portraita

Το κούρεμα των προβάτων


του Γεωργίου Κ. Τσουμάνη
Αρχές της Άνοιξης και οι προετοιμασίες για το κούρεμα τω προβάτων στις στάνες των Σαρακατσαναίων πρέπει να αρχίσουν. Ο τσέλιγκας, όταν άκμαζαν τα μεγάλα τσελιγκάτα ή ο επικεφαλής της μικρότερης στάνης αργότερα, όταν τα τσελιγκάτα συρρικνώθηκαν, θα έπρεπε να φροντίσει πρώτα και κύρια για το τρόχισμα των ψαλιδιών και την αγορά καινούριων. Ακόμα σε συνεννόηση με τους τσομπαναραίους των κοπαδιών να ορίσουν, όσο μπορούν, τις ημέρες που τα πρόβατα θα κουρευτούν. Όλα αυτά βέβαια βοηθούντος  του καιρού. Οι ημέρες αυτές να είναι ζεστές. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να κάνει κρύο και πολύ περισσότερο να βρέχει. Τα πρόβατα αποβάλλοντας από πάνω τους το μαλλί κρυώνουν και αρρωσταίνουν. Εκτός αυτού χάνουν και το γάλα. Μειώνεται δηλαδή σε πολύ μεγάλο ποσοστό η ημερήσια παραγωγή τους.

 Η ημέρα που θα αρχίσει ο κούρος δεν μπορεί να είναι οποιαδήποτε. Πότε καμιά  σημαντική δραστηριότητα στους Σαρακατσαναίους δεν αρχίζει Κυριακή Παρασκευή και Τρίτη. Οι ημέρες αυτές θεωρούνται αποφράδες. Και αν σε εξαιρετικές περιπτώσεις χρειαστεί να αρχίσουν μια από αυτές, συμβολικά από την προηγούμενη κάνουν κάτι σχετικό με την εργασία. Αν για παράδειγμα αρχίσουν τον κούρο ημέρα Παρασκευή, από την Πέμπτη το βράδυ κουρεύουν δύο-τρία πρόβατα, προκειμένου να φαίνεται ότι η εργασία άρχισε την προηγούμενη της ημέρας που δεν είναι «καλή».




Το μήνα Μάρτη θα γίνει το κουλοκούρισμα. Με αυτό καθαρίζεται η κοιλιά του ζώου, η περιοχή γύρω από το μαστό, η ουρά, τα πίσω πόδια μέχρι και τους μηρούς και τμήμα του σώματος έως τέσσερα δάκτυλα πάνω από την ουρά. Περισσότερο  γίνεται καθάρισμα του ζώου από τις κοπριές που κολλάνε στα μαλλιά της ουράς και στην κοιλιά του όταν αυτό κάθεται να κοιμηθεί. Την άνοιξη που τα χόρτα είναι χλωρά το φαινόμενο αυτό είναι πολύ έντονο. Τα μαλλιά που προκύπτουν είναι λίγα και λέγονται κουλόκρα. Από τα μαλλιά του κουλοκουρέματος, διαλέγονταν μόνο τα καθαρά από τις κοπριές για χρήση κάποιων υφαντών.

 Κατά το κουλοκούρισμα ο κουρευτής αρχικά κρατάει το πρόβατο ανάμεσα από τα πόδια του ανάσκελα και σε μια ημιόρθια θέση. Αρχίζει με το ψαλίδι να κουρεύει τα μαλλιά, από την αρχή του στήθους, σε όλη την κοιλιά μέχρι το μαστάρι. Στη συνέχεια, ξαπλώνει το ζώο ακόμα χαμηλότερα με τη σπονδυλική στήλη να στηρίζεται στο χώμα, το σφίγγει ανάμεσα στα πόδια του και κουρεύει τα πίσω πόδια, την ουρά και το μέρος πάνω από αυτήν. Η διαδικασία αυτή κρατάει λίγα λεπτά. Όμως ο κουρευτής πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός. Να προφυλάξει πρώτα τον εαυτό του από τυχόν χτυπήματα από τα πόδια του ζώου, πρωτίστως όμως να μην (αγκυλωθεί) χτυπηθεί από το ψαλίδι που κρατάει. Μεριμνά του ακόμα είναι να μην τραυματίσει το ζώο με την μύτη του ψαλιδιού. Οι κινήσεις του να είναι πολύ προσεκτικές όταν φτάνει κοντά στο μαστό και στα γεννητικά όργανα. Θυμάμαι τις συμβουλές του πατέρα μου να προσέχουμε μην κόψουμε τις ράγες (ρόγες) του μασταριού, μην τραυματίσουμε και κόψουμε τη γέννα (πρόκειται για το αιδίο του προβάτου) και τη φύση (πρόκειται για την κλειτορίδα). Μαθήματα γνώσης του αναπαραγωγικού συστήματος της προβατίνας με πολύ απλό και πρωτίστως φυσικό τρόπο.

