portraita

Παναγιώτης Μπανιάς

του Γιώργου Κολοβού

Γεννήθηκα το 1949 τον Μάιο. Ο παππους μου λέγονταν Γιώργος, ο Γάκης ο Μπανιάς. Δεν τον γνώρισα γιατι πέθανε νέος, πέθανε 65 χρονων. Κατέβαιναν από τον Γράμμο και πέθανε στα Γρεβενά. Η γιαγιά μ΄ ήταν Τάστη. Ο παππους μου ο Μπανιάς και η γιαγιά μ΄ η Τάτσαινα είχαν δυο αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Ο Βασίλης, ο πατέρας μου, η θεια μ΄ η Ελένη που την είχε ο Μπισμπιγιάννης από την Πελασγία, η θεια μ΄ η Γεωργία που είχε ο Βασίλης ο Ζαχαρής με τα τσαρούχια, η θεια μου η Ουρανία που είχε ο Παναγιώτης ο Γκαρέλης και η θεια μ η Χρύσω που έχει ο Χρήστος ο Γκόβαρης. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Χριστόδουλο και τον βάφτισαν κάποιοι Καμπουραίοι που ήταν Παλιοχωρίσιοι απ΄ τα Πετρίλια. Στα Τρίκαλα, εκει που τους έγραφαν, τον έγραψαν Χρήστο αντί για Χριστόδουλο. Ο πατέρας μ΄ υπηρέτησε και ήταν τσολιάς στα ανάκτορα.

Η μάνα μ΄ ήταν Κατσαρού. Οι Κατσαραίοι βγαίναν στο Βέρμιο και ξεχειμωνιάζαν στο Άνω Αργυροπούλι Λαρίσης. Ο παππους μ΄ από τη μάνα μου ήταν ο Γιάννης ο Κατσαρός και η γιαγια μ΄ ήταν Γκρίνια, οι Γκριναίοι που είναι εδώ στα Φάρσαλα (έζησε 103 χρονων). Παιδιά είχαν τον μπάρμπα Λία, τη μάνα μ΄, τη γιαγιά του Βασίλη του Κατσαρού, μία αδερφή της μάνας μ΄ την είχαν κάτι Αραπαίοι, (αλλά κάποιος την χτύπησε όταν ήταν έγκυος και πέθανε), την άλλη τη θεια μας τη Στραυρούλα την είχε ο μπάρμπα Γιάννης ο Καπετάνος στη Νυμφόπετρα (είχε χίλια πρόβατα και χίλια γίδια και έβγαινε στο Βέρμιο εδώ μπροστά) και μία θεια η Παναϊού η Τζαμαλίνα που ήταν στο Σωτήριο. Τον παππου μ΄ τον Κατσαρό δεν τον γνώρισα, πέθανε απάν στο Βέρμιο.


Ο πατέρας Χριστόδουλος Μπανιάς

Η κοιτίδα των Μπαναίων ήταν τα Πετρίλια στην Αργιθέα, τα έχω καταγεγραμμένα, …έκτη γεννεά είμαι εγω. Ο πατέρας του παππου μου λέγονταν Χρήστος, εκει ζούσαν και εκει πέθαναν. Ένας παππους, αδερφός του παππου μ΄ πήρε από κει απ΄ τα Πετρίλια γυναίκα Παλιοχωρίσια. Πρώτα ξαδέρφια του πατέρα μ΄ κατέβηκαν στην Εκκάρα Δομοκού και δυο άλλα αδέρφια τα παιδια του παππου του Γιάννη, πήραν κι αυτοι Παλιοχωρίσιες και πήγαν στο Καλαπόδι Αταλάντης, είχαν γίδια και πήγαν εκει.

