portraita

Μαρτυρίες για τον πόλεμο του 1940
.

Μέσα από το υλικό που δημιουργήθηκε από τις συνεντεύξεις γερόντων Σαρακατσάνων, προσπάθησα να επιλέξω τα εδάφια με τις αφηγήσεις που αναφέρονται στον πόλεμο του 1940. Το αποτέλεσμα προέκυψε ιδιαίτερα ενδιαφέρον, καθώς οι μαρτυρίες προσφέρουν ιστορικά στοιχεία, το κλιμα της εποχής, αλλά και την επίδραση στη ζωή τους. - Γιώργος Κολοβός   

* * *

Η ηλικία που αναφέρεται δίπλα στα ονόματα τους, είναι η ηλικία που είχαν το 1940  


● ● 


Γιάννης Μπαβέλης (21 ετών – Καιμακτσαλαν)

Το 1939 το χινόπωρο, ήμαν φαντάρος και μας πήγαν στη Λάρισα, …κάνουμε Χριστούγεννα εκει, …και τον Φλεβάρη μήνα μας πάνε στο Βόλο. Μείναμε μέχρι το καλοκαίρι και στις 20 Αυγούστου του 1940, όταν οι Ιταλοί τίναξαν την Έλλη, μας μπάζουν και μας παν στη Φλώρινα. Εκει ήταν άδειο το στρατόπεδο, όλοι είχαν πάει στα σύνορα στην Κρυσταλοπηγή. Στήσαμε τον ασύρματο και περιμέναμε ανά δύο, μην τον πιάσει ο ύπνος κανέναν. Θα σε πω και κάτι που δεν θα το πιστέψεις : ξημερώνοντας τον Σεπτέμβριο στο Πισοδέρι, απάν εκει οι κορφές ήταν άσπρες. Βάζουμε τον ασύρματο σ’ ένα φορτηγό και πηγαίνουμε στα σύνορα και περάσαμε στην Αλβανία. Είμασταν στον πόλεμο εκει, αλλά όταν μπήκαν οι Γερμανοί, στις 10 Απριλίου του 1941 εμεις με την οπισθοχώρηση, γυρίσαμε στην Κορυτσά, και δίπλα-δίπλα στο Μοράβα, σκαπέτ΄σαμε στο δικό μας. Το 1940 οι θ’κοί μ’ ξαναγύρισαν για μιά χρονιά πίσω στο Βέρμιο και από τότε που ήρθαν οι Γερμανοί το 1941 εμεις έβγαιναμε συνέχεια στο Καιμακτσαλαν, κατ’ απ’ τον Προφήτη Ηλία, εκείνα όλα ήταν βοσκήσιμα. Και το 1942 εκει είμασταν, αλλά απ’ την άλλη πλευρά στο Κουτσουμπέη. Τότε τα σύνορα τα φύλαγαν οι Βουλγάροι, τους είχαν βάλει οι Γερμανοί. 


Βασίλης Τζελέπης (10 ετών – Π. Σερβία)

Τον Οκτώβριο του 1940 είμασταν απάν απ΄ το Μοναστήρι, στο Περιστέρι και όταν έγινε ο πόλεμος στην Αλβανία, τα έβλεπαμε όλα σαν καθρέπτη, όλον τον κάμπο προς την Κορυτσά και τις Πρέσπες κι ακούγαμε τα κανόνια και το μπουμπουνητό που γίνονταν. Είχαμε μάθει απ’ τ΄ς μπατζιαραίοι ότι βούλιαξαν την Έλλη. Είμασταν εκει και βλέπαμε τρία Ιταλικά αεροπλάνα να πηγαίνουν προς το Μοναστήρι και αφού βομβάρδισαν, έστριψαν απ’ τα καλύβια τα δικά μας και γύρισαν πίσω. Μετά εμείς τα μαζέψαμε, κατεβήκαμε καμμιά βδομάδα κάτω σ’ ένα χωριό Μοντήλα το ΄λεγαν και μετά πήγαμε προς το Γεύγελη στην Παλιούρτσα. Το άνοιξη του 1940 ήρθαν οι Γερμανοί και σε μιά βδομάδα μέσα ήρθαν και οι Βουλγάροι. Αστυνομία, στρατός, διοίκηση, όλοι Βουλγάροι. Το 1944 αρκετοί Ιταλοί είχαν αποσχιστεί από τους Γερμανούς και τότε στην Ειδομένη πέθαναν πάρα πολλοί. Τους είχαν εκει στο Γεύγελη και τους είχαν να δουλεύουν και έμεναν σε κάτι αντίσκηνα, στην υγρασία και οι μισοί πεθάνανε. Το καλοκαίρι του 1945 είχαν φύγει οι Γερμανοί και ήρθαν οι Παρτιζάνοι και εμείς είμασταν απάν στο βουνό, στη Νόμινα Τσιούκα.