Διαδικασία όμοια με το κουλοκούρεμα την Άνοιξη γίνονταν παλαιότερα και το Φθινόπωρο. Ήταν το λεγόμενο κτούπισμα. Αυτό όμως δεν γίνονταν υποχρεωτικά σε όλες τις στάνες και δεν θεωρούνταν πάντα απαραίτητο. Για αυτό σιγά-σιγά ξεχάστηκε.

Ωστόσο, το κουλοκούρεμα δεν κινητοποιούσε σχεδόν όλο το ανθρώπινο δυναμικό της στάνης όπως συνέβαινε με το κυρίως κούρεμα, τον κούρο όπως αλλιώς έλεγαν, που ακολουθούσε ένα με ενάμιση περίπου μήνα μετά. Ο κούρος ήταν  μια μεγάλη έγνοια. Διαδικασία κουραστική, απαιτούσε κάποιες ημέρες ανάλογα με τη δυναμικότητα της στάνης σε ζωικό κεφάλαιο και κυρίως ανθρώπινο δυναμικό σε άνδρες και γυναίκες. Μέριμνά τους ήταν να τελειώσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα.





Ο κούρος στους Σαρακατσαναίους ήταν συνυφασμένος και με την άνοδο των κοπαδιών στα βουνά. Ο καιρός δεν καρτερούσε αναβολές και αδιαφορία όπως ενδεχομένως συνέβαινε στα ντόπια κοπάδια που δεν επρόκειτο να μετακινηθούν. Τα πρόβατα στα βουνά πρέπει να βγουν «σαρκωμένα». Να έχουν δηλαδή τα μαλλιά τους μεγαλώσει αρκετά ώστε να αντέξουν το κρύο του βουνού. Προς τούτο, όσο γρηγορότερα την Άνοιξη κουρεύονταν τόσο καλύτερα ήταν. Αυτό βέβαια απαιτούσε η Άνοιξη στα χειμαδιά ή στο ξανξιό[1] να είναι ζεστή και κυρίως ο μήνας Απρίλης. Σε περιοχές που ήταν περισσότερο ζεστές ο κούρος άρχιζε γρηγορότερα. Για παράδειγμα οι Σαρακατσαναίοι που ξεχείμαζαν σε περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας και της Πρέβεζας κούρευαν γρηγορότερα από κάποιους άλλους που ξεχείμαζαν στο νομό Ιωαννίνων. Έτσι βοηθούντος του καιρού προγραμματίζονταν ο χρόνος που θα κουρεύονταν τα κοπάδια. Πρώτα θα άρχιζαν από τα γαλαροκόπαδα και τελευταία τα στέρφα, χωρίς αυτό να είναι πάντα ο κανόνας. Τα αρνιά κουρεύονταν το καλοκαίρι και τα μαλλιά τους λέγονταν αρνοπόκι.

 Από την προηγούμενη ημέρα ετοιμάζονταν οι τελευταίες λεπτομέρειες. Τα ψαλίδια, τα ακόνια τα σακιά για να βάλουν τα μαλλιά, το καλό φαγητό. Τα πρόβατα αφού αρμεχτούν πρωί-πρωί, αμέσως θα οδηγηθούν στο χώρο που θα κουρευτούν. Αυτός ήταν συνήθως η στρούγκα τους. Σε κάποιες περιπτώσεις έκλειναν ένα χώρο με κλαδιά κάτω από κάποιο δέντρο για να έχουν ίσκιο οι κουρευτάδες. Το μέρος που θα κούρευαν έπρεπε να είναι καθαρό. Με πυκνά κλαδιά θάμνων το καθάριζαν «ξάριζαν» έτσι ώστε να μην κολλάνε πάνω στα μαλλιά των προβάτων σκουπίδια την ώρα που ξάπλωναν τα πρόβατα για να τα κουρέψουν. Αν το κοπάδι ήταν πολύ μεγάλο δεν έβαζαν για κούρεμα όλα τα πρόβατα. Έβαζαν περίπου τόσα όσα υπολόγιζαν ότι μπορούν να κουρέψουν. Αυτό εξαρτιόνταν από το υπάρχον δυναμικό των ανδρών της στάνης.




