνεστούν. Οι τλούπες λοιπόν, τοποθετούνταν στα «κλωνάρια» της ρόκας και δένονταν έτοιμες, για το γνέσιμο. Με το αριστερό χέρι στρίβονταν η άκρη της τλούπας και με το δεξί μάζωναν το αδράχτι, που ρυθμιζόταν με σφοντύλι ώστε να έχει το σωστό βάρος. Η διαδικασία του γνεσίματος κρατούσε αρκετό καιρό, σχεδόν όλο το καλοκαίρι. Οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν διαφορετικά σημεία, όπως δέντρα, βράχους ή ακόμα και τις Κατσούλες από τα καλύβια, για να πετύχουν το κατάλληλο μήκος και τη σωστή λεπτότητα του νήματος. Έτσι λοιπόν ανέβαιναν στα δέντρα και στους βράχους και όσο έγνεθαν έριχναν κάτω τα αδράχτια με αποτέλεσμα η κλόνα, το γνέμα δηλαδή να γίνεται όλο και πιο γερό αλλά και πιο μακρύ, χωρίς στρίμματα, κόμπια και κομμένα σημεία. Μάλιστα πρέπει να αναφέρουμε πως μεγάλο ρόλο σε όλη τη διαδικασία κατείχαν και τα σφοντύλια. Φτιάχνονταν σφοντύλια σε διάφορα μεγέθη και με διαφορετικό βάρος το κάθε ένα για την κάθε φάση του γνεσίματος. Πολλές φορές για να βαρύνει το αδράχτι κάρφωναν και μια πατάτα αντί για σφοντύλι στην άκρη του αδραχτιού. 


Σαρακατσανα νεαρή (ανύπαντρη) με τη ρόκα παραμάσκαλα και ένα μικρό κοριτσάκι δίπλα της, στη Βουλγαρία στις αρχές της δεκαετίας του 1950


Μετά το γνέσιμο, τα νήματα χωρίζονταν ανάλογα με τη χρήση τους: για ύφανση στον αργαλειό, για υφάσματα φουστίσια, υφάσματα κάλτσινα κλπ. Έπειτα χώριζαν νήματα για το ράψιμο, για το κέντημα και για τα Κατσέλια. Τα νήματα μαζεύονταν σε κουβάρια και έπειτα βάφονταν μέσα σε καζάνια με φυτικά συνήθως χρώματα, έπειτα κρέμονταν σε τιμπλιά για να στεγνώσουν και ήταν πια έτοιμα, το κάθε κουβάρι για τη χρήση του. 


Αρχικά μέρος των κουβαριών αυτών με τη βοήθεια του «μασούρα», μιας ξύλινης κατασκευής, μάζευαν τα νήματα σε μασούρια, τα οποία θα έμπαιναν στις σαΐτες για την ύφανση. 


Στη συνέχεια τα κουβάρια που ήταν να μπουν στον αργαλειό και να αποτελέσουν την κυρίως βάση υφάσματος, το διασίδι, περνούσαν στην ιδιάστρα. Τοποθετούσαν σε επίπεδο έδαφος δύο πασσάλους και πάνω σε αυτούς δένονταν και έμπαινε οριζόντια ένας καβαλάρης. Ακριβώς κάτω από τον καβαλάρη ανοιγόταν ένα χαντακάκι, όπως έλεγαν και έριχναν νερό για να δουν ότι όντως είναι  ίση η απόσταση του καβαλάρη από το έδαφος. Έπειτα στήνονταν πασσαλάκια στο έδαφος μπροστά από το χαντακάκι. Τα πασσαλάκια από τα οποία θα περνούσε το νήμα όλων των κουβαριών και θα τεντωνόταν απείχαν το ένα από το άλλο ίση απόσταση μετρημένη συνήθως με τα ποδάρια (πατημασιές) και στηνόταν ζικζακότα. Έπειτα η γυναίκα περνούσε τις άκρες των κουβαριών μέσα από την ιδιάστρα και  τύλιγε όλο το νήμα στα πασσαλάκια με προσοχή. Το ίδιασμα ήταν η διαδικασία στην οποία θα έστρωναν τα κουβάρια, θα τα άπλωναν και θα τέντωναν τα νήματα με αποτέλεσμα να είναι όλα ίδιου μήκους και στη σειρά. Στη συνέχεια η γυναίκα μάζευε αλυσιδωτά όλο το ιδιασμένο πια νήμα, και μετέφερε την αλυσίδα στην τλύχτρα, εκεί που θα τύλιγαν το διασίδι. 



