portraita

Πώς η έλλειψη οράματος του κράτους δεν επέτρεψε να αξιοποιηθεί ουσιαστικά η συγκυρία στα Βαλκάνια

του Δημήτρη Γαρούφα
Δικηγόρου, πρώην προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης

Eίχα μια συζήτηση πριν από καιρό με ελληνομαθή πολιτικό από την Αλβανία για την ιστορία των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και την ελληνική παρουσία... «Αυτό που δεν πετύχατε με πολέμους το πετύχατε με την ειρήνη» μου ανέφερε, επισημαίνοντας ότι υπάρχουν αλβανικές πόλεις που το 80% των κατοίκων μιλά και γράφει ελληνικά... Την ίδια συζήτηση είχα προ ημερών με συνάδελφο από τα Σκόπια, που μου ανέφερε ότι στο Μοναστήρι το 20% των κατοίκων μιλά και ελληνικά...
Με αφορμή αυτές τις συζητήσεις θυμήθηκα παλιότερες συζητήσεις με φίλους από Βουλγαρία, Αλβανία, Σκόπια, Σερβία, Ρουμανία κ.α. που μου ανέφεραν για το ενδιαφέρον εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας σε όλες αυτές τις χώρες. Για να γίνω κατανοητός, θα κάνω μια μικρή αναφορά, επαναλαμβάνοντας πράγματα που μάλλον αγνοούν το ελληνικό κράτος και η ελληνική κοινή γνώμη.
Μετά το 1990 στα ευρύτερα Βαλκάνια δραστηριοποιούνται χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις που απασχολούν δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους σε κάθε χώρα. Επιθυμητό κριτήριο κατά την πρόσληψη υπαλλήλων συνήθως ήταν, για πρακτικούς λόγους, και η γνώση της ελληνικής γλώσσας, γεγονός που συνετέλεσε ώστε -πέραν των ομογενών- να υπάρχει ζωηρό ενδιαφέρον για την εκμάθησή της και από πολλούς νέους σε αυτές τις χώρες... Ενδεικτικά αναφέρω ότι το 1993 δημιουργείται στο Πανεπιστήμιο Σόφιας Τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας, όπου εισάγονται κάθε χρόνο 25 άτομα. Σε αυτό το τμήμα το ακαδημαϊκό έτος 1996-1997 υπήρχαν 2.055 υποψήφιοι, το 1997-1998 2.900, το 2002-2003 2.682.
Για το αντίστοιχο Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας στο ίδιο πανεπιστήμιο οι υποψήφιοι κάθε χρόνο είναι περίπου 800-900, δηλαδή περίπου το 1/3 των υποψηφίων για την Ελληνική, σύμφωνα με στοιχεία της καθηγήτριας του τμήματος αυτού Σ. Πορομάνσκα (βλ. τ. Ζ, τ. 8 σελ. 408 του περιοδικού «Ελληνική διεθνής γλώσσα»).
Αντίστοιχο ενδιαφέρον παρατηρήθηκε στα Σκόπια, στην Αλβανία και εν μέρει σε Σερβία - Ρουμανία. Δυστυχώς, η Ελλάδα δεν αξιοποίησε αυτή την πραγματικότητα και έτσι οι περισσότεροι νέοι των γειτονικών χωρών προσπαθούσαν να μάθουν ελληνικά σε κάποια φροντιστήρια (στο Μοναστήρι των Σκοπίων υπάρχουν τρία), που συνήθως λειτουργούν σύλλογοι Ελλήνων. Αν είχαμε σοβαρή βαλκανική πολιτική, έπρεπε να έχουμε ιδρύσει από το 1990 κάτι αντίστοιχο του Γαλλικού Ινστιτούτου ή του Ινστιτούτου Γκαίτε, με πιστοποιημένη διδασκαλία ελληνικής γλώσσας και παραρτήματα σε όλες τις βαλκανικές πόλεις, και πιθανώς θα είχαμε πετύχει η ελληνική γλώσσα να καταστεί γλώσσα εργασίας στα Βαλκάνια.