Οι κουρευτάδες παίρνουν θέση και αρχίζουν αμέσως. Αν το κοπάδι αποτελείται από πρόβατα πολλών, «από πολλά σημάδια», ο κάθε σμίχτης κουρεύει πρώτα τα δικά του. Όταν τελειώσει και έχει ελεύθερο χρόνο βοηθά και τους άλλους σμίχτες. Πιάνουν ταυτόχρονα δύο πόδια της προβατίνας, ένα μπροστινό και ένα πισινό και από το ίδιο μέρος, την γυρίζουν ανάσκελα, την κρατάνε αρχικά σε ημιόρθια θέση και αφού ευχηθούν «και του χρόνου διπλότερα» αρχίζουν να κουρεύουν. Τη στιγμή που θα πιάσουν το πρώτο πρόβατο κοιτάζουν τον ήλιο. Δεν θα πρέπει να περνάει σύννεφο κοντά και να τον καλύπτει. Αρχίζουν από το κεφάλι του ζώου, προχωρούν γύρω από το λαιμό του, στα μπροστινά πόδια και συνεχίζουν μέχρι την αρχή της πλάτης. Αυτό είναι το λεγόμενο ξετραχίλισμα. Στη συνέχεια γυρίζουν το ζώο ώστε να είναι ξαπλωμένο σε πλάγια θέση δεξιά ή αριστερά. Έτσι κουρεύουν όλο το ελεύθερο τμήμα από την πλάτη μέχρι τα πίσω πόδια κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης. Ακολούθως το γυρίζουν από την άλλη πλευρά και κάνουν ξανά το ίδιο. Κατά τη διάρκεια του χρόνου αυτού ο κουρευτής πρέπει να κρατά καλά το ζώο για να μην φύγει. Ακόμα η θέση που το βάζει να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο άνετη για αυτό, να μην του δημιουργεί δυσφορία. Αυτά μαθαίνονται με την άσκηση. Όταν σκολάσουν, «ρίξουν και την τελευταία ψαλιδιά», το σηκώνουν όρθιο και το απελευθερώνουν. Στα σημαδιακά πρόβατα δίνουν και την ευχή «κακό μάτι να μην σε δει». Με το τέλειωμα, τα μαλλιά του προβάτου μένουν στο χώμα σαν ένα απλωμένο πάπλωμα. Ο κουρευτής τα μαζεύει, τα διπλώνει ανάποδα και τα δένει όλα μαζί με ένα κόμπο. Μαζεμένα πλέον τα μαλλιά του προβάτου, σε στρογγυλό περίπου σχήμα, αποτελούν το ποκάρι που ζυγίζει από ενάμιση μέχρι δύο κιλά.

Οι κουρευτάδες ξέρουν πολύ καλά ότι η πολλή δουλειά γίνεται τις πρώτες ώρες. Το πρωί τα μαλλιά του προβάτου που έχει άπνοα, κουρεύονται καλύτερα. Ακόμα τις πρώτες ώρες είναι όλοι ξεκούραστοι και για αυτό δεν πρέπει να τους «φύγει ο χρόνος» τεμπελιάζοντας και συζητώντας. Ένας πολύ καλός κουρευτής αυτές τις πρώτες ώρες μπορεί να κουρέψει μέχρι και δέκα πρόβατα την ώρα. Στη συνέχεια υπάρχει κόπωση κα ο αριθμός μειώνεται. Το κούρεμα θα κρατήσει μέχρι το απόγευμα. Ακολούθως οι συμμετέχοντες στο κούρεμα πρέπει να φάνε και να ξεκουραστούν λίγο. Στη συνέχεια θα έρθει η ώρα του αρμέγματος. Θα συνεχίσουν την άλλη ημέρα. Συνολικά ένας νέος και επιδέξιος κουρευτής μπορούσε να κουρέψει πενήντα με εξήντα πρόβατα την ημέρα.




Καλός κουρευτής δεν είναι υποχρεωτικά εκείνος που κουρεύει γρήγορα και άτσαλα. Είναι αυτός που «στρώνει» καλά το ψαλίδι στο κορμί του προβάτου. Αυτός που καταφέρνει να κουρεύει τα μαλλιά στο ίδιο ύψος χωρίς να κάνει ψαλιδιές στο πρόβατο και κυρίως δεν τραυματίζει το δέρμα του. Δεν είναι τυχαία η έκφραση στους Σαρακατσαναίους «αυτός κουρεύει δεν κουλοκρίζει» για κάποιον που επιδεικνύει ιδιαίτερη ικανότητα στην εργασία του και ξεχωρίζει.

Με το τελείωμα του κουρέματος ενός προβάτου ο καλός κουρευτής πάντα το κοίταζε για να δει πώς φαίνεται κουρεμένο. Πρόσεχε πολύ ώστε το κούρεμα να είναι καλό. Θυμάμαι τις παρατηρήσεις που έκαναν οι έμπειροι στους μικρότερους και στους βιαστικούς. Πολλές φορές δεν δίσταζαν να διορθώσουν το κούρεμα ενός κακοκουρεμένου προβάτου. Αν  τυχόν έχει ψαλιδιές σε κάποιο σημείο του σώματός του ή αν ξέμεινε πάνω του κάποια μικρή τούφα μαλλιού, κανένα λόιδο.  Το καλό κούρεμα όμως εξαρτιόνταν και σε μεγάλο βαθμό από τη γεροσύνη του κοπαδιού. Το καλά ταϊσμένα πρόβατα είναι γερά και το δέρμα του είναι τεντωμένο. «Γυαλίζει το κορμί τους».  Έτσι κατά το κούρεμα το ψαλίδι «έστρωνε» καλύτερα. Τα πρόβατα που ήταν αδύνατα δεν μπορούσε ο κουρευτής να τα κουρέψει καλά. Δημιουργούσε το δέρμα τους πολλές πτυχές, «ζάρες». Κατά τη διαδικασία του κουρέματος και όταν ή ζέστη ήταν αρκετή πολλά πρόβατα φανέρωναν την ανακούφισή τους με την άνεση που έδειχναν, χωρίς να ανθίστανται στον κουρευτή.  Φεύγοντας τα μαλλιά από πάνω τους δροσίζονταν «ραχάτιαζε» το κορμί τους. Αυτό συνέβαινε συνήθως στα μεγάλα πρόβατα που είχαν κουρευτεί και άλλες χρονιές.

Στα γερά και κορμερά πρόβατα άφηναν και φούντες. Τμήματα μαλλιών στη ράχη τους, μήκους περίπου μιας παλάμης και πλάτους λιγότερο από δέκα εκατοστά. Οι φούντες μπορούσε να είναι μια που την άφηναν στην αρχή της ράχης του προβάτου ή και περισσότερες. Το πολύ μέχρι τέσσερις κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης του προβάτου. Υποχρεωτικά φούντες άφηναν στα κριάρια που ήταν γκεσέμια και είχαν τα κουδούνια. Γκεσέμια έλεγαν τα μουνουχισμένα αρσενικά με κουδούνια που έμπαιναν πάντα μπροστά στο κοπάδι. Τις προβατίνες και τα κριάρια που θα άφηναν φούντες επιμελούνταν πάντα ένας έμπειρος κουρευτής. Για να πετύχει ίσες αποστάσεις δεξιά και αριστερά της ράχης του ζώου σήκωνε το ζώο όρθιο. Έτσι ταίριαζε το μήκος του μαλλιού. Προσπαθούσε να επιμεληθεί όσο καλύτερα μπορούσε και με την επικρατούσα αισθητική να φαίνεται το πρόβατο όμορφο και να ξεχωρίζει στο κοπάδι.