Η γιαγια μου η Γιαννούλα ήταν Τάτση και τον πατέρα της τον έλεγαν Γιώργο και τον σκότωσαν οι Τούρκοι. Και άφησε 4 κορίτσια ορφανά. Ήταν ένας Μπέης στον Παλιόμυλο και το μοναστήρι λειτουργούσε τότε. Κάναν ένα πλιάτσικο σε ένα καραβάνι που έρχονταν από τον Βόλο. Και λέει ο Μπέης, κρίμα ήταν καλός άνθρωπος. Και στέλνει ένα κακάβι λίρες, να τα δώκουν στη γιαγια την Τάτσαινα να παντρέψει τα κορίτσια. Και λέει η γιαγια η Τάτσαινα, … φέρτε μου ένα ποτήρι αίμα να πιω από τον Τούρκο, εγώ τα κορίτσια θα τα παντρέψω, δεν θέλω λεφτά απ΄τον Τούρκο. Είχε 4 κορίτσια, μία η γιαγια μου, μια ήταν η γιαγια η Μαρμαγκιώλινα του γιατρου, μια ηταν η Λιάγκαινα και η άλλη ήταν Πανουργιά, αδερφος του γνωστού οπλαρχηγού Πανουργιά.


Μπαναίοι στην Κρυσταλοπηγη το 1956

ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ - 1896 ΕΩΣ 1925

Το 1896 φύγαν μια μερίδα ένα τσελιγκάτο και ήρθαν εδώ προς τον Βολο και ξεχειμωνιάζαν εδώ και οι υπόλοιποι, …άλλοι πήγαν προς την Άρτα, άλλοι πήγαν ορεινή Ναυπακτία και άλλοι Μπαναίοι πήγαν προς τα Γιάννενα. Τα σύνορα το 1890 ήταν στη Μελούνα, …επάνω Ελλασόνα και Μακεδονία ήταν Τουρκικό. Από το 1896 μέχρι το 1925 η γεννιά του παππου του Γάκη του Μπανιά και του παππου του Γιάννη του Κατσαρού, το χειμώνα ήταν εδώ και τα καλοκαίρια πηγαίναν εκει,…Πετρίλια, Καράβα, εκει ήταν όλα τα χρόνια, παππούδες, παραπαππούδες όλοι εκει. Και οι Μπαναίοι και οι Κατσαραίοι.

Στο Βόλο λοιπόν ξεχειμώνιαζαν οι δικοι μας από το 1896. Κριθαριά, Βελανιδιά, Παλιούρι (από το τσελιγκάτο αυτό μείναν Μπαναίοι στο Παλιούρι), Σωρό, Αλυκές. Κάποια χρόνια πήγαιναν και στο Τρίκερι, φορτώναν τα πρόβατα στα καραβάκια από δω και τα κατέβαζαν εκει. 

Μου΄λεγε και μια ιστορία ο πατέρας μ΄ όταν ήταν 11 χρονων. Κουβαλούσαν χώμα από δω απ΄ το Σωρό και με τα κάρα το πηγαίναν στο τσιμεντάδικο και κάποια στιγμή οι εργάτες βρήκαν ένα πυθάρι με χρυσά νομίσματα. Έσπασαν το πυθάρι και γινόνταν η μοιρασιά και κάποιον τον αδικούσανε και αυτός πήγε στην Αστυνομία. Μετά ήρθαν δυο χωροφυλάκοι (με τα ποδήλατα τότε) και πήραν τα νομίσματα. Και κοιτούσε ο πατέρας μου, μικρό παιδάκι ήταν και του λέει ο ένας χωροφύλακας, .. τι κοιτάς ρε βλαχάκι, ..να αυτά είναι λίρες. Και ήταν λίρες στρόγγυλες και στην άκρη τα χρυσά αυτα κέματα είχαν μια ουρίτσα, … γι΄αυτο λένε αυτός έχει λίρα με ουρά. 


