portraita

Το καραβάνι της επιστροφής

Το χρονικό της επιστροφής εκατοντάδων οικογενειών Σαρακατσάνων από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα το 1944

του Δημήτρη Κυριάκου

Η ζωή των Σαρακατσάνων μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα ήταν νομαδική. Κάθε άνοιξη φόρτωναν το νοικοκυριό και τα χρειαζούμενα στα άλογα, σακιασμένα μέσα στα αχραδοτά χαράρια, σκεπασμένα με τις αραματίσιες βελέντζες και ξεκινούσαν τα καραβάνια τους, πιασμένα συγκέρι, από τους κάμπους προς τα ορεινά λιβάδια. Εκεί, στις καταπράσινες πλαγιές των βουνών, θα έβρισκαν όλο το καλοκαίρι τροφή και δροσιά τα κοπάδια τους, αλλά και οι ίδιοι θα προστατεύονταν τόσο από τις ζέστες των κάμπων, όσο και από τις διάφορες ασθένειες που μάστιζαν τις χαμηλές περιοχές τους θερινούς μήνες, με κυριότερη την ελονοσία. Επιπλέον θα υπήρχαν και οι κατάλληλες θερμοκρασίες για την τυρκόμηση του γάλακτος που εκμεταλλεύονταν από τα γιδόπρατα τους εκείνο το διάστημα του χρόνου. Αφού περνούσε το θέρος κι ερχόταν οι πρώτες μπόρες και τα κρύα του φθινοπώρου, φόρτωναν πάλι το ν΄κοκυριό κι όλα τα σέα τους στα άλογα και έπαιρναν τη στράτα για τα χειμαδιά. Οι κάμποι και οι ημιορεινές περιοχές που έστηναν τα χειμαδιά τους με τα ορθά κονάκια τους, τους παρείχαν υψηλότερες θερμοκρασίες και λιγότερα χιόνια και παγωνιές από ότι τα βουνά, με αποτέλεσμα να μπορούν να επιβιώσουν τα κοπάδια τους με τις βοσκές, μιας και δεν είχαν δική τους γη για ζωοτροφές και ζαϊρέδες. Το θερμότερο κλίμα των κάμπων όμως ευνοούσε και της συνθήκες ζωής των ίδιων των Σαρακατσάνων, σε σχέση με τους παγερούς χειμώνες που θα είχαν να αντιμετωπίσουν εάν παρέμεναν στα βουνά. Οι καλύβες τους σκεπασμένες με βρίζα, άχυρο και κλαριά δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν έξω τον κρύο αέρα των όρεων τους χειμερινούς μήνες, ενώ οι βροχές θα έκαναν ακόμη πιο δύσκολη τη ζωή τους. 


Ο τσέλιγκας Δήμος Ζάρας με τη νύφη του Αναστασία Τζελέπη και την κόρη του Καλούδω Ζάρα, το 1930 στη Βουλγαρία