Γιάννος Μαριούλας (16 ετών – Π. Σερβία)

Το 1941 πέρασαν οι Γερμανοί απ’ τη Σερβία και μπήκαν στην Ελλάδα κατ’. Είμασταν εδώ σ’ ένα χωριό, στη Μαρβίντσα και πέρασαν οι Γερμανοί κι εγώ φύλαγα τα πρόβατα, και τα μικρά τ’ αρνάκια κοιμόνταν καταή, πέντε έξι μέρες γεννημένα. Με μίλησαν και εγώ δεν καταλάβαινα και έβγαλαν μια σακούλα καραμέλες και με τις έδωσαν κι έβγαιναν φωτογραφίες με τ’ αρνάκια και μετά έφυγαν. Εμάς δεν μας πείραξαν και ανεβήκαμε και πάλι στα βουνά. Μετά ήρθαν οι Βούλγαροι με στρατό κι αστυνομία και διοικητές, αλλά έκλεβαν πολύ όμως, …μας έκλεβαν πρόβατα.



Μαρία Καραφυλλιά (16 ετών – Μπέλλες)

Το 1940 που έγινε ο πόλεμος στην Αλβανία, το 50ο σύνταγμα ήρθε απάνω στο Μπέλλες. Οι αξιωματικοί έκαναν συμβούλια μέσα στο κονάκι μας, στη μέση έβαζαμαν ξύλα από πάνω κάθονταν αυτοί κι από κάτω έκαναμαν το κουσμέτι. Ο φόβος ήταν μεγάλος. Όταν θα΄ρχονταν οι Γερμανοί το ’40 δεν είχαμαν ύπνο. Αλλά τ΄ς Βούλγαροι φοβόμασταν, δεν φοβόμασταν τ΄ς Γερμανοί. Τον πατέρα μ’ οι Βούλγαροι τέσσερις φορές ήρθαν να τον πιάσουν. Εκείνο το χρόνο δεν μας άφησαν να βγούμε στο βουνό, κανένας δεν βγήκε.

Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, ήμασταν στα Πορώια. Ο πατέρας είχε φιλίες με έναν αξιωματικό Κρητικό Καλονά τον έλεγαν. Είχαν πυροβολεία στο Μπέλλες και έμεναν είκοσι άτομα μέσα όπως μας τα έλεγε. Πήγε στο Κάιρο, γύρισε και ξαναβρήκε τον πατέρα μου. Έγινε ο πόλεμος και στο μέρος που είχαμε τα καλύβια εμείς, από εκείνο το πυροβολείο σκοτώθηκαν τετρακόσιοι Γερμανοί. Είχαν κάνει κι ένα χαντάκι, που αν ήταν να οπισθοχωρήσουν, χαντάκι χαντάκι έπεφταν σε μια χαράδρα κι έφευγαν, όπως και έγινε. Λεβέντης άνθρωπος και πατριώτης.


Ευαγγελία Τυχάλα (17 ετών – Σέρρες)

Στην Ελλάδα ήρθαμε απ΄τη Σερβία το 1941 και πήγαμε στα Βυρώνεια Σερρών. Στον πόλεμο, …περίπου το 1942-43, …όταν η περιοχή ήταν Βουλγαρο-κρατούμενη, …οι Βούλγαροι μας πήραν απ’ τη Βυρώνεια και μας έβγαλαν στο Πιρίν για δυό καλοκαίρια. ΄Ηθελαν να πάρουν το γάλα και το μαλλί. Δυό μάντρες ήταν από πενήντα οικογένειες Σαρακατσάνοι και από δω και απ’ τη Βουλγαρία. Όταν είμασταν απάν, ήλθε ένας στον Βασίλη τον Μπαλάσκα και του λέει τάδε του μηνός θανάρθουν οι Βούλγαροι να σας πάρουν τα πρόβατα και θα κλείσουν οι γραμμές. Τότε εμείς, …μάσε τυριά, μάσε φαγητά, μάσε το ένα, μάσε τα άλλο, …άφ’σαμε και τα μισά πράγματα εκεί και τα κατεβάσαμε σ ένα κλειστό μέρος. Πήγαμε σ ένα χωριό, …από δω ήταν οι παοτζήδες, …από κει ήταν οι αντάρτες και εμείς είμασταν στη μέση.  Έριχναν ο ένας στον άλλον και εμείς ανάμεσα συνεχίσαμε με το καραβάνι και μετά πέρασαμε πίσω στην Ελλάδα.


