portraita

Γιώργος Μπίκος


του Γιώργου Κολοβού
Γεννήθηκα το 1940 στις τρεις Βρύσες Έβρου, στο Ίτσμπουναρ που λέμε, εκει στα καλύβια. Δεν ήξεραν ημερομηνίες και με έβαλαν στις 11 Ιουνίου 1940. Όταν ρωτούσα τη μάνα μ΄ πότε γεννήθηκα, με έλεγε, …΄΄εγω παιδάκι μ΄ ήμαν σαράντα χρονών΄΄, …και μιά τον Ιούνη, ..μιά τον αλωνάρη, … και έτσι τυχαία με έβαλαν 11 Ιουνίου. Δηλωνόμασταν στη Δαδιά τότε, γιατί η Δαδιά ήταν το κοντινότερο χωριό. Ο παππούς μ΄ λέγονταν Δημητρός και η βαβά μ΄ Χρύσω. Παππούδες δεν γνώρισα, ούτε απ΄ τον πατέρα μου ούτε απ΄ τη μάνα μ΄. Ο πατέρας μου ήταν ο Γιάννης Μπίκος και μάνα μου η Παρασκευή το γένος Ουζούνη. Ο πατέρας μου έκανε και στη Βουλγαρία. Η μάνα μ΄ η μακαρίτισσα μας έλεγε πως ήταν εκεί στη Στάρα Ζαγόρα. Μετά όταν έκλεισαν τα σύνορα πέρασαν στην Ελλάδα, όπως και πολλοί άλλοι Σαρακατσαναίοι.

Οι γονείς Γιάννης και Παρασκευή, το γένος Ουζούνη

Είμαστε πέντε αδέλφια, τρία αγόρια και δύο αδερφές κι εγώ είμαι ο πιό μικρός. Ο Δημητρός, ο Κώστας, η Χρυσούλα, η Κωσταντινιά κι εγώ. Ζούμε εγώ και η Κωνσταντινιά που είναι παντρεμένη στη Μαρώνεια με έναν Αθανασούλα. Και τα πέντε αδέρφια είμασταν με Σαρακατσαναίοι παντρεμένοι. Τότε έτσι ήταν. Μετά, όταν πήγαμε στα χωριά, για να παντρευτεί ένας Σαρακατσάνος μια άλλη φυλή, γίνονταν μαλώματα κι επαναστάσεις. Όσοι Μπικαίοι είμαστε εδώ στην Αισύμη, είμαστε αδέρφια και πρώτα ξαδέρφια. Με τους άλλους τους Μπικαίους, έχει ξεβγεί το σόι.


ΣΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΒΡΥΣΕΣ

Στις τρεις Βρύσες είμασταν εμείς οι Μπικαίοι, οι Νασταίοι, οι Κουτλαίοι και άλλοι πολλοί, …όλα τα καλύβια εκει μαζωμένα ήταν. Είχαμε καλοκαιρινά καλύβια και χειμωνιάτικα καλύβια. Καλοκαιρινά είχαμε εκει στις τρεις Βρύσες και το χειμώνα κατέβαιναμε στην Πεσάνη, ένα παλιό χωρι’ο που εμεις το΄λεγαμε Πισμάνι, περίπου δέκα χιλιόμετρα απόσταση. Καλύβια είχαμε και ορθά και δίπλα και είχαμε και καλυβούλες που είχαμαν τα χαράργια. Εμεις μικρά παιδιά παίζαμε, αλλά μας έπαιρναν και στα πρόβατα, χαϊντούσαμε εκει και όταν μεγαλώσαμε μας έπαιρναν και στη στρούγκα, όταν τα αρμέγανε. 

Από αριστερά : η μητέρα Παρασκευή Ουζούνη, η αδελφή Χρύσω, ο σύζυγος της Γιώργος Γκουντάκος από της Πηγές Καβάλας και ο αδελφός Δημητρός – 1954

Τα καλύβια τα έκαναν οι άντρες και οι γυναίκες βοηθούσανε. Έμπήγαν γύρω-γύρω λούρες ψηλές μελιγίσιες, έκαναν ένα στεφάνι και σε κεινο το στεφάνι έδεναν λούρες κλίτσες και κάθε ένα που έρχονταν από πανω κι αυτό από κάτω τα έδεναν και τα έκαναν ένα στρογγυλό. Μετά, χάρτωμα το έλεγαν, έβαζαν γύρω-γύρω λούρες και τα έβαζαν σάζι, συνήθως ήταν απο σίκαλη. Χαμηλά από κάτω έβαζαν από δεντρο, δεντρίσια φύλλα. Απ΄ έξω έκαναν ένα αυλάκι, να μην μπαίνει το νερό μέσα. Κάτω ήταν χώμα και στρώναμε ψάθες, και μετά βελέντζες για να πλαιάσουμε. Καταή, …κρεβάτια δεν είχαμε. Σε ένα καλύβι μέναμε όλη η οικογένεια. Οι άντρες συνήθως ήταν τσομπάνηδες και έμεναν έξω, εκει γύρω ήταν και τα γαλάρια και τα στέρφα. Εφοριακά ήταν τα μέρη και τα νοικιάζανε και όποιον ήθελαν έβαζαν, σμιχτήδες τους έλεγαν.