   Έτσι λοιπόν οι πρόγονοι μας μετακινούμενοι με τα καραβάνια και τα κοπάδια τους, έφτασαν στα χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας να κινούνται σε όλη σχεδόν τη βαλκανική χερσόνησο. Πιο συγκεκριμένα τα τσελιγκάτα τους κινούνταν σε όλη σχεδόν την (σημερινή) ηπειρωτική Ελλάδα, τα Σκόπια (και την παλιά Σερβία), σε μεγάλο μέρος της σημερινής Τουρκίας αλλά και σε όλη τη Βουλγαρία. Με την εξάπλωση τους εντός των εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, μπορούμε να πούμε πως διαχωρίστηκαν σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες με βάση την περιοχή που επέλεγαν για να ξεχειμάσουν και μάλιστα προσδιορίζονταν με την ονομασία του τόπου αυτού (στον οποίο ξεχείμαζαν). Μια από τις κατηγορίες αυτές ήταν και οι Πολίτες Σαρακατσάνοι. Οι Πολίτες κινούνταν σε όλο το μήκος της Ανατολικής και σε μέρος της κεντρικής Μακεδονίας, της Θράκης, σε όλο το χώρο της Βουλγαρίας και στην Ανατολική Τουρκία, φτάνοντας μέχρι την Προύσα και τη Μικρά Ασία. Όσοι πολίτες κινούνταν αποκλειστικά εντός της Βουλγαρίας, αποκαλούνταν Βουργαρνοί ή Μηλιώτες, ενώ όσοι  έφυγαν προς τη Μικρά Ασία αποκαλούνταν Ανατολίτες. Τα εύφορα λιβάδια και οι πλούσιοι κάμποι της Βουλγαρίας κράτησαν πολλά και ξακουστά οτζάκια (τσελιγκάτα) αποτελούμενα από πολλές τρανές και εύπορες φάρες Σαρακατσάνων που έγραψαν τη δική τους ιστορία όπως άλλωστε έγινε σε όλες τις περιοχές που έφτασαν οι πρόγονοι μας κουβαλώντας την ιδιαίτερη παράδοση τους.  



 Το 1920 με την Απελευθέρωση της Δυτικής Θράκης και το 1922 με την οπισθοχώρηση του Ελληνικού στρατού και την εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Ήταν πλέον δύσκολο έως αδύνατο να μετακινούνται τα τσελιγκάτα ανάμεσα στις τρεις αυτές χώρες (Ελλάδα, Βουλγαρία, Τουρκία). Έτσι λοιπόν οι Σαρακατσάνοι χωρίστηκαν και οι μετακινήσεις τους περιορίστηκαν. Ένα μεγάλο μέρος έμεινε στη Βουλγαρία ενώ οι υπόλοιποι πέρασαν στην Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη, από τον Έβρο μέχρι τον ποταμό Στρυμόνα και κάποιοι έφτασαν ακόμα πιο δυτικά μέχρι τους κάμπους της Χαλκιδικής. Στην πραγματικότητα όμως κάποια τσελιγκάτα συνέχισαν να μετακινούνται ανάμεσα σε Ελλάδα και Βουλγαρία και τη δεκαετία του 1920 αλλά και τη δεκαετία του 1930 με διάφορους τρόπους, καθώς στην περιοχή είχαν μαζευτεί πολλά τσελιγκάτα με χιλιάδες πρόβατα και έπειτα από τον ερχομό προσφύγων στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές τα λιβάδια είχαν μειωθεί αρκετά.


Οικογένεια Γιάννου Τσάκαλου στα μέσα της δεκαετίας του 1940 στη Βουλγαρία


 Το 1941 με τον ερχομό της Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα και μετέπειτα την παραχώρηση της Ανατολικής Μακεδονίας και μεγάλο μέρος της Δυτικής Θράκης στη Βουλγαρία, τα σύνορα άνοιξαν, αφού  θεωρούνταν από την Βουλγάρικη διοίκηση όλα τα κατοχικά εδάφη των παραπάνω περιοχών Βουλγαρικά. Έτσι, πολλά τσελιγκάτα που τη δεκαετία του 1920 είχαν αποκλειστεί στην Βουλγαρία, είτε επειδή κινούνταν αποκλειστικά μέσα σε αυτή τα παλαιότερα χρόνια (Ζερβίσιοι Σαρακατσάνοι), είτε επειδή πέρασαν το 1922 από την Ανατολική Θράκη στη Βουλγαρία (Τουρκιώτες Σαρακατσάνοι), άρχισαν να έρχονται για να ξεχειμάσουν στους Θρακικούς κάμπους. Κάποιες από αυτές τις φάρες, που ενώ είχαν μείνει στη Βουλγαρία από το 1920-22, ξεκίνησαν να έρχονται στην Αν. Μακεδονία και τη Θράκη για να ξεχειμάσουν ήταν οι οικογένειες Αθανασούλα, Μπίκου, Τσαρούχα, Καράλη, Τσαούση και πολλοί άλλοι. Πολλά όμως ήταν και τα τσελιγκάτα που το 1920-22 ήρθαν στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης από την Τουρκία και τη Βουλγαρία και τώρα περνούσαν στη Βουλγάρικη Ροδόπη αλλά και βορειότερα  για να ξεκαλοκαιριάσουν, όπως οι οικογένιες Βιδούρα, Πελτέκη, Τσιλιγγίρη, Βαλέρα, Μωραϊτη  και άλλοι.



ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ

Τον Οκτώβριο του 1944 τα βουλγαρικά κατοχικά στρατεύματα άρχισαν να εγκαταλείπουν την Ελλάδα. Πολλά τσελιγκάτα ήταν ακόμη στα βουνά. Πολλοί Σαρακατσάνοι από την Ελλάδα που ξεκαλοκαίριαζαν στη Βουλγαρία αλλά και πολλοί Σαρακατσάνοι που είχαν μείνει από παλιά εκεί, πληροφορήθηκαν την φυγή των Βουλγάρων από τα Ελληνικά εδάφη, αλλά και την ένταξη της Βουλγαρίας στη σοβιετική ένωση και αποφάσισαν να περάσουν τα σύνορα κινούμενοι νότια προς την  Ανατολική Μακεδονία και συγκεκριμένα στο νομό Δράμας (βόρεια από την κωμόπολη του Παρανεστίου). Σύμφωνα με την κυρία Κατερίνα Μίγγου το γένος Απόστολου Τζελέπη (καταγραφή 25-9-2021), η οποία ήταν στο καραβάνι σε μικρή ηλικία, γύρω στις 800 οικογένειες Σαρακατσάνων συντάχτηκαν για να περάσουν από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα. Εκατοντάδες οικογένειες, με χιλιάδες πρότα και γίδια αλλά και χιλιάδες άλογα ξεκινούν το καραβάνι της επιστροφής. Πριν ξεκινήσουν, μαζεύτηκαν πενήντα κηχαϊάδες, οι οποίοι ¨κουμάντευαν¨ αυτές τις οικογένειες και με άκρα μυστικότητα όρισαν τις στράτες που θα ακολουθούσαν τα κοπάδια αλλά και τα καραβάνια. Προσπάθησαν να αποφύγουν κεντρικούς δρόμους και κατοικημένες περιοχές για να μην γίνουν αντιληπτοί στους Βούλγαρους οι οποίοι πιθανόν να τους εμπόδιζαν.  Οι στράτες που όρισαν οι κηχαϊάδες ακολουθούσαν  μονοπάτια μέσα από δάση και ρέματα αλλά κατ΄ ανάγκη και δύσβατα περάσματα. Τρία φυλάκια όμως των Βουλγάρων ήταν αδύνατο να τα αποφύγουν καθώς ήταν σε γέφυρες και το πέρασμα μέσα από  τα ποτάμια Οκτώβρη μήνα ήταν αδύνατο. Έτσι λοιπόν οι κηχαϊάδες με τον τσέλιγκα Αποστόλη Τζελέπη αποφάσισαν να μαζέψουν κάποιες χρυσές λίρες για να χρηματίσουν τους επικεφαλείς των φυλακίων, ώστε να μην τους δημιουργήσουν πρόβλημα και να τους αφήσουν να περάσουν. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη χρονιά που τσελιγκάτα από τη Βουλγαρία θα κατέβαιναν νότια για να ξεχειμάσουν, οπότε πίστευαν πως ίσως δεν θα συναντούσαν αντίσταση στο πέρασμα τους. Αφού μαζεύτηκαν οι λίρες, και συντάχτηκαν οι φαμπλιές, ξεκίνησε το καραβάνι που έμελλε να κρατήσει 26 μέρες. Από τους πενήντα κηχαιάδες, οι εικοσιπέντε  πήγαιναν μπροστά από τα κοπάδια για να ελέγχουν τις στράτες  και με τσεκούρια άνοιγαν  τις δύσβατες περιοχές για να μπορέσουν να περάσουν τα γιδοπρόβατα. Οι άλλοι εικοσιπέντε κηχαϊάδες πήγαιναν μπροστά από τα καραβάνια για τον ίδιο ακριβώς  λόγο καθώς είπαμε πως επέλεξαν απρόσιτες περιοχές για να μην γίνουν αντιληπτοί.



