Η ιστορία είναι πέρα
για πέρα αληθινή και είναι βγαλμένη από την οικογενειακή παράδοση ενός
αναγνώστη, ο οποίος μας έδωσε τα στοιχεία των προσώπων που αναφέρονται,
επιθυμώντας όμως να μη δημοσιευθούν, θέλοντας και ο ιδιος να διατηρήσει την
ανωνυμία του. Το σεβόμαστε και δημοσιεύουμε μόνο τα γεγονοτα, τα οποία έχουν
εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Μέτσοβο – Ιούλιος 1884
To Μέτσοβο είναι μια ορεινή
κωμόπολη του νομού Ιωαννίνων, σε
υψόμετρο 1.150 μ. Στα μέσα του 19ου αιώνα αποτελούσε ένα πλούσιο βλαχόφωνο
χωριό εμπόρων και μεγαλοκτηνοτρόφων, ένας τόπος ο οποίος γέννησε κάποιους από
τους σημαντικότερους ευεργέτες της Ελλάδας. Στα χρόνια της ακμής
του ήταν μια οικονομικά εύρωστη κοινωνία, στην οποία άνθρωποι από σχεδόν
ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο κατέφευγαν προς αναζήτηση εργασίας.
Η οικογένεια του Κουλή Αβέρωφ από το
Μέτσοβο. Απεικονίζεται (δεξιά) η κόρη του Δούκω (Ευδοκία), η
περίφημη Βασιλαρχόντισσα του δημοτικού τραγουδιού.
Συνήθεια των πλούσιων Μετσοβιτών αρχόντων
τα χρόνια εκείνα, ήταν να συχνάζουν στον αύλειο χώρο της εκκλησίας της Αγίας
Παρασκευής, το λεγόμενο “Κουλτούκι”, σημείο στο οποίο δικαίωμα συνάθροισης
είχε μόνο η άρχουσα τάξη. Στις
αρχές του 1884 μια παρέα νεαρών ανάμεσά τους και κάποιος Φλέγγας καταγόμενος
από το Μεσολόγγι, ο οποίος εργαζόταν στο Μέτσοβο, συζητούσαν και έλεγαν ότι
κανένας Μετσοβίτης δεν έχει τα κότσια να περάσει από το “Κουλτούκι”. Ο
Φλέγγας, θέλοντας να δείξει παλληκαράς, πήγε στην εκκλησία και πέρασε μπροστά
από τους άρχοντες και τότε ο Κουλής (Νικόλαος) Αβέρωφ (αδελφός του μεγάλου
εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ) σηκώθηκε και χαστούκισε το νεαρό
άντρα. Εκείνος έφυγε, αλλά δεν μπόρεσε να ξεχάσει όχι μόνο τη χειροδικία,
αλλά και την προσβολή που του έγινε. Ήρθε σε συνεννόηση με τον κλέφτη της
εποχής εκείνης Θύμιο Γάκη και του ανέθεσε να απαγάγει για λογαριασμό του την
κόρη του Κουλή Αβέρωφ Δούκω (Ευδοκία), που ήταν πρόσφατα παντρεμένη με τον
έμπορο Στέργιο Τζοανόπουλο.
Στις 31 Ιουλίου 1884 ο Θύμιος Γάκης και η
δωδεκαμελής συμμορία του, εισέβαλλαν στο Μέτσοβο και απήγαγαν την Ευδοκία
Τζοανοπούλου το γένος Αβέρωφ και την εξαδέλφη της Ελένη Καραγιάννη, ζητώντας ως
λύτρα το βάρος της Ευδοκίας σε χρυσό και της Ελένης σε ασήμι. Η συμμορία
κατέφυγε σύμφωνα με το θρύλο, είτε στη Βάλια Κάλντα, είτε στο Μοναστηράκι
Ευρυτανίας, όπου υπάρχει και η Σπηλιά του Θύμιου Γάκη. Παρά την κινητοποίηση
των αρχών η συμμορία δεν μπόρεσε να συλληφθεί και οι δυο
οικογένειες μάζεψαν τα λύτρα, τα οποία εκτός από νομίσματα
αποτελούνταν και από χρυσά και ασημένια οικιακά σκεύη. Τα παρέδωσαν και
μετά από λίγο απελευθερώθηκαν οι δύο γυναίκες.
Η Ευδοκία Αβέρωφ με τον σύζυγό
της Στέργιο Τζοανόπουλο.
H περιπέτεια των δύο γυναικών έγινε δημοτικό τραγούδι, η γνωστή
“Βασιλαρχόντισσα” :
Ωρε δεν είναι κρίμα κι
άδικο, Βασιλαρχόντισσα.
Δεν είναι κι αμαρτία να ειν’ η Βασι-
μωρέ να ειν’ η Βασίλω η Βάσω, σ’ ερημιά;
Ωρε να ειν’ η Βασιλω σ’ ερημιά, Βασιλαρχόντισσα.
Σε κλέφτικα λημέρια να στρώνει πε-
μωρέ να στρώνει πεύκα η Βάσω, στρώματα.
Ωρε να στρώνει πεύκα στρώματα, Βασιλαρχοντισσα.
Κι οξιές προσκεφαλάκια κι ο Θύμιος Γα-
μωρέ κι ο Θύμιος Γάκης Βάσω μ’, φώναξε.