Εκτός από τις φούντες ο κούρος έδινε και την ευκαιρία στους τσομπαναραίους να δουν και τα κουδούνια. Κοίταζαν με προσοχή αν είναι καλά στερεωμένα στο ξύλινο περιλαίμιο, το στεφάνι, μήπως πληγώνει κάπου το ζώο, μήπως το γλωσσίδι του κουδουνιού λείπει ή είναι σκουριασμένο και δεν κινείται με ευκολία, μήπως δεν είναι καλά στερεωμένο και μπορεί να πέσει. Από κάποιες προβατίνες έβγαζαν τα κουδούνια γιατί δεν είχαν την αναμενόμενη συμπεριφορά στο κοπάδι, δεν τραβούσαν δηλαδή μπροστά, ή γιατί είχαν γεράσει και σε κάποιες άλλες που εκτιμούσαν ότι άξιζε να τα σύρουν έβαζαν καινούρια. Σε αυτές τις περιπτώσεις αφού έδεναν καλά με το ξύλινο στεφάνι το κουδούνι γύρω από το λαιμό του κουρεμένου προβάτου, το δοκίμαζαν ώστε να μην σφίγγει το λαιμό του. Αφού βεβαιώνονταν ότι ταιριάζει, έκαναν τρεις περιστροφές του κουδουνιού γύρω από το λαιμό της προβατίνας, χάραζαν πάνω στο μέταλλο του κουδουνιού τρεις σταυρούς, το σταύρωνα με το χέρι τους τρεις φορές και έφτυναν μέσα  στο κουδούνι  επίσης τρεις φορές. Στα βαρβάτα κριάρια ήταν ευκαιρία να κόψουν και τις άκρες των κεράτων τους. Σε πολλές περιπτώσεις τα μακριά κέρατα των κριαριών, ήταν επικίνδυνα να χτυπήσουν τις προβατίνες και εκτός αυτού τα εμπόδιζαν στη βοσκή.  

Ακόμα στον κούρο δίνονταν και η δυνατότητα στους τσομπαναραίους να δουν και τις αντοχές των ηλικιωμένων προβάτων κοιτάζοντας τα δόντια τους.  Σε περίπτωση που πολλά από αυτά είχαν πέσει τα προόριζαν για το χασάπη. Με λίγα ή καθόλου δόντια η προβατίνα λέγεται φαφούτα. Δεν μπορεί να κόψει καλά την τροφή της και αδυνατίζει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην έχει την ποσότητα σε γάλα που πρέπει και δεν μεγαλώνει το αρνί της. Θα πρέπει να τονίσω ότι τα πρόβατα έχουν μπροστινά δόντια μόνο στην κάτω γνάθο. Μετά τον πέμπτο χρόνο της ηλικίας τους αυτά αρχίζουν και πέφτουν. Η μέγιστη ηλικία που μπορούσε μια προβατίνα να αντέξει ήταν τα επτά αρνιά. Να είχε γεννήσει δηλαδή επτά φορές. Από κει και πάνω ήταν πολύ σπάνιες ως απίθανες οι περιπτώσεις να κρατήσουν στο κοπάδι προβατίνες. Οι πορείες στα βουνά και οι δυσκολίες της στράτας απαιτούν νεαρά ζώα.




Όμως ο κούρος δεν ήταν μια απλή και εύκολη υπόθεση. Η κούραση ήταν μεγάλη. Οι κουρευτάδες ήταν υποχρεωμένοι για ώρες πολλές ναι είναι σκυμμένοι πάνω στα ξαπλωμένα ζώα, να τα γυρίζουν πότε από την μια μεριά και πότε από την άλλη. Να βάζουν δύναμη στα χέρια και στα πόδια τους να τα κρατήσουν στη θέση τους. Να έχουν το νου τους μην κλωτσήσουν και χτυπηθούν από το ψαλίδι.

