τ o γ έ λ ι ο
Η απουσία του χαμόγελου στις Σαρακατσάνικες φωτογραφίες
Παίρνω αφορμή για τη γραφή αυτού του κειμένου, από την παρουσίαση
του βιβλίου της Αδελφότητας των εν Αθήναις Σαρακατσαναίων Ηπείρου, με
τίτλο «Σαρακατσαναίοι Ηπείρου Γενεαλογικά δέντρα» που παρουσιάστηκε στα
Γιάννενα στις 11 Νοεμβρίου 2015. Συγκεκριμένα, φίλος των Σαρακατσαναίων που
παρευρέθηκε στην εκδήλωση, ξεφυλλίζοντας το βιβλίο, έκανε μια παρατήρηση στην
ομήγυρη σχετικά με τις φωτογραφίες που παρατίθενται σε αυτό, πολύ φυσιολογικά
και καλοπροαίρετα μπορώ να πω. Παρατήρησε σε αυτές και μας επισήμανε ότι
βλέπει, ανθρώπους σοβαρούς και αγέλαστους, γεγονός που του προξένησε πολύ
μεγάλη εντύπωση. Μάλιστα δε, με σχετική σιγουριά, έκανε και το δικό του
σχολιασμό, για ανθρώπους ανέκφραστους, κατηφείς, προβληματισμένους, λυπημένους.
Πράγματι κάπως έτσι φαίνεται να είναι. Εξαρτάται πώς το μάτι του
καθενός βλέπει και πώς αντιλαμβάνεται την εικόνα που παρατηρεί. Οι φωτογραφίες
του βιβλίου, με μια σημερινή θέαση και αντίληψη για τη φωτογραφία, αποτυπώνουν
ανθρώπους όλων των ηλικιών, χωρίς να δείχνουν τα συναισθήματά τους,
ανέκφραστους και σοβαρούς. Μάλλον σχεδόν κανένας και σε καμιά περίπτωση, δεν
εκφράζεται και δεν εκδηλώνει έστω και ένα αρχαϊκό μειδίαμα. Αν και οι
φωτογραφίες είναι στην πλειονότητα τους από χαρούμενες στιγμές, εντούτοις αυτό
δεν αποτυπώνεται στις εκφράσεις των προσώπων.
Σαρακατσάνικος γάμος στην Ήπειρο - Αρχείο Πέτρου Φραγκούλη
.
Σήμερα, είναι κοινή η πεποίθηση, ότι το γέλιο κάνει καλό.
Ευχάριστος άνθρωπος είναι εκείνος, που γελάει, φανερώνει τα συναισθήματά του,
είναι χαρούμενος, ευδιάθετος, ευχάριστος, οικείος. Στις φωτογραφίες θέλουμε να
βλέπουμε τους εαυτούς μας, γελαστούς, με εκφραστικό και χαρούμενο πρόσωπο. Ο
ανέκφραστος στη φωτογραφία άνθρωπος φανερώνει κατήφεια, απογοήτευση,
προβληματισμό, απαισιοδοξία, λύπη. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Οι άνθρωποι αυτοί
γιατί ποζάρουν στις φωτογραφήσεις τους με τέτοιο τρόπο; Είναι πραγματικά
λυπημένοι ή «κρύβουν» και δεν δείχνουν τη στιγμή εκείνη τα ευχάριστα
συναισθήματά τους; Βλέπουμε φωτογραφίες από γάμους, οικογενειακά πανηγύρια,
οικογενειακές στιγμές, να μην παρουσιάζουν δείγματα χαράς στο πρόσωπό
τους.
Αν ανατρέξω όχι πολύ μακριά πίσω μου, λίγα μόνο χρόνια, όταν ο
τρόπος της ζωής μας δεν είχε αστικοποιηθεί πλήρως, πολλά έχω να θυμηθώ και να
πω για τι γέλιο. Στην κλειστή και συντηρητική πράγματι κοινωνία των
Σαρακατσαναίων, το γέλιο είχε τη δική του θέση και διάσταση. Και εδώ οι
άνθρωποι χαίρονται, γελούν, τραγουδούν. Υπάρχει ωστόσο, κοινωνικό πλαίσιο που
το καθορίζει και το επιτρέπει. Οποιαδήποτε απόκλιση από αυτό σημαίνει
εκτροπή. Δε γελάμε πάντα όπου και αν βρεθούμε. Υφίσταται αυστηρός αξιακός κώδικας.