Ελευθερία Λώλου (18 ετών – Πίνοβο)

Στο Πίνοβο είμασταν μέχρι το 1940. Μόλις ξεκίνησε ο πόλεμος μας πήραν τα άλογα και μετά μπήκαν οι Γερμανοί.  Μετά τον πόλεμο ο θείος μου πήγε στο βουνό κανα δυό χρόνια. Εμείς δεν είχαμε άλογα κι έκατσαμε εκεί στην Ιερισσό. Τότε με τους αντάρτες πήγαμε για λίγους μήνες στην Αμολιανή. Τι να κάνεις εκεί ; ...νερό σ ένα μέρος είχε,… τ’ άλλο δεν πίνονταν. Το 1946 μας άφησαν και πήγαμε τα πρόβατα στο Όρος και οι θ΄κοι μας έκατσαν τρία χρόνια εκεί. Εμείς νοίκιαζαμε σπίτια και μέναμε στο χωριό.


Μήτρος Λεφας (10 ετών – Πολύκαστρο)

Το 1940 έρχονται οι Γερμανοί. Εμεις είμασταν στο Πολύκαστρο, …τον Οκτώβρη μήνα. Τα κανόνια τ΄ ακούγαμε, …κι έβρεχε εκείνο το βράδυ. Έτρεξαν οι τσελιγκάδες στο Υπουργείο στη Θεσσαλονίκη και ζήτησαν να μην επιστρατευτούν τ΄ άλογα, επειδη μετακινούνταν, …και κατάφεραν και πήραν παράταση. Το 1941 με την κακοχειμωνιά χάνουμε αρκετά πρόβατα, …και δεν φτάνει αυτό, …μας παίρνουν και οι Γερμανοί τ΄ άλογα. Δεν μπορούσαμε να βγούμε στα βουνά και μείναμε στη Χαλκιδική στα γύρω βουνά. Από το 1942 μέχρι το 1945 ο μπάρμπας μ΄ ο Χρήστος κατάφερνε και έβγαινε στο Πίνοβο με λίγα πρόβατα, αλλά την τελευταία χρονιά κινδύνεψε και τα μάζεψε και γύρισε στην Ιερισσό και σμίξαμε τα πρόβατα.


Κώστας Γκαρέλης (10 ετών – Θεσαλονίκη)

Ο πατέρας μου είχε μεράκι να μάθει ένα παιδί του γράμματα. Το 1940 με έγραψε σε μια ιδιωτική σχολή, …γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη. Την 26η Οκτωβρίου 1940 κάναμε παρέλαση, …απελευθέρωση της πόλεως. Ξυπνάμε μια ωραία πρωία, …28 Οκτωβρίου, …και ακούω φασαρία. Βγήκαμε κι εμεις με τις σειρήνες και έρχοταν φορτηγά αυτοκίνητα απο το στρατόπεδο επάνω με όρθιους στρατιώτες. Θυμάμαι τραγουδούσαν οι στρατιώτες με τόσο ενθουσιασμό και είδα τότε στρατιώτες να έχουν αφρό στο στόμα από την ένταση και το θυμό. Έκλεισαν τα σχολεία και ήλθε ο πατέρας μου και με πήρε στο Κλειδί. Όλο τον πόλεμο συνεχίσαμε και πηγαίναμε επάνω στα Τσεκούρια.


Γεώργιος Ξηρομερίτης (16 ετών – Βέρμιο)

Στον πόλεμο του 1940 ήμαν δέκα έξι χρονών και θυμάμαι τα γεγονότα όλα. Τον Οκτώβριο του 1940 είμασταν απάν στο Βέρμιο, …και ετοιμαζόμασταν να φύγουμε για τα χειμαδιά. Τη μέρα που κυρήχθηκε ο πόλεμος είμασταν κοντά στη Βέροια και κατεβαίναμε. Μαθαίνουμε …πόλεμος. Και λέει ο πατέρας μου ο σ΄χωρεμένος,  … πάμε να φύγουμε για τα χειμαδιά, … θα γίνει επίταξη θα μας πάρουν τ΄ άλογα, … και με τι θα φτάσουμε στα χειμαδιά. Τα πρόβατα τα ’χαμε λίγο παραπίσω και ήταν ακόμα στο βουνό απάν. Και μόλις έφτασαν στα καλύβια,… νά και το στρατό,  …και μας πήραν τα πέντε άλογα και μας έμειναν δυό.  Μ΄αυτά πήγαιναμε στο μύλο, μ’ αυτά πήγαιναμε στο γερμά. Όλον τον πόλεμο είμασταν όμως απάν κατ΄, …και οι Γερμανοί δεν μας σταμάτησαν ποτέ. Είμασταν συνέχεια μέχρι και το 1946 τον Αύγουστο μήνα. Τότε ήρθε διαταγή απ΄το στρατό να ερημώσουν τα βουνά. Μας είπαν, …μέχρι αύριο δεν θα υπάρχει πρόβατο στα βουνά απάν, …και θα πάτε στη Νομαρχία να τακτοποιηθείτε στα χωριά.


