portraita

Χρυσούλα Δερβίση - Τσιούρη


των Δημήτρη Δερβίση και Γιώργου Κολοβού
Γεννήθηκα το 1926, … Μάρτη μήνα, … στη Μπέροβα (Βερτίσκος) πάνω απ΄ το Λαγκαδά. Ο παππούς μου λέγονταν Παναγιώτης Τζαβέλας  με το πρώτο όνομα, … και μετά έγινε Δερβίσης. Τότε ήταν στα βνα, … και πάει κατ΄ στον κάμπο κι έβαλε ένα άσπρο φέσι και από κει βγήκε το Δερβίσης. Τον γνώρισα τον παππού μου και τη γιαγιά μ΄ τη Μαρία. Οι παππούδες παλιά έβγαιναν στο Κατάφυτο, … προς το Σιδηρόκαστρο πάνω απ΄ τις Σέρρες, προς τη Δράμα. Ο Τζαβέλας ήταν τσέλιγκας στο τσελιγκάτο, … κι ύστερα έκανε ο πατέρας μ΄. Ήταν πολλές οικογένειες, … Μπεχτσαίοι, Κονιαραίοι, … δέκα πέντε – είκοσι καλύβια, … πολύς κόσμος, … περίπου εκατό άτομα.

Ο πατέρας μ΄ λέγονταν Δημήτρης και γεννήθηκε στη Χαλκιδική, .. εκεί  πάντοτε πήγαιναν  το χειμώνα, … ήταν ζεστός ο καιρός. Ορφάνεψαν απ΄ τη μάνα τ΄ς και είχε τρία αδέλφια, … τον μεγάλο τον έλεγαν Κώστα, έναν Γιάννη κι έναν Τάσο. Ο πατέρας μ΄ τα΄χε καλά με το Λίγδα το γιατρό, ο πατέρας τ΄ ήταν υπουργός, … ήταν πολύ φίλοι. Μιά φορά πήγαν στο δικαστήριο στο Λαγκαδά και λεν, … εσύ τι γυρεύεις εδώ ; τ΄ λέει ένας Τζαλαμούρας απάν, … Aυτός είναι τ΄ Δερβίση γαμπρός, … λέει για τον άντρα μ΄. Και λεν,… τη γκλίτσα του Δερβίση να δούμε στο δικαστήριο και σε αθωώνουμε, … τέτοια αξία είχε ο πατέρας μ΄. Η μάνα μ΄ λέγονταν Μπίκου και πατέρας της ήταν ο Δημήτρης ο Μπίκος, … εδώ στα θ΄κα μας τα βουνά, … και το χ΄μώνα έβγαιναν κατ΄ στη Χαλκιδική.

Εμείς ζούσαμε στο Κάργα, πάνω απ΄ το Λαγκαδά. Το χωριό είχε έξι μαχαλάδες. Αυτοί μαζεύτηκαν μετά κι έκαναν το Πολυδένδρι. Οι θ΄κοι μας  ζούσαν στο μαχαλά του Κάργα, ... μας έλεγαν είμαστε απ΄ το Συρράκο. Εκεί ήταν τα θ΄κα μας τα καλύβια και δυό-τρείς άλλους Πόντιους. Μιά πλαγιά ανάμεσα Πολυδένδρι και Πέντε Βρύσες.


.

Οικογένεια Δερβισαίων

Πάνω αριστερά : Ανδρέας, Κώστας, Ανδρέας Καραγιάννης, Μαρία, Μαρία Μουλαρά, Κατερίνα, Χρυσούλα, Θεοδώρα - Κάτω αριστερά : Αγόρω, Ζωή Μπίκου, Δημήτρης, Κώστας, Τάσος - Τα παιδιά από αριστερά είναι Νίκος Καραγιάννης, Αγγελική, Βασίλειος, Δημήτρης Καραγιάννης


