portraita

Χρήστος Δαλακούρας


του Γιώργου Κολοβού
Γεννήθηκα το 1930 στο Εύλαλο της Ξάνθης. Τον παππού μ΄ τον έλεγαν Χρήστο, …το όνομα τ΄ πήρα. Πέθανε εξήντα επτά χρονών, το Σεπτέμβριο του 1940, στο Νευροκόπι απάν, στο βουνό και τον κατέβασαν με το κάρο στα Λευκόγεια κι εκεί τον έθαψαν. Τη γιαγιά μ΄ την έλεγαν Παναγιώτα, …ήταν απ΄ τ΄ς Φλωραίοι, απ΄ τη Θράκη ήρθαν εδώ αυτοί.  Ήταν εφτά αδελφια και δυό αδελφάδες εννιά. Η μάνα μ΄ λέγονταν Γιαννούλα και ήταν απ΄ τ΄ς Καραμπαταλαίοι.

Μέχρι το 1936 έβγαιναμαν στο Λειβαδίτη. Πήγαιναμαν και κατ΄ στο Παρανέστι από κειν΄ τη μεριά που ήταν οι Φλετραίοι και οι Κουτσογιανναίοι. Το χ΄μώνα κατέβαιναμαν εδώ στην Ξάνθη στο Χρήστο το Ρόιδο στο Εράσμιο. Μετά πήγαμε εκει που ήταν οι Κουτσογιανναίοι, στην Κομοτήνη κατ΄, στη Μαρώνεια, στην άκρη τη θάλλασα. Πήγαμαν εκει τζιομπάνηδες, γιατι ήταν η θειά μ΄ η Στυλιανή, του πατέρα μ΄ η αδερφή. Το 1936 το χ΄νόπωρο παντρεύκι ο λαλάς μ΄ ο Γιώργος εκει, έξι χρονων ήμαν το θυμάμαι, έκαναν τη χαρά εκει. Για να πας στο γάμο, πάναγαν με τ΄ άλογα, ήταν λίγο αλάργα. Γ΄ναίκες, κορίτσια, παιδιά, έπρεπε να ξέρουν να κουσεύουν τ΄ άλογα. Αλλοιώς δεν πάν΄γαν, πάναγαν καβαλαραίοι. Ήταν να κάνει χαρά και να πάρει Τσογκαίοι απ΄ τα Σέρρα. Και πήρε άδεια να σταματήσουν καμμιά βδομάδα εκει τα τσελιγκάτα, εκει που΄ταν σταθμός του τραίνου, για να παν το συμπεθεριακό το Σάββατο το βράδυ και Κυριακή να γυρίσουν πάλι. Και πέρσι πήγα να δω το μέρος που έγινε ο γάμος, …κι όπως το νόμ΄ζα ήταν, δεν άλλαξε.

Οι Σαρακατσαναίοι είναι απ΄ κατ΄, απ΄ τ΄ Άγραφα. Δεν μπόραγαν να κάνουν χωριό, γιατι ήταν κτηνοτρόφοι, σκρόπαγαν. Τότε υπήρχε Οθωμανική αυτοκρατορία και δεν είχε σύνορα. Και στη Σμύρνη πήγαν Σαρακατσαναίοι. Κάτι Μπααίοι εδώ στο Κοκκινόχωμα απ΄ τη Σμύρνη ήρθαν. Η Θράκη ήταν γιομάτο. Οι Σαρακατσαναίοι όλοι μιά γλώσσα είχαν, είτε ήταν απ΄ την Ελλάδα, η απ΄ τη Σερβία, η απ΄ τη Βουλγαρία. Δεν ξεχώρ΄ζαν, μιά γλώσσα είχαν, τη Σαρακατσαναίικη. Οι Σαρακατσάνοι απ΄ ήταν απ΄ τη Σόφια απ΄ την εδώ μεριά, το 17 και το 18 απ΄ κόπ΄καν τα σύνορα, πέρασαν όλοι κάτ΄. Στο Μπατάκι παν απ΄ το Νευροκόπι έγινε ένας πόλεμος Τούρκοι με Βουλγάροι και το΄καψαν το χωριό, σκότωσαν πολλοί.  Οι Βουλγάροι που ήταν εδώ, μάζευαν λίρες, …ξύλο και λίρες, ξύλο και λίρες και τις έστειλαν και έχτισαν μια εκκλησία εκει στο Μπατάκι, στη Βουλγαρία.

