portraita

Βασίλης Μερμεκλής

Σλήβεν Βουλγαρίας
.
του Γιώργου Κολοβού

Γεννήθηκα το 1946. Εμάς μας έλεγαν Χασιμιταίοι, …νομίζω είναι απ΄ τα Χάσια, από κει. Μετά Σφετσαίοι και πότε τ΄ς είπαν Μερμεκλαίοι δεν ξέρω. Ο προσπαππούς μ΄ ήταν Μερμεκλής και τη γυναίκα τ΄ την έλεγαν Ρήνω, μέχρι εκει θυμάμαι. Ο πάππος μ΄ μου΄χε πει για τον προσπάππο μ΄ ότι τον έλεγαν Θανάση και ήταν πέντε αδέρφια, …τα δύο έμειναν εδώ και οι άλλοι είναι στην Ελλάδα. Έχουμε επαφές και μ΄ αφνούς που γνώρισα κρατάμε, …εχτές με πήρε ο Γιάννης απ΄ την Αλεξανδρούπολη. 

Τον παππού μ΄ και τη γιαγιά μ΄ απ΄ τον πατέρα μ΄ πλευρά τους γνώρισα. Ο παππούς μ΄ ο Βασίλης γεννήθηκε το 1885 και τη γιαγιά μ΄ την έλεγαν Αργύρω και ήταν απ τ΄ς Γρουναίοι, είναι μεγάλο το σόι εδώ.  Ο παππούς μ΄ απ΄ τη μάνα μ΄ ήταν ο Νικόλας Αποστολάκης και η βαβά μ΄ Μαρία, από ποιανούς ήταν δεν θυμάμαι. Δεν τους γνώρισα, …η βαβά μ΄ πέθανε όταν ήταν η μάνα μ΄ τέσσερα χρονών και ο παππούς μ΄ όταν ήταν η μάνα μ΄ δέκα εφτά χρονών, δεν είχε παντρευτεί ακόμα. Ο πατέρας μ΄ λέγονταν Θανάσης και γεννήθηκε στα 1916 και η μάνα μ΄ ήταν η Χρυσούλα, απ τ΄ς Αποστολακαίοι. Εμείς είμαστε τέσσερα αδέρφια, δυό αγόρια και δυό κορίτσια.


Ο παππούς Βασίλης Μερμεκλής με τα παιδιά του Θανάση και Δημήτρη, την κόρη του Δήμητρα και τα εγγόνια του (Βασίλη, Δημήτρη, Αργύρου και Μαρία) - Ο Βασίλης Μερμεκλής (10 ετών) στη μέση - 1956


ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Στη Βουλγαρία οι Σαρακατσαναίοι πρέπει να είναι πάνω από διακόσια χρόνια. Πρώτα αυτό που άκουσα απ΄ τον πάππο μ΄ κι απ΄ τη γιαγιά μ΄, …οι Σαρακατσιαναίοι είναι Έλληνες, …μίλαγαν Ελληνικά, δεν ήξεραν άλλη κουβέντα, μόνο Ελληνικά. Ελληνικιά κουβέντα κι Ελληνικά τραγούδια, …διαφορετικά βέβαια τα τραγούδαγαν, όμως τα ίδια τραγούδια. Οι πρώτες κουβέντες απού άκουσα ήταν απ΄ τον παππούλη μ΄. Μο΄λεγε που οι Σαρακατσιαναίοι έφευγαν από Ελλάδα. Σαν περιοχή ότι ξεκίνησαν οι παλιοί έλεγαν απ΄ τα Γιάννενα, από ποιό μέρος δεν θυμάμαι να μ΄ έλεγε, όμως μου΄χε πει …ξεκίνησαν να φύβγουν και ο προσπαππούς επειδή είχαν πολλά παιδιά είπε τη γυναίκα τ΄ : πάρε τον Βασίλη και άσε τον Γιώργο και φεύγα να μη σας πιάσουν. Αυτός έμεινε εκει με τα πρόβατα με τον πιό μεγάλο το γιό.