Η κοινωνία των Σαρακατσαναίων επιβάλλει σοβαρότητα. Κυρίως από ηλικία σε
ηλικία. Η κοινή συνάθροιση ατόμων διαφόρων ηλικιών, απαιτεί και τον πρέποντα
σεβασμό. Το άτομο επιβάλλεται να είναι «πρέπιο», να κάνει δηλαδή «αυτά
που πρέπει», αυτά που επιβάλλει η αυστηρότητα των ηθών. Για να γελάσεις στην
αυστηρά ιεραρχημένη κοινωνία των Σαρακατσαναίων, πρέπει να υπάρχει λόγος, τον
οποίο επιβάλλει και καθορίζει η περίσταση. Όταν γελάς χωρίς λόγο,
χαρακτηρίζεσαι ως «γελασούλας». Άνθρωπος δηλαδή που δεν έχεις την αίσθηση
του μέτρου. Τέτοιος που δε μπορείς να διακρίνεις αν το πλαίσιο επικοινωνίας σου
επιτρέπει να γελάσεις. Πρέπει να συμβαίνει κάτι το ξεχωριστό για να το κάνεις.
Εδώ επιβάλλεται να είσαι σοβαρός. Η σοβαρότητα δείχνει ήθος.
Γάμος οικ. Π. Τσουμάνη στο Τσεπέλοβο το 1932 - Αρχείο Νικ. Νάκα
.
Ακόμα ηχούν στα αυτιά μου οι παρατηρήσεις και παραινέσεις των
ηλικιωμένων Σαρακατσαναίων για το γέλιο. Δεν έπρεπε να γελάω, αν και μικρό
παιδί ακόμα, όταν βρίσκομαι με άλλους και μάλιστα όταν αυτοί ήταν άλλων
ηλικιών. Μεγαλύτεροι από μένα, γέροντες, άνδρες, γυναίκες, συγγενείς, γονείς,
γείτονες και πολύ περισσότερο φιλοξενούμενοι. Αλλά και στο προσωπικό ιδιωτικό
μας χώρο, στο καλύβι μας τα ήθη είναι αυστηρά. Και εδώ επιβάλλεται, έστω με
σχετική χαλάρωση, να έχουμε τον ανάλογο σεβασμό. Και εδώ δε γελάμε άσκοπα,
χωρίς λόγο κοινά αποδεχτό. Γελάμε σε ευχάριστες καταστάσεις, αλλά πάντα με
μέτρο που το ορίζει η οικογένεια. Η ζωή δεν είναι μόνο γέλιο. Το πολύ γέλιο θα
ακολουθήσει η στεναχώρια. Το αντίθετό του είναι η θλίψη. Πολύ γέλιο θα φέρει
πολύ θλίψη. Το άσκοπο γέλιο δεν είναι καλό. Προς τούτο απαιτείται προσοχή. Ο
πατέρας μου μας το τόνιζε συχνά, χωρίς να πολυκαταλαβαίνουμε εμείς τα παιδιά,
το λόγο που επέβαλε αυτή την απαγόρευση. Δεν υπήρχε λογική εξήγηση, έτσι
έπρεπε. Ο κώδικας αξιών της κοινωνίας μαθαίνεται και δεν έχει ερμηνεία. Έτσι
επέβαλαν τα ήθη. Κοινή ήταν η πεποίθηση ότι θα πρέπει να είμαστε φειδωλοί και
πολύ μετρημένοι στο γέλιο. «Τι γελάς; Τι γέλια είναι αυτά;» ή «Γιατί
γελάτε τόσο πολύ; Δεν κάνει», ήταν συνήθης και συχνή η παρατήρηση και
παραίνεση προς το μέλος ή τα μέλη που ενδεχομένως γελούσαν πολύ. Και ακόμα, «Γιατί
γελάς σα χαμένος; Τι χασκογελάς;» όταν υπήρχε μεγάλη οικειότητα ή
εκνευρισμός και η παρατήρηση ήταν εντονότερη.