Όταν ήμαν τσομπάνος στα πρόβατα θυμάμαι είχαμε γαιδουράκια. Είχαμε και άλογα, αλλά τα άλογα τα είχαμε για άλλες εργασίες, ..για να φορτώσουν το μαλλι και να φέρουν το γάλα. Τα γαιδουράκια τα είχαμε για ψωμί, μαζί με το κοπάδι ήταν και το γαιδουράκι. Μας εξυπηρετούσε γιατι βάζαμε τις κάπες και τα ψωμιά, γιατι το καλοκαίρι δεν είχαμε μόνιμο γρέκι, το χειμώνα μόνο είχαμε μόνιμο. Το χειμώνα γεννούσαν, είχαμε σαϊάδες, είχαμε μαντριά, αλλά την άνοιξη και το καλοκαίρι, …νύχτωνε εδώ - κοιμόταν εδώ, την άλλη μέρα πιο πέρα. Άμα δε είχες γαιδουράκι ήταν δύσκολα.

Ο εξάδελφος Ευάγγελος Μπίκος με τη σύζυγο του Μαρία Ζλατίνη από τον Πολύανθο Ροδόπης


Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Στον πόλεμο τους Γερμανούς τους θυμάμαι. Ο μισός Έβρος ήταν Γερμανοί και ο άλλος μισός προς τον βορρά Βούλγαροι. Εμεις είμασταν σε Βουλγαροκρατούμενη περιοχή. Προς τα Φέρραι ήταν Γερμανοί και προς τα δικά μας τα καλύβια ήταν Βούλγαροι. Τους Βούλγαρους τους θυμάμαι, έρχονταν στα καλύβια μας και έπαιρναν προβατα. Ο πατέρας μου τα Βουλγάρικα τα μίλαγε απταίστως, γιατι έκανε στη Βουλγαρια. Μία φορά βοσκούσαμε με τον πατέρα μου τα πρόβατα κοντά σ΄ ένα φυλάκιο, είχαν ορύγματα αυτοι και μας έδιωξαν, γιατι έβαλαμε τα πρόβατα εκει.

Εμεις σταματήσαμε να ανεβαίνουμε στις τρεις Βρύσες το 1946 με 47. Τότε πάτησαν τα καλύβια, οι αντάρτες θυμάμαι. Ήταν φθινόπωρο, σφάξαμε τα γρούνια, φτιάχναμε τσιγαρίδες φτιάχναμε πατσά και λουκάνικα, τον παστό και λίγδα για να ξεχειμάσουμε. Η μάνα μ΄ και οι αδερφές μ΄ ήταν εκει και ήρθαν οι αντάρτες και μας πήραν τις τσιγαρίδες και τα λουκάνικα. Θυμάμαι κοιτάζαμε εμεις μικρά, …τι είμασταν εμεις, …προσπαθούσαμε να επιβιώσουμε με τον παστό και με τη λίγδα. Τότε πάτησαν τα καλύβια και κατεβήκαμε στη Δαδιά σε σπίτια. Από τότε δεν ξαναπήγαμε στα καλύβια. Μετά πατάν και τη Δαδιά οι αντάρτες, μπήκαν μέσα και σηκωνόμαστε, …πού να πάμε, …φύγαμε και ήρθαμε στον Ποταμό. Εκει μείναμε για λίγο και αργότερα πήγαμε στην Αλεξανδρούπολη. Όλοι οι Σαρακατσαναίοι σχεδόν μαζεύτηκαν στην Αλεξανδρούπολη. Πήγαμε σ΄ ένα σπίτι που δεν είχε ούτε παράθυρα ούτε πόρτες, …τίποτα δεν υπήρχε. Ισιάξαμε το χώμα μέσα, βάλαμε βελέντζες στα παράθυρα και μείναμε. Κάποια στιγμή το χρειάστηκε ο ιδιοκτήτης και τότε φύγαμε και μέσα στην Αλεξανδρούπολη κάναμε πάλι καλύβια. Εκει κοντά είχε μερη για βοσκή και εμεις τα πρόβατα τα είχαμε στον Γκιαούραντα.