Ο παππούς μ΄, ήμαν το πρώτο τ΄ αγγόνι και μ΄αγάπαγε πάρα πολύ κι εγώ τον αγάπαγα κι αυτός μο΄λεγε πολλές κουβέντες, …μολόγαε για τον Κατσιαντώνη, για τον Δίπλα και για τον Καραισκάκη. Δεν είχε πάει σχολείο, …τα΄χε ακούσει αυτά και μας έλεγε ιστορίες και τραγούδια. Μας έπαιζε και θέατρο :  …ακόμα μικρός ήταν ο Κατσιαντώνης και φαίνονταν απ΄ θα γένει κλέφτης. Τρούχαε το μαχαίρι και πάνκι στ΄ασπόνια, τα χορτάρια, …σήκωνε το σιγκούνι και κίναε να σφάξει τ΄ς Τούρκοι. Αυτό έχω ακούσει εγώ απ΄ τον παππούλη μ΄.


Αδέρφια Μερμεκλαίοι - Όρθιοι οι Χρήστος, Νικόλαος και Γιώργος και καθιστοι ο παππούς Βασίλης (κρατάει τη φωτογραφία) και Γιάννης


ΝΟΜΑΔΕΣ ΣΕ ΞΕΝΗ ΧΩΡΑ

Οι Σαρακατσιαναίοι εδώ στη Βουλγαρία τα καλοκαίρια έβγαιναν στον Αίμο και πριν να κλείσουν τα σύνορα ξεχείμαζαν σε διάφορα μέρη, προς την Τουρκία και προς την Ελλάδα. Οι θκοί μας παλιά πήγαιναν προς την Τουρκία, ξεχείμαζαν εκει και τα καλοκαίρια έβγαιναν απάν στον Αίμο. Αυτοί που έβγαιναν στη Ρίλα, ξεχείμαζαν στην Ελλάδα προς τις Σέρρες. Εμεις είμασταν ανατολικά απ΄ το Σλήβεν, πηγαίνοντας προς τη Μαύρη Θάλασσα, είναι μιά πόλη Αετός λέγεται, Ελληνικό είναι το όνομα και έβγαιναμε στο βουνό που γεννήθηκα εγώ. Το χειμώνα ξεχείμαζαμαν κατ΄, σ΄ ένα μέρος που το΄λεγαμαν Μαγαρλάρι, κοντά στη Σωζόπολη.

Το κράτος παλιά μας άλλαξε τα ονόματα. Δεν έγραφε το επίθετο μας, έγραφε το όνομα του παππού σε –ωφ, …δεν έγραφε Μερμεκλίεφ, έγραφε Βασίλ Ατανάσοφ μόνο. Ήξεραν ότι είμαστε Έλληνες, αλλά ήθελαν να πουν ότι είμαστε Θράκοι. Δεν είχαμε δικαιώματα να πάμε στην Ελλάδα, ούτε να ρωτήσουμε για τα σόια μας, …πολύ δύσκολα. Οι Σαρακατσάνοι πήγαιναν κανονικά φαντάροι στο Βουλγαρικό στρατό. Επικοινωνία με τους Σαρακατσάνους στη Σερβία δεν είχαμαν, είχαν αυτοί που έμεναν βορειοδυτικά, απ΄ το Κάρλοβο και πέρα προς τη Μπεργκόβιτσα, …Βράτσα, Βέτσες, …αυτοίν ήρθαν από κει. Την περιοχή δυτικά στη Βουλγαρία την έλεγαν Καλαμπόκι κι εμεις τους Σαρακατσάνους εκει τους λέμε Καλαμποκιώτες.   Τ΄ς μάνα μ΄ το σόι, αδερφή τ΄ παππού μ΄, την έδωσαν εκει, όντ΄ αυτός ήταν εφτά χρονών. Τόσα χρόνια δεν την είχε ιδεί και μετά πήγε να την ιδεί, αλλά ήταν πάρα πολύ μακρυά, …τότε με τι να παν!

