portraita

Καλοί και κακοί οιωνοί


του Γεωργίου Κ. Τσουμάνη
Η πρόβλεψη του μέλλοντος είναι κάτι που απασχόλησε και όπως φαίνεται θα απασχολεί τους ανθρώπους συνέχεια. Ποιος αλήθεια δεν συλλογιέται καθόλου τι θα γίνει αύριο, την άλλη εβδομάδα του χρόνου. Είναι μέσα στη σκέψη του ανθρώπου ως έλλογου όντος. Θέλει όντως πράγματι να μάθει; Ωστόσο όμως, φαίνεται ότι  αγωνιά και προσπαθεί να μαντέψει.

Στις παραδοσιακές κοινωνίες όπως ήταν των Σαρακατσαναίων, αυτή η πρόβλεψη είχε μια μη λογική και μεταφυσική ερμηνεία. Κάτι που χαρακτηρίζει περισσότερο τους παραδοσιακούς και μη εγγράμματους πολιτισμούς σε όλον τον κόσμο. Στη χώρα μας η προσπάθεια και η έγνοια της πρόβλεψης του μέλλοντος έχει βαθιές τις ρίζες του από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. 

Στην ελληνική μυθολογία ο οιωνός,  ή αλλιώς το μαντικό πουλί, ήταν ένα όρνιο που έτρωγε σάρκες. Μέσα όμως από την παρατήρηση των κραυγών που έβγαζε και τον τρόπο που πετούσε, οι οιωνοσκόποι προσπαθούσαν να προβλέψουν το μέλλον. Από τα ομηρικά ακόμα χρόνια οι έλληνες έδιναν μεγάλη προσοχή σε σημάδια που προέρχονταν από φωνές και πετάγματα πουλιών, αστραπές , εντόσθια ζώων κ. α. χαρακτηρίζοντάς τα σε καλά ή κακά. Κάπως έτσι φαίνεται στοιχεία  που προμηνύουν κάτι για το μέλλον να έφτασαν ως τις μέρες μας, από τα αρχαία χρόνια. Και όταν κάτι μεταφέρεται γιατί δεν μπορεί να εξηγηθεί λογικά, έχει αυτή τη μεταφυσική του διάσταση και μένει διαχρονικά βαθιά ριζωμένο στη σκέψη των ανθρώπων.  

Στους  αγρότες και κτηνοτρόφους  που ζούσαν κοντά στη φύση,  υπήρχαν ενδείξεις στην καθημερινή τους ζωή που κατά την παράδοσή τους, προνοούσαν να τους φέρουν καλοτυχία ή κακοτυχία. Στον καθένα από αυτούς ξεχωριστά, αλλά και στους οικείους τους, στην οικογένειά τους. Τέτοια σημάδια για τους Σαρακατσαναίους και τους ανθρώπους της υπαίθρου ήταν πολλά. Πόσο όμως ήταν στο χέρι τους κάποια από  αυτά να τα αποτρέψουν ή να τα επιδιώξουν; Μάλλον τα έγραφε η τύχη όπως έλεγαν, το τυχερό, και  ήταν έξω από τη δικές τους δυνατότητες. Στην αρχαία Ελλάδα κάτι παρόμοιο συνέβαινε. Και εδώ οι οιωνοί έχουν να κάνουν με τα θελήματα των θεών. Μεταφέρονταν και ερμηνεύονταν στους ανθρώπους από τους μάντεις και τους οιωνοσκόπους που είχαν την ικανότητα και το χάρισμα από τους θεούς.  



Μεγαλωμένος με τον παραδοσιακό τρόπο ζωής των Σαρακατσαναίων πολλά έχω να θυμηθώ από τις προκαταλήψεις αυτές που κυριαρχούσαν στο κλειστό περιβάλλον μου. Σχεδόν καθημερινά άκουγα και βίωνα περιστατικά που προσπαθούσαν να εξηγήσουν αυτή τη πρόβλεψη για το μέλλον. Σημάδια στην καθημερινή μας ζωή που θεωρούνταν πως είχαν άμεση σχέση με την πρόβλεψη καλών και τις περισσότερες φορές κακών οιωνών. Δεν θα κρύψω και τον επηρεασμό που είχα σε όλα αυτά. Έπρεπε να περάσουν χρόνια, όχι για να αποβάλω είναι αλήθεια όλα αυτά, αλλά να μπορώ να τα δω με άλλο μάτι. Με αυτό της επιστημονικής εξήγησης και όχι της μεταφυσικής τους διάστασης.

