portraita

Ελένη Αποστολίδη


.
του Γιώργου Κολοβού
Γεννήθηκα στις 23 του Απρίλη το 1929, …στη στράτα, …στη Γκιζέλα, στο Καράγκιοζλι κάτω απ΄ την Ξάνθη. Ξεκίνσαν απ΄ τα Λουτρά απ΄ τον Εβρο για τα βουνά της Δράμας και εκείνο το βράδυ στο κονάκι γεννήθκα εγώ. Η οικογένεια μου ήταν Κούκου. Οι Κουκαίοι δεν ήταν εδώ πάντα, …ο παππούς μ΄ απ΄ τη Βουλγαρία ήταν. Μέχρι το 1930 πήγαινε στη Βουλγαρία, …μιά εδώ και μιά εκεί. Ο παππούς μ΄ πέθανε νέος και τη γιαγιά μ΄ την άφησε χήρα, εκεί στη Βουλγαρία. Στη Στάρα Ζαγόρα, εκεί τον έχουν θαμένον. Ήταν πέντε αδέρφια, οι δυό ήρθαν στην Ελλάδα και οι τρεις έμειναν στη Βουλγαρία. Στη Βουλγαρία ήταν ένας Γιάννος, ενας Κώστας κι ο παππούς μ΄ ο Θόδωρος. Αυτοί που ήταν εδώ, …έναν τον έλεγαν Γιωργάκη κι έναν τον έλεγαν Στέφανο και είχαν από δυό παιδιά και ήταν στη Θεσσαλονίκη και στη Δράμα. Η γιαγιά μ΄ ήταν Σφέτσα, …απ΄ τ΄ς Σφετσαίοι.

Ο πατέρας μ΄ στη Βουλγαρία γεννήθηκε, …όταν πέθανε ο πατέρας τ΄ ήταν δέκα πέντε χρονών. Παλιά το χ΄μώνα πήγαιναν στην Τουρκία και ξεχείμαζαν και το καλοκαίρι στα βουνά στη Βουλγαρία. Τότε τα κράτη ήταν ανακατεμένα και όταν έγινε η οπισθοχώρηση, ήρθαν εδώ. Άλλοι έρχονταν απ΄ την Τουρκία κι άλλοι έρχονταν απ΄ τη Βουλγαρία. Είχε και έναν αδερφό, που δεν παντρεύτηκε, …εμείς τον κοίταξαμε εδώ. Ο πατέρας μ΄ το χ΄μώνα ήταν εδώ στα Λουτρά και το καλοκαίρι στη Δράμα. Ο πατέρας μ΄ πριν παντρευτεί, όντα έγινε είκοσι πέντε χρονών, πήγαινε με τ΄ς Τζελεπαίοι στη Βουλγαρία και έπαιρναν πρόβατα, κατσίκια κι αρνιά και τα πήγαιναν στην Τουρκία στην πρωτεύουσα της Τουρκίας και τα πούλαγαν. Κοπάδια ολόκληρα, σοβάτια τα΄λεγαν. Ήξερε Βουλγάρικα καλά, ήξερε και Τουρκικά και τα πήγαιναν. Όντα ν΄ ήταν και έκανε εμπόριο, ο πεθερός τ΄ ο Τζελέπης που ήταν μαζί, …τον άρεσε. Να τον έκανα γαμπρό λέει, καλά θα ήταν. Η μάνα μ΄ ήταν δέκα - δώδεκα χρόνια μικρότερη και την πάντρεψαν και έκαναν πέντε παιδιά.

Ο παππούς μ΄, ο πατέρας της μάνας μ΄ ο Γιώργος ο Τζελέπης, παντρέφκι δυό φορές. Πρώτα παντρέφκι μίνια γυναίκα που πέθανε και η δεύτερη η γυναίκα τ΄ είχε έναν Τσαραγκλή. Ένας αδερφός της μάνας μ΄ ήταν στη Ρεντίνα κι ένας άλλος στο Φλάμπουρα στις Σέρρες. Οι Τζελεπαίοι κι αυτοί απ΄ τη Βουλγαρία ήρθαν, όσοι ήρθαν πήγαν σ΄ αυτά τα χωριά. Είχα έναν μπάρμπα, αδερφό της μάνας μ΄, που ήταν στη Δράμα, η γναίκα τ΄ ήταν του Βρύζα του Γιάννη αδερφή, …κι αυτός τσέλιγκας ήταν.

ΣΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ

Το χ΄μώνα το χειμαδιό το΄καναν μερτικά – μερτικά. Τέσσερα – πέντε καλύβια εδώ, τα άλλα πιό πέρα. Και τα μαντριά ήταν έξω απ΄ τα Λουτρά, γι΄ αυτό είμασταν άλλοι εδώ και άλλοι εκεί. Το χ΄μώνα είχαμαν ορθά καλύβια και το καλοκαίρι έκαναμαν δίπλα. Το κοπάδι ήταν χίλια – χίλια πεντακόσια πρόβατα, …παραπάν δεν μπορείς να ξεχειμάσεις. Εμείς είμασταν με τ΄ς Σκευαίοι, ο Σκεύας ήταν τσέλιγκας. Εκει στα Λουτρά είχαμαν χρόνια, εκει μεγάλωσα εγώ. Στα χειμαδιά δεν έσμιγαμαν με τ΄ς Γκρέκοι. Οι βλάχοι σαν ήβλεπαν κάνα Γκρέκο, …έλεγαν, ...Γκρέκος έρχεται ! Και μέχρι τώρα που κατέφκαμαν στα χωριά, δεν έσμιγαμαν καθολ΄. Και τα πράγματα πριν να ξεκινήσουμε τα πήγαιναν ο πατέρας μ΄ ¨η η μάνα μας. Άμα έρχονταν καμμιά γειτόνισσα Γκρέκα στα καλύβια, δεν έβγαιναμαν εμείς, …σκιαζόμασταν.

Όταν ήταν να φύβγουμε απ΄ τα καλύβια, τα πράγματα τα πήγαιναμε στο χωριό. Εμεις είχαμαν ένα χωριό, Πεύκα το΄λεγαμαν, εκει πήγαιναμαν, …είχαμαν φίλοι και γνωστοί. Αν είχαμε κάνα κουτσό ζώο, κάνα σακάτ΄κο που δεν μπορεί να πάει, …τα΄φηναμαν εκει και το΄σφαζαν ο κόσμος και το΄τρωγαν. Έρχονταν ο κοσμάκος το χ΄μωνα, ...μας περίμεναν, …να φέρουμε τυρί, κασεράκι, το ένα τ άλλο. Εκει άφηναμε τα ρούχα μας τα χειμωνιάτ΄κα, κάπες και χοντρά στρώματα. Άμα είχες πολλά άλογα να κάνεις καραβάνι, έπαιρνες πράγματα, …άμα δεν είχες ;

Η ΣΤΡΑΤΑ

Από δω απ΄ τα Λουτρά ξεκίναγαμαν μετά τις 25 Μαρτιου και όταν έβγαιναμαν στα βνά, έπιαναμε τον Άγιο Κωνσταντίνο. Δυό μήνες καραβάνι έκαναμαν. Στ΄ άλογα έβαζαμε τα ρούχα μας, τα καζάνια που έκαναμε τυρί, τα καρδάρια, τα ταψιά μας που έκαναμε τις πίτες, τα σκαφίδια μας που ζ΄μώναμε ψωμί, τα βαρέλια να κουβαλάμε νερό, τα κακάβια, ...όλα σιδερένια και ξύλινα. Εμείς είχαμαν πολλά άλογα, είχαμαν και πλάρια, κι αυτά όλα με το καπίστρι τα πέρναγαμαν. Τ΄ άλογα τα φόρτωναν και οι άντρες και οι γυναίκες. Στο καραβάνι είχε μόνο δυό – τρεις άντρες και στη στράτα όλα τα έκαναν οι γναίκες, …να ξεφορτώσουν τ΄ άλογα, να κάνουν την τσιατούρα, όλα οι γναίκες.

Τα μικρά τα παιδάκια σκόνωνταν πρωί – πρωί και οι γριες τα επαιρναν, …όσα μπόραγαν και ήταν τέσσερα - πέντε χρονών και περπάταγαν, …τα΄παιρναν σιά μπροστά. Πρωί - πρωί, πριν αρχίσουν να φορτώνουν τ΄ άλογα, …έφευγαν οι γριές με τα παιδάκια, …καρακόλι το΄λεγαν ! Ύστερα πάγαιναν και τα καραβάνια. Στις βρύσες οπ΄ ήταν μας πότ΄ζαν και πάγαιναμαν και κάθομασταν, …Ά! θα φτάσουν τα καραβάνια. Άμα πέρναγαμε από χωριά, κακοχώρια τα λέγαμε, …εδώ στον Άβαντα άμα πέρναγαμε, φύλαγαν οι τσελιγκάδες, γιατί πέταγαν ντενεκέδια να γκρεμίσουν τ΄ άλογα, ...ν΄ αρπάξουν. Το βράδυ έκαναμε τσιατούρα. Ήταν μεγάλη η τέντα και μία έκαναμε πίσω τη μικρή και μία μπροστά και μαζεύομασταν. Κάθε βράδυ που κόνευαμαν έκαναμε πίτα. Το πρωί σ΄κώνουσαν, …να ζ΄μώσεις, …να μάσεις ξύλα να κάνεις γάστρο,  …κι έρχονταν κι ο τζιομπάνος να πάρει ψωμί.