Στην τλύχτρα ή στο τυλγάδι μια γυναίκα δενόταν με μια τριχιά το διασίδι και άφηνε σιγά σιγά το νήμα από την αλυσίδα ενώ δύο άλλες γυναίκες μάζευαν τα νήματα στο αντί με προσοχή. Θα έπρεπε το νήμα να είναι τεντωμένο χωρίς κόμπους. Τέλος η τελευταία διαδικασία πριν την έναρξη της ύφανσης ήταν η ετοιμασία του αργαλειού. Το μπελόνιασμα του διασιδιού στα μτάρια. Περνούσαν την άκρη κάθε νήματος που ήταν τυλιγμένο στο αντί ανάμεσα από τις κλωστές που είχαν τα δόντια από τα μτάρια και στη συνέχεια μπελόνιαζαν τις άκρες των νημάτων και στο κυρίως χτένι του αργαλειού. Πρέπει να πούμε πως τα εκάστοτε σχέδια του υφαντού γινόταν με βάση τον τρόπο με τον οποίο θα είχαν περαστεί τα νήματα κατά το μπελόνιασμα στο στόμα του μηταριου. Όπως επίσης και αν θα ήταν υφαντό με δύο ή με τέσσερα μτάρια. Έπειτα οι άκρες του στημονιού δένονταν σε μια οριζόντια δρούγα, μια χοντρή βίτσα στην πάνω άκρη του αργαλειου και με το βάλςιμο του φτερού της κότας στη σαΐτα η ύφανση ή όπως έλεγαν το ύφαμα ξεκινούσε. 


Περνούσαν τη σαΐτα και με τη βοήθεια των πατήθρων άνοιγαν τα μτάρια και ερχόταν το σκτι όπως έλεγαν δίνοντας  σχέδιο και ροή στην ύφανση, έπειτα τραβούσαν το χτένι και έσφιγγε το ύφασμα, βέβαια δεν θα μπορούσε να σφίξει χωρίς τον κρούστη  που έσφιγγε ακόμα περισσότερο τα τεντωμένα νήματα και έδινε την τελική μορφή του υφάσματος. 


Σαρακατσάνα της Θράκης το 1964 μαζώνει «βάντες» το ιδιασμένο γνέμα… Φωτογραφία από το αρχείο του Κωνσταντίνου Μάνου


Πρέπει να πούμε πως πέρα απ το μαλλί των προβάτων τους εξίσου χρήσιμο ήταν και το μαλλί των γιδιών, το τράιο, το οποίο έπειτα από ιδιαίτερη διαδικασία υφαίνονταν με πρόβειο στιμόνι δημιουργόντας ένα ύφασμα το οποίο ήταν σχεδόν πλήρως αδιάβροχο. Πέραν όμως από τις κάπες με τραγομαλλο εφκιαναν και τις τέντες, το ύφασμα που κάλυπτε την τσατουρα κατά τις μετακινήσεις τους, αλλά και διάφορα τσώλια και στρωσίδια τα οποία έπρεπε να είναι αδιάβροχα έτσι ώστε να μην βρέχονται από την υγρασία του χώματος μέσα στα κονάκια. 


Μετά την ύφανση τα υφάσματα κόβονταν και ράβονταν ανάλογα με τη χρήση τους. Τα υφάσματα που έπρεπε να γίνουν χοντρά και πυκνά μαζί με τα τράια υφάσματα  πήγαιναν στις νεροτριβές και τα μαντάνα για να γένουν, όπως χαρακτηριστικά έλεγαν. Εκεί μέσα σε μεγάλες βάθρες με νερό, τα υφάσματα χτυπιόνταν και γίνονταν πιο χοντρά και τραχιά, μάζευαν. Έτσι έφτιαχναν είτε τα στρωσίδια είτε διάφορα ρούχα. 


Οι αργαλειοί των Σαρακατσάνων ήταν ξύλινοι, φτιαγμένοι από τους ίδιους. Ήταν σχετικά απλοί στην κατασκευή και εύκολα λυόμενοι, δεμένοι με τριχιές χωρίς καρφώματα για να μπορούν εύκολα να μεταφερθούν.

