portraita

   ΤΟ ΕΝΔΟΓΑΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΩΝ


του Θεόδωρου Γ. Γόγολου

Ενδογαμία είναι η παράδοση που επιβάλλει τη σύναψη γάμου μεταξύ ατόμων της ίδιας κοινωνικής ομάδας. Πρόκειται για παράδοση, η οποία τηρούνταν αυστηρά στις κοινωνίες παλαιοτέρων εποχών με τις ποικίλες «κλειστές» κοινωνικές ομάδες (φυλές, εθνοτικές ομάδες, κάστες, συντεχνίες, κοινωνικές τάξεις κ.α). Βασικά κριτήρια για την εφαρμογή και τη λειτουργία του ενδογαμικού συστήματος ήταν  : 1) Ο τόπος (Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο) - 2) Η κοινή οικονομική βάση και το κοινό πολιτιστικό υπόβαθρο (κοινωνικές τάξεις) - 3) Η καταγωγή (π.χ. οι  ινδικές κάστες ή οι διάφορες εθνοτικές ομάδες) - 4) Το επάγγελμα (οι διάφορες συντεχνίες ή σινάφια) - 5) Το θρήσκευμα (π.χ. τα διάφορα δόγματα και οι  θρησκευτικές αιρέσεις) - 6) Η κληρονομικότητα της εξουσίας (π.χ. οι διάφοροι βασιλικοί οίκοι). Συνήθως, βασικό ρόλο έπαιζε ο συνδυασμός πολλών από αυτά τα κριτήρια. 

   Η ενδογαμία για τις διάφορες μειονοτικές ομάδες στάθηκε κοντά στα άλλα και μια μορφή πολιτιστικής άμυνας απέναντι στην ευρύτερη κοινωνία που βρέθηκαν οι ομάδες αυτές. Οι Έλληνες μετανάστες, για παράδειγμα, στην Αμερική και στην Αυστραλία ζητούσαν από την Ελλάδα νύφες, για να κρατήσουν την εθνική τους καθαρότητα. Οι παλιότεροι θυμούνται τις καραβιές των κοριτσιών που στέλνονταν στους μακρινούς αυτούς προορισμούς. Η ενδογαμία εδώ τηρούνταν αυστηρά μέχρι και την τρίτη μεταναστευτική γενιά. Το ενδογαμικό σύστημα σ’ αυτές τις περιπτώσεις βοηθούσε να συντηρηθούν η γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα, η θρησκευτική πίστη, οι χοροί και τα τραγούδια και άλλες ελληνικές παραδόσεις. Κοντολογίς το ελληνικό πολιτισμικό σύστημα. Το ίδιο ισχύει και με τους Σαρακατσαναίους της Βουλγαρίας και με  τη μειονότητα των Ελλήνων στην Αλβανία (Βορειοηπειρώτες).


Οικογένεια Βασίλη Μερμεκλή - Σλήβεν Βουλγαρίας - 1956 

    Θα πρέπει, ωστόσο, να διαχωρίσουμε τον όρο ενδογαμία από εκείνον της αιμομιξίας. Ο δεύτερος αναφέρεται στο γάμο μεταξύ στενών συγγενών, ο οποίος οδηγεί σε δυσάρεστα αποτελέσματα σχετικά με την υγεία των απογόνων. Το φαινόμενο, όμως, να μετατρέπεται η ενδογαμία σε αιμομιξία δεν εξέλιπεν. Όταν «στένευε» ο κύκλος της κοινωνικής ομάδας, τότε παραβιάζονταν και οι απαγορευτικοί κανόνες της συγγένειας. Το φαινόμενο παρατηρείται, κυρίως, στο στενό κύκλωμα των βασιλικών οίκων στην Ευρώπη. Φαινόμενο που οδήγησε στην «βασιλική» ασθένεια της αιμοφιλίας (αιμορροφιλίας).