Κορίτσι της οικογένειας Σφέτσα - Ήρθε στην Ελλάδα με το καραβάνι της επιστροφής το1944 και αργότερα παντρεύτηκε κάποιον Γκόγκο από την Κομοτηνή - Φαίνεται ότι είναι Βουργαρνή από την χαρακτηριστική ποδιά με τα φρούτα, ενώ το ζωνάρι που της έδωσαν οι κουνιάδες της είναι Πολίτικο


 Η στράτα και τα καραβάνια ήταν μια δύσκολη διαδικασία  στη ζωή των Σαρακατσάνων από τη φύση τους, φόρτωμα, ξεφόρτωμα, στήσιμο της τσατούρας και πάλι από την αρχή, κάθε αυγή και κάθε βράδυ, φανταστείτε λοιπόν πόσο πιο δύσκολο ήταν να πρέπει να γίνει όλο αυτό σχεδόν μυστικά και μέσα σε απρόσιτες περιοχές.

Ξεκίνησαν τα καραβάνια, άλλο μπροστύτερα, άλλο παραπίσω για να μη δίνουν στόχο αν γινόταν από κάποιους αντιληπτοί. Μετά από κάποιες μέρες στη στράτα, έφτασαν στο πρώτο φυλάκιο. Εκεί, ρωτήθηκαν από τον Βούλγαρο αξιωματικό γιατί φεύγουν τόσο νωρίς, μιας και συνήθιζαν να κατηφορίζουν μετά τον Άη Δημήτρη, στα τέλη Οκτώβρη προς αρχές Νοέμβρη. Οι τσελιγκάδες απάντησαν πως είναι άρρωστα τα πρότα και για αυτό το λόγο τα κατεβάζουν στους κάμπους νωρίτερα. Μάλιστα , καθησύχαζαν τους Βουλγάρους λέγοντάς τους πως ¨την άνοιξη πάλι εδώ θα νά΄ρθουμε¨. Στη συνέχεια, ο Αποστόλης Τζελέπης που κρατούσε τις λίρες, έδωσε ένα μέρος τους σε έναν Βούλγαρο λοχαγό και τους άφησε να περάσουν χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις και ερωτήσεις που ίσως πρόδιδαν τον σκοπό τους. Έπειτα από κάποιες μέρες έφτασαν στο δεύτερο φυλάκιο όπου κι εκεί δεν τους εμπόδισαν οι Βούλγαροι τη διέλευση. Φτάνοντας όμως στο τρίτο φυλάκιο το οποίο ήταν σχεδόν δίπλα στα σύνορα και παρότι πλήρωσαν  τον αξιωματικό και κατάφεραν να περάσουν στο Ελληνικό έδαφος τα περισσότερα καραβάνια και κοπάδια, οι Βούλγαροι κατάλαβαν ότι για να είναι τόσοι πολλοί μαζεμένοι (φανταστείτε καραβάνια τόσων οικογενειών), φεύγουν για πάντα. Τότε, σύμφωνα με την Παναγιώτα Αράπη το γένος Σφέτσα (καταγραφή 11-9-2010), η οποία ήταν νεαρή κοπέλα στο καραβάνι,  με τη χρήση όπλων οι Βούλγαροι στρατιώτες, κατάφεραν να αποκόψουν κάποιες οικογένειες και αρκετά κοπάδια. Πολλές από αυτές τις οικογένειες γύρισαν πίσω στη Βουλγαρία, ενώ άλλοι συνέχισαν να προσπαθούν να περάσουν, παρά την αντίσταση που προέβαλαν οι Βούλγαροι. Όπως είπαμε όμως τα οτζάκια είχαν φτάσει πολύ κοντά στα σύνορα και οι περισσότεροι είχαν ήδη περάσει σε Ελληνικό έδαφος τις ημέρες που οι Βουλγαρικές δυνάμεις παράλληλα  εγκατέλειπαν σιγά σιγά την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Τότε με τη βοήθεια μιας ομάδας ένοπλων ανδρών, με επικεφαλής τον καπετάν Παρίση,  κάποιες από αυτές τις οικογένειες που είχαν αποκοπεί από το καραβάνι και δεν είχαν πάρει το δρόμο της επιστροφής για τη Βουλγαρία, κατάφεραν να περάσουν μαζί με τα κοπάδια τους στο ¨Ελληνικό¨. Όπως είπαμε  όμως, υπήρξαν και οικογένειες που αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω. Ακόμα και οικογένειες αδερφών χωρίστηκαν και έκαναν να ξαναειδωθούν για σαράντα περίπου χρόνια, όσοι κατάφεραν να ξανά αναταμώσουν. Μερικές από τις οικογένειες αυτές  ήταν, οι Τζελεπαίοι, οι Σφετσαίοι, οι Κυρκαίοι, οι Λιαπαίοι, οι Γεωργανταίοι, οι Ζντρολαίοι, οι Μπικαίοι, οι Καλτσαίοι, οι Τσαουσαίοι, οι Γκοντολαίοι, οι Βαγγελαραίοι, οι Δημητρακαίοι, οι Βουργαραίοι (Σκρωφαίοι), οι Τσακαλαίοι, οι Μπαζνταναίοι, οι Γακαίοι, οι Κ΄τσαίοι, οι Μαχαιραίοι και άλλοι πολλοί.  Πρέπει να πούμε, πως σε αυτό το καραβάνι, εκτός από τους Ελλαδίτες πολίτες και τους Βουργαρνούς Σαρακατσάνους, ήταν και κάποιες οικογένειες Σερμπιάνων Σαρακατσάνων οι οποίοι είχαν περάσει στη Βουλγαρία με την έναρξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.

  Αφού λοιπόν μπόρεσαν να περάσουν οι περισσότεροι, έστησαν τις τσατούρες τους βάζοντας μέσα όλα τους τα υπάρχοντα. Έτσι, στις τσατούρες δίπλα στα σύνορα, έκατσαν εκατοντάδες οικογένειες για 12 ημέρες. Έπρεπε να ιδούν που θα πάει ο κάθε ένας. Πολυμελείς οικογένειες και πολλές χιλιάδες πρότα, γίδια και άλογα σε δύσκολα χρόνια, δεν ήταν εύκολο να λάβουν τόπο αμέσως και μάλιστα ειδικά εκείνοι οι οποίοι δεν είχαν ¨ξανακάμει¨σε εκείνα τα μέρη στο παρελθόν.