Εμείς νομάδες είμασταν και τα έζησα όλα αυτά, …τα καλύβια, τη στράτα, το βουνό. Το βουνό απ΄ τα χειμαδιά ήταν κοντά, τρία – τέσσερα κονάκια ήταν. Πριν ξεκινήσουμε έπαιρναν τ΄ αλαφρώματα και πάαιναν για να τ΄ αφήσουν πουθενά σε χωριό εκει κοντά και τα υπόλοιπα τα φόρτωναν στ΄ ΄άλογα. Οι γιαγιές έπαιρναν τα μεγαλύτερα τα παιδιά, να παν μπροστά, να περπατούν, ήξεραν πού θα παν. Τα μικρότερα τα΄βαναν απάνω στ΄αλογο, με τα μπαγκάζια, με τα όλα και τα τράβαγαν οι γυναίκες. Τ΄ άλογα τα τράβαγαν στολισμένα κορίτσια για παντρειά και νυφάδες. Στο καράβανι άντρας απάνω σ΄ άλογο δεν υπήρχε. Το βράδυ στην τσιατούρα, …η τσιατούρα ήταν σκούρα καφέ από τραγίσιο μαλλί, με τα τρία τα ξύλα και τις φούρκες από μεργιά να την τεντώσουν. Από πίσω έβαζαμε πανί οπωσδήποτε, από μπροστά μερικές φορές. Εκει έφκιαναν στα ταψιά πίτες κι έτρωγαμε και νιαρστά, τα΄καναν οι γυναίκες με τυρί. Οι Βούλγαροι δεν μας πήραζαν, μας έβλεπαν που είμασταν νομάδες. Στη στράτα είχε και Βλάχους Γραμμουστάν΄δες νομάδες, αλλά εμεις δεν τ΄ς συναντούσαμε, …αυτοί πήγαιναν στα Ροδόπια. Στα Ροδόπια είχε και μερικές οικογένειες Σαρακατσιαναίοι απ΄ πήγαιναν, όμως δεν ήταν κοντά στα Ελληνικά τα σύνορα.


Ο παππούς Βασίλης Μερμεκλής με το γιό του Δημήτρη, τη νύφη του Αναστασία και την κόρη του Δήμητρα - 1959


ΣΤΑ ΚΑΛΥΒΙΑ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ

Όταν έφταναμε στο βουνό, τα καλύβια μερικές φορές τα΄βρισκαμε και μερικές φορές τα΄χαν κάψει. Είχαμε δέκα - δεκαπέντε καλύβια, …όλα ορθά και στα χειμαδιά πάλι ορθά είχαμαν, …δεν θυμάμαι διπλο καλύβι. Τα καλύβια τα έκαναν περισσότερο οι γυναίκες, …και τα λούρα και το σκέπασμα, η περισσότερη δουλειά πέρναγε απ΄ τις γυναίκες. Βέβαια και οι άντρες βόηθαγαν στα λούρα, στο σήκωμα και στο δέσιμο. Μεσ΄ στο καλύβι μέναμε πάρα πολλά άτομα. Πέντε θειάδες, ο πάππος μ΄ κι η βαβά μ΄, ο λαλάς μ΄, κι εμεις τέσσερι, …δώδεκα άτομα σ΄ ένα καλύβι. Ύστερα έκαναν  κι άλλο καλύβι και χώρ΄σε ο πατέρας μου, εγω όμως κοιμάμαν ακόμα με τις θειάδες εκει. Μέσα είχαμε ραφάκια, και βάτρα, αλλά κρεββάτια δεν είχαμαν, κοιμόμασταν καταή. Καλύβι με σταυρό εγω είχα ιδεί, …πίστευαν πάρα πολύ, …και σταυρό και μέσα το εικόν΄σμα και η βαβά μ΄ κούρταε την καντήλα. Έκανε το σταυρό της και το βράδυ πριν ακουμπήσει και το πρωί όταν σ΄κόνωνταν.