ΣΤΟ ΓΡΑΜΜΟ - 1925 ΕΩΣ 1946

Μετά το 1925, ξεχειμωνιάζαν στα Φάρσαλα, στον Πλάτανο Φαρσάλων, στο Τσιακαρλί που λέμε. Ο Πλάτανος είναι προς τον Αλμυρό, προς τη Γούρα. Εκει είχαν τα κονάκια και επι 27 συναπτά χρόνια όλα τα καλοκαίρια πηγαίναν ανελλιπώς στο Γράμμο μέχρι το 1946. Εγω δεν πρόλαβα τη στράτα, αλλα ο πατέρας μ΄ μου έλεγε όλη τη διαδρομή, πως φεύγαν από δω και πηγαίναν στη στράτα.


Χάρτης μετακινήσεων

Έφευγαν απ΄ το Τσακαρλί (τον Πλάτανο) και το πρώτο κονάκι που κάναν ήταν στην Υπέρεια (το Χατζόμπασι). Μετα περνούσαν απ΄ το Βλοχό, τη Φαρκαδώνα, … και πιάναν αυτό το ριζό, το πετρωτό και μετα αριστερά απ΄ το Ζάρκο (αυτή την πλευρό όλη) και βγαίναν δεξιά απ΄ την Καλαμπάκα απ΄ τα Μετέωρα, περνούσαν απ΄ τον Άγιο Νικόλαο (Βερεντζί λέγονταν παλιά), μετα στα χωριά Αγιόφυλλο, Κατάκαλη, Καρπερό, Αιμιλιανό, Δεσπότη και πέφταν στον Βενέτικο ποταμό. Στη στράτα μέχρι να φτάσουν στο Γράμμο απάνω, γίνονταν φασαρίες συνέχεια. Πέρναγαν κοπάδια απ΄ τα χωριά και ζημιές μπορει να έκαναν και έβγαιναν και γίνονταν χαμός. Οι Χασιώτες αυτου στο δρόμο κάναν αλεπότρυπες. Πήγαιναν εκει που ήταν τα μονοπάτια, οι ντίρες και σκάβαν λαγούμια και έβαζαν χόρτα από παν και πέρναγαν τα πρόβατα και πουφ έπεφταν μέσα. Πέρναγαν τα πρόβατα και πήγαιναν οι Χασιώτες και τα΄παιρναν και τα΄σφαζαν. Μετά περνούσαν τα Γρεβενά και πιάναν τα χωριά των Κοπατσαραίων. Αριστερά ήταν τα Βλαχοχώρια και αυτοι πιάναν δεξιά και βγαίναν στο Τσοτίλι. Μετά ανέβαιναν στις Αρρένες, στο Πεύκο και έφταναν στο Γράμμο (Γράμμουστα τη λέγαν παλιά).

Στο Γράμμο ήταν οι θκοί μας οι Μπαναίοι, η οικογένεια Χατζηπλή απ΄ τα Φαρσαλα, οι Λιουπαίοι (τους έλεγαν Φασουλαίους) οι Ρουπακιάδες και αργότερα οι Ναναίοι. Τα τσελιγκάτα αυτά πηγαίναν στο Γράμμο. Όλοι μαζι πρέπει να είχαν πάνω από 20.000 πρόβατα και πηγαίναν ανάλογα το πού θα έβρισκαν να νοικιάσουν. Ήταν τέσσερις - πέντε τοποθεσίες εκει. Στο Γράμμο είχαν και ορθά και δίπλα καλύβια. Το γάλα το έφτιαχναν εκει τυρί, είχαν δικό τους μπατζιό. Ό,τι σφάζαν από ζώα, πηγαίναν στο Νεστόριο, εκεί είχε σφαγεία.