Πέρα όμως από όλα αυτά, η καταγραφή τέτοιων στοιχείων από την ταπεινή, απλοϊκή καθημερινή ζωή των γονιών μας, έχει να κάνει και με την άϋλη πολιτιστική μας κληρονομιά. Αυτή που δεν αφήνει πίσω της κάποιο υλικό στίγμα, αλλά αποτελεί τον τρόπο ζωής μιας κοινωνίας. Αν δεν καταγραφεί κάπου φεύγει χωρίς επιστροφή. Χάνονται έτσι στοιχεία που χαρακτήριζαν γενιές ανθρώπων. Που φανερώνουν έγνοιες και προβληματισμούς, μεταφυσικές αναζητήσεις και ερωτήματα για τη ζωή και το θάνατο. Κάτι που ο απλός άνθρωπος θέλει να αποφύγει ακόμα και στην καθημερινή του κουβέντα. Είναι όμως πάντα στην έγνοια του.


Από τη συλλογή του Συλλόγου Σαρακατσαναίων Ν. Έβρου

Ποια είναι όμως αυτά τα σημάδια που προσδιορίστηκαν ως καλοί ή κακοί οιωνοί και πώς προέκυψαν; Σίγουρα μεταφέρθηκαν από γενιά σε γενιά. Όσο πιο παραδοσιακή παραμένει μια κοινωνία τόσο περισσότερο στοιχεία του πολιτισμού της παραμένουν σταθερά και αναλλοίωτα. Αντιστέκονται στο χρόνο, επιμένουν και παραμένουν. Δύσκολα μπορείς να τα αποβάλλεις όταν μεγαλώσεις στο κοινωνικό πλαίσιο που τα χαρακτηρίζει.

Έρχομαι αμέσως στο δια ταύτα. Στις δικές μου θύμησες και γιατί όχι και προκαταλήψεις από τη ζωή μου στα κονάκια μαζί με τους συγγενείς μου και άλλους Σαρακατσαναίους.

Ποιος αλήθεια δεν κοίταζε την πλάτη από το σφαχτό τη Λαμπρή. Οιωνός που είχε τη δική του αξία. Η δεξιά πλάτη ήταν αυτή που έδειχνε με τρόπο ασφαλή γεγονότα που μάλλον είχαν πολλές πιθανότητες να συμβούν. Ο  πατέρας μου πάντα θυμάμαι να την εξετάζει με μεγάλη λεπτομέρεια. Από κοντά και η μάνα μου. Το ίδιο και στα άλλα κονάκια των συγγενών μας. Εμείς μικρά παιδιά παρακολουθούσαμε τι έλεγαν  και τι έβλεπαν σε αυτήν. Οι εκφράσεις των προσώπων τους, τα λόγια τους και η προσπάθειά τους να ανακοινώσουν ή να κρύψουν κάτι από εμάς ήταν φανερή. Και όταν ρωτούσαμε τι είναι αυτό που βλέπουν εξαρτιόνταν από την εξήγηση που αυτοί έδιναν, αν θα απαντήσουν. Αν οι προβλέψεις ήταν καλές μας εξηγούσαν. Σε αντίθετη περίπτωση μας έλεγαν κοφτά ότι δεν είναι τίποτα και την πετούσαν μακριά να την φάνε τα σκυλιά. Τι όμως κοιτούσαν πάνω στη πλάτη του ζώου; Πολλά και διάφορα. Δεν θα διστάσω να πω πώς ακόμα και σήμερα στο σπίτι μας, κάθε Λαμπρή τουλάχιστον, κοιτάζω την πλάτη του ζώου που σφάζουμε. Μια συνήθεια καλά βιωμένη και  βαθιά ριζωμένη από τις προκαταλήψεις της κοινωνίας που έζησα.