Στο τσελιγκάτο που είμασταν εμεις οι Μερμεκλαίοι είχε κι άλλες οικογένειες. Ο παππούς μ΄ είχε πεντακόσια πρόβατα. Τα στέρφα ήταν μακρυά, τα γαλάρια ήταν εκει κοντά και τα΄φερναν να τα αρμέξουμε το βράδυ. Εμεις τα μικρά παιδιά βόηθαγαμαν τους γονείς μας, …πάγαιναμαν και στα πρόβατα και στ΄ άλογα. Ξεκίνησα κοντά τα πρόβατα με το θείο μ΄ το λαλά μ΄, νύχτωναμαν με το κοπάδι, πάγαινα από πίσω να τα μαζώνω και φοβάμαν απ΄ τους λύκους, …έμπαινα μέσα στα πρόβατα απ΄ τον φόβο μ΄. Είδα λύκο στα κοντινά, …ήμουν δέκα χρονών και μ΄ έστειλαν πρωί – πρωί να βρου τ΄ άλογα που πάν΄γαν στις βοσκές, …κι ήταν μια φτερόλακα και λίγο αντάρα. Πήγα σε ένα - δυό μέτρα απ΄ τον λύκο, …και δεν μπόρεσα να φωνάξω, …απ΄ το φόβο μ΄ κόπ΄κι η φωνή. Ο λύκος σ΄κώθκι κι έφυγε κι εγω γύρ΄σα πίσω να πάρω τον αδελφό μ΄ που ήταν πιο μικρός να πάμε μαζί συνοδιά να βρούμε τ΄ άλογα.  

Οι γυναίκες ασχολούνταν με το γνέσιμο, απ΄ το μαλλί, …να το πλύνουν, να το ξάνουν, να το γνέσουν, να το βάλουν στον αργαλειό,να το φκιάσουν το σκτί, το κατασάρκι και όλα τα ρούχα. Το πλύσιμο γίνονταν στο ποτάμι. Κατέβαζαν στο κορμί τα καζάνια και ζέσταιναν νερό. Όταν δεν είχε στεγνώσει ακόμα το μαλλί και ήταν βαρειά, πάγαιναν και άλογα. Οι γναίκες μπάνιο έκαναν στην καλ΄βούλα και οι άντρες στο ρέμα. Οι άντρες είχαν και όπλα τότε, κρυφά, ..είχαν μπιστιόλες για το λύκο. Και καυγάδες γίνονταν, …όπου έχει καπνό δεν μπορεί να μην έχει και φωτιά, …μάλωναν τα τσελιγκάτα, τα οτζάκια για τα σύνορα.


Ο παππούς Βασιλής Μερμεκλής (αριστερά) και ο Γιώργος Μερμεκλής - 1923


Η ΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ

Το 1958 την άνοιξη, είμασταν κατ΄ στα χειμαδιά και …οι δικοί μας είχαν ακούσει ότι θάλα μας τα πάρουν τα πρότα, …αλλά δεν ήξεραν τι να κάνουν. Το κράτος, είχαν βάλει τ΄ς κυνηγοί, …και θυμάμαι εγώ,  …έρχονται έτσι από πέρα απ΄ τη ράχη, …έρχονται αυτοί οι κυνηγοί με τα τ΄φέκια τ΄ς, για να μάσουν τα πρότα. Κλάμα και η γιαγιά μ΄ είχε πέσει, λιγοθύμησε, …τι να κάνει, αυτή ήταν όλη η περιουσία της οικογένειας. Τους είπαν όμως, …αν θέλετε να πάτε αλλού να τα δώσετε, σε άλλη περιοχή, μπορείτε να τα δώσετε. Οι θκοί μας θ΄μάμαι τ΄ς λεν να παν σε μια κωμόπολη κοντά στο Καζανλί, στη Σίπκα, …ήταν κάτι συγγενείς μας εκει. Και πήραμε τα πρόβατα και τα πήγαμε εκει να τα γράψουν. Χαρτί δεν πήραμε και μας άφησαν από πέντε πρόβατα. Πάρα πολύ δύσκολα, ούτε σπίτι, ούτε νοικοκυριό, ούτε φορεσιά. Ήταν με τα Σαρακατσιάνικα τα ρούχα, …πώς θα παν τα παιδιά σχολείο χωρίς ρούχα, χωρίς παπούτσια, χωρίς τίποτα. Έκαναμαν καλύβια για τελευταία φορά και μετά πήγαμαν στο χωριό. Αγόρασαν ένα μικρό σπίτι ο παππούς μ΄ με τον πατέρα μ΄ και άρχισαν να δουλεύουν στα κολχόζια, στα χωράφια. Εμεις τα παιδιά ξεκίνσαμαν σχολειό, …δεν ήξεραμε γλώσσα, εγώ δεν ήξερα καθόλου, ήμαν δώδεκα χρονών. Έμαθα τα Βουλγάρικα και ύστερα με έδωσαν τα δικαιώματα να πάρω δυό φορές από δυό τάξεις, επειδή ήμαν καλός μαθητής, για να μπορέσω να φτάσω την ηλικία μου.