Χάρτης μετακινήσεων

ΑΠ΄ ΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ

Απ΄ το 1937 άρχισαμε να πηγαίνουμε στο Νευροκόπι απάν, δίπλα στα σύνορα, είχε χαρακώματα τότε και στρατό πολύ. Εκει είμασταν Μποναίοι, Τσαρχαίοι και Δαλακραίοι και είχαμαν τρεις χιλιάδες πρόβατα. Το χ΄μώνα είμασταν στον Αμυγδαλεώνα, εκει είχαμαν καλύβια ορθά. Ξεκίνγαμαν την άνοιξη απ΄ τα καλύβια κι εμας τα παιδιά μας έπαιρναν οι γιαγιές, άλλη είχε εφτά, άλλη είχε οχτώ, μας έπαιρναν και πάγαιναμαν καρακόλι, σιά μπροστά.  Τα μ΄κρα τα παιδιά τα΄βαζαν στ΄άλογα καβάλα. Το πρώτο κονάκι το΄καναμε στη Λυδία. Ξεφόρτωναμε τ΄άλογα κι έκαναμε τέντες με τον καβαλάρη και τη φούρκα. Οι γ΄ναίκες τα΄στηναν, …τότε ο γ΄ναίκες πολύ δούλευαν, οι άντρες δεν δούλευαν πολύ. Ύστερα τήραγαμε να περάσουμε τη Δράμα νύχτα, πέρα μεριά κατά την Προσοτσάνη κι εκει κόνευαμαν. Μετά έκαναμε κονάκι στο εικοσιπέντε, μετά πέρναγαμαν απ΄ το Νευροκόπι, εκει δεν είχε δρόμο τότε, από κει πήγαιναμε απάν στα Λευκόγεια, κι από κει στα καλύβια στα σύνορα.

Όταν έφταναμε απάν, τα καλύβια δεν τα ΄βρησκαμε πάντα σωστά. Πότε χάλαγαν, πότε τα΄φτιαναμε πάλι. Τα στέρφα ήταν μακρυά, αλλά τα γαλαροκόπαδα ήταν κοντά. Είχαμε αρμεχτάδες που δεν ήταν τζιομπάνηδες, οι τζιομπάνηδες δεν άρμεγαν. Ήταν καμμιά δεκαριά γιατι είχαμαν τρεις χιλιάδες πρόβατα. Εκει είχαμε τυροκομείο, το είχαν άλλοι, εμεις έδωναμε το γάλα. Τότε δεν είχε ντενεκέδια, με τομάρια ήταν και είχε χαρακιές για το γάλα, … μισό καρδάρι, ένα καρδάρι. Έδωναν στο τυροκομείο το γάλα, αλλά στο τέλος έβαζαν στα τομάρια τυρί για την οικογένεια.

Εμεις τα παιδιά παίζαμε παιχνίδια, δεν είχαμαν σχολειό. Εμεις κζάνια έπαιζαμε και τα κοριτσια έπλεγαν. Εμεις με τα κορίτσια δεν αντάμωναμε, χώρια είμασταν. Έπαιζαμε τσιλικάρι, κούνια και ζντραμπάλα. Στα πρότα δεν πάγαιναμε μικροί, …μετά, δέκα-δώδεκα χρονών πάγαιναμε, …τσιράκια. Οι παππούδες κάθονταν στα καλύβια κι έλεγαν παραμύθια. Γύρ΄ζαμε στα βνά να βρούμε μελίσσια, πολλά μελίσσια είχε τότε. Τα μελίσσια ήταν φυσικά σε δέντρα. Μιά φορά εγώ πάω σ΄ ένα μελίσσι, βλέπω χαμηλά ήταν και ήμαν μαναχός μ΄. Ύστερα πήγα με τον πατέρα μ΄ και το πήραμε. Είχε πολύ μέλι, έναν ντενεκέ κι ένα καρδάρι έβγαλε μέλι. Ήξεραν πώς να το βγάλουν. Είχε και λύκοι εκει απάν κι έτρωγαν τα σκ΄λιά, πολλοί λύκοι, αντάμωνα κι εγώ συνέχεια.Ο λύκος να σ΄ πω. Πολλές βολές το΄χω πάθει στο λύκο. Άμα έχεις πρατίνα δεν λογαριάζεις το λύκο, κοιτάς να γλυτώσεις την πρατίνα. Μια βολά, όπως πάν΄γα κατά τα πρόβατα απάν, πάει ένας λύκος από κει μεργιά να πιάσει κάνα αρνί. Ήταν πίσω από ένα κέδρο κι άμα γύρναγε τ΄ αρνί θα τον πάταγε. Προγκάω, βγαίνει αυτός απο κει, πάει από παν και πιάνει μιά πρατίνα. Χουιάζω εγω, και πάω κατά κει και είχε την πρατίνα καταή απ΄ το λαιμό. Αυτός μ΄ έβλεπε και τράβαγε την πρατίνα από κοντά. Είχα κι ένα σκλι καλό, έρχεται κι αυτό και τότε άφησε ο λύκος την πρατίνα κι χά΄θκι. Αρκούδες δεν είχε, μόνο στη Λεκάνη είδαμε μια αρκούδα, δεν ήταν και πολύ τρανιά. Ζαρκάδια είχε πολλά, πάρα πολλά. 


ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1940 

Το 1940 είμασταν εκει, δίπλα στα Βουλγάρικα τα σύνορα. Δεν είχαμε φύγει ακόμα, 28 Οκτωβρίου εκει είμασταν. Είχε πολύ βελάνι εκει και για τα πρότα ήταν καλά. Το θυμάμαι σαν σήμερα. Στ΄ άλογα ήταν ο λαλάς μ΄ ο Γιάννος με τον γιο τ΄, ήταν 13 χρονών αυτός και κατέβαιναν από ένα ρέμα για τα Λευκόγεια κατ΄, εκει που είναι η λίμνη τώρα. Στέλνει εμένα με τον γιο τ΄ στ΄ άλογα, για να πάει αυτός στο Νευροκόπι να ψωνίσει. Εν τω μεταξύ, εκει στα καλύβια από παν ήταν μια ράχη και το καλοκαίρι του ΄40 όλο χαρακώματα έκαναν οι φαντάροι. Εμεις τα παιδιά εκει ξεκαλοκαίριαζαμαν και είμασταν εκει με τ΄ς φαντάροι κι έφτιαναμε κι εμεις μαζί τα χαρακώματα. Εκει που είχαμαν τ΄ άλογα έβαζαν όλοι πατάτες. Ακούμε εκει στο ρέμα έναν θόρυβο, …Εεεεεεε!! Σταματάμε κι ακουρμένουμαστε. Ο ξάδερφος μ΄ ο Χρηστος, τρανύτερος ήταν, …ο πατέρας μ΄ θα΄ναι, λέει. Βγήκε στη στροφή, μας αντικρύζει, …πόλεμος λέει, γλήγορα στα καλύβια. Φοβήθηκε μην πάμε κατά τη Βουλγαρία μετά το καταργημένο το φυλάκιο και χαθούμε.  

Έρχονται στα καλύβια, οι γ΄ναίκες να σακκιάζουν σκ΄τιά και να κλαιν,  …οι άντρες φεύγουν φαντάροι, η μάνα μ΄ να πάρουν τα καινούργια, γιατι δεν είχαμαν και πολλές αλλαξιές. Εκατόν τρι’αντα έξι ήταν τ΄ άλογα τότε. Οι φαντάροι τα΄πιασαν εκει στα καλύβια κι έκαναν μαντρί. Τ΄άλογα τα΄παιρναν όπως έπαιρναν τ΄ς άντρες για φαντάροι. Όσοι άντρες δεν πήγαν στρατιώτες ήταν με τα πρόβατα. Τ΄ άλογα δεν μας τα πήραν αμέσως. Μας άφησαν να πάμε στον Αμυγδαλεώνα και μας τα πήραν από κει. Τα σαμαρώνουν και τα φορτώνουν και οι γ΄ναικες να κλαιν. Εμεις πααίνουμε στα Λευκόγεια, εκει που είναι η λίμνη τώρα και ξεφορτώνουν οι γ΄ναικες, άντρες δεν υπήρχαν.  Το βράδυ πιάνει μιά βροχή, όπως είχαν τα σακιά από κει και την τέντα από παν, εμείς με τα χνώτα ζεσταίνομασταν. Να ακους να κλαιν κζάνια, μες στο σκοτάδι. Ξημερώνει, τα ρούχα βρεγμένα, φορτώνουμε τ΄άλογα και κατεβαίνουμε στο Νευροκόπι, περνάμε τον Γρανίτη κατ΄, και τραγ΄δώντα έρχονταν απάν οι στρατιώτες απ΄ τη Δράμα που κατατάχ΄καν.  Οι γ΄ναίκες έκλαιγαν κι αυτοι τραγούδαγαν. Από κει κατέφκαμι κατ΄ στον Αμυγδαλεώνα και ύστερα πήγαν τ΄ άλογα στο Πράβι (Ελευθερούπολη) και τα΄δωκαν. Όταν ήρθαμε εδώ, όσοι δεν πήγαν φαντάροι χώρ΄σαν τα πρόβατα ο καθένας τα θ΄κα τ΄. Ενοικιοστάσιο είχε στην Καβάλα, Αμυγδαλεώνα, Ζυγό, Κόκκαλα, …έπρεπε να σκορπίσει ο καθένας τα πρόβατα παντού. Δεν ταίριαζε, …φασαρίες. Εγω πήγα στην Καβάλα, στο Καρά Ορμαν, εκει ξεχείμασα, δέκα χρονών όλο το χ΄μώνα εκει ήμαν εγω, στα μαντριά.

Όταν ήρθαν οι Γερμανοι στις 8 Απριλίου στην Καβάλα, απάν απ΄ το Νοσοκομείο έχει ένα ίσιωμα κι ήμαν εκει με τον πατέρα μ΄ στα πρότα κατα η ώρα έντεκα, μπροστά απ΄ το μεσημέρι, …ακούμε έναν βρόντο, που ανατίναξαν το γιοφύρι στο Νέστο. Έρχονταν η φάλαγγα η Γερμανική με τ΄ άρματα, από δω μεριά, στον Παράδεισο από παν εχει μια ράχη και είχαν πολυβολεία οι στρατιώτες. Ανατινάζουν τη γέφυρα και έριχναν με τα πολυβολεία στ΄ς Γερμανοί. Αρχινάν οι Γερμανοί με τα τανκς και το έκαναν στάχτη το βουναλάκι και πολλοί στρατιώτες Έλληνες σκοτώθηκαν εκει. Έφτιασαν οι Γερμανοί το γιοφύρι και ύστερα έφτασαν στην Καβάλα. Εκει που στέκομασταν εμεις, από παν που είναι ο σταυρός, ειχε αντιαεροπορικό. Έρχεται ένα Γερμανικό αεροπλάνο και γύρναγε εκει. Έριχνε το αντιαεροπορικό και να σκαν οι σφαίρες μια από δω και μια από κει. Ήρθε κανα δυό γυροβολιές και έκατσε στ΄ αεροδρόμιο.