Από το 1995 έως το 2005 το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας με πρωτοβουλία του τότε πρύτανη Γιάννη Τσεκούρα είχε δημιουργήσει την Επιτροπή Διάδοσης Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού με πρόεδρο την καθηγήτρια Παρούλα Περάκη, που έφερνε στη Θεσσαλονίκη συνήθως εκπαιδευτικούς με ελληνική καταγωγή από γειτονικές χώρες για ταχύρρυθμα προγράμματα διδασκαλίας ελληνικών, με στόχο, επιστρέφοντας στις χώρες όπου ζούσαν, να διδάσκουν την ελληνική γλώσσα σε φροντιστήρια συλλόγων που ίδρυσαν πολιτιστικοί σύλλογοι των χωρών αυτών... Ημουν μέλος της επιτροπής και γνωρίζω ότι από αυτά τα σεμινάρια πέρασαν εκατοντάδες ομογενείς και μη, και τα αποτελέσματα υπήρξαν καλά, αλλά η προσπάθεια σταμάτησε το 2005...

Αν υπήρχαν όραμα και στρατηγική, έπρεπε η οικονομική παρουσία του Ελληνισμού στα Βαλκάνια να συνοδεύεται και από πολιτιστική, για να μεγιστοποιείται η εμβέλειά της, αλλά δυστυχώς δεν υπήρξε κάποιος σχεδιασμός για πολιτιστική παρουσία. Δεν καταγράψαμε καν αυτούς που σε γειτονικές χώρες επιμένουν να γράφουν και να εκδίδουν λογοτεχνικά βιβλία στην ελληνική γλώσσα.
Ενδεικτικά μόνο θα αναφερθώ στην περίπτωση του άγνωστου στην Ελλάδα Κόστα Κίτσεβ (Κων/νου Κίτσου), Σαρακατσάνου από το Σλίβεν στη Βουλγαρία, που το 2007 εξέδωσε την ποιητική συλλογή του με τίτλο «Γλώσσα μου, καταγωγή μου» ο σύλλογος Σαρακατσάνων του Σλίβεν, φυσικά στα ελληνικά... Το βιβλίο του είναι ένας ύμνος στην ελληνική γλώσσα για την οποία γράφει: «Σαν ποίημα του Ομήρου σε ακούω, σαν άρπα του Ορφέα στέλνεις τόνους». Ενώ, μιλώντας για τον Ελληνισμό, γράφει: «Ενας περήφανος λαός, ψηλά απλώνει χέρια, ένιωσε τη λευτεριά και κυνηγά αστέρια». Για τη μάνα Ελλάδα γράφει: «Ενα ταξίδι κάνω στην καρδιά μου, και βλέπω όλα μας τα περασμένα, βλέπω όλα που σου χρωστώ εγώ».

Τη χώρα όπου ζει, τη Βουλγαρία, τη θεωρεί μητριά, γιατί αυτός ονειρεύεται το χάδι της μητέρας Ελλάδας, γράφοντας: «Βαστώ στα χέρια μου φωτιά, κι αυτή δεν με ζεσταίνει, μα έχω άλλη στην καρδιά, αυτή που με πεθαίνει... Πέστε μου πού 'ναι τ' Αγραφα, πού ‘ναι το Καρπενήσι». Το ταπεινό βιβλιαράκι του άγνωστου αυτού Ελληνα στάζει αίμα Ελληνοσύνης, την έκσταση αυτού που στο φως μιας αστραπής γνώρισε τις ρίζες του και υπενθυμίζει από τη μέση της Βουλγαρίας «μάνα και γλώσσα μην ξεχνάς».




Σαν κι αυτόν προσωπικά γνώρισα αρκετούς ομογενείς και μη που ζουν στη Β. Ηπειρο, στα Σκόπια, στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία. Ολοι τους έχουν εξιδανικεύσει την πατρίδα Ελλάδα και θα μπορούσαν να αποτελέσουν το προζύμι αναγέννησης του Ελληνισμού στα Βαλκάνια, αν υπήρχε κάποιο όραμα και σχέδιο από το ελληνικό κράτος. Δυστυχώς, τα πολιτικά μας κόμματα δεν είχαν και δεν έχουν ακόμη συγκροτημένη βαλκανική πολιτική ελλείψει οράματος και γι’ αυτό δεν αξιοποίησαν τις ευκαιρίες που παρουσιάστηκαν...
Γιατί, αν υπήρχαν όραμα και πολιτική βούληση, και λειτουργούσαμε με οδηγό τις αρχές του οικουμενικού Ελληνισμού μετά το 1990, αξιοποιώντας τις γεωπολιτικές εξελίξεις, η χώρα μας θα μπορούσε να λειτουργεί ως περιφερειακή δύναμη ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή, προβάλλοντας την ευρωπαϊκή προοπτική της, ενώ σημαντικό ποσοστό πολιτών των βαλκανικών χωρών θα επεδίωκε να μετέχει της ελληνικής παιδείας...