Κούκλες με γυναικείες φορεσιές κοσμούν το σπίτι του Βασίλη Μερμεκλή


ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣΙΕΣ

Η γυναικεία φορεσιά δεν ήταν έτσι, όταν ήμαν εγώ μικρός θυμάμαι οι γυναίκες είχαν μικρά τα μαντήλια, τις σαλιάρες,  αλλά τα τελευταία χρόνια, μετά το 1950 άρχισαν ν΄ αλλάζουν. Ένας προς τον άλλον ήθελαν να είναι κάμα πλούσια η σαλιάρα, να φαίνονται. Στο κεφάλι είχαν μπόνα, …την έφκιαναν στον αργαλειό, την ύφαιναν. Η παντρεμένη τα μαλλιά τ΄ς τα΄φκιανε κόμπο στο μέτωπο στο κέντρο και φαίνονταν ότι είναι παντρεμένη. Οι γυναίκες τα ρούχα τα Σαρακατσιάνικα τα κράτησαν μέχρι το 1962 – 63 έτος, …οι άντρες τα πέταξαν. Εδώ στη Βουλγαρία οι άντρες τα σιγκούνια τα΄βγαλαν από παλιά, ο παππούς μ΄ τα μολόγαγε αυτά για τα σιγκούνια, αλλά μετά δεν φορούσαμε σιγκούνια, μόνο μπουτούρια, Και φουστανέλες φορούσαν, αλλά μετά άρχιζαν να τις βάζουν μόνο σαν επίσημη φορεσιά για γάμους. Άσπρες φαρδιές φουστανέλες. Από παν είχαν το σοκόρφι, μαύρο ήταν και φορούσαν και σκούφια, αστραγάνι.  


Ο Βασίλης Μερμεκλής με τον γιό του Θανάση και τον εγγονό του Βασίλη


ΟΙ ΧΑΡΕΣ

Οι γάμοι πιο πολύ γένονταν το καλοκαίρι. Τα συβάσματα τα΄καναν οι γοννήδες, άλλαζαν τα μαντήλια, τα δαχτυλίδια και έλεγαν πότε θα γένει ο γάμος. Πριν παν να δώσουν τα καλέσματα, έραβαν το φλάμπουρα και ετοιμάζονταν να παν να πάρουν τη νύφη. Αν ήταν σμά, πάαιναν  πεζοί, αν ήταν μακρυά με τ΄ άλογα. Κίναγαν, τραγούδαγαν, …΄΄και που μας πας βρε Σύρο μου, βρε Σύρο καπετάνιε, στη Μακρυνίτσα βρε παιδιά και στου παπά το σπίτι΄΄. Πάν΄γαν οι σχαριάτες μπροστά και τ΄ς έδωναν τα καλούδια και τα μαντήλια. Όταν ήταν να πάρουν τη νύφη να φύγουν, έλεγαν …΄΄σήκω μαννούλα μ΄ ζύμωσε, βάλε ν΄ ανεβατήσεις΄΄. Το κορίτσι δεν ήξερε απου΄ναι συβασμένο, μετά καταλάβαινε απ΄ θα το παντρέψουν. Το΄κρυβαν στο τσόλι και τον γαμπρό τον είχαν σ΄ άλλο καλύβι. Το βράδυ χοροί και τραγούδια, παν΄γαν να ποδέσουν τ΄ νύφη, να την κεράσουν. Τραγούδια όλα με το στόμα, δεν είχε όργανα.