Πέρα από την εικόνα που θα βγάλει κανείς προς τα έξω, ήταν και
απαραίτητο. «Μέτρον άριστον» και για το γέλιο. Κοινές ήταν οι εκφράσεις
μεταξύ των Σαρακατσαναίων για κάποιον που γελούσε πολύ. «Τι γελάς; Αυγά σου
καθαρίζουν;», ή «Τι γελάς; Σου ξεφορτώνουν οι μούλες στην πόρτα;».
Μούλες είναι τα θηλυκά μουλάρια. Αυτά που κάνουν τις μεταφορές. Η φράση «Αυγά
σου καθαρίζουν» είναι πολύ γνωστή και αναφέρεται σε ρωμαϊκό έθιμο,
προς τιμή των θεών Διόνυσου και της Αφροδίτης, όπου μικροί και μεγάλοι πετούσαν
αυγά ο ένας στον άλλο και γελούσαν πολύ. Δεν είναι λοιπόν πάντα γιορτή για
γέλια. Όταν ξεφορτώνουν οι μούλες είναι μια στιγμή ευχάριστη για όλους.
Έρχονται εμπορεύματα και καλούδια στο σπίτι. Εξάλλου οι μούλες ξεφορτώνουν κατά
κανόνα στα σπίτια των πλουσίων και των αφεντάδων. Αυτοί έχουν λυμένα τα
προβλήματά τους. Δεν υφίσταται λοιπόν λόγος να γελάμε όποτε νάναι.
Σχαριάτες στο Τσεπέλοβο το 1930 - Αρχείο Ριζαρείου Ιδρύματος
Πότε όμως γελούσαν οι Σαρακατσαναίοι; Αυτό το αυστηρό και
απαγορευτικό κοινωνικό πλαίσιο, έκανε ανθρώπους απαισιόδοξους, χωρίς να γελάνε;
Σαφώς και γελούσαν. Ο καθένας όμως στη δική του παρέα, με το όμοιο του.
Εκεί τα ήθη χαλάρωναν και το γέλιο ήταν ελεύθερο. Τα παιδιά στο παιχνίδι
τους, οι γυναίκες στις συντροφιές τους, οι άνδρες στις δικές τους. Οι κοινές
συναντήσεις μελών διαφόρων ηλικιών, απαιτούν άλλο σεβασμό. Μια γυναίκα δεν
μπορεί να γελάσει όταν βρίσκεται μαζί με μέλη άλλων ηλικιών. Το ίδιο και οι
άνδρες. Ακόμα και τα παιδιά όταν ήταν αρκετά μεγάλα και «καταλάβαιναν τον
εαυτό τους» κατά την κοινή για τους Σαρακατσαναίους έκφραση.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα θυμάμαι από το δικό μου οικογενειακό
και συγγενικό περιβάλλον. Έλεγε κάποια Σαρακατσάνα. «Τι να την κάνουμε
μάτια μου αυτή τη γυναίκα, γελάει πολύ». Αλήθεια πώς να ξεχάσω και τις
παρατηρήσεις και συμβουλές του θυμόσοφου για μένα (γέροντα τον θυμάμαι) Δημήτρη
Σ. Τάγκα, μπάρμπα Μήτρου. Ο μπάρμπα Μήτρος ήταν συγγενής και γείτονας. Απολάμβανε
δικαιωματικά με τις πράξεις του, το λόγο του και την ηλικία του, το πρέποντα
σεβασμό από όλους στη γειτονιά, μικρούς και μεγάλους. «Γιατί γελάτε χωρίς
λόγο» έλεγε συχνά, «κόψτε αυτό το γέλιο , δεν είναι καλό». Έδινε με
το δικό του τρόπο τις συμβουλές του σε όλους όσους αυτός θεωρούσε δικούς του.
Οι κανόνες των ηθών των Σαρακατσαναίων του έδιναν αυτό το δικαίωμα.
Κατραίοι στο Τσεπέλοβο το 1922 - φωτ. Carsten Hoeg
Μικρό παιδί θυμάμαι ακόμα τις γυναίκες να γελούν και να
ξεκαρδίζονται στα γέλια, όταν έγνεθαν, ίδιαζαν, πήγαιναν για νερό, για ξύλα στο
λόγγο. Εκεί ήταν επιτρεπτό. Το ίδιο και τα παιδιά, στο δικό τους χώρο, αυτόν
του παιχνιδιού. Η περίσταση το « καταλύει», το επιτρέπει και σε
ξεχωριστές ευχάριστες στιγμές. Στους γάμους, στα γλέντια, στις γιορτές, στο
κούρεμα των προβάτων. Ήταν ωστόσο και εδώ περιστασιακό. Οι ανάγκες ήταν πολλές,
τα προβλήματα διαρκή και το γέλιο δεν είχε πάντα θέση. Όταν συνέβαινε να
γελούν πολύ έλεγαν: «Σε καλό να μας γένει, σε καλό να μας βγει, αυτό το
γέλιο δε θα βγει σε καλό».