 

Η Χρύσω Βρύζα (κόρη του Στέργιου Βρύζα και της Γιαννούλας Μπάτζιου και σύζυγος του Χρήστου Ζιώγα) με τη ρόκα της το 1949 στην Συκορράχη Έβρου


ΤΑ ΚΑΤΣΕΛΙΑ

Σχεδόν σε όλες τις ενδυμασίες των Σαρακατσανων αλλά κυρίως στην ενδυμασία των Σαρακατσανων της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης αλλά και τις Βουλγαρίας, το μεγαλύτερο μέρος των βασικών κορμών της ενδυμασίας καλύπτονταν από τα κατσελια. Τα κατσελια ήταν μακριά στριμματα χοντρού νή
ματος τα ο
ποία έραβαν το ένα δίπλα στο άλλο με μακριές βελόνες δημιουργώντας ένα είδος υφάσματος από παράλληλα νήματα απλά ραμμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Αυτό το είδος στριμματων έμπαινε στο γύρο σχεδόν κάθε ενδυμασίας. Αποτελούσε την άκρη του ρούχου που συγκρατούσε το υφασμένο σκουτι από το να ξεφτίσει. 

Ετσι λοιπόν μια γυναίκα ξεκινούσε να στρίβει ή όπως έλεγαν να «πλεει» τον κατσέλο, ενώ μια άλλη τέντωνε τα στριμμένα νήματα έτσι ώστε να μην κομποδιαζουν. Αφού έφτανε το επιθυμητό μάκρος, περνούσαν βελονιές ανά δυο δάχτυλα περίπου με αποτέλεσμα να γίνεται όπως είπαμε ένα είδος υφάσματος. 

Με τον ίδιο περίπου τρόπο γινόταν και οι τριχιές με τις όποιες θα μετέφεραν το ζαλίκι, θα κουβαλούσαν τη βαλέρα (βαρέλα) αλλά ακόμα και θα έδεναν τα φορτία στο καραβάνι και θα τραβούσαν τα άλογα. Έστριβαν χοντρά νήματα και έπειτα τα έπλεκαν με τα χέρια (συνήθως με 4η 5 κλωνάρια) φτιάχνοντας τριχιές γερές με διάφορα χρώματα και πολλές φορές και με διάφορα σχέδια. 


Μια εξαιρετική και σπάνια φωτογραφία σαρακατσάνων στα βουνά της Ξάνθης γύρω στα 1929-30 που φιλοξενήθηκε απο το National Geographic. Η φωτογραφία δείχνει μια Σαρακατσάνα μάνα με τα παιδιά της, να γνέθει μπροστά στην τσατούρα. Απο τη φωτογραφία καταλαβαίνουμε πως ειναι άνοιξη διότι την άνοιξη κούρευαν τα πρόβατα και ξεκινούσε το γνέσιμο νυχθημερόν.


ΤΑ ΚΑΜΣΑ

Όπως είπαμε παραπάνω, όλα σχεδόν τα υφάσματα μέσα στα καλύβια ήταν φτιαγμένα από πρόβειο μαλλί. Υπήρχαν όμως δύο ενδύματα τα οποία φτιαχνόταν από βαμβακερό νήμα ή ύφασμα. Ένα ήταν το πουκάμισο (ανδρικό και γυναικείο) και δεύτερη ήταν η φουστανέλα. Αργότερα και πολλές ποδιές που φτιαχνόταν από βαμβακερά υφάσματα. Η φουστανέλα φτιαχνόταν συνήθως από αγορασμένο ύφασμα έτοιμο υφασμένο από βαμβακερά νηματα. Το πουκάμισο όμως είχε ιδιαίτερη διαδικασία. Αφού αγόραζαν το βαμβακερό νήμα γνεσμενο έτοιμο σε βαντες, αλυσιδωτά πιασμένο. Το τοποθετούσαν σε καζάνια και το κάλυπταν με πίνο και πρόβεια κοπριά. Έπειτα μετά από διάστημα περίπου 5-10 ημερών, πλένονταν και ξανά τοποθετούνταν σε καζάνια όπου και ζεματίζονταν. Στη συνέχεια  τα νήματα αυτά ακολουθούσαν την ίδια διαδικασία με το μαλλί, ιδιάζοντα και έμπαιναν στο αργαλειό. 

 

Νεαρές Σαρακατσάνες της Θράκης γνέθουν με τις ρόκες μπροστά στο δίπλο καλύβι στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Φωτογραφία τραβηγμένη από τον γνωστό φωτογράφο της εποχής Σπύρο Μελετζή.


ΜΗΤΡΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Διαλαμπή Ροδόπης - 22/7/2011 

Τα πρότα τα κούρευαμαν ν ανξ. Καρτέργαμαν να ζεστάνει πρώτα ο καιρός κι ύστερα. Μην πιάσει κάνα όψμο κρύο και τα ψοφίσει, σαματ είχαν μαντριγιά να τα κλείσουν;..!