Γράμμος - το χωριό και τα βοσκοτόπια

Θυμάμαι και μία ιστορία που μ΄ έλεγε ο πατέρας μου. Κάποτε μαζευτήκαν οι Τσελιγκάδες στην κορυφή στην Τσιούμα Πέτρα και είχαν ψήσει και τρώγαν και πίναν, … και λέει ένας, .. ποιός μπορει να καθήσει εδώ τον χειμώνα ; στο σημείο που ήταν εκει, δεν υπάρχει ούτε κλαράκι ούτε τίποτα. Λέει ένας νεαρός, … κάθομαι εγω. Του λεν οι Τσελιγκάδες, … άμα κάτσεις εδώ και έρθουμε την άνοιξη και σε βρούμε, θα σου δώσουμε όλοι από εκατό πρόβατα. Κάθονται και του φτιάχνουν ένα χώρο με διπλά ξύλα και το σκέπασαν, του βάζουν αλεύρι και νερό και ό,τι χρειάζονταν να τρώει και να πίνει. Και είχε ημερολόγιο αυτός και έγραφε, έγραφε, …μέχρι που πέθανε. Δεν ήταν Σαρακατσάνος αυτός. Εκει άμα πιάσουν τα χιόνια δεν χαρίζουν.


Ο Παναγιώτης Μπανιάς με τον εξάδελφο του Δημήτρη Σταυροθόδωρο στην Πόλη


ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Το 1939, πριν μας κηρύξουν τον πόλεμο, τον  πήραν τον πατέρα μου δύο Αξιωματικοί επειδή ήξερε τα μέρη και πήγαν στην Αλβανία. Είχαν μπει εκει οι Ιταλοι και προετοιμάζονταν να μας επιτεθούν. Πήγαν στην Κορυτσά που είχε Δεσπότη. Τον αφήσαν τον πατέρα μου εκει στο Δεσποτικό και πήγαν αυτοί ντυμένοι σα μαστόροι και πήραν τι πληροφορίες ήθελαν και γύρισαν πίσω στο Γράμμο.