Η ΖΩΗ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ

Στη στράτα για να πάμε απάν στα βουνά, έκαναμε τρείς-τέσσερις μέρες. Φόρτωναμε τ΄ άλογα, … είχαμε τσουβάλια και μάζευαμε τα ρούχα και φόρτωναμε και ξεφόρτωναμε κι έκαναμε τσιατούρες. Τα πρόβατα έφευγαν πρωί-πρωί με τ΄ς τζιομπαναραίοι. Στη στράτα η νύφη πήγαινε μπροστά, … κι αν δεν είχε νύφη, τράβαγε το καραβάνι το κορίτσι το μεγάλο. Εμάς τα μικρά παιδιά μας έπαιρναν οι παππούδες πριν να φορτώσουν οι άλλοι και πάγαιναμε σιά μπροστά κι άμα είχαν και τ΄ άλογα, μας έβαναν και καβάλα.

Όταν έφταναμε απάν έκαναμε τα καλύβια, … άμα τα΄βρισκαμε τα παλιά τα καλύβια, τα διόρθωναμε, … αλλά μερικές φορές δεν τα΄βρισκαμε, … μας τα΄καιγαν, … χάλαγαν, … κι έφκιαναμε άλλα. Οι άντρες μάζευαν λούρα απ΄ το βουνό και άχυρα απ΄ τον κόσμο εκεί κοντά που είχαν χωράφια και οι γυναίκες τα σκέπαζαν, … δεν έσταζαν καθόλου. Οι άντρες έκοβαν τα ξύλα, τα κάρφωναν και οι γυναίκες τα σκέπαζαν. Ανέβαινε μια γ΄ναίκα απάν, έβανε τ΄ άχυρα και τα σκέπαζε. Έβαναν και σταυρό απάν. Από μέσα άρχιζαν ύστερα και τα παλάμιζαν τα καλύβια. Μέσα έστρωναμε στρώματα και ζούσαμε όλοι μαζί, … και δέκα άτομα. Μικρά παιδιά πάαιναμε στη στρούγκα, τα προβατάκια που κούτσαιναν λίγα-λίγα τα φύλαγαμε με τ΄ς παππούδες. Οι προβατίνες μαναχές γεννούσαν, … και καμμιά άμα δυσκολεύονταν, βοηθούσε ο τζιομπάνος.

Εκει έκαναν πίτες, κατσιαμάκια, οι νέες τα έκαναν, … μες΄στο καλύβι δυό-τρείς νύφες είχε !!. Κρέατα, έπαιρναν απ΄ τ΄ αλλουνού το κοπάδι και το΄σφαζαν, … εκλεβαν, εκλεβαν και το΄τρωγαν, … δεν το΄βαζαν στο κοπάδι. Όταν έρχονταν μουσαφίρης, πίτα έκαναμε πρώτο φαί, αλλά αν ήταν από μακρυά έσφαζαμε κι από ένα αρνί και το΄ψηναμε στη σούβλα. Όταν έρχονταν μουσαφιραίοι στα καλύβια, η νύφη και τα κορίτσια φίλαγαν τα χέρια τους. Οι άντρες κάπνιζαν από μικροί, αλλά γ΄ναίκα να καπνίσει ;  Ωωωωω!!!, πα! πα! πα!


H Xρυσούλα Δερβίση στο Κατάφυτο Δράμας - 2 Ιουνίου 1938

Ρούχα φορούσαμε Σαρακατσάνικα, φούστες μεγάλες και οι άντρες υφαντά ρούχα, που έφτιαναν οι γ΄ναίκες απ΄ τον αργαλειό. Είχαμε αργαλειό και εγω τον έμαθα. Όταν είμασταν δέκα πέντε χρονών έγνεθαμε με τη ρόκα, έπλεκαμε, … μας μάθαιναν οι μάνες μας να γνέθουμε. Οι μάνες μας τα έραβαν τα ρούχα, ..ύστερα ήρθε ο ράφτης. Φανέλα από μέσα εμείς την έφτιαναμε, … παντελόνι εμείς το΄φτιαναμε , … όλα αυτά ήταν να γένουν από μας. Στον αργαλειό κάθομασταν  τη μέρα αλλά και μερικές φορές και το βράδυ, … όποιος είχε ανάγκη άναβε μια καντήλα και ύφαινε. Για να τα βάψουμε έπαιρναμε λουλάκι. Αγοράζαμε μπογιές, αλλά έκαναμε και από λουλούδια. Όταν έφευγαμε τον αργαλειό τον άφηναμε μέσα στα καλύβια. Κάτω είχαμε άλλον αργαλειό. Παπούτσια είχαμε τσαρούχια με δέρμα από γουρούνια και τα κορίτσια και τα παιδιά, … όλοι τσαρούχια.