Μετά το γάμο έκαναν θέατρο, …άντρες ντένονταν στα γυναικεία ρούχα και ήτανε ο πατέρας του κορίτσι και ο πατέρας του παιδιού και παν και το χάλευαν το κορίτσι και έπαιζαν το θέατρο. Αυτό γίνονταν τη Δευτέρα μετά το γάμο. Το κορίτσι ήταν κάποιο αγόρι που ήταν ντυμένο στα γυναικίσια ρούχα. Και αν δεν μπορούσαν να τα βρουν οι γοννήδες, …το΄κλεβαν το κορίτσι!


Ο Βασίλης Μερμεκλής και ο Μήτρος Γρίβας, τραγουδούν στο σπίτι της Ομοσπονδίας στο Σλήβεν


ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Τα τραγούδια τα έμαθα απ΄ τους γονείς μου, …και περισσότερο απ΄ τον παππού μ. Ο Σαρακατσιάνος εδώ δεν ήξερε ...τ ΄βαρκούλα, …αυτό είναι Ελληνικό τραγούδι, το τραγούδαγαν στην Ελλάδα. Και για καράβια, …κίνησαν τα καράβια τα Ζαγοριανά, κίνησε κι ο καλός μου πάει στην ξενιτιά, … Αυτά τα τραγούδια τα΄ξεραν οι παλιοί και τα πήραμαν όλοι εμεις. Και ό,τι ήρθε από την Ελλάδα ήταν μέχρι το 1944.

Από τα πολύ παλιά τραγούδια που έλεγε ο παππούς μ΄, θυμάμαι:


Ποιός να΄ταν κιός που το΄λεγε, εψές με το φεγγάρι
και τι καλά τραγούδαγε και τι καλά το λέει
ξυπνάει τ΄ αηδόνια στις φωλιές και τα πουλιά στις κούρνες
ξυπνάει μιάν κόρην έμορφη, στον ύπνο που κοιμάνταν
τον άκουσε, τον άρεσε και θέλει να τον πάρει
αυτού π΄ θα πας λεβέντη μου, να ΄ρθω κι εγώ κοντά σου
να φκιάνω δείπνο να δειπνάς, γιόμα να γιοματίζεις
να φκιάνω και το φάρο σου, να γκιζεράς καβάλα
αυτού π΄ θα πάω κόρη ξανθή, κοράσια δε διαβαίνουν
αυτού είναι Τούρκοι ανύπαντροι και ……

Ήθελα να πάρω ανήφορο, λίγον ανηφοράκο
ήθελα να πάω στα σόια μου, στ΄ αδερφοξάδερφα μου
σαν πήγα και τους έλαβα σ ένα καλό τραπέζι
που΄χαν τ΄ αρνιά να ψένονται, κριάρια σουβλισμένα
που΄χαν κι ένα καλό κρασί, να πιούν τα παληκάρια 


● ● 


Αποσπάσματα από την αφήγηση του Βασίλη Μερμεκλή 
και απόδοση δύο παραδοσιακών Σαρακατσάνικων τραγουδιών 



Ο Βασίλης Μερμεκλής τραγουδά Σαρακατσάνικα τραγούδια 
με τους Μήτρο Μπατάκο και Μήτρο Γρίβα


● ● 



Ο Βασίλης Μερμεκλής με τη γυναίκα του Ελένη 



Με τον Βασίλη Μερμεκλή στην Καραντίλα


Ευχαριστώ πολυ τούς φίλους μου Βαγγέλη και Γιώτα Γαλαζούλα και τη γυναίκα μου Ελευθερία, για τη συμμετοχή τους στη συνέντευξη αυτή