Και ένα άλλο περιστατικό. Εκει που ήταν τα καλύβια τα Μπαναίικα, πέσαν πάλι δυό Αξιωματικοι οι οποίοι ήταν ψειριασμένοι, ακούρευτοι και ταλαιπωρημένοι και ήρθαν από την Αλβανία. Ποιοι είστε εσεις ; Μαστόροι είμαστε λενε. Τους έφτιαξε η γιαγια μ΄ εκει να φάνε, τους δίνει και μια πλάκα σαπούνι και λούστηκαν και τους έδωσε και από μία μάλλινη φανέλα. Ο πατέρας μου είχε και ένα ψαλιδάκι και το έβγαλε και τους κούρεψε. Σηκώθηκαν μετα, τους ευχαρίστησαν και φύγαν. Μετα από όλη την κατάσταση, κατά το 1945 και πριν τον εμφύλιο, ένας εξ αυτων ήταν Διοικητης στο Μανιάκι στο σύνταγμα Συνταγματάρχης. Τότε είχαν πει ότι όσοι είχαν πρόβατα μπορουν να πάρουν δάνειο απ΄ την Καστορια, εκει ανήκε ο Γράμμος. Κοινότητα είχαν στο Γιαννοχώρι, ένα χωριο το οποίο είναι στον Αλιάκμονα χαμηλα. Μαζεύονται καμμια δεκαρια άτομα και πάνε στην Καστοριά. Εκει τους λεν, … ρε παιδια, πώς θα σας δώσουμε το δάνειο, …δίχως πιστοποιητικο, ποιος είσαι, τι πρόβατα έχεις τι γίδια εχεις κτλ. Τώρα αυτοι να γυρίσουν όλοι πίσω δεν γίνονταν, … λεν να ρίξουμε κλήρο να πάει ένας στο Γιαννοχωρι να πάρει τα πιστοποιητικα΄. Και πέφτει  ο κλήρος στον πατέρα μου και ξεκινάει με τα πόδια να πάει στο Γιαννοχώρι. Εκει που πήγαινε να βγει από την Καστορια προς τα έξω, να ένα στρατιωτικο τζιπ. Κατεβαίνει ένας με κλάρες εκει, … πού πας ; λέει στον πατέρα μ΄. Πού να πάω Συνταγματάρχα μ΄, θέλω να πάω στο Γιαννοχώρι να πάρω τα χαρτια και να΄ρθω μέχρι το πρωι εδώ να τα δώσω στην Τράπεζα. Λέει στον οδηγό, … κατέβα, βάλτον μέσα. Πάνε στο σύνταγμα και του λέει … πάρτον, θα τον πας στο Γιαννοχώρι, θα ξυπνήσεις τον πρόεδρο και θα πεις είπε ο Δοιηκητής να φτιάξεις τα χαρτιά. Αφου πάρετε τα χαρτιά θα τον πας στο ξενοδοχείο, το πρωι θα τον περιμένεις στην Τράπεζα και μετα θα τον φέρεις στο σύνταγμα. Αφου πήραν τα χαρτια, ο πατέρας μ΄ γυρνάει στο ξενοδοχείο μετα από λίγες ώρες και του λεν οι άλλοι, … ρε ακόμα εδώ είσαι ; Το πρωι βγάζει τα πιστοποιητικά, τα δίνει στον διευθυντη και τους φώναζε έναν έναν και πήραν το δάνειο. Το τζιπ απ΄εξω. Τον φορτώνει και παν στο σύνταγμα. Τον λέει ο Συνταγματάρχης, .. με γνωρίζεις εμένα ; Λέει ο πατέρας μ΄, Κε Συνταγματάρχα εγω μέσα στην Αλβανία μπήκα, μέχρι το Δυρράχιο, διοικηκή είχα τον τάδε, αλλα δεν σε θυμάμαι πουθενα. Θυμάσαι δυό κουρελήδες στο Γράμμο στα καλύβια εκει που μας κούρεψες με το ψαλιδάκι ; Ένας εξ αυτών ήμαν εγώ, ήμαν λοχαγός τότε του λέει. Του βάζει ένα κουτι σταφίδες και ένα κουτι γαλέτες. Ζει η μάνα σου λέει ; Ζει ! Και ένα κουτι σαπούνι πράσινο, που μας έλουσε τότε με τις ψείρες. 

Στο Γράμμο έβγαιναν μέχρι το 1946. Μετα λόγω του εμφυλίου σταμάτησαν και δεν ξαναπήγαν εκει. Το 1947 μέχρι και το 1949 κάθησαν εδώ στους Αγίους Αναργύρους στη Λάρισα και είχαν τα πρόβατα τους εκει. Το 1948 παντρεύτηκε ο πατέρας μου και το 1949 μέναν στη Λάρισα, είχαν παράγκες στα Ταμπάκικα και εκει γεννήθηκα εγω. Πήραν όμως τα χαρτια και με έγραψαν στα Τρίκαλα εκει που ήταν η μερίδα των Μπαναίων. Το χειμώνα ήταν μαζι με τους Κατσαραίους στην Μπάκραινα, τη Γυρτώνη. Το 1950 ήρθαν εδώ στη Γούρα στη Φουκαλιά, πάνω απ΄ τα Προσήλια και το 1951 πήγαμε στη Μπέλα Βόδα, πάνω απ΄ το Πισοδέρι.


