portraita

Ελένη Γκολεμίτσα

Σύζυγος Βασίλη Μερμικλή - Σλήβεν Βουλγαρίας 

του Γιώργου Κολοβού
Γεννήθηκα το 1953 σ΄ ένα χωριό εδώ την άκρη του Σλήβεν, …στο βουνό απάν, αλλά μ΄ έγραψαν στο χωριό. Ήταν πιό κοντά το χωριό, το Σλήβεν ήταν λίγο τρανόμακρο. Ο πατέρας μ΄ ήταν ο ……… και η μάνα μ ήταν απ τ΄ς Κουτσοπετραίοι. Η μάνα της μόνο αυτήν απόμεινε στη Βουλγαρία, όλα τ’ αδέρφια τ΄ς κι οι αδερφάδες, απόμ΄ναν στην Ελλάδα. Ιμείς δεν βρήκαμαν σόια, άλλα ξαδέρφια θ΄κα μ΄ βρήκαν.

Αν και ήσουν μικρή, θυμάσαι πως ήταν τότε η ζωή στα καλύβια ;

Γεννήθ΄κα σε καλύβι και, …λίγο θυμάμαι ένα ρεματάκι πως πέρναγε έτσι από μπροστά τα καλύβια. Κάθομασταν εκει στο καλύβι με τη γιαγιά και με τον παππού. Θ΄μάμαι αρνάκια εκει ήφερναν και τα τάιζαμαν με το γάλα τα μικρότερα. Θ΄μάμαι ο πατέρας μ΄ και η μάνα μ΄ μας ξύπναγαν με τα Σαρακατσάνικα τραγούδια, αλλά νούδ΄εγώ νούδε τ΄ αδέρφια μ΄, κανένας δεν μπορεί να τραγ΄δάει.Οι γναίκες πάν΄γαν στο ποτάμι, πάν΄γαν για ξύλα, πάν΄γαν για νερό, βόηθαγαν τ΄ς άντρες στα πρόβατα, πολύ δουλειά, οι γυναίκες είχαν πάρα πολύ δουλειά. Ξεγεννούσαν και τα πρόβατα, είχαν και πολλά παιδιά, ...για τη γυναίκα ήταν πολύ δύσκολη εκείνη η ζωή.

Πώς έφτιαχναν τότε οι Σαρακατσάνες τις γυναικείες φορεσιές ;

Τότε είχαμαν Σαρακατσάνικα ρούχα. Οι μεγάλες οι γυναίκες είχαν τα δικά τ΄ς τα ρούχα και οι γριές είχαν μαύρα. Θυμώμαι, η μαμά μ΄ έλεγε πριν ήταν μορά κόκκινο (βυζαντινό κόκκινο), μετά γίν΄καν μαύρα, μαύρα τα΄σερναν, εγώ τη θ΄κή μ΄ τ΄ γιαγιά τη θ΄μώμαι με μαύρα ρούχα. Από σαράντα κι από πενήντα χρονών τις έλεγαν μεγάλες τις γυναίκες. Οι πιό νέες είχαν φρέντζες στα ρούχα τ΄ς, είχαν πολλές φρέντζες, …οι νυφάδες, κάμα κι οι νιότερες είχαν πιό πολύ φρέντζα, …κάμα παλιές, τρία – τέσσερα χρόνια, είχαν λιγότερη φρέντζα. Εγώ μικρή όταν ήμαν, είχα δυό φορεσιές, μίνια απ΄ τη μάνα μ΄ και μίνια η νάνω (νονά). Ήταν μικρή φορεσιά, είχε λίγο φρετζούλα στη φούστα, εδώ στο ζωνάρι φρετζούλα και τη σαλιάρα, τότε τη είχαμαν μικρότερη.

Όταν μια γυναίκα έμενε χήρα τι γινόταν ;

Αυτό που είχα ακούσει, …όταν απόμεινε χήρα, … καμπόσες γύρναγαν στο δικό τ΄ς το σόι, στο δικό τ΄ς τον πατέρα, τον αδερφό, …με τα παιδιά, για να μπορούν να τα βοηθάν, όποιος μπόραγε. Καμπόσες απου΄χαν αντράδερφο και μπόραγε να τα βοηθήσουν, έμενε εκει. Και πάλι τήραγαν να την παντρέψουν. Αλλοιώς, μαναχή γυναίκα κιά τα χρόνια, πάρα πολύ δύσκολα ήταν. Έπρεπε να πααίνει το καλοκαίρι να φκιάνει καλύβια, να πααίνει πάλι το χ΄μώνα σ΄αλλού, πολύ δύσκολα ήταν.

Πώς ήταν η ζωή μετά το 1958 που σας πήραν τα πρόβατα ;

Το 1958 μας πήραν τα πρόβατα και το 1959 έκαναμαν το σπίτι και τον χειμώνα μπήκαμαν μέσα. Εμεις το΄καναμαν το σπίτι, δεν ήταν έτοιμο. Μπήκαμαν μέσα, αλλά για παράθυρα και πόρτες, …είχαμαν βελέντζες, …όσο να΄ρθει ο άλλος ο χρόνος, να βγάλουν κάνα λεφτά που δούλευαν, να πάρουν. Ο μπαμπάς μ΄ κοντά γιν΄κι κι αυτός τζιομπάνος και μετά μαζί με τη μαμά μ΄ δούλευαν υπάλληλοι στο δασαρχείο.

Όταν μπήκατε σε σπίτι φορούσατε τα Σαρακατσάνικα τα ρούχα ;

Τα μπροστ΄νά τα χρόνια ούλα Σαρακατσάν΄κα τα΄φκιαναμαν τα ρούχα, κοντά κι ύστερα τα χρόνια αρχίν΄σαμαν και χάθ΄καμαν, …δεν έφκιαναν. Εδώ όταν ήρθαμε στο σπίτι κοντά, η μάνα μ΄ έβαλε πάλι αργαλειό κι έφκιανε ρούχα και βόηθαγαμαν, πάαιναμαν και στο σχολείο και γύρναγαμαν κι αυτή πάαινε στη δουλειά και όταν γύρναγε ύφαινε. Η μάνα μ΄ έβγαλε τα Σαρακατσάν΄κα τα ρούχα το 1964.

Πώς μάθατε τη γλώσσα, τα Βουλγάρικα ;

Εγώ αρχίν΄σα σχολείο εδώ στο Σλήβεν. Τότε τ΄ς έμαζαν τις Σαρακατσάνες κι έστελναν δασκάλες απ΄ το σχολείο εδώ απ΄ πάναγμαν εμείς και τ΄ς έβαναν να μαθαίνουν τα Βουλγάρικα, δεν ήξεραν τίποτα. Και κάθε βδομάδα το Σάββατο ¨η την Κυριακή πάγαιναν να μάθουν, να μπορούν να μιλάν. Οι γιαγιές πέθαιναν δίχως να τα μάθουν τα Βουλγάρικα.

Το Τσιότσοβο πως και έχει τόσους πολλους Σαρακατσάνους ;

Όσο έχω ακούσει απ΄ τ΄ς πιό μεγαλύτεροι, εκείνοι που έκατσαν στο Τσιότσιοβο δεν είχαν πρόβατα, δεν είχαν άλογα κι έκατσαν πιό αγλήγορα εκει, για να μπορούν να δουλεύουν και οι γυναίκες και οι άντρες και τα παιδιά τ΄ς να δουλεύουν, δεν είχαν πρόβατα δεν είχαν τι να δουλέψουν, …έτσι έχω ακούσει.

Τι απόγειναν όλες αυτές οι φορεσιές που είχατε :

Εμεις, τότε πέρασαν από ένα Μουσείο, ένα Βουλγάρικο Μουσείο εδώ στο Σλήβεν και η μαμά μ΄, από κιές τις δυό τις φορεσιές που είχα εγώ μικρή, τ΄ν είχε δώκει τ΄ μία. Κι είχε δώκει και γκουμπέδες κι όταν γύρ΄σι ο πατέρας μ΄ τη λέει, …τι δε μ΄ έλεγες να σου δώκω δέκα λέβια για να μην το δώσεις, δεν ήθελε.  Την άλλη την έχω. Έχω δυό κούκλες, μίνια μεγαλύτερη και μίνια μικρότερη απ΄ την έφκιασε η μαμά μ΄ για τη μένα. Κοντά όταν μεγάλωσαν τα θ΄κά μας τα παιδιά, εγώ έφκιασα ακόμα μίνια, απ΄ τα ρούχα της μαμά μ΄, να΄χουν και τα δυο από μίνια.



● ●