Η κούραση ήταν αισθητή όσο περνούσε η ώρα. Αυτό φαίνονταν καθαρά από το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο του κουρευτή, από το πιάσιμο της μέσης του κάθε φορά που τελείωνε το κούρεμα μιας προβατίνας, από τον εκνευρισμό του όταν κάτι δεν πήγαινε καλά, από την προσπάθειά του να καθίσει λίγο κατάχαμα, να στρίψει ένα τσιγάρο, να πιεί ένα ποτηράκι ούζο. Ενίοτε οι οξύθυμοι τα έβαζαν και με τις προβατίνες, πως δήθεν ήταν «ζαβατάρικες» και συνέχεια κλωτσούσαν. Τα δάκτυλα του χεριού που κρατούσε το ψαλίδι, έβγαζαν φουσκάλες και πλήγιαζαν κυρίως στους νεότερους που το δέρμα τους ήταν μαλακό. Για αυτό στη λαβή του ψαλιδιού και στο μέρος που ακουμπούσε με τα  δάκτυλα έβαζαν μαλλιά.

Σε κάθε όμως περίπτωση τα πειράγματα μεταξύ τους και η δύναμη της ομαδικής δουλειάς άμβλυναν τις όποιες εντάσεις και έδιναν κουράγιο σε όλους. Οι νεότεροι και δυνατότεροι έκαναν το κάτι παραπάνω. Δεν ξεσυνερίζονταν ο ένας τον άλλον. Η ανακούφιση έρχονταν όταν το κοπάδι άρχιζε να «παρδαλαίνει». Να ξεχωρίζουν δηλαδή μέσα στα ακούρευτα  και πολλά κουρεμένα. Όταν δηλαδή άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση και τα ακούρευτα αριθμητικά ήταν λιγότερα. «Άντε και παρδάλαιναν» ήταν η έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι Σαρακατσαναίοι στην περίπτωση αυτή.




Όταν τα κοπάδια ήταν μεγάλα καλούνταν για ενίσχυση και κουρευτάδες από άλλες στάνες. Προτιμούνταν στους Σαρακατσαναίους οι συγγενείς. Σπάνια και σε εξαιρετικές περιπτώσεις καλούσαν για βοήθεια άνδρες στον κούρο από ξένα κοπάδια. Και τούτο γιατί δεν ήθελαν να έρχονται άλλοι σε επαφή με το βιός τους. Η ζωή τους έκανε να είναι επιφυλακτικοί στους ξένους, να έχουν μια μυστικοπάθεια και να μην εκθέτουν εύκολα το βιός τους σε ξένους. Μάλλον προτιμούσαν να παιδευτούν οι ίδιοι κάποιες μέρες παραπάνω.

Το δικό τους ρόλο είχαν και οι γυναίκες.  Αυτές μάζευαν τα μαλλιά και τα έβαζαν στα σακιά.  Προτού τα σακιάσουν από το σωρό των ποκαριών που μαζεύονταν σιγά-σιγά έκαναν και τη δική τους διαλογή. Επέλεγαν τα ποκάρια εκείνα που θεωρούσαν ότι έχουν καλό ποιοτικά μαλλί. Να είναι απαλά και μακριά. Από αυτά θα φτιάξουν το καλοκαίρι τα μάλλινα υφαντά της οικογένειας. Ξεχώριζαν αυτά που τα μαλλιά ήταν σίβα[2] και είχαν βροντότριχα[3] ως ακατάλληλα. Η κάθε νοικοκυρά υπολόγιζε ανάλογα με τις ανάγκες της πόσα ποκάρια μαλλιά θα κρατήσει. Το καλοκαίρι θα ετοιμάσει τα υφαντά για τις φορεσιές, τα στρωσίδια, τις κάπες και οτιδήποτε άλλο χρειαστεί. Κάποιες εποχές όλα ήταν μάλλινα. Τα υπόλοιπα μαλλιά θα πωληθούν στο εμπόριο. Οι έμπειρες και ηλικιωμένες σαρακατσάνες με μεγάλη ευκολία ξεχώριζαν τα καλά μαλλιά καθώς και την ποσότητα που έπρεπε να κρατήσουν για ίδια χρήση.

Επιπροσθέτως στον κούρο επιτρέπονταν  πειράγματα και σχόλια ακόμα και από τις γυναίκες εφόσον το περιβάλλον ήταν οικείο. Η μέρα αυτή είναι χαράς και η περίσταση «το καταλύει» και δικαιολογεί κάτι παραπάνω  από τη αυστηρή καθημερινότητα. Όλα αυτά βέβαια με μέτρο και στα πλαίσια που η κλειστή κοινωνία των Σαρακατσαναίων το επιτρέπει. Όλοι γνώριζαν τα όρια που ενδεχομένως έπρεπε να κινηθούν.




