portraita

Γεώργιος Γιαννέλης

.
.του Γιώργου Κολοβού
Γεννήθηκα στις 14 Μαίου το 1930 σ ένα χωριό που λέγονταν Λεντζές στην περιοχή Παρανεστίου Δράμας, κοντά στα σύνορα τα Βουργάρ΄κα και είμαι γραμμένος στο Παρανέστι. Τα χαρτιά τα΄καψαν οι Βουργάροι και ό,τι ήταν τα΄στελναν μετά στο Παρανέστι. Πατέρας μ΄ ήταν ο Κωνσταντής και γεννήθηκε στην Τουρκία. Πρώτος ήταν ο Γιάννος και δεύτερος ο πατέρας μ΄. Έζησαν κάποια χρόνια στην Πόρπη στη Ροδόπη και μετά πήγαν πάλι στον Έβρο στη Λευκίμη.  Η μάνα μ΄ η Λάμπρω ήταν κόρη του Γατούλα κι έβγαιναν κι αυτοί εκει στα βουνά της Δράμας και ξεχείμαζαν κι αυτοί στη Λευκίμη μέχρι το 1937. Ο πατέρας μ΄ και η μάνα μ΄ έκαναν οχτώ παιδιά. Εγώ είμαι δίδυμος με την αδερφή μ΄, που πήρε το Νικόλα τον Κούτλα στα Φέρραι και γεννηθήκαμε στη στράτα.



Ο αδελφός και οι αδελφές του Γιώργου Γιαννέλη , Βασίλης, Μαρία, Κατερίνα, Ζωή και Παγώνα στο γάμο της Β. Μπάτζιου


ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙ ΓΙΑΝΝΕΛΑΙΟΙ

Εμείς δεν είμαστε Γιαννελαίοι καθ΄αυτού, ...είμαστε Γεωργανταίοι. Τον προσπαππού μ΄ τον έλεγαν Γιάννη, …Γιάννης, …Γιαννελάκης, …και γράφτηκε Γιαννέλης. Τον παππούλη μ΄ τον γνωρισα, …Βασίλη τον έλεγαν και είχε πατέρα τον Γιάννο τον Γιαννέλη. Στην Τουρκία ήταν, …όλοι στην Τουρκία ήταν, …Λάχανα Πασά λέγονταν ένα τσιφλίκι πέρα απ΄ την Κωνσταντινούπολη. Το 1922 γύρ΄σαν καδώθε με πρόβατα, …τρεις χιλιάδες πρόβατα τα πέρασαν απ΄το γιοφύρι. Όλοι οι Σαρακατσαναίοι παρέμειναν στα Φέρραι, σε κείνα τα χωριά, …για να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα όπως έλεγαν, ..δεν έφευγαν μακρυά. Κι ο παππούς έπιασαν ένα χειμαδιό εκει στη Λευκίμη.

Η οικογένεια του παππούλη μ΄ ήταν πέντε αδέρφια και τρεις αδερφάδες. Ο Βασίλης είχε γυναίκα την κόρη του Νίκα του Χατζόπουλου απ΄ τη Γενισέα, που την έλεγαν Μαρία. Είχε χίλια πεντακόσια πρότα, ανύπαντρος και ήταν ορφανό παιδί, …από μάνα από πατέρα. Δυό αδέρφια ήταν, αυτός και μιά αδερφή. Πάει στον τσέλιγκα τον Χατζόπουλο και του λέει, …έχω χίλια πεντακόσια πρότα, …παντρεύω την αδερφή μ΄, ..θα της δώκω εφτακόσια πενήντα, …την παιρ΄ς ; Εμ!, …δεν θα την πάρω λέει, ...τέτοια κοπέλλα και τόσο βιό ;   Αφου έδωσε την αδελφή τ΄, από κει πάει στ΄ς Χατζαίοι και πήρε τη γναικα τ΄. Πάει τ΄λέει αυτό κι αυτό. Έχω εφτακόσια πενήντα πρότα και θέλω τη διχατέρα σ΄. Τη δίνω λέει ο Χατζηνίκας, αλλά επειδή είσαι ορφανό, στεναχωριέμαι, …τι κόσμο θα φέρ΄ς ; Θα ιδείς λέει τι κόσμο θα φέρω. Αυτός είχε τα σόια ούλα και τον αγάπαγαν πολύ, ...ήταν Γκουντακαίοι απ΄ την Πόρπη, Γεωργανταίοι, Ρ΄φαίοι απ΄ το  Σαπσί, …και πήγαν όλοι μαζί στη Γενισέα Ξάνθης και πήραν τη Μαρία. Τον γάμο τον έκαναν στην Πόρπη,  εκει ζούσαν μαζί μ αυτούς που έδωσε την αδερφή τ΄ και ήταν πάρα πολλά σόϊα τ΄ παππούλη μ΄. Ο Βασίλης και η Μαρία έκαναν πέντε αγόρια και τρία κορίτσια.