Ωρε κι ο Θύμιος Γάκης φώναξε, Βασιλαρχόντισσα.
Από ψηλή ραχούλα, για σήκω Βα-
μωρέ για σήκω Βάσω απάνω, κι έφεξε
Δεν είναι κι αμαρτία να ειν’ η Βασι-
μωρέ να ειν’ η Βασίλω η Βάσω, σ’ ερημιά;
Ωρε να ειν’ η Βασιλω σ’ ερημιά, Βασιλαρχόντισσα.
Σε κλέφτικα λημέρια να στρώνει πε-
μωρέ να στρώνει πεύκα η Βάσω, στρώματα.
Ωρε να στρώνει πεύκα στρώματα, Βασιλαρχοντισσα.
Κι οξιές προσκεφαλάκια κι ο Θύμιος Γα-
μωρέ κι ο Θύμιος Γάκης Βάσω μ’, φώναξε.
Ωρε κι ο Θύμιος Γάκης φώναξε, Βασιλαρχόντισσα.
Από ψηλή ραχούλα, για σήκω Βα-
μωρέ για σήκω Βάσω απάνω, κι έφεξε
ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Βοιωτία – Άνοιξη 1894
Βοιωτία 1894, …ένας μεγάλος χειμαδότοπος,
όπου αρκετές οικογένειες Σαρακατσαναίων ξεχειμάζουν στη Στάνη ενός
μεγάλου τσελιγκάτου της εποχής εκείνης. Εκει γίνεται γάμος, …η Βασίλω μία από
τις τέσσερις κόρες του τσέλιγκα παντρεύεται, ….ο γαμπρός λέγεται Γκόβαρης και
είναι μέλος ενός άλλου τσελιγκάτου που τα χρόνια εκείνα ξεχείμαζε στο Μουρίκι
της Θήβας. Ο γάμος γίνεται στη στάνη της νύφης με όλα τα “πρεπούμενα”,
μιας και οι δύο οικογένειες είναι ισχυρές τα χρόνια εκείνα. Τελειώνοντας ο
γάμος στα κονάκια της νύφης το συμπεθεριακό ξεκινάει για το Μουρίκι. Στο δρόμο
όμως ένα απόσπασμα χωροφυλακής σταματάει το συμπεθεριακό και συλλαμβάνει το
γαμπρό, γιατί στο κονάκι του βρέθηκε μέρος από τα λύτρα της Βασιλαρχόντισσας,
αποτελούμενο από χρυσά και ασημένια μαχαιροπήρουνα. Το να έχει κάνει κλέφτης κάποιος
τα χρόνια εκείνα για τη Σαρακατσάνικη κοινωνία δεν ήταν κάτι το κακό
(αν διαβάσει κάποιος το βιβλίο του Γιάννη Κολιόπουλου για τη Ληστοκρατία θα
καταλάβει όλους τους λόγους εκείνους που έκανε τους Σαρακατσαναίους το 19ο
αιώνα να γίνονται ληστές). Ο γαμπρός ήταν ένα από τα παλληκάρια που αποτελούσαν
τη συμμορία του Θύμιου Γάκη και είχε πάρει μέρος στην απαγωγή της Ευδοκίας
Αβέρωφ.
Μετά τη σύλληψη του γαμπρού, το
συμπεθεριακό συνέχισε με τη νύφη για τη στάνη του. Φτάνοντας εκεί η Βασίλω, (σύμφωνα
με αφηγήσεις της ίδιας όταν ήταν πλέον γριούλα), βρήκε μια πολύ καλή “σειρά”.
Την επομένη ημέρα ειδοποιήθηκε η οικογένεια της (η οποία αμέσως μετά το γάμο
ξεκίνησε για τα βουνά) και ήρθαν και την πήραν πίσω. Γυρίζοντας στο πατρικό της
κονάκι βρήκε τη μάνα της σε άθλια κατάσταση και τότε της είπε “Μάνα δε θα
κλάψουμε τα κουφάρι κανενός”. Η Βασίλω έζησε με την οικογένεια του μικρότερου
αδελφού της, παρότι την κάνανε και άλλες προτάσεις να ξαναπαντρευτεί.
Περίπου εικοσιπέντε χρόνια αργότερα ο
γαμπρός αποφυλακίστηκε και ήρθε να την πάρει, αλλά εκείνη τον έδιωξε. Η πορεία
της ζωής της έδειξε ότι η Βασίλω ήταν μια δυναμική γυναίκα, η οποία δούλεψε
πολύ, αντιμετώπισε πολλές πίκρες στη ζωή της από διάφορα γεγονότα, όμως εκείνη στάθηκε
στο ύψος της. Όταν πέθανε ήταν τόσο σεβαστό πρόσωπο, που όλοι οι άντρες της
στάνης βγάλαν τη σκούφια τους και ήρθαν να την αποχαιρετήσουν. Τα ανήψια της
βαπτίσαν τις κόρες τους Βασίλω και η γυναίκα του αδελφού της
πεθαίνοντας τη δεκαετία του 1980 σχεδόν αιωνόβια, έλεγε να πεθάνω να
πάω να βρω την “Κυρά μου την Βασίλω”.