Απο αριστερά : Παναγιώτα Δαλακούρα (σύζυγος Χρήστου), Δήμος Δαλακούρας, Κώστας Δαλακούρας, Ελένη Δαλακούρα, Γιαννούλα Δαλακούρα (σύζυγος Γιώργου), Κωνσταντινιά Δαλακούρα (σύζυγος Δήμου), Κατερίνα Δαλακούρα (σύζυγος Πέτρου) - 1944

Το 1941 την άνοιξη πήγαμε με τα πρότα στα Κόκκαλα. Ήρθε και ο μπάρμπα Δήμος, …ήταν στον πόλεμο στην Αλβανία και είμασταν μαζι. Ήρθε κι ο Βασίλης ο Χλιάρας ύστερα και πααίνουμε στην Παλιά Καβάλα από παν και σταλίζουμε σ ένα μέρος εκει, ..δεν ήξεραμε που να πάμε. Είχε ξεκινήσει και το καραβάνι από δω και σε μια μέρα ήρθαν εκει. Κόνεψαν εκει στις τσιατούρες, νερο είχε, και εκει έφτιαξαν τη στρούγκα. Νύχτωσε και σιγά-σιγά, γιατι είχε και μια σάρα εκει, έφεραμε κι εμεις τα πρόβατα στα τσιατούρια για να μείνουμε όλοι εκει. Εκει έκαναμε καινούργια καλύβια. Το μέρος ηταν σπαρμένο και τα πρότα είχαν πολύ καλό γάλα. Τότε Βουργαρία ήταν, …κατοχή. Όπου βρίσκαμε πηγαίναμε. Το 1942 και το 1943 είμασταν εκει στα ίδια μέργια.

Το φθινοπωρο του 1941 έγινε η επανάσταση της Δράμας. Ξεσηκώθηκαν, και τότε οι Βουργάροι σκότωσαν πολύ κόσμο, 13.000 κόσμο. Τότε μάζεψαν και όλοι τ΄ς Σαρακατσαναίοι εκει που΄χαμαν τα καλύβια, στο Σταυρό, εκει που είναι η διασταύρωση, από κεινη τη μεριά, για να τους θερίσουν.  Τ΄ς συγκεντρώνουν εκει για να τους σκοτώσουν και να τρομοκρατήσουν τον κόσμο, επειδή έγινε η επανάσταση, …παντού σκότωναν. Περιμένουν διαταγή να πυροβολήσουν. Ένας Γιάννος είχε κάνει τζιομπάνος στη Βουλγαρία, γιατι πάναγαν απάν τότε, …καλοκαίρι απάν - χειμώνα κατ΄, και ήξερε τα Βουργάρ΄κα. Περιμένουν να΄ρθουν απ΄ το ιππικό δυο αξιωματικοί να δώκουν διαταγή να τ΄ς θερίσουν. Βγήκε ο Γιάννος εκει, …καρτέραγε τ΄ς αξιωματικοί, …και αρχίζει να μιλάει στα Βουργάρ΄κα. Που τα ξέρεις τα Βουργάρ΄κα εσύ ; τον ρωτάν, …απ΄ τη Βουργαρία ήρθαμαν, λέει. Σε ποιό μερος; τον λεν, ...στο Μπατάκι λέει αυτός. Ποιόν ξέρεις από κει; τον τάδε λέει αυτός. Ο νονός μ΄ είναι, λέει ο αξιωματικός, αυτός με βάφτισε εμένα. Ήταν εκει που φύλαγε τα πρότα. Κι ετσι γλύτωσαν οι Σαρακατσαναίοι την εκτέλεση. 

Το 1943 εκει που έβγαιναμε στο Νευροκόπι, τα βουνά γιόμ΄σαν ανταρτικά, …πού να πας στα καλύβια απάν. Το 1944 λέμε θα πάμε στο Νευροκόπι. Όλοι οι Σαρακατσαναίοι από δω εκει στο Νευροκόπι πήγαν, γιατι δεν είχε αντάρτες. Εκει κατά το Οχυρό πέρα, ..να΄ναι τα τσιατούρια και τα κοπάδια, …ο κάμπος είχε μαυρίσει, …έψαχναν να βρουν πού να παν. Οι θ΄κοι μας επειδή ήξεραν το μέρος, δεν σταμάτησαν και τράβηξαν κατά τα Λευκόγεια, στο Κουστερέκι. Ήρθαν και άλλοι μετα, ..Μπααίοι, Μαρουλαίοι που΄ναι στο Κοκκινόχωμα και άλλοι. Ξεκαλοκαίριασαμαν εκει. Αντάρτες δεν είχαμαν καθόλου εκει. Πάγαιναμε και ψώνιζαμε στο Νευροκόπι το Βουλγάρικο. Γιατρό στο Βουλγάρικο πάγαιναμε. Όταν οπισθοχώραγαν από΄φυγαν οι Βουλγάροι, τον Οκτώβριο του 1944, έρχεται ο Αντών Τσαούς εκει στα καλύβια και μας λεει, δεν θα τ΄ς πειράξουμε. Στη ρεματιά απαν απ΄ την Προσοτσάνη θα σκοτωθούν πολλοί Βουλγάρο,ι αλλά θα σκοτωθούμε κι εμεις λεει. Δεν θα γίνει μάχη.


ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Όταν έφυγαν οι Βουργάροι εμεις γύρισαμε και ξεχείμασαμε πάλι εδώ στο Ζυγό. Την άνοιξη του 1945 δεν πήγαμε απάν στα Λευκόγεια, έκατσαμε εδώ. Δεν πάγαιναν πολλοί ύστερα, λίγοι πάγαιναν. Εδώ έκαναμε το τυρί εμεις και το πούλαγαμαν, είχε μεγάλη αξία. Ήταν καπνοχώρια εδώ κι έπαιρναν πολύ τυρί. Το τυρί το΄φτιανες, …σε πέντε μέρες το πούληγες. Είχε μεγάλη αξία, τρεις φορές πιο πολύ απ΄ το γάλα. Όλα τ΄ αδέλφια είχαν περίπου 1.200 πρόβατα, ύστερα πήραμε και γίδια. Τα πρόβατα των Σαρακατσαναίων ήταν λάια, …στα οχτακόσια πρόβατα, ας είχαν πενήντα-εξήντα άσπρα.

Στο γέννο τα κοπάδια ήταν σκρόπια, πάγαιναν οι γ΄ναίκες μπροστά, φορτώνονταν από ένα ντενεκέ κριθάρι η κάθε μία, κι είχαν κάτι κοντοπάκες τα έλεγαν και τις είχαν εδώ και έπαιρνε δυό-τρία αρνιά γυροβολιά η κάθε μία. Τα κοπάδια ήταν τρανά και τα κατέβαζαν στα καλύβια εκει που τα ξεγένναγαν κι το έκοβαν, το χώριζαν το κοπάδι. Άμα είναι καλός καιρός και μαρκαλιστούν, ...άμα είναι μεγάλο το κοπάδι, γεννάν εξήντα–εβδομήντα σ΄ ένα βράδυ. Μια χρονιά, πιάνει μια βροχή, εδώ είμασταν στα Κόκκαλα με τον Μήτρο και μαρκαλίσκαν πολλά πρόβατα, κρύωσε κι ο καιρός και γράφω ημερομηνία, τάδε μέρα. Τα πρότα και τα γίδια εκατόν σαράντα πέντε μέρες είναι και ο κύκλος σε εκατόν σαράντα πέντε μέρες γυρνάει. Ήξερα πότε θα γεννήσουν. Η αδελφή μ΄ η μ΄κρή κάθονταν στην καλύβα και γένναγαν, …γεννάει η τάδε, γεννάει η τάδε,  …τα γνώριζε όλα. Και εκείνη τη βραδυά καμμιά πενηνταριά γέννησαν. Και να βρέχει, να βρέχει, τι γένονταν!! Παν κι αυτά με τον καιρό, τον κύκλο. Εγω έχω φάει πολύ κρύο, από δέκα χρονών έξω, …να φυλάς τα πρόβατα μεσ΄ στον κάμπο, …να κλαις!