Ο Παναγιώτης Μπανιάς αριστερά

 ΣΤΟ ΜΑΛΙ ΜΑΔΙ - 1952 ΕΩΣ 1967

Το 1952 πήγαμε στο Μάλι Μάδι στην Κρυσταλοπηγη. Είχαμε και σπίτια εκει πέρα καλοκαιρινά και μείναμε και δύο χρονιες και το χειμώνα εκει. Ήταν σπίτια που είχαν οι ντόπιοι οι Σλαβόφωνοι που άλλοι φύγαν με τους αντάρτες, άλλοι στην Καστορια, άλλοι στην Αμερική και αυτά ήταν άδεια τα σπίτια. Και όταν πήγαν οι δικοι μας βρήκαν τραπέζια με πιάτα πάνω, όπως τρώγαν ο κόσμος και φύγαν. Θυμάμαι τια αμπάρες που είχε, κάτι μεγάλες αμπάρες που είχαν οι πόρτες που έμπαινες στην είσοδο μέσα για το κατώι. Στο κατώι κάτω είχαν κάποια δωμάτια και τζάκι κι απαν τα δωμάτια το καθένα είχε τζάκι δικο τ΄. Τα πρόβατα τα βάζαμε μέσα και τα σκυλιά. Υπήρχαν σπίτια που από κάτω ήταν σκεπασμένα και τα βάζαμε μέσα. Είχε τόσο λύκο, που σκυλί άμα έμενε έξω το βράδυ θα το κάναν οι λύκοι κομμάτια. 

Ένας αδερφος του πατέρα μ΄ βρήκε ένα τσουβάλι γεμάτο με χαρτια, …έγγραφα, εφημερίδες κλπ. Ήταν από έναν  αντάρτη από την Πελοπόννησο κάτω και όλα ήταν σαν από πάπυρο, προς το κιτρινωπό και είχε το ημερολόγιο του, …από εκει που ξεκίνησε κατ΄ μέχρι εδώ απαν. Και τα πήρε ο πατέρας μου και επειδη ήταν μπαρουτοκαπνισμένος και είχε και ονόματα, ποιός τον βοήθησε κλπ και αν τα έβγαζε θα γινόνταν χαμός, …τα έκαψε. Εγω θυμάμαι ήμαν μικρός και έπαιρνα απ΄ αυτα και ζωγράφιζα απαν.


Ο Παναγιώτης Μπανιάς με τη γυναίκα του Ευανθία (Φιλοκώστα) και τον μεγαλύτερο γιό τους Χρήστο

Την παράδοση την κρατούσαμε. Είχα μία φωτογραφία τον γάμο της μάνας μου και είναι και ο παππους ο Γιάννης ο Κατσαρός και κάτι ξαδέρφες της μανας μ΄ Γκρινούλες. Τις γυναίκες με την παραδοσιακή φορεσια δεν τις πρόλαβα εγω. Θυμάμαι κάποια μεσοφόρια που έβαζαν και το μαντήλι δεν έλειπε, άσπρα χρώματα, εκτος απ΄ αυτές που πενθούσαν. Στη φωτογραφία ο παππους μ΄ είχε άσπρο μπουραζάνι με τσαρούχια και σκουφάκι. Αυτή ήταν η φορεσια τα τελευταία χρόνια. Στο γάμο είχαμε φλάμπουρα. Μια βδομάδα έκανε, θυμάμαι και τα προζύμια, αλλά τα ρούχα δεν ήταν τα Σαρακατσάνικα, ήταν τα μοντέρνα. Θυμάμαι, όπου και να πηγαίνανε μαζι τους κουβαλούσαν το εικόνισμα του Αγίου Γεωργίου, γιατι ήταν προστάτης των κτηνοτρόφων ο Άγιος Γεώργιος, ήξεραν πότε κάνει να μπελονιάσουν, οι γιαγιες αγράμματες εντελως και ξέραν τι γιορτη είναι σήμερα, τι αύριο και νήστευαν Τετάρτη και Παρασκευή.