 Η γιορτή του Αη Δημήτρη τους βρήκε εκεί, στις τσατούρες, δίπλα στα σύνορα. Δεν ήταν δυνατόν να μην γιορτάσουν τα γκουρμπάνια τ΄Αη Δημήτρη, όταν μάλιστα υπήρχαν πάνω απο 150 εορτάζοντες Δημητράδες και πολλοί άλλοι με γκουρμπάνια ταμένα. Το πρωί της γιορτής, οι μεν  άντρες έσφαξαν τα αρνιά, άλλοι για να το ψήσουν στο γάστρο, άλλοι στο σουφλί κι άλλοι για να το κάνουν βραστό όπως συνήθιζαν να μαγειρεύουν τα γκουρμπάνια. Οι δε γυναίκες, αφού ζύμωσαν τα υψώματα, τις κλούρες δηλαδή προς τιμήν του Αγίου, τα έψησαν στους γάστρους όπως και τις πίτες που έφκιασαν μαζί με άλλα εδέσματα. Όταν όλα πια ήταν έτοιμα, μπροστά από τις τσατούρες στρώθηκαν οι τάβλες, φτιαγμένες από τρουβαδίσιο υφαντό σκτί και στολισμένες με κατσέλια, γαιτάνια, φρέντζες και φούντες. Γύρω από τις τάβλες έκατσαν ο κόσμος των τσελιγκάτων με πρώτους τους άντρες και ειδικά τους γεροντότερους. Αφού κεράστηκαν όλοι με ρακί, κρασί και ζαχαράτα, οι γυναίκες σέρβιραν τα γκουρμπάνια και τα εδέσματα, ενώ δεν έλειψαν και τα τραγούδια. Παρά τις δυσκολίες και τις αγωνίες που πέρασαν μέχρι να φτάσουν στα σύνορα και τον πόνο του χωρισμού, γιόρτασαν τα γκουρμπάνια όπως έπρεπε, όπως άλλωστε συνήθιζαν. Γιόρτασαν και αυτοί που κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα αλλά και αυτοί που αναγκάστηκαν να επιστρέψουν πίσω.

 Από τα  αρνιά και τα ζυγούρια που είχαν  ταμένα για γκουρμπάνι στον Αη Δημήτρη, οι κηχαϊάδες, με παρότρυνση του Αποστόλη Τζελέπη, έδωσαν και 15 ζυγούρια για να φάνε οι ’ένοπλοι άντρες του καπετάν Παρίση, οι οποίοι και τους βοήθησαν να περάσουν αλλά και για δώδεκα μέρες φύλαγαν τις οικογένειες και τα κοπάδια από τυχόν επιθέσεις Βουλγάρων.  Στη συνέχεια, τη δωδέκατη ημέρα, οι φάρες χώρισαν και σκόρπισαν. Άλλοι πήγαν προς την περιοχή των Σερρών, άλλοι προς τη Δράμα και κάποιοι λίγο αργότερα έφτασαν μέχρι τη Ροδόπη και τον Έβρο.




Ο ερχομός του εμφυλίου πολέμου ανάγκασε όλους τους Σαρακατσάνους της περιοχής να εγκαταλείψουν τη νομαδική ζωή μέχρι το 1949. Τότε άνοιξε πάλι ο δρόμος για τα βουνά, όμως μικρό μέρος των Σαρακατσάνων συνέχισε τις μετακινήσεις. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν πια μόνιμα σε χωριά αλλά και πόλεις  και σιγά σιγά εγκατέλειψαν τελείως και την κτηνοτροφία, ασχολούμενοι με τη γεωργία αλλά σταδιακά και με άλλα επαγγέλματα.

Τη δεκαετία του 1960, όλοι σχεδόν οι Σαρακατσάνοι της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης είχαν εγκατασταθεί μόνιμα, πλην ελαχίστων περιπτώσεων μετακινούμενης κτηνοτροφίας στα πλαίσια της οικογένειας, με μόνιμο τόπο χειμερινής διαβίωσης και όχι σε οργανωμένα τσελιγκάτα.

Αυτή ήταν άλλη μια περιπέτεια που πέρασαν οι πρόγονοι μας στα νομαδικά χρόνια του βίου τους. Όπως έλεγαν οι γέροντες, δεν ήταν λίγες οι βολές ¨π΄αλλού  νύχτωσαμαν κι αλλού ξημέρωσαμαν¨. Κι αυτό, για να προστατέψουν τα γυναικόπαιδα αλλά και το βιός τους που με πολλούς αγώνες και κακουχίες διατηρούσαν.