Η οικογένεια Μπίκου στον γάμο της Κωνσταντινιάς. Από αριστερά : η μητέρα Παρασκευή, η Χρύσω Τσαραγκλή (σύζ. του Δημητρού), η Κωνσταντινιά Μπίκου, η Δήμητρα Τσόλη (σύζ. του Κώστα) - και επάνω : τα αδέλφια Δημητρός, Γιώργος, Κώστας και ο πατέρας Ιωάννης Μπίκος - 1956 

Γάμος Κωνσταντινιάς Μπίκου στην Αισύμη, με τον Ιωάννη Αθανασούλα από την Μαρώνεια Ροδόπης – 1956


  ΜΟΝΙΜΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΣΤΗΝ ΑΙΣΥΜΗ

Όταν ίσιαξαν τα πράγματα και τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος, το 1948 πήγαμε στον Άβαντα. Εμεις δεν είμασταν ντόπιοι εκει και δεν μας άφηναν τα πρόβατα και φύγαμε και από εκει, γιατί είχαμε την κτηνοτροφία και ήρθαμε στην Αισύμη. Πεντακόσια πρόβατα είχαμε τότε και εκατόν πενήντα γίδια. Για δύο χρόνια βόσκαγαμε εδώ, αλλά μας βγάζουν και από δω, δεν μας ήθελαν, …να πάτε λεν στα μέρη που είσασταν, τα κρατικά, τα εφοριακά, που είχαν ο Γκίκας και οι Νασταίοι. Και πήγαμε πάλι στα εφοριακά. Οι οικογένειες έμειναν εδώ στην Αισύμη, αλλά για βοσκοτόπια πήγαμε πάνω από την Αισύμη πίσω από μία ράχη. Εδώ στην Αισύμη είχαμε νοικιάσει σπίτια και έμεναν οι οικογένειες, έμεναν στο ίδιο σπίτι που έμενε και ο νοικοκύρης. Ένα δωμάτιο ειχαμε. Μετά, το 1956 αγοράσαμε αυτό εδώ το σπίτι που μένουμε τώρα και αγοράσαμε και χωράφια. Μετά γίναμε δημότες Αισύμης και τότε δικαιούμασταν να βοσκήσουμε τα πρόβατα και εδώ.

Γάμος εξαδέλφου Ευάγγελου Μπίκου και Μαρίας Ζλατίνη (από τον Πολύανθο Ροδόπης)

Εδώ στην Αισύμη πήγαινα και στο δημοτικό σχολείο και το τελείωσα δέκα τέσσερα χρονών. Εγώ δεν πήγαινα στα πρόβατα και όταν έβγαλα το σχολείο, τότε έβγαλα το δίπλωμα (!) να πάω τσομπάνος στα πρόβατα. Μαζί με τα΄ αδέρφια μου βοσκούσαμε τα πρόβατα, νερό να πάρουμε και φωτιά να ανάψουμε και να μαγειρέψουμε το βράδυ. Πήγαινα και στα γαλάρια και στα στέρφα, …όλο έξω είμασταν. Με μία κάπα, ..ούτε καλύβα ούτε τίποτα.

Τις κάπες τις έκαναν οι γυναίκες, αλλά τις έπαιρναν οι μεγάλοι. Εμας μας έδιναν τις μεταχειρισμένες, γιατι δεν είχαμε πολλά γίδια και δεν είχαμε τρογόμαλλο να κάνουμε πολλές κάπες. Οι κάπες είχαν κοντό μανίκι, το οποίο δεν το χρησιμοποιούσαμε. Ήταν ραμένο σαν μία τσέπη και βάζαμε λάστιχο για να΄χουμε να ανάβουμε φωτιά και ξυλαράκια μέσα. Αν δεν είχαμε λάστιχο για να ανάψουμε και να κρατήσει τη φωτιά, είχαμε κέδρο. Ξέρεις, άμα πελεκήσεις κέδρο, ο κέδρος δεν τραβάει καθόλου νερό. Πελέκησες κέδρο - άναψες φωτιά, ..ας είναι βρεγμένο, ας είναι ό,τι θέλει. Είχαμε κάτι τσακμάκια με πετρέλαιο και ανάβαμε τη φωτιά. Συνήθως στα πρόβατα είχαμε και δύο κατσίκες μαντζάρες και αρμέγαμε γάλα και το΄βραζαμε. Μετα μας έδωσαν και όπλα και σκοτώναμε ζαρκάδια και γουρούνια και τα ψέναμε.