Πρώτα τα κλωκούρζαμαν κι ύστερα από καμιά βδομάδα τα κούρευαμαν. Τα τρανά τα πρότα τ αρχιναγαμαν απ’το λαιμό και το κούρευαμαν όλο το κορμί. Τα ζγούρια π’ θαλα κρατήσουμε τα κλωκούρζαμαν μαναχα, τσοφκιαναμάν ένα σα σαμαράκι να μην τα κριτσιανιασει ο ήλιος. Κοντά, μάζωναν τα μαλλιά οι γναίκες, χώρζαν τα κλώκουρα κι άλλο τι μαλλί δεν ήθελαν για να το δώκουμε στον έμπορα. Είχαμαν  εκεί στς στρούγκες δυο μπχτάρια μπ’μένα, με τσαταλα σν κορφή, δυο μέτρα ψλα κι έναν καβαλάρη αουπάν κι έδεναν κάτι τρανά χαράρια για να τα γιομίσουν με το μαλλί. Έβαναν τα γκζανάκια μέσα να το πατάν για να παίρνει κι άλλο να γιομώνει απάν κι απάν. Θμάμαι είχαμαν τα κόκκινα τα σεγκνάκια όντάμασταν μκρά, μας έρχναν μέσα στο χαράρι κι όντα τελείωνε κι έβγαιναμαν τα ταν τα σεγγνάκια  φλώρα απ ν τρίχα. Έρθονταν ο έμπορας, συμφώναγε το μαλλί το πλέρωνε. Θμώμαι το 1931 στον Χατζηχρήστο είχε έρθει ένας έμπορας, κανιά δεκαριά μπλάρια είχε φέρει αυτός κι άλλα τόσα άλογα πήρε απ το οτζάκι να κατεβάσει το μαλλί κατ στο χωριό. Είχαν πάει τα Καραλάκια αγώι . Κοντά το χνόπωρο πριν κατέβουμε κατ τα ξανάκλωκουρζαμαν. Εκειά τα πρότα τα θκά μας ήταν πολύ μαλλάτα. Έφτανε ν άνξ η τρίχα να ασβαρνιώται καταΐ. Και στο κούρεμα ήταν εύκολα πολύ. Άφσε ήταν μκρα πρότα αλλά και το μαλλί τέτοιο κι έφευγνε το ψαλίδι μαναχό τ.  

Το 41 πουρθαν οι βουργάροι  αρχίνσαν  και χαλευαν  τα μαλλιά τάχα για το στρατό. Μας έπαιρναν το γάλα, αρνιά, σα φόρο. 

Άμα είχες 100 πρότα τα 80 τα μπουκάρια έπρεπε να τς τα δώκς . Το 41 μας γέλασαν τα πήραν απ τς πλιότεροι. Βηκαμαν απαν και δεν είχε μαλλί η γυναίκα να φκιάσει σκτι στα παιδιά τς. Το 42 ήταν έτοιμοι οι βλάχοι, πιάνεται παιδάκι μ ο λύκος;. Κούρευαμαν τα πρώτα και τα χώρζαμαν το κάθε μπουκάρι στα δυό στα τρία.  Έτσι κράτγαμαν σχεδόν το μσό και παραπάν . Βήκαμαν το 43 απάν, ήρθε ένας βουργαρος έμπορας με έναν δασοφύλακα και κάτι άλλοι βουργάροι εκεί. Λέει ο έμπορας πολύ λίγο μαλλί βγάνει στο κάθε πρότο. Τα ταν τα πρότα εκεί στ Γκούρα πως είναι οι οξιές απ πιάνεται το ζερβό, κουρεμένα κακοπερασμένα απ’ το χμώνα.

Εεεε λέει ο κηχαιας ο Γκόγκας, ο γιος τ Ρόιδου, δεν τα γλέπς τι πρότα είναι; Ούτε κρεάσι δεν έχουν, μαλλί θαλά νάχουν. Γελιόνταν κι  εύκολα οι βουργάροι τον πίστεψαν. 

 

Η Κατερίνα Αποστολίδου (κόρη του Αλέξη Αποστολίδη και της Αναστασίας Μπίκου και σύζυγος του Χρήστου Βρίζα), γνέθει με τη ρόκα της μπροστά στο ορθό κονάκι


ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Διαλαμπη Ροδόπης - 15/3/2010 