Στο Μάλι Μάδι έβγαιναν και Χασανδρινοι Μακεδόνες Σαρακατσάνοι, αλλά και Βλάχοι Περιβολιώτες. Είχε και ένα χωριαδάκι προς την πυραμίδα που λέγονταν Μοσχοχώρι. Οι τελευταίοι Κρυσταλοπηγιώτες έφυγαν και πήγαν παρακάτω στο Βατοχώρι που είχε και χωροφυλακη και σχολείο. Το σπίτι που είχαμε εκει, όταν πουλήσαμε τα πρόβατα, ο πατέρας μου το δώρισε στη Μεραρχία. Γιατι το χειμώνα, όταν είχε πολλά χιόνια, ζύμωνε η μάνα μ΄ κι έτρωγαν και οι φαντάροι. Είχε δεκαπέντε άτομα που τα ειχε στήριγμα και είχε και τα φυλάκια που ήταν του Παπαδήμα και το Μάλι Μάδι.

Τα τελευταία χρόνια τα πρόβατα τα φόρτωναν στο τραίνο και τα κατέβαζαν στο Αμύνταιο η στη Φλώρινα και από κει με τα πόδια. Μια χρονιά θυμάμαι πήγαμε από την Κρυσταλοπηγή με τα πρόβατα, …Βατοχώρι, Κόττα, τα χωριά της ρεματιάς προς το Πισοδέρι και το βράδυ κοιμηθήκαμε εκει που είναι τώρα το χιονοδρομικο, εκει μαζεύτηκα σε μια καπούλα στις οξυες και το πρωι είχε πέντε πόντους χιόνι. Στην Κρυσταλοπηγη μείναμε μέχρι το 1967. Μετα κατοικήθηκε από Αρβανιτόβλαχους που ήρθαν απ΄ την Παραμυθιά. Σήμερα στο Μάλι Μάδι έχουν σπίτια δυο Μπαναίοι απ΄ τα Φάρσαλα που πηγαίνουν με γελάδια και οι Κιτσαίοι απο την Αγχίαλο.

 

Ο Παναγιώτης Μπανιάς με τη γυναίκα του Ευανθία 


ΜΟΝΙΜΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Το 1954 κάναν αγορα οι πατεράδες μας, πήραν δυο κλήρους χωράφια και κάτι σπίτια πλίθινα στο Μεγάλο Μοναστήρι. Τα χωράφια τότε αυτά τα επικλινη ήταν μπαϊρια όλα και ήρθαν οι δικοι μας με χίλια πρόβατα. Το χωριο είχε πρόσφυγες από την Ανατολικη Ρωμυλία και όλοι είχαν από ένα ζευγάρι άλογα και είχαν γίδια, πρόβατα και γελάδια. Στο Μεγάλο Μοναστήρι Σαρακατσάνοι είμαστε δυο οικογένειες εμεις οι Μπαναίοι, ενας Γκόβαρης, ενας Πολίτης κι ενας Καρναβάς απ΄ το Ξηρόμερο μισοπαλιοχωρίσιος.

Από το 1967 και μετα τελειώσαμε με την κτηνοτροφία. Εγω ασχολήθηκα με τη γεωργία, η αδερφη μου είναι καθηγήτρια και ο αδερφός μου γιατρός. Ο αδερφός μου ο Γιώργος ήταν γιατρός, έμενε στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια παντρεύτηκε. Η γυναίκα του ήταν Γκάβρα από το Αγίασμα Καβάλας και έζησαν στην Κομοτηνή. Ήταν αγαπητός σε όλους, αλλα πέθανε νέος 62 χρονων, πριν 7 χρόνια. Από τότε δεν ξαναχόρεψα. Παντρεύτηκα το 1977 και η γυναίκα μου είναι Φιλοκώστα από την Κρύα Βρύση Λαρίσης και έχουμε 2 παιδιά, τον Χρήστο που είναι Mηχανικός αεροσκαφών και τον Θεόδωρο που είναι ιπτάμενος Eπισμηναγός. 



Ευχαριστώ πολύ τον αγαπητό μου φίλο Βασίλη Κατσαρό για την συμμετοχή του στη συνέντευξη του Παναγιώτη Μπανιά


Παναγιώτης Μπανιάς και Βασίλης Κατσαρός


Παναγιώτης Μπανιάς και Γιώργος Κολοβός