portraita

Δυο ξένοι και μια Ρωμιά στις Σαρακατσάνικες στάνες


                              Θεόδωρος Γ. Γόγολος

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι τα ονόματα του Κάρστεν Χεγκ, της Αγγελικής Χατζημιχάλη και του Τζον Κάμπελ πρωτοστατούν στην σαρακατσάνικη βιβλιογραφία. Ένας Δανός, ένας Άγγλος και μια Ελληνίδα αριστοκράτισσα. Πιστοποιητικά που δεν διευκόλυναν καθόλου την προσέγγισή και την επικοινωνία τους με τους μάλλον φιλύποπτους Σαρακατσαναίους. Επικοινωνία που συντελείται σε  δύσκολους καιρούς για τον τόπο μας. Μάλιστα δε, όταν ο προνομιακός χώρος συνάντησης με την κοινότητα των Σαρακατσαναίων ήταν η δυσπρόσιτη και πολύπαθη Ήπειρος. Παρά τους δυσμενείς αυτούς υποκειμενικούς και αντικειμενικούς παράγοντες,  που ασφαλώς δυσκολέψανε τους τρεις ερευνητές, τα αποτελέσματα της έρευνάς τους ήταν αξιοθαύμαστα. Οι δυο ξένοι κατέστησαν με τα βιβλία τους γνωστούς τους Σαρακατσαναίους στην παγκόσμια βιβλιογραφία και η Ελληνίδα λαογράφος   «σύστησε» με τον καλύτερο τρόπο τους φερέοικους αυτούς ποιμένες στο αναγνωστικό κοινό των Ελλήνων, συντρίβοντας τα αρνητικά στερεότυπα που τους συνοδεύανε.

 

● ● 

 

Ο Κάρστεν Χεγκ (1896-1961), πτυχιούχος της ελληνικής κλασικής φιλολογίας, έρχεται στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1922 με στόχο να μελετήσει ένα από τα πολλά ιδιώματα της ελληνικής γλώσσας και να εκπονήσει τη διδακτορική του διατριβή. Εικοσιπέντε χρονών παλικαράκι, που  είχε προλάβει να «καταβροχθίσει» στο μεταξύ τα αρχαία ελληνικά και να μάθει επαρκώς τη νέα ελληνική γλώσσα, ώστε να συννενοείται άνετα. Έρχεται στην Αθήνα, προσπαθεί να γνωριστεί με τους πνευματικούς κύκλους της πρωτεύουσας, για να προσανατολιστεί σε κάποιο γλωσσικό ιδίωμα. Συμπτωματικά γνωρίζεται με τον  γιατρό Αναγνωστόπουλο  από το Πάπιγκο, ο οποίος του προτείνει να μελετήσει το γλωσσικό ιδίωμα των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου. Σε μια Ήπειρο κυριολεκτικά ληστοκρατούμενη. Μια ανασφάλεια διάχυτη επικρατούσε σε όλη την ενδοχώρα, ιδιαίτερα  στους πολλούς ορεινούς όγκους, όπου ήταν διάσπαρτες οι σαρακατσάνικες στάνες. Ετούτος ο παράξενος Δανός, ωστόσο, έχει κάποια στοιχεία από εκείνα που διέκριναν τους Ευρωπαίους περιηγητές του 18ου  και 19ου  αιώνα: αγάπη για την περιπέτεια, τόλμη έως αποκοτιά, περιέργεια για το άγνωστο. Ρομαντικός και ελληνολάτρης συνάμα.

 

 
Σαρακατσάνες με τα παιδιά τους στο Μιτσικέλι 1922 (Φωτ. C. Hoeg)
 

   Πριν ξεκινήσει την έρευνά του για τη γλώσσα των Σαρακατσαναίων, θέλει να γνωρίσει τον τόπο, γιατί πιστεύει ότι ο άνθρωπος είναι ο τόπος του. Με κέντρο τα Γιάννενα εξακτινώνεται σε όλες τις περιοχές της Ηπείρου. Επισκέπτεται το Πωγώνι (Δελβινάκι, Βήσσανη), την Άρτα με τις εκκλησιές, το κάστρο και το γιοφύρι της, την Πρέβεζα, την Πάργα, την Παραμυθιά. Πηγαίνει ακόμη στους Παξούς και στην Κέρκυρα. Επιστρέφει στα τέλη Ιουλίου του 1922 στα Γιάννενα και ανεβαίνει στο  Πάπιγκο κι αρχίζει συστηματικά να επισκέπτεται τις στάνες των Σαρακατσαναίων. Συγκεκριμένα επισκέπτεται τις στάνες: του Αλέξη Τσουμάνη και του Κωτσιούλα Τσουμάνη (Πάπιγκο), του Μιχάλη Τσουμάνη, του Ηλία Βαγγελή και του Θωμά Κωσταντάκου (Τσεπέλοβο), του Νικόλα Κούλη (Μπάρκα) και του Βασίλη Κατρή (Μιτσικέλι). Εξοπλισμένος με ένα «πρωτόγονο» μαγνητόφωνο και μια φωτογραφική μηχανή, επιχειρεί μια επιτόπια και πρωτογενή έρευνα, η οποία στηρίζεται στη μέθοδο της παρατήρησης και της συνέντευξης και συνοδεύεται από το οπτικό και ακουστικό  αποδεικτικό υλικό (φωτογραφίες, μαγνητοφωνήσεις).

   Κάτω από την πίεση του χρόνου προσπαθεί να γνωρίσει και τους Σαρακατσαναίους της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας το φθινόπωρο του 1922. Επισκέπτεται τη Θεσσαλονίκη, τα Τρίκαλα (Περτούλι) και την Καλαμπάκα. Μια προσπάθεια μάλλον άκαρπη, γιατί συμπίπτει χρονικά με την μετακίνηση των τσελιγκάτων από τα βουνά στα χειμαδιά. Ουσιαστικά επισκέπτεται μια μόνο στάνη στο Βέρμιο (στάνη των Γιαννακουλαίων), από την οποία αποκομίζει λίγα στοιχεία (τραγούδια, αφηγήσεις). Από εκεί παίρνει το δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα του για να καταλήξει άρρωστος από ελονοσία στην Βιέννη. Εκεί έρχονται και τον συναντούν οι δικοί του.

 

 

 Αποτέλεσμα της όλης του προσπάθειας ήταν ένα δίτομο έργο το 1925, γραμμένο στα γαλλικά με τον τίτλο το  Les Saracatsans, une tribu nomade Grecque (Οι Σαρακατσανοι, μια ελληνική νομαδική φυλή), που υποβλήθηκε ως διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, απ’ το οποίο και εγκρίθηκε. Ένα βιβλίο εμβληματικό, το οποίο δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση του σαρακατσάνικου γλωσσικού ιδιώματος˙ περιέχει επιπλέον ένα σχετικά εκτενές εθνογραφικό σημείωμα, πολλά λαογραφικά στοιχεία, πλήθος δείγματα φιλολογικής λαογραφίας (τραγούδια, θρύλους, παραδόσεις, παραμύθια). Όσον αφορά στο γλωσσικό μέρος του βιβλίου, ο Χεγκ επιμένει περισσότερο στο φωνητικό και στο μορφολογικό σύστημα του ιδιώματος. Για να αποδώσει τους πολλούς φωνηεντισμούς και γενικότερα την προφορικότητα του σαρακατσάνικου λόγου, χρησιμοποιεί στη γραφή του το διεθνές φωνητικό αλφάβητο. Το γλωσσικό μέρος του βιβλίου συμπληρώνεται από ένα βασικό λεξικό του ιδιώματος και από μια καταγραφή των ξένων λέξεων που συναντάμε σ’ αυτό, επιμένοντας στην προέλευση, την ετυμολογία  και τη σημασιολογία τους. Ένας πολύτιμος οδηγός για όσους καταγίνονται με την λεξικογραφία που αφορά στο σαρακατσάνικο ιδίωμα. 


        

      Το έργο του, με την φροντίδα της Αδελφότητας Σαρακατσαναίων Ηπείρου, μεταφράστηκε στα Ελληνικά και εκδόθηκε το 2006 στα Γιάννενα. Την μετάφραση έκανε η Ελένη Τσουμάνη – Γιαννάκη και την φιλολογική επιμέλεια της έκδοσης είχε ο φιλόλογος Ευάγγελος Παπιγκιώτης. Μια δουλειά άψογη από κάθε άποψη. Προηγουμένως (2001) μεταφράζεται επίσης στα ελληνικά και το ημερολόγιό του (Ένας Δανός στις στάνες των Σαρακατσαναίων της Πίνδου) με την φροντίδα του Ινστιτούτου της Δανίας στην Αθήνα και μεταφράστρια την Παναγιώτα Γούλα. Ένα βιβλίο όπου καταγράφει  σύντομα και περιεκτικά την περιπέτειά του στις σαρακατσάνικες στάνες που επισκέφτηκε. Χρήσιμο οπωσδήποτε για τις πληροφορίες που δίνει.


● ● 

   

Δέκα χρόνια αργότερα ακολουθεί τον ίδιο δρόμο η Αγγελική Χατζημιχάλη (1895 -1964). Στόχος της να γνωρίσει και να περιγράψει την λαϊκή τέχνη των Σαρακατσαναίων (υφαντουργία, κεντητική, ξυλογλυπτική κ.α.). Προηγουμένως έχει επισκεφτεί πολλές σαρακατσάνικες στάνες (Αττική, Βοιωτία, Πελοπόννησος, Θεσσαλία κ.α.). Δυο καλοκαίρια (1931- 1932) τα περνά στις στάνες του Ζαγορίου (Τσεπέλοβο). Στις ίδιες στάνες από τις οποίες πέρασε κι ο Χεγκ (στάνη Ηλία Βαγγελή, στάνη Νίκου Τσουμάνη- Νικομιχάλη, στάνη Κωστανάκου κ.α). Έρχεται σε μια εποχή σχετικά ήρεμη στην Ήπειρο. Η ληστεία, με τους νόμους της τελευταίας κυβέρνησης Βενιζέλου, έχει εξαλειφθεί και επικρατεί σχετική ασφάλεια. Άλλου είδους, όμως, προβλήματα ανακύπτουν: με τον ερχομό των προσφύγων, μετά την μικρασιατική καταστροφή, γίνεται αναδασμός της γης στα πεδινά της Πρέβεζας και της Άρτας, οι καλλιέργειες επεκτείνονται και οι λιβαδότoποι περιορίζονται. Αυτό οδηγεί σε μια φθίνουσα πορεία των μεγάλων τσελιγκάτων. Επιπλέον οι ανύπαρκτες συγκοινωνίες την εποχή αυτή στην Ήπειρο καθιστούν δύσκολες τις μετακινήσεις της. Ύστερα οι δυσκολίες επαφής για μια γυναίκα με την ανδροκρατική κοινωνία των Σαρακατσαναίων είναι περισσότερες. Μια μεγαλοαστή με αλλον αέρα και άλλους τρόπους δύσκολα γίνεται αποδεκτή από την σχετικά κλειστή ποιμενική κοινότητά τους. Παρά τις πρώτες επιφυλάξεις, η Χατζημιχάλη με την επικοινωνιακή της ικανότητα καταφέρνει να τους προσεγγίσει και να γίνει ιδιαίτερα αγαπητή. 

 

 
 Στράτα της οικογένειας Καζούκα στην Αμφιλοχία το 1940 (Αρχείο Αγγελικής Χατζημιχάλη)

 

            Ενώ αρχική της πρόθεση ήταν η μελέτη της λαϊκής χειροτεχνίας των Σαρακατσαναίων, καθώς βρέθηκε μπροστά σε έναν λαογραφικό πλούτο (γλώσσα, τραγούδια, έθιμα, παραδόσεις κτλ.), αποφασίζει στο τέλος να προβεί σε μια ολιστική (oλόπλευρη) μελέτη του σαρακατσάνικου βίου. Η επιτόπια έρευνά της δεν διαφέρει ουσιστικά από εκείνη του Χεγκ. Στηρίζεται στην παρατήρηση και στην συζήτηση – πληροφόρηση. Η διαφορά της από τον Δανό καθηγητή έγκειται στο γεγονός ότι η Χατζημιχάλη συμμετέχει περισσότερο στις δημιουργικές εργασίες των γυναικών. Μπαίνει στον αργαλειό τους, βοηθά στο στήσιμο των καλυβιών τους, τις παρακολουθεί στενά στο κέντημα, στην επεξεργασία των μαλλιών, στο βάψιμό τους κ.ά. Επιπλέον, στα μέρη που επισκέπτεται ζητά από τους δασκάλους, τους γραμματείς, τους κοινοτάρχες κ.ά. να συγκεντρώσουν στοιχεία για τους Σαρακατσαναίους της περιοχής και να της τα στείλουν. Ακολουθεί το παράδειγμα του Νικολάου Πολίτη, που πρώτος αυτός εφάρμοσε την δια αλληλογραφίας συγκέντρωση λαογραφικών στοιχείων. Μέθοδος, ωστόσο, παρακινδυνευμένη, γιατί αρκετοί από τους πληροφορητές της, από ολιγωρία ή άγνοια, έστελναν και λαθεμένα στοιχεία. Τα όποια λάθη εντοπίζονται στο βιβλίο της οφείλονται κατά κανόνα στη χρήση αυτής της μεθόδου. 

 


  Το έργο και η προσφορά της Αγγελικής Χατζημιχάλη δεν μπορεί να αποτιμηθεί με ακρίβεια, γιατί άφησε μεγάλο μέρος του υλικού  της ανέκδοτο. Χρόνια τώρα περιμένουμε την έκδοσή του, αλλά πουθενά φως. Από το υλικό που εκδόθηκε το 1957 σε ένα πολυσέλιδο τόμο με τον τίτλο ΄΄Σαρακατσάνοι΄΄, συμπεραίνουμε ότι επιδίωκε μια συστηματική και λεπτομερή παρουσίαση του Σαρακατσάνικου βίου. Πρόκειται για ένα έργο μνημειώδες, όπου μελετάται  σχεδόν ολόπλευρα ο σαρακατσάνικος βίος. Μελετώνται εκτενώς τα ζητήματα της καταγωγής και της ιστορικής πορείας των Σαρακατσαναίων, η γεωγραφική τους εξάπλωση, ο υλικός και ποιμενικός τους βίος, οι αντιλήψεις, τα έθιμά τους, ο πνευματικός και ηθικός τους βίος, η δομή του τσελιγκάτου, η καταγραφή των σαρακατσάνικων τσελιγκάτων σε όλη τη χερσαία Ελλάδα, η λαϊκή τους τέχνη. Όλα αυτά δοσμένα σε μια γλώσσα ρωμαλέα και παραστατική, αλλά και ταυτόχρονα ακριβόλογη, στοιχεία που ικανοποιούν και την αισθητική απόλαυση και την επιστημονική περιέργια του αναγνώστη.  Ωστόσο, επαναλαμβάνω, το έργο που εκδόθηκε δεν μας δίνει τη δυνατότητα να αποτιμήσουμε το μέγεθος της προσφοράς της σχετικά με την λαογραφία των Σαρακατσαναίων. Χρέος του Ιδρύματος Χατζημιχάλη (Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης «Αγγελική Χατζημιχάλη») είναι η έκδοση του ανέκδοτου υλικού που αφορά τους Σαρακατσαναίους. Όλοι το οφείλουμε στην μνήμη της μεγάλης αυτής Ελληνίδας.

 

● ●  

 

Εικοσιδύο χρονια αργότερα (1954) καταφθάνει στο Καρτέρι της Θεσπρωτίας ο Άγγλος κοινωνικός ανθρωπολόγος και ιστορικός Τζον Κένεντι Κάμπελ (1924-2009), συνοδευόμενος από τη σύζυγό του Σίλια, επίσης ανθρωπολόγο. Στο Καρτέρι ζουν αυτή την εποχή πολλές σαρακατσάνικες οικογένειες, οι οποίες εγκαταστάθηκαν εδώ μετά τη φυγή των Τσάμηδων. Χρησιμοποιούσαν τους λιβαδότοπους της περιοχής για χειμαδιά και το καλοκαίρι ανέβαιναν με τα κοπάδια τους, άλλες στο Κεντρικό Ζαγόρι (κυρίως στο Σκαμνέλι) κι άλλες στο Δυτικό Ζαγόρι (Πάπιγκο). Γογολαίοι (Θοδωρακαίοι), Καρβουναίοι,  Τσουμαναίοι, Παπιγκιωταίοι, Δοσαίοι και Παπαρουναίοι είναι τα γένη (σόια) που εγκαταστάθηκαν εδώ. Είναι μια εποχή δύσκολη για τον Άγγλο ερευνητή που έρχεται σε μια Ήπειρο καθημαγμένη από δυο πολέμους. Σπαρμένη από τα άχαρα κατάλοιπά τους: σφαίρες, σκουριασμένες χειρομβοβίδες, κάλυκες, κομμάτια όλμων και εν πολλοίς ναρκοθετημένη, ιδίως στα βόρεια και ορεινά μέρη. Την ίδια εποχή το κυπριακό ζήτημα βρίσκεται στο «φόρτε» του με το αντιβρεττανικό πνεύμα ιδιαίτερα οξυμμένο, μετά τα «καμώματα» των Άγγλων στη μαρτυρική Μεγαλόνησο. Η πρακτορολογία δίνει και παίρνει και η καχυποψία προς τους ξένους έντονη. Μια ατμόσφαιρα καθόλου πρόσφορη για επιστημονικές έρευνες.

 


 

     Το παράξενο αυτό ζευγάρι, όμως, δεν δυσκολεύεται να κερδίσει την αποδοχή των Σαρακατσαναίων, οι οποίοι φιλοπερίεργοι, όπως ήταν, δεν άργησαν να το «μελετήσουν», προτού αρχίσει αυτό τη δική του μελέτη. 

Αντιγράφω μια σπαρταριστή αφήγηση της θειάς μου της Πάτρας (αδερφής του πατέρα μου) που  γνώρισε από κοντά το ζεύγος Κάμπελ :

«Όταν ήρθι ου Τζονς μι τ’ Τζονινα τ’ς έφκιασαν οι Θουδουρακαίοι ουρθό κουνάκι ικεί σ’ν ακρούλα. Αυτήνους ήταν πρόβειους άνθρουπους. Αυτην’ ήταν πρέτσκια. Νια μέρα κάτ(ι) του’ πι, κάτ’ τ’ς είπι, τσακώθ΄καν. Κάν’(ει) τουν κατήφουρου αυτήν’(η)  φουρκισμέν’ (η) .

-Πού πααίν’ς, μουρή; Τσ’ς λέου . – Θα φύγου, μ’ λέει.

Πού τουν κακό τ’ς τουν κιρό θα πάϊνι.; Του πουλύ ως τ’ Μαζαρακιά.

Σι κάνια ώρα τ’ δουκήθ’κι ου Τζονς.- Μην είδαταν τ’ Τζόνινα;

-          Έκαμι σιαδώ τουν κατήφουρο , τ’ λέου.

-          Παίρ’ του τζιπ κι πάει να τ’ χαλέψ (ει).Στ’ στράτα βρίσκει του μπάρμπα σ’ του Γιώργου ( ο άντρας της θειας μου Γιώργος Καρβούνης).

-          Μην είδις τ’ Τζόνινα; τ’ λέει – Διάφ’κι ιδώ τουν κατήφουρο πεισμουμέν’ τ’ λέει.

-          Ικεί σ’μα κουντά στ’ Μαζαρακιά τ’ βρίσκουν. Τ’ βάνουν στου τζιπ να τ’ φέρουν πίσου. Γυρνάει  ου μπάρμπας σου  κι τ’ς λέει: - Α μουρή ζαγάρα τ’ κιερατά, έχ’ς αυτόν τουν αχμάκ’(η) κι τα κάν’ς αυτήνα. Να σ’ είχα ιγώ, όχι πουλύ, κάνα  κουστιτράουρου μαναχά, να σ’φέρου δυο κατακέφαλους να λαρώσεις.

-          Τ’απόγιομα ήρθι στου κουνάκ(ι) κι τ’ς έφκιασα καφέ. Αν τ’ν έπιανις απ’ τ’ μύτ’(η) θα να’ σκαγι.

-           Άντρα ντικό σου ντεν είνι καλό , μ’ λέει. Το κι το μου’πι.

-          Ε, μουρ’ Τζόνινα , τ’ς  λέου, να ‘μαστε κι μεις ψίχα ταπ’νότιρες , για να πιράμι καλύτιρα.»

    Η σύντομη κι ευτράπελη αυτή αφήγηση φανερώνει την διαφορά νοοτροπίας ανάμεσα στον ερευνητή και στους ανθρώπους που πασχίζει να μελετήσει. Παράλληλα, όμως, καταδεικνύει και τη φιλόξενη διάθεση των Σαρακατσαναίων και το βαθμό οικειότητάς τους με τους δυο ξένους. Επιπλέον, διαφαίνεται στη συμβουλή της σαρακατσάνας, ένας προτεινόμενος μηχανισμός άμυνας του γυναικείου φύλου απέναντι στο ανδροκρατικό σαρακατσάνικο περιβάλλον: η ταπεινότητα συνδυασμένη με την υπονοούμενη αυτοσυγκράτηση. 

 

 

   Ο Τζον Κάμπελ, παρότι ήλθε σε μια εποχή που ο σαρακατσάνικος βίος άρχισε με αργό ρυθμό  να διαφοροποιείται (αρχίζει η μόνιμη εγκατάσταση, σπάει σιγά – σιγά ο άγραφος νόμος της ενδογαμίας, η σαρακατσάνικη κοινότητα ξανοίγεται περισσότερο στην ευρύτερη κοινωνία κ.ά), κατάφερε να διασώσει πολλά στοιχεία  που συνιστούν το ήθος, την νοοτροπία των Σαρακατσαναίων και  άλλα που περιγράφουν τους ρόλους των δυο φύλων και ορίζουν τον τρόπο λειτουργίας της οικογένειας και και της ευρύτερης κοινότητάς τους. Επιπλέον, εξετάζει τις σχέσεις των Σαρακατσαναίων με τους  μηχανισμούς εξουσίας (πολιτικούς, οικονομικούς, ευρύτερα κοινωνικούς), σχέσεις εξάρτησης.

  Η επιστήμη που διακονεί ο Άγγλος επιστήμονας, η κοινωνική ανθρωπολογία, είναι μια επιστήμη που στρέφει το ενδιαφέρον της στις μικρές κοινωνίες που συνήθως διακρίνονται από κάποια πρωτόγονα στοιχεία και είναι κοινωνίες «άνευ γραφής» ή είναι κοινότητες με «πριμιβιτιστικά»  γνωρίσματα στην κουλτούρα τους που καταφέρνουν να επιβιώσουν σε ευρύτερες «εγγράμματες» κοινωνίες. Η κοινωνική ανθρωπολογία εστιάζει, κυρίως, στα στοιχεία της διαφορετικότητας (ετερότητας) που διακρίνουν αυτές τις κοινότητες από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, στο οποίο είναι  είναι ενταγμένες.

  

Σαρακατσάνικα κονάκια στο Καρτέρι Θεσπρωτίας 1960 (Φωτ. John Campbell)

 

    Ο Τζον Κάμπελ,  όπως ορίζει η επιστήμη του, ακολουθεί την επιτόπια έρευνα. Παρακολουθεί την σαρακατσάνικη κοινότητα ένα χρόνο (1954-55) σε όλες της τις εκδηλώσεις. Στόχος του δεν είναι απλώς να τους παρατηρεί, αλλά και να συμμετέχει σ’ αυτές. Να παιδεύεται και να συμπάσχει με αυτούς που μελετά.Θέλει να βιώσει τον τρόπο ζωής τους, ώστε να κατανοήσει πλήρως την βαθύτερη ουσία των ενεργειών, των εκδηλώσεων και εν γένει των συμπεριφορών τους. Ασπάζεται ουσιαστικά εκείνο που λένε πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί: «Ο ιστορικός πρέπει να διαθέτει οξύ κριτικό πνεύμα και το χάρισμα της συμπάθειας». Με το πρώτο αναλύει σε βάθος το αντικείμενό του, με τη συμπάθεια κατανοεί τις ανθρώπινες ενέργειες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τις δικαιολογεί. Έτσι η επιτόπια έρευνά του στηρίζεται στις εξής μεθόδους: Παρατήρηση, συνέντευξη - πληροφόρηση, συμμετοχή, βίωση του αντικειμένου μελέτης.   

    Εφαρμόζοντας αυτές τις μεθόδους συνέγραψε το βιβλίο του: Honour, family and patronage (Τιμή,  Οικογένεια και  Πατρωνία). Όπως δηλώνει κι ο τίτλος, ο Κάμπελ επικεντρώνει το ενδιαφέρον του σε τρία κυρίως στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη σαρακατσάνικη κοινότητα: α) Στην τιμή, στην υπόληψη δηλαδή και στο ρόλο που παίζει στην κλειστή κοινωνία των Σαρακατσαναίων. Είναι γνωστό ότι οι Σαρακατσαναίοι λογάριαζαν πολύ τ’ ανάμ(ι) , το καλό όνομα, δηλαδή, και την φήμη που το περιβάλλει. Όχι μόνο σε ατομικό επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο της οικογένειας και του γένους ακόμη. Πληθώρα επιθέτων, παροιμίων και εκφράσεων στο λεξιλόγιό τους τονίζουν τη σημασία της τιμής π.χ σοϊκός, άσογος, σοϊλής, σειραλής κ.α. β) Η οικογένεια. Εδώ τον ενδιαφέρουν περισσότερο η οργάνωσή της οικογένειας, η δυναμική της και οι ρόλοι ανδρών και γυναικών γ) Η πατρωνία, το σημαντικότερο ίσως μέρος του έργου. Εδώ εξετάζει της σχέσεις εξάρτησης της κοινότητας από τους μηχανισμούς εξουσίας, σχέσεις εν πολλοίς πελατειακές ή σχέσεις εκμετάλλευσης (π.χ. έμποροι) κ.α. Το έργο του Τζον Κάμπελ χαρακτηρίστηκε την εποχή που γράφτηκε πρότυπο εθνογραφικής εργασίας, τόσο για το περιεχόμενό του, όσο και για την επιστημονική του μέθοδο.

 

 ● ● 

               

Επιχειρώντας μια σύγκριση ανάμεσα στους τρεις αυτούς «Σαρακατσανολόγους» διαπιστώνουμε αρκετές ομοιότητες και σημαντικές διαφορές. Και οι τρεις επιλέγουν ως πεδίο έρευνας την κοινότητα των Σαρακατσαναίων της Ηπείρου. Και οι τρεις συναντούν σημαντικές δυσκολίες στην πραγμάτωση της έρευνάς τους. Όλοι τους ακολουθούν την επιτόπια έρευνα, οι μέθοδοι της οποίας εξελίσσονται, καθώς προχωρούμε χρονικά από τον έναν στον άλλον. Και οι τρεις εξαίρουν την σαρακατσάνικη  ανιδιοτελή και ανεπιτήδευτη  φιλοξενία. Όλοι τους δελεάζονται από τον λαογραφικό πλούτο που συναντούν στη σαρακατσάνικη κοινότητα και επεκτείνουν την εργασία τους πέρα από το ειδικό αντικείμενο μελέτης, άλλος περισσότερο (Χεγκ, Χατζημιχάλη) κι άλλος λιγότερο (Κάμπελ). Ο Χεγκ και η Χατζημιχάλη υποστηρίζουν την αρχαιοελληνική καταγωγή των Σαρακατσαναίων, ο Κάμπελ, χωρίς να απορρίπτει αυτή την άποψη, δεν παίρνει θέση. Περιορίζεται στη διαπίστωση της Ελληνικότητας τους και τους ξεχωρίζει από άλλες νομαδικές ή ημινομαδικές ομάδες του ελληνικού χώρου. Ο Άγγλος ανθρωπολόγος είναι πιο προσγειωμένος στο αντικείμενό του, λιγότερο ενθουσιώδης και πιο ρεαλιστής. Και οι τρεις, ωστόσο, έγραψαν βιβλία – συντάγματα, βιβλία αναφοράς για τους κατοπινούς μελετητές του νομαδικού σαρακατσάνικου βίου.

 

       ● ●           

     

0 Θεόδωρος Γόγολος γεννήθηκε το 1948 στον Ξηρόλοφο Θεσπρωτίας (Σαρακατσάνικη στάνη Γκιούρμεζας). Γονείς του ήταν ο Γεώργιος και η Ευθυμία Γόγολου. Στα παιδικά του χρόνια έζησε την παραδοσιακή νομαδική ζωή των Σαρακατσαναίων. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Παραμυθιάς και σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Υπηρέτησε ως καθηγητής στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Μετά τη συνταξιοδότησή του το 2011, συνεχίζει να διδάσκει εθελοντικά σε ενήλικες, αρχαία ελληνικά, νεοελληνική λογοτεχνία και ιστορία στο Πνευματικό Κέντρο της Ι. Μητροπόλεως Κηφισιάς. Είναι τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας «τα Σαρακατσάνικα Χαιρετήματα» που εκδίδει από το 2001 η «Αδελφότης των εν Αθήναις Σαρακατσαναίων Ηπείρου». Επιμελήθηκε σε συνεργασία με του Θεοχάρη Ι. Γιαννακό τη συλλογή δημοτικών τραγουδιών «Σαρακατσάνικα τραγούδια της Ηπείρου», έκδοση Α.Σ.Η.Α., Αθήνα, 1983. Φιλολογικές εργασίες του δημοσιεύθηκαν στα φιλολογικά και εκπαιδευτικά περιοδικά: Φιλολογική, Νέα Παιδεία, Εκπαιδευτικά. Ποιήματά του και λογοτεχνικές κριτικές δημοσιεύθηκαν στα λογοτεχνικά περιοδικά: Το Πλανόδιον, Θέματα Λογοτεχνίας, Ποιητικά, Πανδώρα και Φιλολογική Πρωτοχρονιά. Άρθρα του δημοσιεύθηκαν επίσης στα περιοδικά «Σαρακατσαναίοι», «Τζουμερκιώτικα Χρονικά» και στα αφιερωματικά βιβλία - λευκώματα «Η Σαρακατσάνα, εικόνα και λόγος» και «Σαρακατσαναίοι, πορεία στον τόπο και τον χρόνο».