Σοβαρότητα επιβάλλουν και τα ήθη προς τον ξένο. Ο ξένος απαιτεί το
δέοντα σεβασμό. Είναι αυτός που θα «διαβάσει» την οικογένειά μας θα μολογήσει
για την επίσκεψή του σε μας, θα μας επαινέσει και θα μας κατηγορήσει στον
περίγυρό του. Η παρουσία του είναι σημαντική και απαιτεί την προσοχή μας. Δε
γελάμε άσκοπα ενώσω κρατεί η παρουσία του, προσέχουμε πως συμπεριφερόμαστε.
Οτιδήποτε θεωρείται «στραβό», ενδεχομένως να προκαλέσει το γέλωτα.
Συχνή ήταν η φράση μεταξύ των Σαρακατσαναίων για κάτι που θεωρούνταν μη
επιτρεπτό. «Θα μας μολογάει ο κόσμος, θα γελάει με μας». «Εκεί που θα
πας, να είσαι σοβαρός να μη γελάς άσκοπα να μη σε μολογάει ο κόσμος», ήταν
η συνήθης παραίνεση των γονιών προς τα παιδιά τους, όταν τα έστελναν να
εκπροσωπήσουν την οικογένεια σε κοινωνικά συμβάντα του σιναφιού, γάμους,
κηδείες, μνημόσυνα, επισκέψεις.
Μάνες και θυγατέρες στα κονάκια του Κούλη το 1922 - φωτ. Carsten Hoeg
Για να επιστρέψω στην αρχική μου παρατήρηση διαπίστωση σχετικά με
την ανάγνωση της φωτογραφίας του φίλου μας στην εκδήλωση. Οι φωτογραφίες είναι
διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο. Δεν μπορούμε έτσι απλά να
εξετάσουμε και να ερμηνεύσουμε το παρελθόν, ως να είναι παρόν.. Η φωτογραφία
έχει τη δική της ιστορία. Θα πρέπει να τη δούμε ως μια ιστορική πηγή και
όχι ως σημερινή πραγματικότητα. Στην απλοϊκή ερμηνεία των αγέλαστων και
ανέκφραστων ανθρώπων που κάτι τους προβληματίζει θα πρέπει να είμαστε
μετρημένοι. Το κοινωνικό πλαίσιο επιβάλλει τον τρόπο που θα στηθείς
απέναντι στο φακό. Η περίσταση για όλους τους λόγους που προανέφερα σε θέλουν
σοβαρό και μετρημένο. Τα χαμόγελο δεν έχει θέση την ώρα αυτή. Η εξωτερίκευση των
συναισθημάτων στη φωτογραφία βγαίνει στην κοινή θέαση, αποτυπώνεται στο φακό
και δημοσιοποιείται, τη βλέπουν οι άλλοι, δε γυρίζει πίσω να διορθωθεί, μένει
στην αιωνιότητα. Η φωτογραφία θα βγει για να δείξουμε τον καλύτερο εαυτό μας.
Έτσι η τάξη επιβάλλει να είμαστε «πρέπιοι». Η σοβαρότητα αποτελεί
χαρακτηριστικό του ήθους μας. Και το ελάχιστο μειδίαμα εκλαμβάνεται ως αρνητικό
στοιχείο στην κλειστή κοινωνία των Σαρακατσαναίων. Στην φωτογραφία θα δείξουμε
την ομορφιά. Και ομορφιά είναι η σοβαρότητα και όχι το γέλιο. Ας μη μας
διαφεύγει ότι ο άλλος, επιχαίρει για τις αδυναμίες μας και μας τιμωρεί με το
γέλιο. Μας υποτιμά και μάλιστα αυτό το κάνει γνωστό. Τη σοβαρότητα δεν την
εγγίζει η χυδαιότητα του γέλιου.
Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι.