portraita

Γιορτές και εθίματα των Σαρακατσιαναίων


Από το βιβλίο του Γιάννη Μποτού ΄΄Σαρακατσιαναίοι΄΄

Π(ου)λήθ(η)καν τ' αρνιά, η στάνη ξανάσανε. Ύστερα, άφικαμε και τις γιορτές, τα Χριστόημερα, γιατί τ' αρνιά πουλιώνταν τέλη Γεννάρη αρχές Φλεβάρη κι αργότερα. Έτσι, ας ρίξουμε νιά ματιά, να πούμε τίποτα και για τις γιορτές αυτές, ό,τι θυμώμαι.

Εκείνες τις χρονιάρες μέρες, Χριστού - άη Βασιλειού κι ακόμα και τις αποκριές, δε γένονταν μεγάλα πράματα, ιδίως απ’ τους άντρες, γιατί ήταν χειμώνας και το βιό ήταν απλωμένο, είχαν γέννο, είχαν δουλειές πολλές. «Λίγα πράματα. Ια τ' αντέτ(ι). Δεν τ'ς άφ'νει η πρατουδ'λειά. Μαναχά ελιγαν χρόνια πουλλά» πατέρας.

Του Χριστού και τ' άη Βασιλειού (έτσι νομάτιζαν το περσότερο την πρωτοχρονιά οι Σαρακατσιαναίοι) η μάννα μ' έφκιανε χριστόκ'λουρα και βασιλόκ'λουρα. Το ίδιο κιόλα τα κονάκια. Κένταγε ένα γύρο στρούγκα (με κολέτσι-ζυμάρι) με κλίτσες μέσα (για τα παιδιά) και ρόκες (για τα κορίτσια). Την κένταγε και μέσα με δυό πηρούνια. Και με το πίσω μέρος του πηρουνιού έφκιανε πατησιές απ’ τα πράματα. Μπροστά στη στρούγκα έφκιαναν καρδάρια (με ζυμαράκι). Κένταγαν τις κουλούρες και με το νύχι του αντίχειρα, ή του αντίχειρα και του δείχτη αντάμα. Ακόμα και με τη μύτη του πηρουνιού.

Με τη χριστόκ'λουρα ή τη βασιλόκ'λουρα έφκιανε, σε άλλο ταψί, και μικρές κουλούρες για το καθένα από μας. Και στων παιδιών κένταγε κλίτσες, ενώ στων κοριτσιών ρόκες και κεντίδια, ό,τι δηλαδή χρειάζονταν και για ό,τι προορίζονταν ο καθένας μας. Έφκιανε όμως κουλούρα και για το βαλμά και σ' αυτουνού κένταγε οβορό, για το γιδάρη, τον πρατάρη κι όποιον άλλον τσιοπάνο είχαμε, και σ' αυτουνών τις κουλούρες κένταγε στρούγκες. Τις κουλούρες αυτές τις πάαιναμε εμείς τα παιδιά, και με μεγάλη μας χαρά, στους τσοπάνηδες, μαζί με σύκα, κάνα πορτοκάλι και πίτα κανιά βολά. Τη μέρα τ' άη Βασιλειού έφκιανε και βασιλόπιτα κι έτρωγαμε. Όμως πριν απ’ αυτήν έφκιανε κι έτρωγαμε και νιά μπουκουβάλα στο τηγάνι με βούτυρο. Μέσα στη μπουκουβάλα έρριχνε ένα φύλλο φιλυκιού (συμβόλιζε τα πρότα), ένα πουρναρόφυλλο (τα γίδια), ένα σιδεροχόρτι (τ' άλογα)) κι ένα ασημένιο λεπτό, κέρμα δηλαδή (συμβόλιζε τη σακούλα, το ταμείο του κονακιού), κι όποιος τά΄βρισκε ήταν ο τυχερός, κι έλεγαμε ότι σ' αυτόν έπεσαν, ανάλογα με το τι ηύρε, τα πρότα, σε τούτον η σακούλα, τα γίδια...