Ξεχωριστό μέρος στη διαδικασία του κουρέματος αποτελεί και το ψήσιμο κάποιας προβατίνας κατά κανόνα ηλικιωμένης ή μη παραγωγικής. Ο κούρος όπως προανέφερα, ήταν διαδικασία κουραστική. Έκαστος νοικοκύρης που κούρευε τα πρόβατά  του έπρεπε να φροντίσει ώστε να ταΐσει καλά του κουρευτάδες. Αν τύχαινε να είναι και κάποιοι φιλοξενούμενοι ακόμα καλύτερα. Με το τέλος λοιπόν του κουρέματος το τραπέζι στρώνονταν πλούσιο με ζεστό κρέας, γιαούρτι, τυρί, άφθονο φρέσκο ζυμωτό ψωμί. Έστρωναν κατάχαμα τις τάβλες κάθονταν όλοι γύρω-γύρω, ξεκουράζονταν πρώτα πίνοντας ρακί και στη συνέχεια έτρωγαν το κρέας συνοδεία  κρασιού. Ασυνήθιστοι καθώς ήταν οι περισσότεροι από το οινόπνευμα ζαλίζονταν γρήγορα και αποσύρονταν για να ξεκλέψουν κάποιες ώρες ύπνου. Οι ώρες του κτηνοτρόφου για ξεκούραση είναι περιορισμένες. Τα πρόβατα δεν περιμένουν. Πρέπει να ακολουθήσει το απογευματινό άρμεγμα και οι υπόλοιπες δουλειές στο κοπάδι.

Όλα αυτά σήμερα ανήκουν στο παρελθόν. Τα κοπάδια κουρεύονται πλέον με κουρευτικές μηχανές. Η απόδοσή τους είναι πολύ μεγάλη. Δεν υφίσταται λόγος κινητοποίησης πολλών ανθρώπων όπως παλιότερα, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις μεγάλες ανάγκες κουρέματος των κοπαδιών με το χέρι. Ακόμα η μετακινούμενη κτηνοτροφία έχει περιοριστεί δραματικά. Οι καιρικές συνθήκες δεν αποτελούν πλέον εμπόδιο στους κτηνοτρόφους που ανεβαίνουν σε βουνά.  Δεν επαφίεται πια η τροφή των προβάτων αποκλειστικά στο φυσικό χορτάρι. Οι περιορισμοί στους κάμπους λόγω ζέστης και έλλειψης χόρτου και η αναγκαστική μετακίνησή τους προς τα ψηλότερα μέρη δεν υφίσταται. Έχουν τη δυνατότητα  με άλλες τροφές να κρατήσουν εφόσον αυτό χρειαστεί, περισσότερο τα ζώα τους στον κάμπο και να ανεβούν με την ησυχία τους  στα βουνά όταν ο καιρός το επιτρέψει.





[1] Ξανξιό έλεγαν οι Σαρακατσαναίοι τα μέρη που μετακινούνταν κάποιες φορές για να περάσουν την Άνοιξη. Ήταν συνήθως μέρη ημιορινά . Αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο έναν ενδιάμεσο σταθμό κατά την μετακίνησή τους στα βουνά. Αυτό γινόταν στις περιπτώσεις όπου τα λιβάδια στα χειμαδιά  οργώνονταν και καλλιεργούνταν ή λόγω ανομβρίας δεν είχαν χόρτα. Στο ξανξιό μπορούσε να μείνουν μέχρι και δύο μήνες.
[2] Σίβα μαλλιά είναι τα άχρωμα.
[3] Το βροντοτρίχιασμα είναι κάτι ανάλογο με το άσπρισμα των μαλλιών του ηλικιωμένου ανθρώπου



Η κύρια φωτογραφία του άρθρου, καθώς και η τελευταία είναι από την εκδήλωση ΄΄Ο ΚΟΥΡΟΣ΄΄ του Συλλόγου των εν Θράκη διαβιούντων Σαρακατσαναίων, στον οικισμό του Συλλόγου στο Φανάρι Ροδόπης.