Αριστερά η Δημητρα Τσόλη από Γιαννούλη Σουφλίου (συζ. Κώστα Μπίκου) και δεξιά η Κωνσταντινιά Μπίκου


Τότε αγοράζαμε και φορούσαμε γκούμες, …λαστιχένια παπούτσια. Το χειμώνα τις βγάζαμε και τις βάζαμε στον τροβά μέσα και περπατούσαμε με τις μάλλινες κάλτσες στο χιόνι. Γλύστραγαν οι γκούμες και ούτως η άλλως βρέχονταν, ενώ με τις μάλλινες κάλτσες κολούσες. Στο κοπάδι είμασταν δυο τσομπαναραίοι, αλλά δυο-τρεις φορές βόσκησα κατσίκια μόνος, εντελώς μόνος και από φόβο δεν είχαμε τιποτα. Έρχονταν οι λύκοι και τρώγανε, αλλά αρκούδα τόσα χρόνια δεν είδα. Ζωή μας ήταν και το σκέφτομαι τώρα και το λέω καμμιά φορά στα παιδιά, …πως είμασταν με μια κάπα, μέσα στη βροχη και μέσα στα χιόνια.

Ο τζομπάνος το καλοκαίρι την περνούσε καλά, ειδικά οι στερφαραίοι που λέμε. Τα βοσκούσανε, καιρός καλός, ούτε βροχές πολλές δεν είχε, και την ημέρα στο στάλο. Μετά σκάριζαν τα πρότα σηκώνονταν και πήγαιναν συνήθως στο ζερβό, εκει που δε χτυπούσε ο ήλιος. Προσηλιακά δεν πήγαιναν τα πρόβατα. Όταν έτρωγε ένα πρόβατο ο λύκος, έπρεπε να το γδάρεις αυτό το πρόβατο με τ΄ αυτιά, για να πας το τομάρι στον νοικοκύρη, να μη λέει ότι το΄φαγες. Τα πρόβατα ήταν σημαδεμένα στ΄ αυτιά για να γνωρίζει ο καθένας το πρόβατο του, …είχαν σημαδια. Και τα πρότα και τα γίδια. Όταν γεννιόνταν ένα αρνι το έταζαν και έλεγαν, αυτό θα το σφάξω τον Αη Γιώργη η τον Αη Δημήτρη η στη γιορτή τους. Από κείνα κοίταζαν την πλάτη, από τυχαίο αρνί δεν ελεγαν.

Αριστερά ο εξάδελφος Δημήτριος Τσιλιγγίρης από τον Προβατώνα Έβρου, με την σύζυγο του και δεξιά άγνωστος

Γάμος εξαδέλφου Δημητρίου Τσιλιγγίρη (το ζευγάρι στη μέση) από τον Προβατώνα Έβρου 

Ο πατέρας μου ο μακαρίτης έπαιζε τζαμάρα, …στη Βουλγαρία που ήταν, εκει έμαθε τη τζαμάρα. Με κόλησε κι εμένα και είπα θα κάνω κι εγω μία. Και την έκανα και εδώ την έχω. Αυτή τη τζαμάρα την έχω κάνει μόνος μου, εδώ και πολλά χρόνια, περίπου το 1958. Ήμαν στα γίδια κι εκει την έφτιαξα. Είναι από δαμασκηνιά και την τρύπησα με μια αρίδα με το χέρι. Είναι σε τρία κομμάτια και διαλύεται.  Είχα αντοχές τότε και έπαιζα, τώρα δεν μπορώ, θέλει πνευμόνια.  Έκανα και κλίτσες, κλίτσες για να πιάνουμε τα πρόβατα, όχι κεντητές.


Το 1961 πήγα φανταρος. Όταν απολύθηκα και γύρισα, με κόλησε να πάρω ένα τρανζιστοράκι. Ακριβό ήταν, χίλιες επτακόσιες δραχμές, να σε πω, …τέσσερις - πέντε πρατίνες, …αλλά το πήρα. Τότε με δούλευαν όλοι, με δούλευαν οι άλλοι, αλλά με δούλευαν και οι δικοί μου. Παλάβωσε ο Γιώργος, …πώς θα τον παντρέψουμε τον Γιώργο και τέτοια. Με τον καιρό, σιγα σιγα τ΄ αδέρφια μου με έλεγαν ...Γιώργο άνοιξε το ραδιάκι να ακούσουμε τον καιρό, να ακούσουμε κανα τραγούδι ! Δεν περνάει ένας χρόνος και όλοι οι τζομπαναραίοι είχαν από ένα τρανζίστορ στον τροβά !!  

