portraita

ΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΡΜΠΕΖΟΒΑΓΓΕΛΗ 

1973 – 2009
του Βασίλη Σερμπέζη 

Ο θείος μου, Βαγγέλης Σερμπέζης του Χρήστου, γεννήθηκε το 1924 στο Γκουλιάμο Τσιότσιοβο του Σλίβεν και πέθανε 90 χρονών στη Νέα Σάντα Ροδόπης. Το τουρκόφωνο χωριό Γκουλιάμο Τσιότσιοβο το αγόρασαν το 1878 μερικές οικογένειες Σαρακατσιαναίων από τούρκους που το εγκατέλειπαν, όταν η ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας ενσωματώθηκε στη Βουλγαρική επικράτεια με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Ανάμεσα στις προαναφερόμενες οικογένειες ήταν και οι δική μας φάρα, οι Μακραίοι. Ο Παππούς του Σερμπεζο - Βαγγέλη και προπάππος δικός μου Μακρής Αναστάσης ή Νάστος, αποφάσισε να επισημοποιήσει το παρατσούκλι «Σερμπέζης» (τουρκιστί Σερμπέζης =  υπερήφανος, ανυπόκτακτος, αδούλωτος κι ακόμα ευθυτενής, λεβεντόκορμος – γνωστή η έκφραση αυτός περπατάει σερμπέζ’κα δηλ. λεβέντικα, υπερήφανα) κι έτσι ο Αναστάσης έγινε Σερμπέζης ενώ τα άλλα δυο αδέρφια Κώστας και Νικόλας παρέμειναν Μακραίοι.

Με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και σε εφαρμογή της συνθήκης του Νεϊγύ, το 1919, η Βουλγαρία ως ηττηθείσα στον πόλεμο, υποχρεώθηκε να επιτρέψει στους πληθυσμούς που διέμεναν στα εδάφη της να επιλέξουν ιθαγένεια και πατρίδα. Έτσι μετοίκησαν το 1927 απ’ το Τσιότσιοβο στην Ελλάδα δεκαεφτά οικογένειες απ’ τους δικούς μας και μαζί με εικοσιτέσσερις οικογένειες προσφύγων από τη Σάντα του Πόντου, δημιούργησαν το χωριό Νέα Σάντα.

Το 1944, τρεις μέρες πριν αποχωρήσουν απ’ το χωριό τα Βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής, ο Σερμπεζο – Βαγγέλης μαζί με τον εξάδερφό του Κώστα Μακρή και τον Γιάννη Λιούρτα, πήγαν στα «Απάνω αμπέλια» για σύκα και σταφύλλια. Όταν έφτασαν στο κτήμα του, βρήκαν έναν νεαρό Βούλγαρο να τρυγάει τ’ αμπέλι. Λόγο στο λόγο ήρθαν στα χέρια, σκότωσαν τον Βούλγαρο κι έφυγαν στο βουνό, στους αντάρτες. Οι Βούλγαροι συνέλαβαν τον πατέρα του και τον βασάνισαν φρικτά για να μαρτυρήσει πού κρύβονται τα παιδιά ώσπου τελικά δεν άντεξε και ξεψύχησε. Η ειρωνία είναι ότι το  άλλο πρωΐ οι Βούλγαροι έφυγαν. Και ισοβίως ο μπάρμπας μου ο Βαγγέλης το έφερε βαρέως που δεν πρόλαβε,  για μια μέρα, να παρευρεθεί στην ταφή του πατέρα του!

Καταμεσίς του εμφυλίου, το 1946, πήγε στρατιώτης και υπηρέτησε ως το 1950. Όμως στο χωριό δεν ξαναγύρισε. Έμεινε στην Αθήνα, έγινε ταξιτζής, παντρεύτηκε τη θεία Μαρίκα, έζησαν στην Καισσαριανή και έκαναν καλή οικογένεια. Κάθε καλοκαίρι έχονταν στο χωριό ο θείος με τη γυναίκα του που τη μετονομάσαμε σε «θεία Αθηναία» και τα παιδιά τους, την Ελενίτσα και τον Χρηστάκο.

Όταν το 1973, είχα κατεβεί για αγώνες στην Αθήνα, πήγα και με φιλοξένησαν στο σπίτι. Ο θείος που μόλις είχε επιστρέψει από ένα ταξίδι στο γενέτειρά του, το Γκουλιάμο Τσιότσιοβο, ξημέρωσε μαζί μου συνεπαρμένος από μια παθιασμένη αντίληψη για το σόϊ και τους σαρακατσιαναίους. Κι ύστερα, με άρχισε στην ανάκριση!

-          Και δεν μου λες, παιδί, με το τραγούδι, πώς τα πας,  προχωράς; Τί κάθεσαι; Με τέτοιο λαρύγγι, είναι κρίμα να χαραμιστείς!

-          Να πάω φαντάρος πρώτα και λέω να κάμω έναν δίσκο.

-          Το πτυχίο σ’ το πήρες;

-          Όπου να ’ναι, θείε, ελπίζω τώρα στην εξεταστική του Σεπτεμβρίου  να τελειώσω.

-          Και θα γίν’ς, είπαμε, καθηγητής;

-          Ναι.

-          Μπράβο! Εγώ αγράμματος και κάθομαι και γράφω την ιστορία μας! Δε μ’ λες, Βασιλάκη μ’, εσένα με τόσα γράμματα, θα σε γράψει η εγκυκλοπαίδεια; Θα σε διαβάζουμε στα βιβλία;

Κόκκαλο εγώ! Κάπως έτσι μας βάρεσε ο ήλιος.

Όταν ο θείος Βαγγέλης συνταξιοδοτήθηκε, γύρισε στο χωριό κι ασχολήθηκε μανιωδώς να εκδώσει σε βιβλίο τις σημειώσεις και τις απόψεις του για το οικογενειακό μας δέντρο και την ιστορία του συναφιού μας που είχε ξεκινήσει να συντάζει από το 1973. Το επιμελήθηκε ο ίδιος, βοηθήσαμε κάποιοι κοντινοί και το το όνειρό του έγινε πραγματικότητα το 2009,  μια ερασιτεχνική -  έστω -  έκδοση. Την έχω σε φωτοτυπίες δεμένες σε σπιράλ, με εξώφυλλο όπου κεντρική θέση έχει ένας δέντρος (βελανιδιά), κύριο τίτλο ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ και υπότιτλο «Οι ρίζες όσο κι αν μεγαλώσουν, κοντά στον δέντρο βρίσκονται». Και στην τελευταία σελίδα, την αφιέρωση!