ΤΟ ΞΙΑΝΞΙΟ

Απ΄ τα Λουτρά, έκαναμαν κονάκι εδώ στον Άβαντα, την αλλ΄ τ΄ μέρα στον Κιρκά, από κει στο Σαπσί, και από κει στα Βαφέικα. Τότε και η Ξάνθη και η Κομοτηνή χωριά ήταν. Εκει κάθομασταν δέκα πέντε – είκοσι μέρες, …Ξιανξιό το΄λεγαμε. Έκαναν μαντρί με ξύλα κι έβαζαν τις τέντες αυτές που είχαμαν περίσσιες και έβαζαν μέσα τα πρόβατα να τα κουρέψουν. Κι έρχονταν ο κόσμος και έπαιρναν μαλλί, …οι χωριάτες δεν είχαν μαλλί. Απόκοβαμαν, κούρευαμαν κι ύστερα έπαιρναν οι τζιομπάνηδες τα πρόβατα κι έφευγαν. Και όποιος είχε γάμο τον έκανε και ύστερα ξεκίναγαν.

Πάαιναν οι κεχαγιάδες και συνενογιόνταν, …που είχε δρόμο, που είχε τραίνο. Η Καβάλα δεν είχε τραίνο, είχε αυτοκίνητα και τ΄ άλογα δεν μπορούσαν να περάσουν από μέσα, …οι δρόμοι ήταν στενοί. Έπρεπε να ξέρουμε ποιό τσελιγκάτο θα πάει μπροστά και ποιό θα πάει πίσω. Αυτά γίνονταν όλα με συννενόηση. Όταν ανέβαιναμε το βουνό, …ένας δρομάκος τόσος, τ΄ άλογα φορτωμένα, ένα πίσω στ΄ άλλο. Με τη σειρά οι τσελιγκάδες, …τώρα θα περάσει το θκό μ΄ το τσελιγκάτο. Πόσα άλογα έπεσαν στο γκρεμό !! Γι΄ αυτό έπαιρναν οι γριές τα παιδάκια τα μικρά, …οι δρόμοι αυτοί ήταν επικίνδυνοι. Εμείς μεσ΄ στο δάσος ανέβαιναμε, …ήξεραν οι γριές. Πέρναγαμε και από ένα χωριό Μπαλαμπάνι το΄λεγαμε, …τα καλοκαίρια στο βουνό, όποιος πέθαινε εκει τον πήγαιναν.

ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ

Όταν έφταναμε απάν στο βουνό ήβρισκαμε απ΄ το χ΄μώνα πεσμένα τα καλύβια και τα μπάλωναν, …προπάντων τα περισσότερα τα΄βρισκαμε, …ποιός θα τα χαλάσει ! Οι γναίκες τα΄φκιαναν, …οι άντρες ήταν πιασμένοι, …ν΄ αρμέξουν, να φκιάσουν τα κασέρια. Κατέβαιναν και έπαιρναν τρόφιμα στη Δράμα με τ΄ άλογα και κουβαλούσαν αλεύρια, λάδια, …από κει τα΄παιρναν. Στο βουνό είμασταν εμείς οι Κουκαίοι, οι Σκευαίοι και οι Κουτραίοι. Πιό πέρα ήταν οι Βρυζαίοι, οι Παχουμαίοι, οι Γραβαναίοι, οι Μπιστιολαίοι, οι Δαλακραίοι ο Θόδωρος κι ο Μήτρος, δυό αδέρφια κι αυτοί, μεγάλο τσελιγκάτο. 

Εκει που ήταν τα καλύβια ήταν ανοικτό το μέρος, δεν είχε δέντρα, φλάουνταν γιατί είχε κεραυνούς. Το καλύβι μέσα, κατ΄ είχε χώμα και έβαζαμε καμμιά ψάθα. Γύρω - γύρω εκει στα βνά έβαναμαν πέτσες απ΄ τα έλατα απ΄ έπαιρναμε απ΄ αυτούς που έκοβαν τα δέντρα, το΄βαζαμαν από μέσα κι απ΄ έξω πάλι άχυρα και κλαριά. Κρεβάτι δεν είχαμε, όλοι καταή. Το τυροκομείο ήταν έξω απ΄ τα καλύβια και το είχαν άλλοι απ΄ τη Δράμα. Ήταν κι ο πατέρας μ΄ να κάνει τα κασκαβάλια. Το μπατζιό το είχε έμπορος και οι βλάχοι πάαιναν και τα παράδωναν σε κιόν. Τα΄βαζαν στ΄ άλογα και τα κατέβαζαν στη Δράμα. Τα καλοκαίρια ανέβαιναν και ξυλάδες, απ΄ την παλιά την Ελλάδα έρχονταν. Έκοβαν τα έλατα με το τσεκούρι και τα΄καναν αυτά που βάζουν τα τηλέφωνα. Με τα μουλάρια τα κατέβαζαν εκει στο χωριό, ασβαρνόνταν τα μουλάρια και τα κατέβαζαν, δεν αμπόραγαν αλλοιώς.

Του Σταυρού, στις 14 του μήνα Σεπτέμβρη έλεγαν, …θα φύβγουμε, να ξέρετε. Άμα έχετε αργαλειό κι αυτά, …βιαστείτε, να ξέρετε, από δέκα πέντε μέρες πιό μπροστά. Τον αργαλειό τον είχαμε στα βουνά, εκει τον έφτιαναμε και τον άφηναμε εκει στα καλύβια. Τι ήταν, δυό - τρία ξύλα ήταν, …τα χτένια και τα μ΄τάρια που ήταν να χαλάσουν τα΄παιρναμε πίσω.  Στα βουνά στη Δράμα πήγαιναμαν μέχρι το 1938. Οι Βουλγάροι στα βουνά δεν μας πείραζαν, ...αλλα το 1938 θυμάμαι μας έκαναν έρευνα. Μας ξεφόρτωσαν τ΄ άλογα κι έψαχναν τα ρούχα, …δεν ξέρω τι χάλευαν.

ΟΙ ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΚΟΥΡΜΠΑΝΙΑ

Γιορτές ήταν ο Άγιος Κωνσταντίνος, ο Άη Απόστολος, η Αγία Μαρίνα, ο Άη Λιάς, …αυτές τ΄ς γιόρταζαν ! Μαζεύονταν οι τσελιγκάδες κι έσφαζαν, …έσφαζαν ένα αρνί, εκιό που΄χαν ταμένο και το μαγέρευαν. Δεν έτρωγε κανένας εκει που το μαγέρευε. Έβγαζε πόσες οικογένειες ήταν το τσελιγκάτο εκει, πόσα καλύβια κι έλεγε τόσα κομμάτια κοψίδια, για να τα δώκει. Τα΄βγαζαν, τα΄βαζαν στα πιατα και μία γυναίκα προκομένη που δεν ήταν ορφανή ¨η χήρα, πήγαινε να τα μοιράσει. Ρόιμα το΄κανε, …πήγαινε σε κάθε καλύβι και έδινε από ένα κομματι, …άντε μετά στο άλλο. Και μετά μαζεύονταν εκει και τραγούδαγαν και χόρευαν. Είχαν ο κοσμάκος, …αρρώσταιναν κι έκαναν το γκουρμπάνι. Όσο είμασταν καλά με τη Βουλγαρία, έρχονταν και Βουλγάροι στρατιώτες και γλένταγαν, ..τα φυλάκια και τα Βουλγάρικα και τα Ελληνικά ήταν κοντά.