Η Κωνσταντινιά Μπίκου με τον σύζυγο της Ιωάννη Αθανασούλα από την Μαρώνεια Ροδόπης


Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ

Τα Σαρακατσάνικα τα πράματα που είχαμε χάθηκαν. Έρχονταν και έδιναν ένα σεντόνι και έπαιρναν ολόκληρη φορεσιά. Κρίμα. Μία φορεσιά μόνο κράτησα, τη νυφιάτικη της γυναίκας μου και την χάρισα στο Μουσείο εδώ στην Αισύμη. Τη φορεσιά αυτή την έκανε η μάνα της γυναίκας μου με τα κορίτσια, τις αδελφές της. Κοίτα, η φορεσιά είχε πολύ δουλειά, …τώρα να κάνεις τέτοια φορεσιά; με τίποτα ! Έπαιρναν το μαλλί, το έπλεναν, το λανάριζαν κι έβγαζαν το φινο το καλο, το έγνεθαν, το έστριβαν και έκαναν τα κατσέλια (δυο-τρεις κλωστές μαζί στριμένες και τα περνούσαν και έκαναν τα ζικ-ζακ), τα ίδιαζαν και έκαναν το φόρεμα στον αργαλειό. Για τις φρέντζες, κάτι γυρολόγοι έρχονταν θυμάμαι και τα έπαιρναν έτοιμα. Οι άντρες φορούσαν γκιλότες τις λέγαμε, πώς έχουν οι Κρητικοί. Μετά αρχίσαμε τις ρετσίνες, έτσι τις λέγαμε, κάτι μπλε παντελόνια.

Οι γυναίκες ξεχώριζαν απ΄ το μαλλί. Οι ελεύθερες κοπέλες το μαλλί το τύλιγαν με μία κορδέλα. Μία πλεξούδα από τη μία πλευρά και μία από την άλλη, τις έφερναν στη μέση στο μέτωπο. Οι παντρεμένες τις πλεξούδες τις έκαναν κόμπο και με ένα σκοινί τις πήγαιναν πίσω και ξέραμε ότι αυτή είναι παντρεμένη. 

Ο ΓΑΜΟΣ

Ο Γεώργιος Μπίκος και η Αργυρώ Κούτρα στον γάμο τους (στη μέση) με τα αδέλφια (από αριστερά) Δημητρό, Χρύσω, Κωνσταντινιά και Κώστα

Χορός στον γάμο του Γεώργιου Μπίκου και της Αργυρώς Κούτρα

Παντρευτηκα το 1965 και η γυναικα μου ηταν η Αργυρώ Κούτρα, εδώ κοντά από τα Κοίλα. Ο γάμος έγινε στην Αισύμη, παραδοσιακά με προζύμια. Ρεύμα δεν είχαμε. Το βράδυ στους χορούς βάζαμε στάχτη και πετρέλαιο και άναβε και φώτιζε το μέρος. Μία φωτιά στη μέση και χορεύαμε γύρω γύρω. Τραγούδια με το στόμα. 

Ο Γεώργιος Μπίκος με τη σύζυγο του Αργυρώ  ( η φορεσιά της δωρήθηκε και υπάρχει στο Μουσείο Σαρακατσάνικης Παράδοσης που βρίσκεται στην Αισύμη)


 Η δωρηθείσα φορεσιά εκτίθεται στο Μουσείο της Αισύμης)


Από αριστερά : oι κόρες Παρασκευή (φορά την φορεσιά της μητέρας της) και Γιαννούλα (με κορμοφουστα)


Το 1968 πήγαμε στη Γερμανία. Στην αρχή πήγα μόνος μου και μετά πήρα και την γυναίκα μου. Καθήσαμε λίγα χρόνια και το 1977 γυρίσαμε. Τα πρόβατα τα πουλήσαμε και είχαμε αγοράσει χωράφια. Άνοιξε και η δουλειά στο Δασαρχείο με την υλοτομία και δούλευα μέχρι που βγήκα στη σύνταξη. Εμεις έχουμε δύο κορίτσια, την Παρασκευή που γεννήθηκε το 1967 και παντρευτηκε τον Γιάννη Μίγγο στο Κουτσό Ξάνθης και την Γιαννούλα που γεννήθηκε το 1971 και παντρεύτηκε τον Χρήστο Κοτζαμπάση στη Μάνδρα Σουφλίου. Έχουμε και τέσσερα εγγόνια, δύο από κάθε κόρη.


Ο Γιώργος Μπίκος με τον φλάμπουρα, στον γάμο της κόρης του Γιαννούλας 


Ο Γιώργος Μπίκος με την εγγονή του Παναγιώτα Μίγγου


Γιώργος Μπίκος