Μετά το καλοκαίρι ήρθε στη Δράμα ο παππούς μ΄ και βάρεσε δημοπρασία ένα βουνό, εκατόν είκοσι χιλιάδες δραχμές. Τρίγωνο λέγονταν αυτό, απάν απ΄ το Παρανέστι, στα σύνορα τα Βουργάρ΄κα. Και μετά εφόσον το βάρεσε τόσο ακριβό και το πήρε, μάζεψε πολλά άτομα, πολλές οικογένειες στο βουνό, για να βγάλει τα έξοδα.  Ήταν τσέλιγκας κι έβαλε τον κουνιάδο τ΄ τον Χατζόπουλο Κεχαϊά.  Ύστερα έμασαν πάρα πολλά τσελιγκάτα, …Μπιστιολαίοι, Καραλαίοι, Γιαννελαίοι, Χατζοπουλαίοι και όλα τα πρότα τα μπλούκιασαν, τα΄φκιασαν κοπάδια. Είκοσι πέντε χιλιάδες πρόβατα. Το κάθε κοπάδι μέχρι οχτακόσια ήταν. Έλεγε ο Κεχαϊάς, …πόσα πρόβατα έχεις, …διακόσια !! …ήταν ας πούμε είκοσι κοπάδια και έλεγε …θα βαρέσεις από δέκα πρόβατα σε κάθε κοπάδι. Τότε τα΄παιρναν οι Βουργάροι στα σύνορα και σε περίπτωση που έπαιρναν ένα κοπάδι να είχε κι αυτός μέσα. Η θα πέσει κεραυνός πουθενά να τα σκοτώσει, η κάνας χείμαρος, τότε στα βουνά η βροχή κατέβαζε χείμαροι, …να μην ζημιώσουν εντελώς να είναι μοιρασμένα.


Χάρτης μετακινήσεων


Η ΣΤΡΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΙΜΗ

Για εφτά χρόνια έκανα κι εγώ τη στράτα απ΄ τη Λευκίμη του Έβρου μέχρι τα σύνορα της Δράμας και τα θυμάμαι. Από τη Λευκίμη μέχρι το Παρανέστι την άνοιξη έκαναμαν ένα μήνα να πάμε. Από τη Λευκίμη έρχομασταν εδώ στα χωριά της Αλεξανδρουπόλεως. Το πρώτο ήταν πριν πάμε στα Φέρρα και μετά έβγαιναμαν στον Κιρκά. Από κει πήγαιναμε στο Γλυκονέρι, επειδή είχε καλή βοσκή και καλά νερά, …κάθομασταν δυό-τρεις μέρες. Μετά πήγαιναμε στην Ξάνθη από κατ΄, στον Ξηριά, λίγο παραπάν΄ απ΄ το Κουτσό. Μετά πήγαιναμαν προς τη Σταυρούπολη, απ΄ το Νεοχώρι απάν, στο Παρανέστι, …κι απ το Παρανέστι πέρναμαν τα βουνά. Εμάς τα παιδιά μας έπαιρναν οι γερόντοι. Η γιαγιά μ΄ μας έπαιρνε τα μικρά τα παιδάκια και κάνα γρουνάκι αμα είχαμαν και μας έβαζε σιά μπροστά, …μας πλάλαγαν. Κάνα μικρό μπορεί να το΄βαζαν στ΄ άλογο, …από δω κι από κει το φορτιό και αυτό το΄βαναν απάν. Το βράδυ μάζευαν τα χαράργια τα ξεφόρτωναμε κι έκαναμε τ΄ς τσιατούρες. Στα χαράργια έβαζαν φορέματα ιδίως κοριτσιών και στα υπόλοιπα έβαζαν τα κακάβια, τα καζάνια, …όλο το νοικοκυριό. Γυάλινα δεν είχαμε, …είχαμε μόνο ένα γυαλί δεμένο με δέρμα κι έβαναμαν το λάδι και ένα είχαμαν για το πετρέλαιο για τη λάμπα, το γκαζερό, …άλλο γυαλί δεν είχαμαν. Όταν πάγαιναμαν φαγιά δεν είχαν τίποτα, …έβραζαμαν γάλα, έφκιαναν γιαούρτι. Χλιάρια είχαμαν ξύλινα, αλλά τα σκεύη κάθε άνοιξη τα γάνωναν γιατί εκείνα σκούριαζαν.



Ο Γιώργος Γιαννέλης με το συμπέθερο Περικλή Μπαμπαλή, αλλάζουν τα μαντήλια  στα συβάσματα της τελευταίας κόρης του Μαρίας 


ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΔΡΑΜΑΣ

Εκει που έβγαιναμε, στο Τρίγωνο,  ήταν μιά μέρα παν απ το Παρανέστι.  Άλλα τσελιγκάτα εκει δεν είχε. Κοντά σε μας ήταν οι Μπιστιολαίοι και οι Χατζοπουλαίοι. Με τους Βουλγαρ΄νούς τους Σαρακατσάνους δεν είχαμε επαφή, …τίποτα, καθόλου. Στο δικό μας το τσελιγκάτο είμασταν πέντε οικογένειες, τα αδέρφια οι Γιαννελαίοι, …οι αδελφές μ΄ ήταν παντρεμένες και ήταν αλλού.  Εκτός από εμάς, είχαμαν Χατζοπουλαίοι, Καραλαίοι και Ζυγουλαίοι, …όλοι συγγενείς. Μεγάλοι τσελιγκάδες στα βουνά της Δράμας ήταν ο Χατζηχρήστος, ο Γραβάνης, ο Βασίλης ο Τσιλιγγίρης, ο Μήτρος ο Τζελέπης και άλλοι πολλοί.

Όταν έφταναμε απάν στα κονάκια τα καλύβια μερικές φορές τα βρίσκαμε, αλλά μερικές φορές μας τα΄καιγαν οι Βουργάροι, …είμασταν δίπλα στα σύνορα. Εκει που είχαμαν τα καλύβια εμείς ήταν και το φυλάκιο το Ελληνικό. Εμεις έφταναμε πρώτα και τα πρόβατα έφταναν πιό ύστερα. Άμα τα βρίσκαμε, έμπαινε ο καθένας στο θ΄κό τ΄ και τα καθάρζαμαν και αν είχε κάτι να συμπληρώσει, συμπλέρωναν. Τα καλύβια τα σκέπαζαμε με βούρλα και με οξυές. Κάναμε και κρεβάτια και για να βάζουμε τα πιάτα και μεσ΄ στη μέση τη βάτρα.



Ο Γιώργος Γιαννέλης (δεξιά), με το συμπέθερο του Γιάννη Γίδαρο


Εμεις είχαμε ρούχα Σαρακατσιάν΄κα, όλα τα φορέματα που φορούσαμε ήταν χειροποίητα. Όλα μαύρα, ...μονάχα τα σιγκούνια ήταν άσπρα. Ο παππούλης μ΄ μέχρι τελευταία φόραγε το σιγκούνι, με το σλιάφι και τα τσακμάκια. Εμάς τα αγόρια μας είχαν κυλότες, τ΄ς έφκιαναν οι μάνες μας. Οι γυναίκες φορούσαν όπως αυτές που έχει ο σύλλογος τώρα με παναούλες. Δάσκαλο στα καλύβια είχαμε δυό μήνες το καλοκαίρι. Όταν σκόλαγαν τα σχολεία στις πόλεις έπαιρναν δάσκαλο απάν για δύο μήνες. Του΄φκιαναν ένα καλύβι εκει πέρα και μαζεύονταν τα παιδιά. Τον δάασκαλο τον τάιζε κάθε οικογένεια, ανάλογα πόσα παιδιά είχε. Εγώ μέχρι δευτέρα τάξη πήγα. Εμείς τα παιδιά πλάλαγαμαν στα βουνά και παίζαμε. Τα κορίτσια κάθονταν μέσα και παρακολούθαγαν τ΄ς μανάδες, τα κεντίσματα.

Πρώτη φορά πήγα στα πρότα όταν ήμαν δέκα τρία χρονών. Ε, εκει απάν τα μπλούκιαζαν τα πρότα κι έστελναν έναν μεγάλο κι έναν μικρόν, τον γκαβράρο και το τσιράκι,… να μην κάνουν κουμάντο και οι δύο.  Έκαναμε ένα κοπάδι όλο κριάρια, για να μην μαρκαλιόνται τα πρόβατα. Αρχές Αυγούστου τα χώρ΄ζαμαν. Κάθε ένας έπαιρνε τα θ΄κα τ΄. Έπαιρνε και τα κριάρια τ΄ και έλεγαμε, …βαρβατοπόλεμα. Εκει που είμασταν είχε και αρκούδες και λύκοι, αλλά και πολλά ζαρκάδια και πολλά αγριοκάτσικα που γκιζέραγαν απάν στις πέτρες.

Το χ΄νόπωρο, μετά απ΄ κατέβαιναν στο Παρανέστι, εκει χωρ΄ζε ο καθένας πού θα πάει. Στα Σέρρα θα πάει, στην Κομοτήνη θα πάει, στην Αλεξανδούπολη θα πάει, …τα χειμαδιά ήταν χωριστά. Οι θ΄κοι μας πήγαιναν στη Λευκίμη στον Έβρο. Στη Λευκίμη είμασταν εμείς και πιό πάνω ηταν οι Γαλαζουλαίοι. Στη Λευκίμη πήγαιναμε μέχρι το 1937. Μετά έφυγαμε γιατι έγινε μια διανομή και μας χάλασαν όλα τα λιβάδια και ήρθαμε εδώ στο Παλλάδιο. Είχαμαν συγγενείς λίγο, …ήταν ένας Ρόιδος πρώτος ξάδελφος του παππούλη μ΄ και αυτός μας ειδοποίησε και πήγαμαν εκει.  Και κάθε χρονιά πήγαιναμε απά στο Τρίγωνο, στο ίδιο μέρος, ....μέχρι το 1946.



Η κόρη του Γ. Γιαννέλη Κατερίνα φορά τη Σαρακατσάνικη φορεσιά της μητέρας της, με τη μητέρα της Βασιλική Μπασδάνη


Η ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ

Όταν έγινε ο πόλεμος την άνοιξη του 1940, εμείς είμασταν εδώ στο Παλλάδιο. Ήρθε ο στρατός και μας επίταξε δυό ντορίτ΄κα άλογα. Τα άλλα ήταν πλαρ΄κά, ήταν φοράδες και δεν μας τα πήραν. Εγω ήμαν δέκα χρονών και θυμάμαι πως πήγαιναν οι φαντάροι, πως έκλαιγαν οι γναίκες. Από μας δεν πήγε κανένας γιατι αφνούς τ΄ς έβγαλε ο Γκίκας ενας Σαρακατσάνος στρατιωτικός, ότι ήταν μεγάλοι.

Ύστερα πέρασαν μπροστά οι Γερμανοί και μετά ήρθαν οι Βούλγαροι. Οι Βούλγαροι πήραν το κομμάτι απ΄ το Νέστο μέχρι την Αλεξανδρούπολη, …τα άλλα ήταν Γερμανικά. Εμεις μετά πήγαμε κανονικά απάν στα βνα, …αλλά πήγαμαν και τα βρήκαμαν σκούρα. Του΄χαν αναλάβει οι Βουλγάροι και τα καλά τα μέργια τα΄σπειραν όλα κριθάρια και βρύζες κι εμεις δεν ήξεραμε σα΄πού να πάμε. Όσα γαλαζοτόπια ήταν εκει τα΄σπειραν όλα. Εμεις πήγαμε παραπάν και τα πρότα τα είχαμαν σε κάτι ρουμάνια μέσα. Οι Βουλγάροι δεν μας πείραξαν,  …τ΄ς αντάρτες κυνήγαγαν πολύ. Σ ένα καλύβι είχαμαν τ΄ς αντάρτες, σ΄ άλλο καλύβι είχαμαν τ΄ς Βουλγάροι. Αλλά δεν γένονταν προδοσιές, …έτρωγαν, έπιναν κι έφευγαν.  Όταν θα έφευγαν οι Βουργάροι το 1944 το χ΄νόπωρο, οι θ΄κοί μας έριξαν προκυρήξεις στα Βουργάρ΄κα, γιόμσαν τον τόπο. Μας διάβαζε ένα παιδάκι που φύλαγε κάτι γελάδια και ήξερε Βουργάρ΄κα …΄΄Ο καιρός δεν στέκεται΄΄ έλεγε η προκύρηξη, ..΄΄να φύγετε΄΄ έλεγαν στ΄ς Βουλγάροι.

Όταν έφυγαν οι Βούλγαροι, εκει κοντά στα καλύβια μας ήταν αντάρτες. Ήταν καπετάνιος ένας Μπασδάνης Παναγιώτης, …Σαρακατσάνος ήταν. Ήξεραν που ήταν οι Βούλγαροι και μία μέρα Ο Παναγιώτης πήρε μερικούς αντάρτες και πάτησαν μια κασερία Βουλγάρικη. Σήκωσαν τα κασέρια ούλα, τα γκρέμ΄σαν στα ρέματα μέσα και τότε πείσμωσαν οι Βουλγάροι και τύλιξαν το λημέρι και η εμπροσθοφυλακή που ήταν σκοπιά δεν πρόλαβαν να φύβγουν και τ΄ς σκότωσαν. Κι έναν Έλληνα αντάρτη τον είχαν τρυπήσει με μιά φούρκα και τον είχαν στημένο. Πήγαν μετά οι θ΄κοί μας και τ΄ς εμασαν και τους έθαψαν.



Ο Γιώργος Γιαννέλης με την κόρη του Κατερίνα, την δισέγγονη του Αικατερίνη και τη συμπεθέρα του Κατερίνα Γίδαρη-Φαρμάκη


ΜΟΝΙΜΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΣΤΟ ΠΑΛΛΑΔΙΟ

Από το 1946 και μετά ζούσαμε στο Παλλάδιο στα χειμαδιά. Τα πρόβατα λιγόστευαν, άλλα ψόφαγαν άλλα πούλ΄σαμαν και μετά είχε αγοράσει ο πατέρας μ΄ και χωράφια. Πιό καλά ήταν εκει. Ήταν καμμιά δεκαριά καλύβια, όλα δίπλα. Τα είχαμε και με λάσπη, …όλον τον τοίχο, λάσπη με άχυρο. Λασποκάλυβα και είχαμε και σόμπα μέσα. Ήταν τ΄ αδέρφια μου, ήταν ο Ρόιδος, ένας Δαλακούρας, ένας Μπακάλης.



Ο Γεώργιος Γιαννέλης και η Βασιλική Μπασδάνη την ημέρα του γάμου τους στο Παλλάδιο Ροδόπης, μπροστα στο καλύβι τους


Παντρεύτηκα στις 22 Σεπτεμβρίου του 1957. Η γυναίκα μ΄ η Βασιλική ήταν απ΄ τη Μικρομηλιά Δράμας.  Ήταν Μπασδάνη και με την έκαναν προξενιά οι Μπασδαναίοι που ήταν στο Παλλάδιο. Έγινε το προξενιό, ήρθε ο κουνιάδος μου ο σχωρεμένος, με παρήγειλαν εμένα και πήγα στο Πόρτο Λάγος και με είδε και μετά σ΄κώθκε ο πατέρας μου με τον γαμπρό μ΄ και πήγαν στη Μικρομηλιά και είδαν τη νύφη, χτύπ΄σαν στα πιοτά και στα τραγούδια κι έκλεισε η δουλειά. Τη γυναίκα μου την είδα πρώτη φορά όταν πήγαμε να την πάρουμε στα καλύβια τ΄ς, …έξω απ΄ το χωριό ήταν.  Μαζώχκαν τα κοπάδια όλα, …άκουσαν το κλαρίνο οι τζιομπαναραίοι και ήρθαν. Όλα τα εθίματα τα κάναμε, …τα προζύμια, ..όλα. Ο γάμος έγινε εδώ στο Παλλάδιο στα καλύβια. Πήγαμε στην εκκλησία κι εγω φορούσα κοστούμι και η γυναίκα μου τη Σαρακατσάνικη φορεσιά, την Πολίτικη. Στο χορό που πιάνονταν, πιάνονταν οι παντρεμένες χώρια και οι ανύπαντρες αχώρια, …και οι άντρες πιό μακρυά. Τη γυναίκα ο άντρας την έπιανε μόνο άμα είχε μαντήλι, αλλιώς δεν την έπιανε. Προίκα πήρα πενήντα πρότα, δεν χάλεψα εγώ αλλά μο΄δωκε. Ήταν μια αδελφή κι ένας αδελφός, είχαν τριακόσια πρότα και μου΄δωσαν εμένα πενήντα πρότα κι ένα κριάρι.


Γάμος Γεωργίου Γιαννέλη και η Βασιλικής Μπασδάνη


Στο Παλλάδιο είχαμε καλύβια. Σε σπίτια μπήκαμε το 1967-68. Πολύ αργά, οι τελευταίοι είμασταν, αναγκάσκαμαν για τα παιδιά να πάμε. Πήγαμαν μέσα στο χωριό και πήραμαν οικόπεδα. Έδωσαμαν είκοσι πέντε χιλιάδες και πήραμαν τέσσερα στρέμματα οικόπεδο και κτίσαμε τα σπίτια και αποθήκες. Κάναμε τέσσερα κοριτσια, όλα στα καλύβια τα κάναμε. Οι γαμπροί είναι τρεις Σαρακατσάνοι κι ένας Θρακιώτης.


Ο Γεώργιος Γιαννέλης με την κόρη του Κατερίνα