Την πλάτη την εξέταζαν πολύ. Ό,τι έγραφε η πλάτη ούλα τα΄ξεραν οι βλάχοι. Η μάνα μ΄ κι ο πατέρας  +μ΄ τα εξέταζαν, ..και η γιαγιά μ΄ προπάντων απ΄ τ΄ς Σφετσαίοι ήταν μαχαίρι, τα εξέταζε ούλα. Η γιαγιά μ΄ ξέταζε, …αν είναι η πλάτη καλή, …έχει σκάλα έτσι, πιάνεται το χέρι, …άμα έχει κορίτσι η παιδί για παντρειά, …αυτός είναι καλός άνθρωπος. Άμα έχει, μακρυά από δω κι αλάργα, κάνα κακό, κι κιό του΄βλεπε. Όταν τραυματίσκι ο θείος μ΄, η γιαγιά μ΄ είπε, ...ένα απ΄ τα παιδιά μ΄ θα τραυματιστεί, αλλά θα σωθεί. Άμα ήταν κακά δεν τα΄λεγαν, …καλή είναι, καλή είναι, … και την πέταγαν την πλάτη.

Γάμοι γένονταν απ΄ την Παναγιά και μετά ως του Σταυρού, γιατί μετά θα έφευγαν. Κορίτσια απ΄ τη Δράμα τα΄παιρναν παιδιά απ΄ τα Φέρρα, γι αυτό έπρεπε να παντρευτούν. Τον γόμο όξω απ΄ τα καλύβια στεφάνωναν.  Έρχονταν ο παππάς και στεφάνωναν. Έπαιρνε το βαρέλι που΄βαναμαν το νερό καταή και τ΄ς διάβαζε. Έβαζαν καραμέλες μέσα σ ένα μαντήλι και πάαιναν τα κοριτσάκια από καλύβι σε καλύβι και μοίραζαν. Για προίκα είχαν υφαντά, κουβέρτες, κοντόκαπα, ούλα τα ρούχα, …βλάχικα. Λεφτά τίποτα, …πρόβατα όποιος είχε έδωνε. Οι τσελιγκάδες στο γάμο έβαναν λίρες και φλουριά στο κεφάλι και κέρναγαν, …οι φτωχοί τι θαλα δώκουν ο κοσμάκος.

Τα Ψυχοσάββατα κάθε τσελιγκάτο έβγανε παππά, από κει γύρω απ΄ τα χωριά. Πάαιναν οι γριές λίγο αλατάκι να τις διαβάσει ο παππάς για να ζ΄μώσουν ψωμί να μοιράσουν. Ο παππάς έρχονταν τα ψυχοσάββατα και την Παναγία και μεταλάβαιναν. Ποιός θα μεταλάβει, …καμμια γριά θα μεταλάβει η κάναν άρρωστο άμα είχαν, …οι βλάχοι δεν κατέβαιναν απ΄ τα πρόβατα.  

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1940

Όταν πιάσ΄κι ο πόλεμος το 1940 είμασταν εδώ, …δυό χρόνια δεν πήγαμε στη Δράμα κι έκατσαμε εδώ σ΄ αυτό το βουνό, στις τρεις Βρύσες. Μικρό παιδάκι ήμαν και τα θ΄μάμαι όλα, …πώς έγινε η επιστράτευση, πώς μας πήραν τ΄ άλογα. Ένα απόγευμα, ήταν μπροστά απ΄ τον Άη Δημήτρη, …είχαμαν γκουρμπάνι εκει και ακούμε καμπάνες στο χωριό, …κι όλοι έτρεχαν και μαζέφ΄καν, …να κλαίν και να σκούζουν. Όσα παιδιά βλαχάκια ήταν για φαντάροι, τα μάζεψαν. Την άλλη τη μέρα έφυγαμε και πήγαμε κατ΄ στα Λουτρά, να πιάσουμε τα καλύβια, να μη μας πάρουν ασβάρα. Μέχρι τα Χριστούγεννα νίκαγαν οι Έλληνες και είμασταν λίγο καλά, αλλά ύστερα ήρθαν οι Γερμανοί και οι Βουλγάροι. Εμείς οι βλάχοι, όσοι είμασταν να πάμε στη Δράμα, πήγαμαν στον Άβαντα, αλλά δεν μας άφησαν και μας γύρισαν πίσω, γιατί είχαν έρθει οι Γερμανοί μέχρι τον Κιρκά. Μαζέφ΄καμαν πάλι στα καλύβια μας κι εκει είμασταν όλο το χ΄μώνα. Οι Γερμανοί δεν μας πήραξαν, …στα καλύβια είδαν τον αδερφό μ΄ άρρωστον κι έβγαναν κάτι φάρμακα απ΄ την τσέπη και τον έδωσαν. Κάποιοι έφευγαν και πέρναγαν στην Τουρκία, …τ΄ς έβαλαν σ΄ ένα καράβι να τ΄ς περάσουν πέρα, …αλλά οι Τούρκοι τ΄ς πίνηγαν κι έπαιρναν ρολόγια και χρυσαφικά.