Οι Σαρακατσάνοι τα κορίτσια δεν τα΄στελναν σχολείο, τα παιδιά έστελναν. Μετά άρχισαν και πάαιναν και τα κορίτσια. Κι εγώ πήγα. Το καλοκαίρι έβγαζαν δάσκαλο απάν και μας ήφερναν οι πατεράδες μας μολύβια και τετράδια, ο δάσκαλος ήφερνε και τ΄ αγόραζαν. Έκαναμε καλύβι κι έβγαναμε δάσκαλο, δικό τ΄ καλύβι με κρεββάτι και τον τάιζαμε με τη σειρά. Μάθημα έκαναμε μέσα στο καλύβι, αλλά μας έβγαζε και στα δέντρα όξω και μας μάθαινε κι εκει τα γράμματα. Εγω πήγα μέχρι πέμπτη τάξη και τα΄παιρνα τα γράμματα. Μας έκανε αφαίρεση, διαίρεση, πολλά πράγματα. Και ύστερα το καλοκαίρι τις Κυριακές και στις γιορτές που έκαναμε γλέντι τον ρώταγαν : πώς παν δάσκαλε τα παιδιά ; Η Δερβισούλα λέει, παίρνει πολύ τα γράμματα. Αλλά μετά έγινε πόλεμος και σταμάτησα. Ο αδελφός μ΄ ο Αντρέας πήγε και στο γυμνάσιο στο Λαγκαδά. Αυτός και κάτι παιδιά Βασιλακαίοι απ΄ το Κιλκίς.


Από αριστερά : Ασήμω, Θοδώρα, Χρυσούλα και Κατερίνα
Κάτω : ο Κώστας Δερβίσης με τον μικρό Νίκο Καραγιάννη - 1947


ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

Τα κορίτσια τότε άρχεβαν και παντρεύονταν απ΄ τα δεκαεννιά, ... μικρά μικρά, … με προξενιά !.  Ούτε ο γαμπρός ήξερε τη νύφη, ούτε η νύφη τον γαμπρό, … οι γοννήδες ρώταγαν από ποιό σόι είναι. Παντρεύονταν και τη Δευτέρα στο χορό, τότε έβλεπε ο γαμπρός τη νύφη και η νύφη το γαμπρό. Στα συβάσματα πάγαιναν οι γοννήδες και τα κανόνιζαν, … και δεν βάσταγαν πολύ, … ο γάμος γίνονταν σε είκοσι μέρες.  Αν δεν είχε πατέρα το κορίτσι κάποιον θα είχε και αναλάμβανε.  Χωρισμό δεν είχε. Οι χήρες όμως άμα είχαν μικρά παιδάκια ξαναπαντρεύονταν, … πάλι με προξενιά.

Ο γάμος άρχιζε απ΄ την Παρασκευή. Την Παρασκευή έπιαναν τα προζύμια, ζύμωναν ψωμί και τραγούδαγαν  : Ευκήσου με πατέρα μου στο πρώτο κοσκινίδι. Η νύφη τα δικά της κι ο γαμπρός τα δικά τ΄. Και ύστερα, άμα ήταν μακρυά, καβάλα στ΄ άλογα πάγαιναν, τραγουδούσαν κι έπαιρναν τη νύφη.  Άμα ήταν κοντά, πρωί-πρωί. Τη νύφη την έκρυβαν, … έβαναν ένα σκοινί κι ένα τσόλι και πάαιναν κι έλεγαν : Καλημέρα συμπεθέρα, πού την έχετε τη νύφη, δω την έχουμε τη νύφη και την ξετρύπωναν. Ήφερναν τη νύφη και πισω έρχονταν οι συγγενήδες, μποχτσιάδες τ΄ς έλεγαμε και γλένταγαν με τραγούδι και ξημέρωναν. Οι χοροί ήταν αργοί στα τρία, αλλά οι άντρες χόρευαν και τσάμικο. Στο χορό άμα πιάνονταν ένας ξένος μ΄ ένα κορίτσι, … έτρεχε ένας ξάδερφος, συγγενής εκει στη θέση και πιάνονταν εκείνος με το κορίτσι.