Να μερικά σημάδια της πλάτης. Πρώτα και κύρια την κοίταζαν στην κορυφή της. Εκεί που η πλάτη ενώνεται με το κόκκαλο του μπροστινού ποδιού του ζώου, στην κλείδωση. Το βαθουλωτό αυτό μέρος έπρεπε να είναι λείο και καθαρό. Οποιαδήποτε αλλοίωση και σχισμή στο μέρος αυτό ή γύρω από αυτό προμήνυε κάτι πολύ κακό, θάνατο. Μακάρι να στέρξει σε κάποιον ηλικιωμένο έλεγαν στην περίπτωση αυτή. Οι άλλες προβλέψεις όχι ότι δεν ήταν σημαντικές αλλά θεωρούνταν υποδεέστερες. Όπως για παράδειγμα το πλατύ μέρος της όσο περισσότερο καθαρό ήταν, τόσο καλύτερα θα πήγαινε και το κράτος. Τυχόν πολλές σκιές που φαίνονταν από αιματώματα, σήμαιναν και αναταραχές στον τόπο και την επικράτεια. Γυρίζοντάς την πλάγια την ισορροπούσαν με το  δείκτη του χεριού τους πάνω στο πτερύγιο. Αν η πλάτη στέκονταν και δεν έπεφτε, τότε υπήρχαν και στηρίγματα στην οικογένεια. Σε διαφορετική περίπτωση  η οικογένεια σε δύσκολες στιγμές δεν θα είχε κάποιους να τη στηρίζει. Οι κλέφτες παλαιοτέρα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και πολύ αργότερα ακόμα, ζώντας καθημερινά στην παρανομία, για να προβλέπουν τι τους επιφυλάσσει η κάθε μέρα κοίταζαν σε πολύ τακτά διαστήματα τις πλάτες των ζώων. Έσφαζαν συνήθως σημαδιακά σφαχτά. Η πρόβλεψη σε αυτά πίστευαν ότι ήταν περισσότερο ασφαλής. Ο χρόνος που η πρόβλεψη έπρεπε να επαληθευτεί μάλλον απροσδιόριστος. Συνήθως έλεγαν ότι σε σαράντα μέρες θα φανεί ή το πολύ σε ένα χρόνο.


Από την οικογενειακή συλλογή του Χρήστου Κουτρουλού 
(Αγ. Σπυρίδωνας Πιερίας)

Αν όμως η πλάτη του σφαχτού ήταν από τους κυριότερους οιωνούς πρόβλεψης καλών ή κακών γεγονότων, αυτό συνέβαινε λίγες φορές το χρόνο. Σε σχεδόν όμως καθημερινή βάση υπήρχαν πολλά ακόμα σημάδια που παρατηρούσαν  και τα οποία εξέταζαν ως σημαντικά. Γεγονότα και καταστάσεις που άλλα ήταν στο χέρι σου να τα  προσέξεις και άλλα όχι. Πρώτα και κύρια τα όνειρα. Στους Σαρακατσαναίους τα όνειρα κάτι δείχνουν. Σε κάποιους στρέγουν και σε άλλους όχι. Υπάρχουν τα καλά όνειρα που δείχνουν ότι κάτι καλό θα συμβεί σε αυτόν που τα βλέπει άλλα και στην οικογένεια του. Όπως για παράδειγμα όταν δεις στο ύπνο σου ότι πετάς. Αυτό είναι καλό. Όταν όμως δεις ότι είσαι μέσα σε ένα ποτάμι θολό, προσπαθείς να βγεις και δεν τα καταφέρεις, αυτό δεν είναι καλό. Κάποιο εμπόδιο θα συναντήσεις στη ζωή σου. Κάτι κακό θα συμβεί σε σένα, στην οικογένεια σου, στο βιό σου.

Δεν θα σταθώ σε περιγραφές από αφηγήσεις ονείρων. Λίγο πολύ οι άνθρωποι της υπαίθρου όλοι τις ίδιες εξηγήσεις δίνουν. Σε εκείνο που θέλω να σταθώ είναι ο τρόπος που τα αφηγούνταν και η σημασία που έδιναν.  Σου δημιουργούσαν την εντύπωση πώς τα όνειρα πραγματικά κάτι θέλουν να πουν και όντως έχουν  μια αληθοφάνεια. Αφού λοιπόν μετά από κάθε αφήγηση κάποιου ονείρου, δεν μπορούσαν να δώσουν κάποια εξήγηση ή μάλλον  όταν θεωρούσαν ότι κάτι κακό προνοούνταν από αυτό, χαρακτηριστική ήταν η φράση που έλεγα ως επίλογο προκειμένου να σταματήσουν την κουβέντα. «Ξύλα κούτσουρα δαυλιά καμένα».