Όντα  πέθανε η μάνα μ ήμουν τρίο χρονών, δεν είχαμαν με ν αδερφή μ νε μάνα νε βαβά να μάθουμε. Εκεί στο Μπόζντα από βγαιναμαν ήταν μίνια Καρυώταινα Χρησταινα. Ο άντρας τς ήταν πρώτος ξάδερφος τ παππούλη μ τ Μπανιώτη. δεν είχε παιδιά. Εκείνη μας μάθαινε. Εκείνη μ έμαθε αργαλιό και ν  τελευταία χρονιά απ’ βήκαμαν απαν στοΜπόζντα, ένα καλοκαίρι τς ύφανα σκτί. Κούρευαν τα πρότα, μάζωναμαν εμείς τα μπουκάρια, τα  ζεμάταγαμαν στα καζάνια, τα πλεναμαν, τα καθάρζαμαν, ως πόσο χορτάρι κι αγκάθι είχαν, όλο το χμωνα όξω τα πρότα. Κοντά τα ξεναμαν. Τούφες τούφες όλο το μαλλί να ξεχωρίσει το μπουκάρι να μην έχει τλίματα, κόμπια. Κοντά έστρωναν τα λανάρια, μέρα νύχτα να ακούς το χτένι απ’ το λανάρι να στρώνει τα μαλλιά. Ήθελε δύναμη. Μίνια γυναίκα από δω μίνια από κει. Να βγάλουν τον φινο, να μασούν τα τλούπες. Κοντά να το γνέσουν, χαραρια ολόκληρα τλούπες κομποδιασμένες. Όλο το καλοκαίρι οι γναίκες τς ήταν με τ ρόκα παραμασκαλα. Για νερό πάνγαμαν, η ρόκα κοντά. Στα ξύλα, όσο να παν μάζωναν νια τλουπα. Δε σταμάταγαν όλον το καλοκαίρι. Κορίτσια μκρά όσο νόγαγαν, γριγιές όσο και μπόργαν έγνεθαν. Να φκιάσουν ναχουν σκτια, βελέντζες. Τα κορίτσια τα προικιά. Ούλα με τα χέρια με το μαλλί μας. Κοντά  να μασούν τα μασούρια, τα γκβάρια, να τα ζεματίσουν να τα βάψουν. Εκεί να γλεπες νυχτέρια. Δε σταμάταγαμαν ένα καλοκαίρι. 

Κοντά έπιαναν τον αργαλειό. Να ιδιάσουμε να βγαίνουν κλωνές  ίσες τεντωμένες.  Μέρα νύχτα να ακούς τον αργαλειό, το ξλόχτενο. 

Όντα έβγαιναμαν στα βνα, τρανές οικογένειες με πολλά κορίτσια, όσες είχαν περσνά γνέματα  ύφαιναν απ’ν ανξ απόβγαιναμαν  απάν . Όςες δεν είχαν άργαζαν το μαλλί τς χρονιά κι ύστερα το μσοκαλόκαιρο έπιαναν τον αργαλειό. Μαναχά στα βνά ύφαιναμαν. Κάτ στα χμαδιά σπάνια από καμίνια αν έβανε αργαλειό. Εφκιαναμαν δίμτα, να γλεπς ύφασμα σαν να βγαίνει από μηχανή. Να βγαίνει δέκα δεκαπέντε μέτρα σκτι. Ένα σκέδιο. Να υφάνς ζώστρες και καλτσοδέτες παρδαλές με μασούρια καλαμένια. Κοντά τα πανγαμαν στο μαντάνι. Είχε τότε μαντάνια στα βνα σε χωριά. Τα πάνγαν οι άντρες. Τα βάργε το μαντάνι και γένονταν αυτά πκνα, χοντρά σκτια. Τα φέρναν πίσω κι άρχιναγαμαν έκοβαμαν με τρανά ψαλίδια, κουροψάλδα, τα  ραφταμαν ανάλογα τι ήταν. Όλο το καλοκαίρι έτσι πέρναγε μέρα και νύχτα. 


Νεαρή Σαρακατσανα γνέθει με τη ρόκα της στα βουνά. Φωτογραφία από το αρχείου του κ. Καλαμπόκα

 

Ετσι λοιπόν οι πρόγονοι μας επεξεργάζονταν το μαλλί φτιάχνοντας πραγματικά έργα τέχνης, υφάσματα υψηλής ποιότητας και αξίας με διάφορα σχέδια ή και μονόχρωμα. Αυτή ήταν μια μικρή προσέγγιση όλης αυτής της διαδικασίας που αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και της τέχνης τους. Μέσα σε λίγες σειρές βέβαια δε θα μπορούσαμε να αναλύσουμε όλη αυτή την αρχέγονη τέχνη της Σαρακατσάνας

Σήμερα η ζήτηση του μαλλιού έχει μειωθεί δραματικά με αποτέλεσμα οι κτηνοτρόφοι, στα όσα κοπάδια έχουν απομείνει, είτε να πουλούν το μαλλί των ζώων τους σε χαμηλές τιμές είτε ακόμα και να το πετούν μιας και σίγησαν για πάντα οι αργαλειοί…