Όταν πήγαιναν να πάρουν τη νύφη, έλεγαν :

 Εσύ νύφη μ΄ να χαίρεσαι κι εσύ να καμαρώνεις - με το σόι που΄πιασες με την πολύ τη φάρα - και με τον άντρα τον καλό που τον τιμάει ο κόσμος.

Αυτό το τραγούδι του΄παν σε μένα. Κι εγώ είπα :

Εγώ στον ήλιο ορκίστηκα ποτές να μην τραγ΄δήσω  -  και τωρα …,  θα τραγουδήσω βρε παιδιά να τους καλοκαρδίσω.

Όταν πάγαινε η νύφη στην πεθερά, την περίμεναν στην πόρτα, έριχναν το μήλο και την έπαιρναν μέσα και την τραγουδούσαν :

Που΄σουν πέρδικα γραμμένη, … - Ήμουνα ψηλά στα πλάια, στις δροσιές και στα χορτάρια - Έτρωγα το Μάη τριφύλλι και το Αύγουστο σταφύλι.

Ξημερώνονταν τη Δευτέρα κι έφευγαν οι συγγενήδες της νύφης. Οι συγγενήδες του γαμπρού όμως έμεναν, .. και το βράδυ πάλι τραγούδαγαμε και χόρευαμε. Τότε πιάνονταν η νύφη κι ο γαμπρος.  Για το γάμο ήφερναν παπά στα καλύβια, ..έλα παπά να στεφανώσεις. Του Γιαννούλη του Δερβίση τη μάνα την έκλεψαν κι ο παπάς δεν ήθελε να τους παντρέψει και πήγε ο θ΄κος μ΄ ο πατέρας και τον είπε … θα σε κόψω τα γένια, … και μετά τους στεφάνωσε. Προίκα άμα είχαν έδωναν, ... αναλόγως, … ρούχα πολλά, … φόρτωναν  τ΄ αλογα, ... αλλά και πρόβατα έδωναν. Παντρεύονταν, … πέρναγαν δέκα πέντε μέρες και ο πατέρας η η μάνα πάγαιναν να δουν τι κάνει το κορίτσι. Δώρα πήγαιναν ρούχα, αλλά και κρέατα σφαγμένα και έψεναν συνέχεια.


Οι γονείς του Γιάννη Τσιούρη

Ο ΒΡΥΖΑΣ ΚΑΙ Ο ΤΣΟΓΚΑΣ

Ο Βρύζας ήταν από δω απ΄ τας Σέρρας και χάλευε ένα κορίτσι. Ο Τσόγκας ήθελε αυτό το κορίτσι που πήρε ο Βρύζας, αλλά δεν το΄δωναν. Πήραν τη νύφη οι Βρυζαίοι, την έβαλαν στ΄ άλογο καβάλα,…και πααίνει ο Τσόγκας με τ΄ άλογα και με τα όπλα και την παίρνει τη νύφη και την πάει στο Τσοπλάκι απάν (στη Μαυρούδα). Την παν εκει τη νύφη, την έκλεψαν, … παίρνει ο Τσαβαλάς και λέει, … εγω δεν μπορώ να κάνω τίποτα, … ο ανηψιός ο Δημήτρης ο Δερβίσης να καθαρίσει. Σ΄κώνεται ο πατέρα μ΄ από δω και παίρνει την αστυνομία και παίρνει κι ένα τάγμα στρατού και βγήκαν απάν στον Τσόγκα. Ήβραν τη νύφη εκει κι τ΄ς έπιασαν, αλλά η νύφη έμεινε εκει και πήρε τον Τσόγκα. Η νύφη ήταν από δω απ΄ τας Σέρρας, o Τσόγκας απ΄ τη Μαυρούδα και οι Βρυζαίοι Πολίτες απ΄ το Ορφάνι κατά κει. Και βγήκε και τραγούδι.

ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1940

Ο Ανδρέας Δερβίσης (όρθιος στη μέση) στο στρατό

Όταν έγινε ο πόλεμος το 1940 είμασταν στας Σέρρας στη στράτα για τα χειμαδιά, … πήγαν να μάσουν οι άντρες τ΄ άλογα να φορτώσουν και φωνάζουν οι φαντάροι : … Ε! Κεχαιά, έχετε παιδιά ; ..έχουμε ! Πόλεμος, πόλεμος, …κι εκει τ΄ς πήραν. Πήραν τον αδελφό μ΄ και τον γαμπρό μ΄ τον Καραγιάννη. Εμείς αγκαλιάσαμε τα παιδιά μας κι έκλαιγαμε. Η μάνα μ΄, ... ένα παιδί είχε, … πήρε την εικόνα στα χέρια της και γύρναγε την εικόνα και παρακαλούσε το Θεό. Μετά καθήσαμε εδώ και δεν ξαναπήγαμε στα βουνά, …εδώ με τα πρόβατα. Και όταν έφυγαν οι Γερμανοί εμείς είμασταν εδώ στο χωριό. Τα βουνά τα σταμάτ΄σαμε το 1940.

Ο ΓΑΜΟΣ ΜΕ ΤΟΝ Γ. ΤΣΙΟΥΡΗ

Ο γάμος της Χρυσούλας Δερβίση και του Γιάννη Τσιούρη

Εμένα με προξενιά με πήραν. Προξενητής ήταν ο Φυτιλής, Σαρακατσάνος, … από δω στις Πέντε Βρύσες, … Μωραίτης.  Εγώ ήμαν είκοσι χρονών, … κι εγώ κι ο Γιάννης, ... ίσα είμασταν με τον άντρα μ΄. Είχα δύο μεγαλύτερες αδελφές παντρεμένες κι εγώ παντρεύτηκα στη σειρά. Βρέθηκε στο παζάρι στο Λαγκαδά με τον μπάρμπα μ΄ τον Τάσο, γιατί ο πατέρας μ΄ είχε πεθάνει κι εκει τα είπαν κι έκαναν την προξενιά. Ο άντρας μ΄ ήταν από καλή οικογένεια, Μωραϊτες ήταν, έβγαιναν στο Βέρμιο και μετά ήρθαν εδώ στον Αγ. Βασίλειο στο Λαγκαδά.  Και σήμερα  υπάρχουν πολλοί συγγενήδες στη Θεσσαλία, … η πεθέρα μ΄ ήταν, …Φιλοκωσταίοι λέγονταν, απ΄ την Τσιούκσιανη (Δήμητρα Αγιάς) στη Λάρισα.

Έρχεται λοιπόν ο μπάρμπα Τάσος και λέει : σήμερα έκανα προξενιά τη Χρυσούλα στον Γιάννη τον Τσιούρη, … Μωραϊτη. Αφέντη, ... πώς να το δώσω το κορίτσι σε τόση φτώχια ; … λέει η μανα μ΄. Εγώ αυτό το παιδί απούειδα και το μίλησα, ... όχι φτωχό να΄ναι λεει, … παπούτσια να μην έχει, είπε. Τον είπε ο Φυτιλής : Αν ήξερες μπάρμπα Τάσο από τι οικογένεια είναι οι Τσιουραίοι, … δεν θα με κέρναγες, θα με φίλευες. Όταν ήταν να με προξενέψουν στον άντρα μ΄ με είχαν προξενέψει και σ΄ έναν άλλον πλούσιο που είχε τρακτέρ, … και του λεν, … πάρε το τρακτεράκι σου και πάαινε, … ο Τσιούρης θα την πάρει. Και με αρρηβώνιασαν. Δεν αρρηβώνιαζαν σε σπίτι, … πάγαιναν σ΄ ένα μέρος αλλού κι έκαναν οι γοννήδες τον αρρηβώνα κι έριχναν κουφέτα καταής. Δώρα έδιναν στο γάμο.