Είπαμε ότι εκείνες τις μέρες δε γένονταν πολλά πράματα στα κονάκια. Όμως τα λιανοπαίδια πάαιναμε κι έλεγαμε χρόνια πολλά, έκαναμε επισκέψεις. Και τα λιανοπαίδια ήταν απ' ολουνούς καλοδεχούμενα, ιδίως εκείνα πούχαν μάνα και πατέρα. Θεωρούνταν καλόμοιρα και γουρλίδικα. Κάθε νοικοκυρά ήθελε τις μέρες αυτές (Χριστου - άη Βασιλειού), να πρωτοπάει στο κονάκι της ένα τέτοιο λιανοπαίδι και μάλιστα σερ'κό, για να κάνουν κι οι γναίκες σερ'κά. Σπάνια νάθελαν κορίτσι, άμα είχαν πολλά παιδιά (σερ'κά) και κανένα κορίτσι. Τότε προτίμαγαν να πρωτοπάει στο κονάκι τους κορίτσι. Όμως στα πράματα, δηλαδή στα γιδομάντρια και πρατομάντρια, ήθελαν να πάει να τα πρωτανοίξει κορίτσι και γενικά γυναίκα, όχι άντρας. Το ξέταζαν ότι έτσι τ' αρνιά και τα κατσίκια τους θα γενιώνταν θηλυκά που αυγάταιναν το βιό. Πααίνοντας σε ξένο κονάκι να πούμε χρόνια πολλά, έπαιρναμε κι ένα πουρναράκι. Και μόλις έμπαινες μεσ' στο κονάκι, έλεγες «καλ'μέρα θειά τάδε, χρόνια πουλλά», προχώραγες, πάαινες στη βάτρα, έβανες το πουρνάρι στη φωτιά κι όπως έπαιρναν φωτιά τα φύλλα του και πριτσιάνιζαν, έσκαζαν δηλαδή με κρότο, έλεγες: «αρνιά, κατσίκια, νυφάδες, γαμπροί», δηλαδή η ευχή ήθελε να πει, ότι όπως πετάγονται οι κρότοι πολλοί απ’ τα πολλά τα πουρναρόφυλλα, έτσι πολλά νάναι και τ' αρνοκάτσικα του κονακιού, κι οι νυφάδες κι οι γαμπροί, κι ούλα τα καλά. Σ' έπαιρναν αδέ τότε και σ' έβαναν απ’ την άπαν' μεριά πούχαν στρωμένο, να κάτσεις. Το ξέταζαν το να κάτσεις και να μη σταθείς λόρθος, ότι έτσι οι γίδες κι οι πρατίνες θα νάθελαν τ' αρνιά και τα κατσίκια τους, δηλαδή δε θα τύχαιναν γίδες και πρατίνες που να μη θέλουν, να μη βυζαίνουν τ' αρνοκάτσικά τους, όπως έχουμε πει πάρα πάνω. Ακόμα το ξέταζαν ότι με το να κάτσει το παιδί, θα κλώθουν καλά κι οι κότες τ' αυγά τους. Δεν είχαν και πολλές τα κονάκια, αλλά αυτές πούχαν.

Εκείνες τις μέρες έρχονταν και τα παγανά και γένονταν ο φόβος κι ο τρόμος μας. Γιατί η μάνα μου, για να μας κάμει να λαρώσουμε (ησυχάσουμε), άμα φασάριζαμε ή έκλαιγαμε, ή με τους Τούρκους θα μάς φοβέριζε: «Σουπάτι! Έρχουντι Τούρκοι!» (θυμώνταν το 97, κοριτσάκι 7-8, χρονών, ξεχείμαζαν ο πατέρας της στο Κάστρο, τις σημερινές Μικροθήβες του Αλμυρού, ακούστηκε η εισβολή των Τούρκων και για να γλυτώσουν έπιασαν τα βουνά της Γούρας), ή εκείνες τις μέρες, με τα παγανά, που τάλεγαν και Καρκατζιαλαίους. Τα παγανά αρχίναγαν απ' του Χριστού και κράτ(η)γαν ως τα Φώτα. Για να μην κοτάν τα παγανά νάρχωνται στο κονάκι, εβάναμε απ' όξω απ’ το καλύβι, απάν' απ' τη ρούγα, ζντρίμερο (ένας βολβός), σπαραγκιά κι ένα ξυθάλι. Όλες αυτές τις μέρες δεν άλλαζαν ρούχα ντίπ ο κόσμος. Κι αν από ανάγκη έπρεπε ν' αλλάξει καένας, να πάει σε γιατρό ή αλλού, άφινε ένα σκ(ου)τί κατάσαρκα το ίδιο. Ελεγαν και ξόρκι για τα παγανά:

Έλα μέσα παγανέ,
ζντρίμηρο με ζντριμηρίζει,
ξέθαλος και με πλακώνει.

Κι όταν έρχονταν τα Φώτα, έλεγαν δήθεν τα παγανά:

Φεύγιστι να φύγουμι
κι εφτασι ου τραγόπαπας,
μι τ'ν κουλουβριχτούρα.
 

Στό χωριό είχε εκκλησία και παπά, μα δεν πάαιναμε εκείνες τις γιορτές. δεν άφινε ο χειμώνας κι η χλιμάρα απ’ το βιό. Έρχονταν όμως ο παπάς τα Φώτα με το κακαβάκι του, διάβαζε, ράντιζε και μάζωνε και δοσίματα, τυρί, αλεύρι και τέτοια.


Τα Φώτα κι οι Φωτάδες

Πολύ θυμώμαι τους «Φωταδες» πώρχονταν στα κονάκια των Φωτών. Τ' ανατάραζαν τα κονάκια. τις μέρες εκείνες γύρναγαν σ' όλα τα χωριά και τις στάνες «ρογκατσάρια», «ρογκατσιαραϊοι», όπως τους έλεγαν οι χωριάτες, όχι εμείς. Εμείς τους έλεγαμε «Φωταδες». Ντυμένοι με τομάρια και προβιές, μουτζουρωμένοι με καπνιά και με κρεμασμένα στη μέση τους κυπριά, κουδούνες και σπάθες. Έρχονταν απο μέρες πριν κι έπαιρναν κι απο μας κουδούνες και κυπριά γνωστοί μας, γιατί το χειμώνα τα βαρειά κουδούνια και κυπριά τάβγαναμε απ’ τα γκεσέμια και τ' άλλα τα πράματα, τα «ξαρμάτωναν» όπως έλεγαν, για να μην έχουν βάρος, κι έτσι όλα αυτά τα κυπροκούδουνα κάθονταν κρεμασμένα στις καλύβες. Αυτοί οι Φωταδες με το παράξενο και φόβιο μασκάρεμα τους, με τις σπάθες και τις μαχαίρες που ανέμιζαν και με το φοβερό σαματά πώκαναν κουνώντας και βροντώντας τα κυπροκούδουνα, ήταν τρομεροί στη νόψη και μεϊς τα λιανοπαίδια χεζόμασταν απ’ το φόβο μας, μόλις ακούονταν άπ' αλάργα νάρχωνται στα κονάκια και τους έβλεπαμε. Τρυπώναμε στο φουστάνι της μάνας μας κι από κει τους τήραγαμε με γουρλωμένα μάτια και κομμένη ανάσα. Κι έρχονταν πολλοί, γιατί στα κονάκια μάζωναν τυριά, βούτυρα, μαλλιά. Χωριάτες, όχι Σαρακατσιαναίοι. Αυτοί ούτε άδειαζαν, ούτε πάαιναν σε τέτοια πράματα και μάλιστα να μάσουν δοσίματα. Θα το θεώρηγαν προσβλητικό για την αφεντιά τους!

Άλλο που θυμώμαι από κείνες τις μέρες στα κονάκια είναι, ότι οι άντρες τ' άη-Βασιλειού «βασίλευαν», από καένας, το τουφέκι του, δηλαδή έριχνε κανιά τουφεκιά για το καλό του τουφεκιού όλο το χρόνο.

Κι οι γυναίκες, και του Χριστού και τ' άη Βασιλειού, όταν πάαιναν εκείνη τη μέρα να πάρουν νερό, άλειφαν με βούτυρο και με τυρί τις βρύσες και τα νερά. Αυτή η πράξη είχε τη σημασία, όπως τρέχουν οι βρύσες και τα ποτάμια, έτσι να τρέχει και να πααίνει μπροστά το βιό και τα μαξούλια.