Ο ΓΑΜΟΣ

Στα καλύβια είμασταν μέχρι το 1946, μετά είμασταν σε σπίτια τότε, κάτι αποθήκες που μας τις έδωσαν να είμαστε κοντά στο χωριό. Το 1953 έγινε ο γάμος μ΄ και τον άντρα μ τον έλεγαν Γιώργο Αποστολίδη. Οι Αποστολιδαίοι παλιά ήταν Τσιλιγγιραίοι. Ήρθαν απ΄ την Τουρκία κι εδώ κατάκατσαν, σ΄ αυτά τα μέργια.  Ο πατέρας του πεθερου μ΄ πήγαινε τα κοπάδια στην Τουρκία και είχε και δικό τ΄ καράβι, …λαθραίο, ..δεν του΄ξεραν οι Τούρκοι. Τα κρέατα ήταν πιό φτηνά στη Βουλγαρία και στην Τουρκία πιό ακριβά. Έγινε προδοσιά και όταν έγινε κείνο το ανακάτωμα και μαθεύτηκε το καράβι, οι Τούρκοι έκαναν μεγάλη σφαγή στ΄ς βλάχοι, …πολύ σκοτωμό έκαναν. Τσιλιγγίρη άκουγαν και σκότωναν. Τότε έφυγαν οι δικοί μας, για να γλυτώσουν, …και τότε ο πατέρας του πεθερού μ΄ άλλαξε τ΄ όνομα, …ήταν Τσιλιγγίρης και έγινε Αποστολίδης. Ήταν κοντός και τον έλεγαν οι Τούρκοι, …ο κοντός, ο κοντός. Ποιός κοντός ; …ο Αποστόλης. Κι έτσι έγινε Αποστολίδης. Ήταν πέντε αδέρφια. Κάποια ανήψια τ΄ έμειναν Τσιλιγγιράκια. Όσα πρόβατα ήφεραν απ΄ την Τουρκία, σ΄ έναν χρόνο - δυό, …παν, ψόφησαν, δεν άντεχαν εκείνα τα πρόβατα.

Το προξενιό με τον άντρα μ΄ το έκανε ένας απ΄ είμασταν μαζί τόσα χρόνια εδώ στη Νίψα και που πήρε την κουνιάδα μ΄. Είπαν αν ξέρει κάνα καλό κορίτσι, …κι αυτός είπε, …αυτό θα ζητήσετε. Ήρθε ο πεθερός μ΄ ένα βράδυ με τον κουνιάδο μ΄ στο σπίτι, αλλά εγώ δεν ήξερα τίποτα. Όταν έγινε ο γάμος ήρθε το συμπεθεριακό απ΄ την Αισύμη στα Λουτρά. Ήρθαν οι σχαριάτες και ο κουνιάδος μ΄ και άλλαξαμαν την κλούρα και βγήκα εγώ και τ΄ς μαντήλωσα. …και μετά χόρευαν, ...τραγούδια όλο με το στόμα. Ο γαμπρός τραγουδούσε, η νύφη δεν τραγουδούσε. Και στα προζύμια έλεγαν τραγούδια και όταν έφευγε η νύφη έλεγαν, …διώξε με μάνα διώξε με, …αυτά έλεγαν οι βλάχοι τότε. Τη νύφη την έκρυβαν, …και μένα μ’ έκρυψαν. Χόρεψαν το βράδυ, τραγούδ΄σαν, …και το πρωί την Κυριακή άλλαξα εγώ κι έβαλα να νυφάτ΄κα, τα βλάχικα. Έφαγαν το μεσημέρι, έσφαξε ο πατέρας μ΄ αρνιά και τ΄ απόγευμα έφυγαμαν. Κι εγώ μαζί, …μαναχή μ΄, ούτε μάνα ούτε πατέρα. Στην Αισύμη σε σπίτια έμεναν ο άντρας μ΄, …είχαν κατεβεί απ΄ τα βνά. Ο πεθερός μ΄ είχε καμμιά εφτακοσαριά πρόβατα και είχαμαν τζιομπάνηδες ξένοι και το καλοκαίρι έβγαιναν στην Καλιθέα πιο παν. Όταν παντρεύτηκα εγώ, εδώ στην Αισύμη είχε δέκα πέντε χιλιάδες πρόβατα. Όλα αυτά τα βουναλάκια, όλα μαντριά ήταν.