Ο ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ Η ΜΟΝΙΜΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Την κυρά μ΄ την έλεγαν Μαρία και ήρθαν απ΄ τη Βουλγαρία και ήταν απ΄ τ΄ς Κιτσαίοι. Ήθελαν να περάσουν τα σύνορα και να περάσουν κατ΄. Το 1936 ψευτοπούλ΄σαν τα πρότα και τα έστειλαν με το τραίνο στην Κομοτήνη. Αυτοι αποφάσισαν να΄ρθουν όλοι μαζι. Ξεκίν΄σαν οι οικογένειες με τα ξαδέρφια, περίπου σαράντα άτομα, με τ΄ άλογα, κρυφά τη νύχτα κι έφτασαν στα σύνορα. Τα σύνορα τα φυλάκια ήταν σμα-σμα. Δείλιασαν, …θα μας σκοτώσουν λεν, που πάμε! Ο πεθερός μου λέει, …εγώ θα πάω, …και πέρασε με την οικογένεια τα΄ τα σύνορα. Οι άλλοι φοβήθ΄καν και γύρ΄σαν πίσω. Και τώρα στη Σλήβιανη υπάρχει πολύ μεγάλο σόι. Η οικογένεια της γυναίκας μ΄ έπιασαν εδώ, …απ΄ την Κομοτήνη μέχρι την Καρβάλη, πάγαιναν πότε εδώ - πότε κει και πήγαν και στη Λεκάνη. Εκει είχαμε πάει κι εμεις και νοίκιαζαμαν κι εμεις εκει. Ο πεθερός μ΄ ήξερε πολύ πλάτη και η κυρά μ΄ ήξερε τ΄ν πλάτη, απ΄ τον πατέρα τ΄ς έμαθε. Τότε με το Κυπριακό είχαμε σφάξει ένα αρνί, το τήραξε την πλάτη, ..λέει ..πόλεμο έχει. Ελληνικό αίμα είναι, …όξω απ΄ την Ελλάδα.  Σ΄ ένα μήνα μέσα έγινε το Κυπριακό.

Το 1950 έγινε το προξενιό και μ΄ είπαν, ...θα σε παντρέψουμε! Αυτοί ήταν στη Χρυσούπολη κι εμεις στο Σταυρό σε καλύβια. Παντρευτήκαμε στις 16 Σεπτεμβρίου του 1950. Ο γάμος δεν έγινε σε εκκλησία, έγινε στα καλύβια και ήρθε παπάς απ΄ το χωριό.  Η γ΄ναίκα μ΄ φορούσε Σαρακατσάν΄κα ρούχα, δεν φορούσε νυφικό. Πήγαμε το Σάββατο με λεωφορείο στη Χρυσούπολη, δεν είχε άλογα τότε, τ΄ άλογα απ΄ το στρατό χάθηκαν.  Όταν έφτασαμε τη γυναίκα μ΄ δεν την είδα, την έκρυβαν. Τη νύφη τότε δεν την ήγλεπαν, αλλά εμεις επειδή είμασταν αντάμα την ήξερα. Παν οι σχαριάτες μπροστά, έλεγαν δυό-τρία τραγούδια και τ΄ς μαντήλωναν. Οι σχαριάτες ήταν η 7 η 9 η 11 η 13, έτσι πάνγαν. Όλο το βράδυ τραγούδια και χορό. Ξημερώνει η Κυριακή στα καλύβια, πάλι τραγούδια χοροί και πήραμε τη νύφη κι έφυγαμε. Τότε δεν έρχονταν το σόι της νύφης, μόνο η νύφη με τα προικιά, ρούχα Σαρακατσαναίικα. Δεν την είδα στο λεωφορείο, κουκλομένη ήταν κι εκει. Έγινε ο γάμος εδώ και τη Δευτέρα ξεσάκιαζαν τα σακιά να βρουν καραμέλες. Τότε έκλαιγαν, …τώρα τραγ΄δάν.

Εκείνη τη χρονιά έκανε ο πατέρας μ΄ ένα ντβάρι σα σπίτι, με δυο κάμαρες και μέναμε εκει. Το 1952 σταμάτ΄σαμε τις μετακινήσεις. Εδώ στο Ζυγό έκαναμε σπίτι το 1963 και τα πρότα τα είχαμε μέχρι το 1975, …από δέκα χρονών με τα πρότα είχα να κάνω. Κάναμε τρία παιδιά, …τρία αγόρια. Και τα τρία αγόρια κάναν ούλου κουρίτσια ύστερα, ...οχτώ κουρίτσια κι μόνο ένα αγόρι!