Βασίλειος Δαλακούρας (16 ετών – Λάρισα)

Μετά το 1940 ήρθε η κατοχή, πιάστηκε ο πόλεμος και μπήκαν οι Γερμανοί. Στις πόλεις τους έπιασε η πείνα, εμάς μας φύλαγε ο Θεός και είχαμε τα ζωντανά που μας θρέφαν. Έρχονταν από την Λάρισα οι ανθρώποι όταν ξεχειμάζαμε και μας έδιναν γραμμόφωνα και χρυσά για να τους δώκουμε ψωμί να φαν’, …φρίκη. Τους δίναμε τυρί και γάλα, δεν παίρναμε τα αντίδωρα, ‘φχαριστάγαν και γύρναγαν πίσω.


Κώστας Σούρλας (17 ετών – Περτούλι)

Στο Περτούλι γνώρισα και τον Άρη Βελουχιώτη, εκεί ήταν το στρατηγείο του. Στις 22 Ιουλίου του 1943 έκαναν στο Περτούλι το σύμφωνο μη επιθέσεως. Όταν ξεκίνησε ο Ζέρβας απ’ τη Μεσοχώρα, ειδοποίησε στο μαντρί το δικό μας να φτιάξουμε γιαούρτι. Ο Ζέρβας ήταν κοκκινομάλης και κοντός και έρχονταν με το μπλάρι μπροστά κι εγω πάαινα κατά το μαντρί. Ήταν καμμιά σαρανταριά και αφού έφαγαν το γιαούρτι, έφυγαν για τα καλύβια και εκεί ένας συγγενής Ρίζος έσφαξε πέντε-έξι προβατίνες  και τις έψησαν, έφαγαν και έφυγαν για το Περτούλι. Εκεί ήταν ο Ζέρβας, ο Βελουχιώτης, ο Τζίμας (Βλάχος απ’ τη Σαμαρίνα), ο Σαράφης και οι Εγγλέζοι με τον Woodhouse. Και τότε, όταν έγινε η συμφωνία, ο Άρης έδωσε στο Ζέρβα καμμιά δεκαριά άλογα δώρο.

Στις 13 Οκτωβρίου του 1943 το πρωί, πιάστηκαν μάχη, από δω μεριά ο ΕΛΑΣ κι από κει απέναντι απ’ τη Μεσοχώρα ο ΕΔΕΣ. Μόλις χάραξε, πήραμε τα πρόβατα να φύγουμε. Κάποια στιγμή ακούω άλογα και βλέπω τον Βελουχιώτη πάνω στ’ άλογο κι από πίσω έρχονταν όλοι.- Τι ώρα πιάστηκαν παιδί μου ; μου λέει.- Έχουν απ’ το πρωί, του λέω εγώ. Δεν είπε τίποτα και πήρε τον κατήφορο κι έφυγε. Κι εγώ αρπάζω τα πρόβατα από κει και μη τον είδηταν.


Θωμάς Σπανός (8 ετών – Περτούλι)

Τον Οκτώβριο του 1940 είμασταν απάν στο Περτούλι. Σ ένα έλατο μέσα, βρήκε ο σ’χωρεμένος ο αδελφός μου ένα μελίσσι άγριο και πήγαμε να το χαλάσουμε και την ώρα που ερχόμασταν να μπούμε στο Περτούλι, βλέπουμε τον κόσμο μαζεμένο. Βλέπουμε περνάει ένα αεροπλάνο Ιταλικό και ρίχνει κάτι προκυρήξεις και πάει προς την Άρτα. Λέμε τι συμβαίνει; Μαθαίνουμε εκει, επιστράτευση. Άρχισε ο κόσμος να περνάει, τρεις τέσσερις μαζί κι ολοι τραγουδώντας. Τον Νοέμβριο κατεβαίναμε προς τα κάτω και μέχρι την Πύλη συνέχεια βλέπαμε κόσμο να πηγαίνει να καταταγούν στρατιώτες. Φτάνοντας στα Τρίκαλα βλέπαμε κόσμο να πηγαίνει για το μέτωπο και στη Φαρκαδώνα όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά.

Είχα έναν μπάρμπα Δίπλα, ο οποίος είχε υπηρετήσει στον πόλεμο της Μικράς Ασίας το 1922 και είχε αιχμαλωτιστεί για αρκετά χρόνια και το βράδυ με τον πατέρα μου τα συζητούσαν. Οι δικοί μας έλεγε είναι μαθημένοι στα βουνά, αυτοί δεν είναι και θα μπλέξουν. Κι όπως έγινε.