  Σήμερα, με την επανάσταση της πληροφορικής και της τεχνολογίας γενικότερα, η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων διευκολύνθηκε αφάνταστα, «ο κόσμος όλος έγινε ένα απέραντο χωριό», όπως, μάλλον αφελώς και με περισσή σχηματικότητα, διατείνονται οι κοινωνιολόγοι. Πάντως, γεγονός είναι ότι στις σημερινές ευρείες και ανοιχτές κοινωνίες αλέθονται και ομογενοποιούνται έθιμα και πατροπάραδοτες συνήθειες. Τοπικές διάλεκτοι και ιδιώματα εξαφανίζονται με γοργό ρυθμό. Είναι, λοιπόν, φυσικό να ατονίσει και το ενδογαμικό σύστημα με τα κριτήριά του. Στέλνει, για παράδειγμα, ο άλλος το γιο του για μεταπτυχιακές σπουδές στις Λόντρες και στα Παρίσια κι αυτός «ξεκαμπάει»1 (μαζί με το πτυχίο ;), έχοντας στο πλάι του μια χαριτωμένη Γαλιδούλα ή μια ξανθιά δίμετρη Σκανδιναβή.


 Γάμος Β. Παρλάντζα και Α. Βωβούσα - Περτούλι - 1923

    Η ενδογαμία των Σαρακατσαναίων, για να έρθουμε στα «καθ’ ημάς», εντάσσεται μάλλον στην κατηγορία  των συντεχνιακών ενδογαμικών συστημάτων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Αγγελική Χατζημιχάλη, σε ένα περίφημο άρθρο της2, χαρακτηρίζει τα τσελιγκάτα και τους νομάδες κτηνοτρόφους πρωτόγονες συντεχνίες (σινάφια). Αυτό σημαίνει ότι η ενδογαμία εδώ επιβαλλόταν από την κοινή επαγγελματική απασχόληση (να ξέρει η γ’ναίκα απού βιο), από τον τρόπο ζωής τους (να ξέρ’ τα χούια3 μας). Τρόπος ζωής που οριζόταν  από τις συνεχείς μετακινήσεις, την έλλειψη σταθερής κατοικίας και μόνιμης εγκατάστασης. Τέλος να ξέρει τις καθαρά γυναικείες ασχολίες που απαιτούσε η σαρακατσάνικη οικοτεχνία (υφαντική, κεντητική, τυροκομική τέχνη):

Τα παλληκάρια τα καλά θέλουν καλές κουπέλες,

Να ξέρουν ρόκα κι αργαλειό, να ξέρουν να υφαίνουν.

   Απόρροια του συστήματος ήταν η πληθώρα των εθίμων και των εκδηλώσεων που συνδέονταν με το γάμο. Οι Σαρακατσαναίοι, προκειμένου να «χαλέψουν» σε γάμο μια κοπέλα εξέταζαν εξονυχιστικά πολλά πράγματα: 1) Το σόι (γένος). Αν προερχόταν, δηλαδή, από δυνατό και νοικοκυρεμένο γένος. Με άλλα λόγια εξέταζαν το έχει (βιος, οικονομική κατάσταση) και τη σειρά (την ιστορική συνέχεια και την νοικοκυροσύνη του γένους). Με βάση αυτά τα στοιχεία η κοινότητα των Σαρακατσαναίων διαχώριζε τα γένη σε ισχυρά ή ανίσχυρα, σε καλά ή κακά. Μια μορφή ταξικότητας διέκρινε την όλη οργάνωσή της. Φαίνεται, λοιπόν,ένα γένος να υπολόγιζε, με το γάμο και  την εξ αγχιστείας συγγένεια, την ενδυνάμωση και του δικού του γένους. - 2) τ’ ανάμ’4 (το καλό όνομα, η καλή φήμη του κοριτσιού ή αντίστροφα του αγοριού). Στην περίπτωση αυτή ήταν προσόν σημαντικό για τον επίδοξο γαμπρό ή την υποψήφια νύφη η καλή φήμη, που τους συνόδευε. Ακόμη κι όταν περνούσαν απαρατήρητοι στην κοινότητα των Σαρακατσαναίων ήταν πλεονέκτημα. Φράσεις, όπως «ακούσ’κε ή δεν ακούσκ’ε» συνηθίζονταν κατά τη διάρκεια της «εξονυχιστικής» αυτής εξέτασης. Η πρώτη  αναφέρεται στη δυσμενή φήμη της νύφης ή του γαμπρού, δυσμενή για λόγους ηθικούς και συμπεριφοράς και η  δεύτερη στην περίπτωση που ήταν άτομα, τα οποία δεν έδιναν αφορμές για δυσμενή σχόλια. - 3)  Η ηλικία. Οι Σαρακατσαναίοι παντρεύονταν σε νεαρή ηλικία. Ιδιαίτερα οι γυναίκες σπανιότατα υπερέβαιναν το 25ο έτος όντας ανύπαντρες, ενώ οι άντρες, περιμένοντας να παντρευτούν οι αδερφές τους, κάποιες φορές, ξεπερνούσαν τα τριάντα. Το νεαρό της ηλικίας ευνοούσε την ευγονία και την πολυτεκνία, στοιχεία απαραίτητα για την ενδυνάμωση της ευρείας πατριαρχικής οικογένειας με τις ποικίλες ποιμενικές ενασχολήσεις. Ένα σαρακατσάνικο τραγούδι εκφράζει παραστατικά το παράπονο της κόρης που παραμεγάλωσε ανύπαντρη:

Νια Πέφτη τα μεσάνυχτα, τις δώδεκα η ώρα.

Μάνα και κόρη μάλωναν κι απ’ τα μαλλιά τραβιόταν.

Μάνα μου δεν με πάντρευες, φόντα ήμουν στον κιρό μου

Στα δικαεφτά, στα δικαουχτώ, γύρα στα εικουσιένα

Τώρα τριανταπεντάρισα και κοντεύου τα σαράντα.


 Οικογένεια Κωνσταντίνου Γίδαρου - Παλαιά Σερβία - 1952

 

    Ιδιαίτερη προσοχή έδιναν στο θέμα της συγγένειας. Έλεγαν χαρακτηριστηκά: «Το σόι κρατάει εφτά ζωνάρια5», δηλαδή εφτά γενιές. Δεν παντρεύονταν μεταξύ τους «όθε έκρουε το αίμα», όπου υπήρχε περίπτωση να συγγενεύουν. Φυσικά, η παρέλευση επτά γενεών για τη σύναψη του γάμου είναι ένα σχήμα υπερβολής, που αποσκοπεί να τονίσει τον κίνδυνο της αιμομιξίας. Στην πράξη η σύναψη γάμου επιτρεπόταν, όταν παρέρχονταν τρεις γενιές. Σπανίως παντρεύονταν μεταξύ τους τριτοξάδερφα.

    Η ενδογαμία τηρούνταν αυστηρά έως τις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα. Προπολεμικά είναι σπανιότατες οι περιπτώσεις εξωγαμίας. Ακόμη κι αυτές συνδέονταν με άτομα που «ξέφευγαν  απ’ του σ’νάφι», είτε  λόγω σπουδών, είτε επειδή προτίμησαν άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες ή πήραν το δρόμο της ξενιτιάς. Η «έξοδος» των Σαρακατσαναίων από το ενδογαμικό σύστημα συμπίπτει με την μόνιμη εγκατάστασή τους στα χωριά, η οποία συνεπάγεται σημαντικές αλλαγές στον τρόπο ζωής τους (εγκατάλειψη του νομαδισμού, αλλαγή επαγγελμάτων, σπουδές κ.ά). Η μεταβολή αυτή δειλή κι αργόσυρτη στην αρχή (δεκαετία του εξήντα) είναι πιο έντονη τις επόμενες δεκαετίες. Οι πρώτοι γάμοι «έξω από το σινάφι» συνδέονταν, κυρίως, με περιπτώσεις ατόμων που ατύχησαν στη ζωή τους (χηρεία, περασμένη ηλικία για γάμο κ.α). Αυτοί οι γάμοι συνιστούν ένα κεφάλαιο ξεχωριστό στην ιστορική πορεία των Σαρακατσαναίων. Θυμάμαι με συμπάθεια τις δυσκολίες προσαρμογής αυτών των γυναικών στο ξένο προς αυτές γλωσσικό και ευρύτερα πολιτιστικό περιβάλλον.


 Γάμος Μαρίας Βρύζα - Ορφάνι Καβάλας - 1957

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν οι περιπτώσεις εξωγαμίας πολλαπλασσιάστηκαν με γοργό ρυθμό. Οι σπουδές, η μετανάστευση,η αλλαγή επαγγέλματος, η αστυφιλία οδήγησαν προς αυτή την κατεύθυνση. Μια κοινότητα, όπως η σαρακατσάνικη κλειστή και εσωστρεφής, ξανοίγεται με απίστευτη προσαρμοστικότητα στην ευρύτερη κοινωνία. Αυτή η «έξοδος» είχε και τα θύματά της : αλλοίωσε ήθη, έθιμα, πατροπαράδοτες συνήθειες και εκδηλώσεις.  Το ενδογαμικό σύστημα των Σαρακατσαναίων ακολούθησε κι αυτό την πορεία που είχαν και άλλα αντίστοιχα συστήματα ενδογαμίας (συντεχνειακά, εθνοτικά, τοπικά κτλ.). Μια πορεία σταδιακής αποδυνάμωσης μέσα σ’ έναν κόσμο ανοιχτό κι ανακατεμένο. Σε έναν κόσμο που ευνοεί την απελευθέρωση του ερωτικού συναισθήματος, κάτι που δεν συνέβαινε στο πλαίσιο της αυστηρής ηθικής που διέκρινε την σαρακατσάνικη κοινότητα. Απεναντίας τα αισθήματα καταπιέζονταν και δεν έπαιζαν κανένα ουσιαστικό, τουλάχιστον, ρόλο στην περίπτωση του γάμου.


 Γάμος Γιαννούλας Μπίκου - Αισύμη Έβρου

   Η οργάνωση των Σαρακατσαναίων σε συλλόγους την τελευταία πεντηκονταετία, η οποία οδήγησε τους Σαρακατσαναίους σε μια αλληλογνωριμία και μια συσπείρωση με τις διάφορες εκδηλώσεις (ανταμώματα, χοροί, συνέδρια κ.α), δεν κατάφερε να αναχαιτίσει, τουλάχιστον, αποτελεσματικά την βαθμιαία αποδυνάμωση του συστήματος.  Οι σύλλογοι, παρά το γεγονός ότι κινητοποίησαν μεγάλο μέρος της σαρακατσάνικης νεολαίας με στόχο να γνωρίσει τη σαρακατσάνικη παράδοση (χορευτικά τμήματα, χορωδίες κι άλλες εκδηλώσεις των νέων που πλαισιώνουν τους συλλόγους), δεν μπόρεσαν να τονώσουν την ενδογαμία. Λίγοι γάμοι προέκυψαν από αυτή την επαφή των νέων. Αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν οι λόγοι και οι αιτίες που δημιουργούσαν και συντηρούσαν θεσμούς και συστήματα.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1) ξεκαμπάω =παρουσιάζομαι από τον κάμπο, φανερώνομαι αιφνίδια. 

2) βλ. Αγγελική Χατζημιχάλη: Μορφές από τη σωματειακή οργάνωση των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι συντχενίες – Τα σινάφια. Πηγή.LHellenisme contemporain, Αθήναι1953

3) χούγια = συνήθειες

4) το ανάμι = λέξη τουρκικής προέλευσης, το όνομα, η θετική φήμη που συνοδεύει κάποιον.

5) Την ίδια αντίληψη συναντάμε και σε άλλες πατροπαράδοτες κοινότητες, όπως είναι οι Αρβανίτες των ορεινών περιοχών της Βοιωτίας. 

   

 Οικογένεια Γιώργου Σούτα και Ασήμως Γρίβα - Κότελ Βουλγαρίας