Γιάννης Τσιούρης και Χρυσούλα Δερβίση, νιόπαντροι


Ο γάμος της Χρυσούλας Δερβίση και του Γιάννη Τσιούρη

Ο γάμος έγινε το 1957 στην εκκλησία στον Αη Βασίλη και ήρθαμε με τ΄ άλογα καβάλα. Τη νύφη τη στεφάνωναν στο χωριό του γαμπρού. Στο γάμο δεν είχαμε όργανα, … τραγούδαγαν με το στόμα. Με τη σειρά έμπαιναν οι συγγενήδες όλοι και χόρευαν κι όποιος έβγαινε μπροστά έλεγε και το τραγούδι τ΄. Μετά πήγαινε από πίσω κι έμπαινε άλλος, … με τη σειρά. Τα κορίτσια πιάνονταν τα χέρια μόνο με τ΄ς συγγενήδες.

Στο Κάργα μέναμε σε καλύβια. Όταν παντρεύτηκα ήρθα εδώ στον Άγιο Βασίλειο και μέναμε πάλι σε καλύβια. Ο άντρας μ΄ δεν είχε πρόβατα, αλλά όταν παντρεύτηκα με έδωκαν εμένα προίκα σαράντα πρόβατα. Ο άντρας μ΄ ήταν φτωχός, αλλά δούλευε πολύ, … οπ΄νάταν. Μετά πούλησε τα πρόβατα και πήγαμε και στο Λοφίσκο που ήταν η αδελφή μ΄ και ζήσαμε εκει και φύλαγε πρόβατα τζιομπάνος. Μέχρι το 1965 ζούσαμε σε καλύβια. Το 1966  δούλευε σε οικοδομές και έκαναμε σπίτι και μπήκαμε μέσα. Εγώ έχω τρία παιδιά, … οι δυό πήραν Σαρακατσάνες νύφες απ΄ τ΄ς Σοφαίοι και απ΄ τ΄ς Χατζαίοι και ο μικρότερος πήρε Γκρέκα.  




ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΔΡΟ ΔΕΡΒΙΣΑΙΩΝ








ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΕΡΒΙΣΗ


Με αφορμή την υπέροχη διήγηση της θειά-Χρυσούλας θα ήθελα και εγώ να καταθέσω ό,τι πληροφορίες μπόρεσα να συλλέξω για τους προγόνους μας απο συνεντεύξεις που πήρα απο τον παππού μου Ανδρέα, την γιαγιά μου Μαρία Μουλαρά και την θειά-Μαρία (αδερφή της θειά-Χρυσούλας). Στην αρχή το επίθετο ήταν Τζαβέλας και οπως προανέφερε η θεία και αργότερα έγινε Δερβίσης. Το επίθετο δεν άλλαξε σε όλα τα αδέρφια σε Δερβίσης καθώς κάποια προτίμησαν το Ράπτης. Αυτή η άλλαγη επιθέτου δεν ήταν περίεργη για την εποχή όπου συνήθιζαν να παίρνουν επίθετα απο παρατσούκλια. Επιπλέον οι αλλαγές αυτές ήταν γνωστές μόνο στους Σαρακατσάνους και πολλές φορές τους προστάτευαν όταν διώκονταν και βρίσκαν καταφύγιο σε συγγενικα τσελιγκάτα.

Η πρώτη βιβλιογραφική αναφορά στο επίθετο Δερβίσης γίνεται απο τον Δημ. Γεωργακά στο σύγγραμμα «ΑΡΧΕΙΟΝ του ΘΡΑΚΙΚΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ και ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ» τόμος ΙΒ Αθήνα 1945-1946. Εκεί στην σελίδα 103 στο «ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ» μέρος Α διαβάζουμε μία έκδοχη για την καταγωγή των Σαρακατσαναίων που έδινε ο Παναγώτης Δερβίσης (1838-1935). Κάποια άδέρφια του προπροπαππού Παναγώτη στην συνέχεια διασκορπίστηκαν και ανακάλυψα έτσι συγγενείς στα χωριά Λαγυνά (θεσσαλονίκης), Αχινό (Σερρές) και στην πόλη της Ξάνθης.


Ο γιός του Δημήτριος Δερβίσης παντρεύτηκε την Ζωή Μπίκου που κρατούσε απο τους Μπικαίους που συναντάμε σήμερα στο χωριό Αμφίπολη. Αυτοι οι Μπικαίοι συνήθιζαν να ανεβαίνουν στο όρος Όρβηλος (Αλή Ποτούς) όπου υπάρχει και μία μεγάλη σπηλιά η λεγόμενη «σπηλιά του Μπίκου». Σε κοντινή περιοχή πήγαιναν και οι Δερβισαίοι καθώς υπάρχει κοντά στο χωρίο Κατάφυτο τοπονύμιο «Δερβίσης». Αξίζει να αναφερθεί ότι καποια χρονική στιγμή στον προπάππου μου Δημήτρη του έδωσαν κλήρο χωράφι στο χωριό Αμφίπολη όπου ακόμα και σήμερα το λένε το χωράφι του Δερβίση. Ο προπάππους μου όμως δεν έμεινε εκεί άλλα προτίμησε να γυρίσει στον οικισμό Κάργα κοντά στο Πολυδένρι Λαγκαδά. Ο προπάππους Δημήτρης ήταν πολύ δραστήριος άνθρωπος με πολλές γνωριμίες και επαφές. Ηταν φίλος με τον γιατρό Δημήτριο Λίγδα απο το χωριό Μελλισοχώρι όπου οι Λιγδαίοι ήταν μεγάλη και ξακουστή οικογένεια. Μάλιστα πολέμησαν μαζί για την απελευθέρωση της Μακεδόνιας και φυλακίστηκαν μαζί κάποια στιγμή και στο Γεντί-κουλέ. Στο μουσείο Μακεδονικού Αγώνα υπάρχει μία αναφορά απο κάποιον Ηλία Γεωργούδη ότι ο Δημ. Λίγδας καί ένας φίλος του πολύ πιθανόν ο παππούς μου φυλακίστηκαν. 

Ο παππούς μου ο Ανδρέας γεννήθηκε το 1917. Αγαπούσε πολύ τα γράμματα γι αυτό και ο πατέρας του τον άφησε να πάει μέχρι και το Γυμνάσιο στον Λαγκαδά. Κράτησε και αυτός την διαδρομή που ακολουθούσε ο πατέρας του όπως φαίνεται και στην ειδική άδεια σκηνιτών κτηνοτρόφων Εξάλοφος-Νικόπολη-Λαχανάς-Σέρρες-Κατάφυτο. Απαλάχθηκε απο την στράτευση ως μεγαλύτερος γιός πολύτεκνης οικογένειας το έτος 1937. Αργότερα όμως στην επιστράτευση υπηρέτησε στον 3ο λόχο στο σύνταγμα πεζικού στις Σέρρες και κατόπιν στο οχυρό Ρούπελ στο αντλιοστάσιο.



Ειδική άδεια για την «Επιτηρούμενη Ζώνη» των συνόρων του Ανδρέα Δερβίση (αδερφός της Χρυσούλας) για συγκεκριμένη διαδρομή Εξάλοφος-Νικόπολη-Λαχανάς-Σέρρες-Κατάφυτο


 Ένα απο τα γράμματα πού έστειλε στην οικογένεια του είναι και το παρακάτω, το οποίο απευθύνεται στην αδερφή του Χρυσούλα καθώς ήξερε ότι αυτή μπορούσε να το διαβάσει. Παντρεύτηκε το 1941 την Μαρία Μουλαρά απο την Λακκία με την οποία έκανε πέντε παιδιά (Αγγελική, Βασίλης, Γεώργος, Δημήτρης και Ελένη) και έζησαν μαζί μέχρι τον θάνατο τους στο χωρίο Πολυδένδρι Λαγκαδά.     
  

.