Στην καθημερινότητα όμως πολλά άλλα σημάδια προμηνύουν τα μελλούμενα. Σημαντικό θεωρούνταν το γεγονός να μην ξεχάσεις κάποιο αντικείμενο στη βρύση. Σαν  να είναι σήμερα θυμάμαι τις συνεχείς υπενθυμίσεις της γιαγιάς μου όταν οι γυναίκες πήγαιναν να πάρουν νερό από τις λιγοστές και κοινές  βρύσες που ήταν κοντά στα κονάκια μας το χειμώνα ή σε αυτές του χωριού το καλοκαίρι. «Μην αστοχήσετε  στη βρύση  το τσουκάλι έλεγε». Το μικρό μεταλλικό δοχείο που είχαν μαζί τους οι γυναίκες για να γεμίζουν τις ξύλινες βαρέλες που φορτώνονταν στην πλάτη τους. Η παράλειψη αυτή ήταν πολύ σοβαρή και το κακό που προμηνύονταν μεγάλο. Γριούλα ήταν και ο φόβος του θανάτου την τρόμαζε.  Ήταν και στο δικό μας χέρι να αποτρέψουμε το κακό πηγαίνοντας στη βρύση. Έπρεπε να έχουμε το νου μας. Όσο και να φαίνεται παράξενο, αυτό αποτελούσε και δική μου έγνοια, το καλοκαίρι που κουβαλούσα από τις βρύσες του χωριού κρύο νερό για το σπίτι μας, να μην ξεχάσω κάποιο πλαστικό δοχείο στη βρύση.

Μήπως όμως και τα ζώα δεν έδειχναν και αυτά κάποια κακά μελλούμενα; Όταν ένα πρόβατο ξεκόβονταν από το κοπάδι και βέλαζε, τότε κάτι άσχημο θα συνέβαινε στο τσομπάνο και στην οικογένεια του. Αλλά και όταν ένα θηλυκό μουλάρι (μούλα) γκάριζε συνέχεια και χωρίς λόγο, κάποιος θάνατος σε οικείο πρόσωπο ήταν αναμενόμενος. Το πρόβατο που γεννούσε μικρό που ήταν μη φυσιολογικό κάτι κακό έφερνε. Μεγάλη ήταν η στεναχώρια μας ένα χειμώνα που γεννήθηκε ένα μικρό αρνάκι, όχι ζωντανό φυσικά, με μη φυσιολογικά χαρακτηριστικά.  Δεν θα ξεχάσω με πόση σιγουριά άνδρες Σαρακατσαναίοι στο χωριό μου, αφηγούμενοι τέτοιες ιστορίες συνδύασαν ένα θάνατο νέου συγχωριανού μας με σημάδια των ζώων της οικογένειάς του σαν αυτά που ανέφερα παραπάνω. Στο βάθος της σκέψης τους ήταν σίγουροι ότι κάποιοι οιωνοί, προμηνύουν τα μελλούμενα, κυρίως όταν αυτά είναι κακά.

Τα σκυλιά που δεν έλλειπαν από κανένα σαρακατσάνικο καλύβι, ήταν απαραίτητα για το φύλαγμα ανθρώπων και ζωντανών και αυτά κάτι είχαν να προβλέψουν. Το ούρλιασμά τους μόνο κακό θα έφερνε. Πόσες αλήθεια φορές θυμάμαι κάποια από τα σκυλιά μας να ουρλιάζουν και την ίδια στιγμή άντρες και γυναίκες να τα μαλώνουν να ησυχάσουν. «Λύσσα κακιά» ήταν η έκφραση που χρησιμοποιούσαν. Σαν να τους έλεγαν το κακό να βρει εσάς και όχι τους ανθρώπους. Και όταν ένα θηλυκό σκυλί είχε γυρισμένα τα οπίσθια προς την πόρτα της καλύβας που κατοικούσε η οικογένεια ό οιωνός δεν ήταν καλός. Τουναντίον όμως όταν κάποιο σκυλί κάθονταν ήρεμο, με τα μπροστινά του πόδια σταυρωμένα αυτό ήταν καλό σημάδι.

