portraita


Ο Θεός έφκειασε εμάς πρώτα, κι ύστερα αφ’νούς!

-         Από πού είσαι κλωναράκι;
-         Να, από ’κείνο το δεντράκι!
Σαρακατσάνικη παροιμία

Ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα που απασχόλησαν την ανθρωπότητα από καταβολής της, είναι, αναμφίβολα, το υπαρξιακό. Ποιοί είμαστε, από πού ερχόμαστε και πού πάμε;

Γι αυτό και το ερώτημα του παιδιού κρίνεται απολύτως εύλογο:

-         Από πού προήλθε ο άνθρωπος, μπαμπά;
-         Από τον Αδάμ και την Εύα!
-         Μα γιατί η μαμά λέει απ’ τον πίθηκο;
-         Α, για τ’ εμάς λέω…δεν ξέρω για το σόϊ της μάνας σου!!!

Πάνε χρόνια κάμποσα… Ήταν, θυμάμαι, το ’96, στο Συνέδριο της Ομοσπονδίας μας, δεν θυμάμαι αν ήταν το 1ο, οπωσδήποτε όμως, πρώτο με οργάνωση σε επαγγελματική βάση που έγινε στο Πολεμικό Μουσείο, στην Αθήνα κι είχε και τον βαρύ τίτλο «Συνέδριο Σαρακατσαναίων Ελλάδος και Διασποράς»! Πω, πω, πω! Εμείς είμαστε κι άλλος κανένας σαν τ’ εμάς!

Λοιπόν, σ’ αυτό το συνέδριο συνάχτηκε, για ένα τριήμερο συναπάντημα, η αφρόκρεμα του συναφιού και με το ειδικό της βάρος, ήλπιζε να ταρακουνήσει την πρωτεύουσα της Χώρας ώστε να αποδοθεί, επί τέλους, η ιστορική δικαιοσύνη:

Ο αρχαιότερος λαός της Ευρώπης! Ποιός Όμηρος και ποιός Αριστοτέλης! Ξέρετε από ποιανούς κρατάμε εμείς; Τί Παρθενώνας και τί Μηχανισμός των Αντικυθήρων! Ωρέ, ξέρετε να φκειάνετε νερ’στά; Στριφτόπ’τα; Νια γραβανή, έστω!

Κι εκεί που πελάγωνες ανάμεσα στο στοχασμό και στα Καρτεσιανά διλήμματα, διαπίστωνες ότι βόλευε να βαφτίσεις τα ερωτήματα ρητορικά και να προσπεράσεις: Άντε, ρε, εγώ θα βγάλω το φίδι απ’ την τρύπα; Τι σου χρειάζεται; Το μασάλι λέει «Του κιοτή η μάνα δεν κλαίει καμμιά βολά»! Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει!

Και να που έγινε! Η σκηνή στη Βάρη, Παρασκευή βράδυ, στην ταβέρνα του «Τσέλιγκα». Ο οικοδεσπότης Χρήστος Γούλας, ιδρυτής και παλιός πρόεδρος του αντίστοιχου συλλόγου, είχε το κουμάντο του. Καμμιά εξηνταριά Σαρακατσαναίοι αντιπρόσωποι, μια παρέα, σ’ ένα μακρυνάρι τραπέζι από γωνία σε γωνία!

 Εγώ με την Κατερίνα καθίσαμε παρά δίπλα, σ’ ένα εξαράκι τραπέζι, με τους συναδέλφους και αδελφικούς μας φίλους Μάγδα Ζωγράφου και Σταύρο Τζιωρτζή, τον γνωστό Ολυμπιονίκη του Μονάχου.

Δεν πρόλαβε να ζεσταθεί, καλά – καλά, η ατμόσφαιρα και καταφτάνει ο Λευτέρης απ’ τη Δυτική Ελλάδα με τη Λευτέραινα παρά κοντά.

-          Α, ιδώ είστι μαζωμένοι  κι ιγώ σας έψαχνα! Και πήγαν κι έκατσαν παραπέρα με τη Λευτέραινα.
-         Καλώς τον Λευτέρη και την κυρία! Τους καλωσορίσαμε. Εγώ, βομπιράκος, δεν άντεξα:
-         Γιατί, ωρέ Λευτέρη, δεν κάθεστε με τον κόσμο, τη μεγάλη παρέα; Όλοι αντάμα κι ο ψωριάρ’ς αχώρια, απ’ λέν’ και στο χωριό μ’!
-         Άκ’σι, Βασιλάκη μ’! Ου Θιός έφκειασι ημάς, τ’ς Λευτεραίοι, πρώτοι, ίστιρα τ’ς αλλ’νούς τ’ς σαρακατσιαναίοι… κι παραίστιρα αφ’νούς απ’ κάθισι ισύ!
-          
Πάω εγώ! Μούτεψα! Λένε πως τρία ζωντανά έχουν χαρότριχα, ο λύκος, το φίδι κι η πέρδικα. Όταν τα ιδείς ή τ’ ακούσεις ξαφνικά, χαβώνεις! Κάπως έτσι πρέπει να ήμουν! Μ’ έσωσαν τα χάχανα απ’ την παρέα. Αλλά τέτοιο χ’νέρι, δεν τ’ αστοχάς ποτέ!

Το τώρα, λίγο – πολύ, το έχουμε, το χθες μας ξέχασε και το αύριο δεν μας ξέρει! Ποιοίν’  είμαστε; Να, φκειασίματα του Θεού κι εμείς μα φαίνεται πως ξεφύγαμε απ’ την ποντικότρυπα και πέσαμε στα γκρέμια, στο χαλιά  κι εκεί φυτρώσαμε. Αγκάθια, ξεράγκαθα που στα όποια φυσίματα του ντεληβοριά τσιμπιόμαστε άγρια αναμεταξύ μας! Και τσιμπάμε και τον άδολο, τον άλλο κόσμο! Πάντως ο Μεγαλοδύναμος, δεν μπορεί, εμάς έφκειασε πρώτα!

Κομοτηνή 13 Μαίου 2019
Βασίλης Σερμπέζης