Τι να πρωτοθυμηθώ. Γράφοντας μου έρχονται στο νου ένα-ένα. Έχω όμως καλό συμπαραστάτη και συνοδοιπόρο στις παιδικές μας θύμησες και την αδελφή μου την Ειρήνη. Οι γυναίκες είναι πολύ περισσότερο από τους άνδρες  θεματοφύλακες της παράδοσης. Αυτή μου έφερε στη μνήμη μου πολλά ακόμα. Τη σημασία που έδιναν οι γυναίκες σε ενδεχόμενο λάλημα της κότας σαν να είναι κόκορας. Σημάδι και αυτό πολύ κακό. «κακιά αλεπού να σε μάσει» ήταν η κατάρα της νοικοκυράς. Καλό όμως ήταν το ξεφόρτωμα της κότας. Το έντονο δηλαδή τίναγμα των φτερών της  και ολόκληρου του σώματός της προκειμένου να αποβάλει από πάνω της τις σκόνες. Αυτό αποτελούσε μήνυμα επίσκεψης συγγενικών ή φιλικών προσώπων. Το ερχομό μουσαφίρηδων προμήνυε και το πέσιμο μιας χαψιάς ψωμιού από το χέρι μας την ώρα που τρώγαμε.  Κακό  επίσης ήταν, κάποια κότα να γεννήσει μικρό αυγό και χωρίς κρόκο. 


Τις κουκουβάγιες που κάθονταν στις κατσούλες από τα κονάκια ή σε άλλα σημεία κοντά μας και λαλούσαν αποβραδίς πώς να τις ξεχάσω. Μια  χρονιά μας είχαν κατατρομάζει. Κάπου φαίνεται σιμά στα κονάκια μας να ήταν ποντίκια  για να φάνε και εμείς νομίζαμε ότι μας προμήνυαν κάτι πολύ άσχημο που θα μας συνέβαινε. Όσο σοφό και οικείο ήταν για τους αρχαίους έλληνες το πουλί αυτό τόσο αποκρουστικό φάνηκε στους νεότερους. Αλλά και τα κοράκια μήπως δεν μας ενοχλούσαν. Το χαρακτηριστικό τους κράξιμο και το πέταγμα τους πάνω από το χώρο της στάνης δεν ήταν καλό. Απεναντίας ευπρόσδεκτα, φέρνοντας χαρά και ευτυχία ήταν τα χελιδόνια ή άλλα μικρά πουλάκια, τσιροπούλια τα έλεγαν οι Σαρακατσαναίοι, όταν τύχαινε να μπαίνουν μέσα στα κονάκια μας.

Ένα άλλο κακό σημάδι που θεωρούνταν ιδιαίτερα σημαντικό ήταν και το χυμένο λάδι. Σε καμιά περίπτωση δεν έπρεπε να χυθεί  στο χώμα λάδι από το δοχείο που ήταν ή  πολύ περισσότερο να σπάσει  το γυάλινο μπουκάλι που το περιείχε. Αυτό και αν δεν ήταν κακοσημαδιά. Το λάδι ήταν τόσο πολύτιμο, που μάλλον μόνο έτσι θα προστατεύονταν με τον καλύτερο τρόπο. Με το φόβο του θανάτου. Έτσι η προσοχή μας ήταν τεταμένη, κυρίως όταν βγάζαμε λάδι από κάποιο μεγάλο δοχείο σε ένα μικρότερο και η πιθανότητα να μας γλιστρήσει το δοχείο και το λάδι να χυθεί κάτω ήταν πολύ μεγάλη.

Στο λόγγο που πήγαιναν οι γυναίκες για να φέρουν ξύλα έπρεπε να προσέχουν. Όταν έριχναν τη μάλλινη τριχιά διπλωμένη στα δύο στο χώμα προκειμένου να βάλουν πάνω τα ξύλα  για να ζαλικωθούν, το κλειστό μέρος αυτής και όχι τα δύο άκρα, έπρεπε να είναι προς τα πάνω. Προς το μέρος δηλαδή που θα περνούσε στο λαιμό της. Σημασία έδιναν και στο ζύμωμα του ψωμιού.  Δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να ξεχάσουν να το αλατίσουν. Κακοσημαδιά ήταν να ψηθεί το ψωμί και να είναι ανάλατο.

Δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ και δύναμη της γυναίκας που γνέθει. Καμιά γυναίκα γνέθοντας δεν έπρεπε να πηγαίνει σε χώρο που κάποιοι άλλοι εργάζονται. Θυμάμαι,  ήμουν ακόμα μικρό παιδί, να πηγαίνω με  τη μάνα μου,  γνέθοντας αυτή, κοντά σε μια θεριζοαλωνιστική μηχανή, που θέριζε σε δικό μας χωράφι, στο Ξηρόμερο. Όταν πλησιάσαμε αρκετά κοντά, ο οδηγός του μηχανήματος μας μάλωσε. Είπε χαρακτηριστικά στη μάννα μου. «Άντε και εσύ με τη ρόκα». Αμέσως η μάννα μου κατάλαβε  περί τίνος επρόκειτο, την έβγαλε από τη μέση της και την άφησε κάτω. Ρωτώντας την αργότερα αν αυτό το εξέτασαν και οι Σαρακατσαναίοι, διαπίστωσα πως πράγματι συνέβαινε. Η δύναμη της ρόκας λένε οι Σαρακατσάνες είναι μεγάλη. Αυτή ακινητοποίησε ολόκληρο καράβι στη θάλασσα.

Σημαντικό θεωρούνταν και το πλάνεμα του κούκου και της τρυγόνας την Άνοιξη. Όταν ο κούκος άρχιζε να λαλεί μπαίνοντας η Άνοιξη, έπρεπε να έχουμε το νου μας. Να μη μας «πλανήσει» και η χρονιά δεν πάει καλά. Και τι ήταν αυτό το πλάνεμα. Έπρεπε προτού ακούσουμε τη φωνή του κούκου, πρωί-πρωί, να έχουμε βάλει κάτι στο στόμα μας. Κάτι δηλαδή να έχουμε φάει. Και όλα τούτα μέχρι του Αϊ Γιαννιού. Από εκεί και ύστερα ο κούκος βουβαίνεται, σταματάει δηλαδή να λαλεί. Για τον κούκο, τόσο και τόσο. Λίγο ήταν το κακό. Αυτό της τρυγόνας ήταν πιο σπουδαίο. Αυτή σε καμιά περίπτωση δεν έπρεπε να μας προλάβει με το λάλημά της νηστικούς. Προς τούτο με το πρώτο μας ξύπνημα βάζουμε κάτι στο στόμα μας για να προλάβουμε το κακό.

Τα φίδια, είχαν και αυτά να μας δείξουν κάτι. Εκτός από τον αρχέγονο φόβο που μας προκαλούν δείχνουν και τα σημάδια τους. Στη στράτα που βαδίζουμε δεν πρέπει να μας σταυρώσει φίδι. Να βγει δηλαδή ξαφνικά μπροστά μας. Και αν τύχει και μας σταυρώσει, καλά είναι να είναι από το δεξί μας μέρος. Στα αριστερά  δεν είναι καλά. Κακός οιωνός είναι να δεις και φίδια τυλιγμένα μεταξύ τους. Και αποβραδίς δεν πρέπει να δεις φίδι. Αν όμως συμβεί, καλό είναι να κοιτάζει κατά την ανατολή και όχι προς τη δύση.

Αλλά και εκείνο το συνδυασμό του βασιλέματος του ήλιου με το φαγητό των παιδιών, πώς να τον ξεχάσω. Όταν ένα παιδί ζητούσε να φάει κάτι ενόσω ο ήλιος είχε δύσει, αυτό ήταν απαγορευτικό. «Βασίλεμα ηλίου δεν τρώνε τα παιδιά γιατί πεθαίνει η μάννα τους» μας έλεγαν. Η ανέχεια όλα τα σοφίζονταν. Και προκειμένου να πεθάνει η μάννα μας καθόμασταν και νηστικά. Ο ύπνος θα ξεχνούσε την πείνα μας. Την άλλη μέρα είχε ο Θεός.

Όλα τούτα τα απλά και ταπεινά όσο και αν φαντάζουν παράξενα και δίνουν την εντύπωση ότι έρχονται από ένα άλλο κόσμο πολύ διαφορετικό, μακρινό και ξεχασμένο αποτελούν ακόμα σε πολλούς από τους ανθρώπους που έζησαν στην ελληνική ύπαιθρο στοιχεία της δικής τους κοινωνίας. Είναι τόσο κοντινά μας και οικεία γιατί είναι βιωμένα. Οι μνήμες τους παραμένουν νωπές. Αν με ρωτούσε κάποιος, σήμερα που έχεις αστικοποιηθεί και ο τρόπος της ζωής σου άλλαξε, τα πιστεύεις ακόμα; Θα απαντούσα. Μπορεί να μην τα πιστεύω, αλλά τα λαβαίνω υπόψη μου γιατί τα βίωσα. Είναι και αυτά μέσα στην κουλτούρα μου, στον τρόπο της ζωής μου και μάλιστα των σημαντικών για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μου παιδικών μου χρόνων. Ας μείνουν όχι μόνο ως αναμνήσεις, αλλά και ως γραπτά στοιχεία μιας εποχής με απλοϊκούς ανθρώπους που ζούσαν κοντά στη φύση και εξηγούσαν τη ζωή τους με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο.