Καθημερινή αναγκαιότητα
και συμβολισμοί
.
του Γεωργίου Τσουμάνη
Είναι
αλήθεια
ότι η σημασία της φωτιάς και η πρακτική της αξία σε παλαιότερες εποχές ήταν
πολύ διαφορετική από ότι σήμερα. Το άναμμά της στην εποχή μας, στο σύνολο
σχεδόν των ανθρώπων στη χώρα μας, συνδυάζεται με αυτή του τζακιού του σπιτιού ή
μιας υπαίθριας φωτιάς φιλικής συγκέντρωσης και τίποτα περισσότερο. Είναι μια
διαδικασία που επιτελείται μάλλον για
ένδειξη ευμάρειας, πλουτισμού και μόδας και όχι πραγματικής ανάγκης. Η φωτιά
έχει αντικατασταθεί πλήρως από το ηλεκτρικό ρεύμα σε όλα τα νοικοκυριά, ακόμα
και στις καθαρά αγροτικές περιοχές.
Ωστόσο,
η φωτιά στις κοινωνίες παλαιότερων
εποχών, όχι υποχρεωτικά πολύ μακρινών, άλλα μόλις λίγων δεκαετιών πίσω μας,
όταν οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν στην ύπαιθρο χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, είχε
πολύ διαφορετική πρακτική αξία και σημασιολογία. Για να μπορέσει κανείς να δει
αυτή τη διάσταση, μάλλον θα πρέπει να έχει βιώσει ανάλογες συνθήκες. Να έχει ζήσει δηλαδή στο ύπαιθρο, προκειμένου να καταλάβει την
ξεχωριστή της σημασία. Το άναμμα της φωτιάς αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της
καθημερινότητας των ανθρώπων. Σε κάθε σπίτι και καλύβι, έκαιε σχεδόν όλη τη
μέρα και τη νύχτα τις κρύες ημέρες του χρόνου, αλλά και τις ζεστές μέρες
κάποιες ώρες, σε έναν εξωτερικό χώρο δίπλα από την κατοικία. Εκτός από τη βασική της προσφορά, που ήταν το
ζέσταμα των ανθρώπων, αποτελούσε και την μοναδική πηγή του καθημερινού μαγειρέματος.
Κάθε
νοικοκυριό, είχε τη δική του γωνιά ή φωτογωνιά, το χώρο όπου θα την άναβε
καθημερινά. Συνήθως ο χώρος αυτός ήταν στρωμένος με πέτρινες χονδρές μαύρες
πλάκες, ή χώμα κατά κανόνα άσπρο ή
κόκκινο, πλασμένο με νερό για να είναι συμπαγές και σκληρό. Με αυτό άλειφαν το μέρος της γωνιάς.
Έτσι αυτή γινόταν λεία και μπορούσαν να μαζεύουν εύκολα τη στάχτη που έβγαινε
από τα καμένα ξύλα και να ελέγχουν τη φωτιά.
Στα
ηπειρώτικα σαρακατσάνικα κονάκια, όπου θα περιορίσω τις λίγες σκέψεις μου για
τη φωτιά, η φωτογωνιά ήταν σχεδόν στη μέση της καλύβας και λίγο προς το μέρος
της πόρτας. Άφηνε με αυτόν τον τρόπο, αρκετό τόπο πίσω της, όπου θα μαζεύονταν
η φαμελιά. Ο χώρος της ήταν συγκεκριμένος και αποτελούνταν από μια μεγάλη
ορθογώνια πέτρα στην κεφαλή της, το γωνολίθι και έναν ημικυκλικό χώρο, κλεισμένο
από χωμάτινο τοίχωμα ύψους λίγων εκατοστών, τον κόθρο, όπου μέσα σε αυτό
τοποθετούνταν τα ξύλα. Έτσι η οριοθέτηση της φωτιάς, ήταν υποτυπωδώς
ελεγχόμενη, ώστε να μη σκορπίζουν τα ξύλα και
να μπορεί να καθαρίζεται. Οι
διαστάσεις της κάθε γωνιάς ήταν τέτοιες, ώστε να χωράει άνετα η γάστρα για το
ψήσιμο αλλά να αφήνει και αρκετό χώρο γύρω της. Το γωνολίθι τοποθετούνταν
παράλληλα με την πόρτα, όπως και όλη ή κατασκευή της γωνιάς ήταν
προσανατολισμένη προς αυτήν, που αποτελούσε και το μοναδικό άνοιγμα της
καλύβας.
Όλοι
θα φροντίσουν για το άναμμά της και τη διατήρησή της για πολλές ώρες την ημέρα.
Συνήθως το βάρος έπεφτε στις γυναίκες. Αυτές κατά κανόνα θα μεριμνήσουν για να
μαζέψουν ξύλα από το δάσος και να τα φέρουν φορτωμένες, «ζαλικωμένες» στο
κονάκι τους. Η προμήθεια των ξύλων για τη φωτιά, αποτελούσε σχεδόν καθημερινή
έγνοια της Σαρακατσάνας. Δεν έλειπαν βέβαια και οι περιπτώσεις όπου και οι
άνδρες φρόντιζαν για την κοπή και τη μεταφορά τους στη στάνη. Η φωτιά τις κρύες
μέρες του χρόνου, έκαιε μέρα νύχτα. Αρχικά έβαζαν μικρά και ξερά ξύλα ή χόρτα,
τα λεγόμενα προσανάμματα, τα οποία άναβαν με τη βοήθεια δαδιού. Στη συνέχεια
την ενίσχυαν με χοντρότερα ξύλα, κούτσουρα, για να έχει διάρκεια.
Αυτός
θα είναι και ο χώρος του καθημερινού μαγειρέματος. Πάνω στην πυροστιά, τον
μεταλλικό τρίποδα, θα τοποθετήσουν την κατσαρόλα ή το τηγάνι με το φτωχικό
συνήθως φαγητό. Εκεί, δίπλα από το γωνολίθι θα είναι όταν χρειαστεί και η
γάστρα για το ψήσιμο με τη βοήθεια της χόβολης. Είναι η θερμότητα που δίνουν τα
αναμμένα κάρβουνα που φτιάχνουν τα χοντρά ξύλα που καίγονται. Αυτά απλώνονται
στη γωνιά και πάνω τους τοποθετείται το
ταψί με το φαγητό, την πίτα, το ψωμί, το οποίο στη συνέχεια σκεπάζεται με τη
γάστρα. Πολλές φορές πάνω στη χόβολη ψήνουν και χωρίς τη βοήθεια μεταλλικού μαγειρικού
σκεύους.
Η
φωτιά αποτελούσε το κέντρο της καθημερινής συγκέντρωσης της σαρακατσάνικης οικογένειας. Γύρω της θα
λάβουν θέση, όλα τα μέλη της για να ζεσταθούν. Με το σούρουπο και αφού
τελειώσουν οι εργασίες της ημέρας, θα συγκεντρωθεί η οικογένεια. Όλοι θα
καθίσουν κατάχαμα, πάνω στα χοντρά μάλλινα στρώματα. Γύρω της θα γίνουν οι
καθημερινές συζητήσεις, «κουβέντες» της οικογένειας. Εκεί θα φιλοξενηθεί ο
γείτονας, ο ξένος, ο περαστικός. Θα ξεκουραστεί θα ζεσταθεί και θα στεγνώσει ο
τσομπάνος που θα έρθει βρεγμένος και κρυωμένος τις βροχερές και κρύες μέρες,
από την βόσκηση του κοπαδιού του.
Όλοι με τον τρόπο τους θα ασχοληθούν μαζί της.
Άλλος θα την ενισχύσει βάζοντας ξύλα και φυσώντας, άλλος θα τακτοποιήσει αυτά
που καίγονται και σκορπίζουν, άλλος θα απλώσει τις παλάμες του για να τις
ζεστάνει, άλλος θα απομακρυνθεί και θα αλλάξει θέση, όταν οι φλόγες δυναμώνουν
και του καίνε το πρόσωπο. Όλοι θα ακούσουν τον ήχο της, όταν αυτή φουντώνει.
Είναι το τραγούδι της για τους Σαρακατσαναίους. Και όταν αυτός ήταν έντονος,
υπήρχε και ερμηνεία. Τότε «κάποιος μας αναφέρει». Κάποιος μιλάει για μας που
βρισκόμαστε γύρω της, την ώρα εκείνη. Και όταν πάνω στην πυροστιά βγαίνουν
σπίθες, τότε χρήματα θα έρθουν στην οικογένεια. Αλλά και σε αυτόν που έρχεται
καταπάνω του ο καπνός, γιατί κάθεται προς το μέρος που φυσάει ο αέρας, υπάρχει
εξήγηση. Ο καπνός πηγαίνει πάνω σε αυτόν που «κατουράει στη στράτα» και δεν
«αναμεράει» σε μέρος απόκρυφο. Είναι οι ώρες που όλοι μιλάνε μαζί της και την
ερμηνεύουν.
Στη
φωτιά θα εξαγνίσουν το κακό, σβήνοντας μερικά κάρβουνα μέσα σε ένα δοχείο με
νερό και λάδι, για κάποιον που θεωρούν ότι είναι ματιασμένος (βασκαμένος) ή θα
ρίξουν στις φλόγες της λίγα κλωνιά αλάτι για να σκάσουν. Το αλάτι όταν ζεσταθεί
διαλύεται, και κάνει θόρυβο. Έτσι σκάει
και το κακό στη φωτιά. Οι Σαρακατσαναίοι συνήθιζαν να ρίχνουν λίγους κόκκους αλατιού στο κεφάλι
τους αλλά και στη φωτιά μετά το λούσιμο του κεφαλιού ή το πλύσιμο ολόκληρου του σώματος, κυρίως όταν
αυτό γίνονταν το βράδυ. Αλλά και κατά τη διάρκεια του δωδεκαήμερου των
Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς η φωτιά δεν πρέπει να σβήσει. Αυτή θα
κρατήσει τα παγανά μακριά από τους ανθρώπους, μέχρι που να φύγουν με τον
αγιασμό των νερών στις γιορτές των Φώτων. Αυτή αποτελεί την ασπίδα του ανθρώπου
ενάντια στα κακά πνεύματα. Ακόμα η φωτιά δεν δίνεται σε κανένα ποτέ τη νύχτα.
Μια τέτοια πράξη, κάτι κακό θα φέρει στη
στάνη. Μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν φωτίζει ο ήλιος, μπορείς να
μεταφέρεις αναμμένα κάρβουνα ή δαυλιά από μια εστία για να ανάψεις κάποια άλλη.
Όσο η
φωτιά διαρκεί, η οικογένεια θα φροντίσει να φάει και το λιτό βραδινό της. Αυτή
εκτός από την απαραίτητη ζεστασιά της θα προσφέρει και τον λιγοστό φωτισμό της,
βοηθούμενη από την λάμπα πετρελαίου, ή κάποιο αναμμένο δαδί. Και όταν ο χρόνος της ξεκούρασης παρέλθει και η θαλπωρή της
φωτιάς με την κούραση της ημέρας θα
κλείνει τα μάτια, σιγά- σιγά ο καθένας θα αποτραβηχτεί στο δικό του χώρο για
ύπνο. Ο τελευταίος, συνήθως κάποιος μεγάλος και όχι παιδιά, θα την περιορίσει
και θα την ελέγξει, σκεπάζοντας τα αναμμένα ακόμα κάρβουνα με τη στάχτη, Αυτά
πρέπει να παραμείνουν ενεργά μέχρι την αυγή, για να την ανάψουν ξανά. Και αν
συμβαίνει ο αέρας να φυσά δυνατά, για μεγαλύτερη σιγουριά και ασφάλεια, θα τη
σκεπάσει με τη γάστρα. Τα υλικά της καλύβας είναι εύφλεκτα και η φωτιά θέλει
φροντίδα.
Με το
πρωινό ξύπνημα, με αυτή θα ασχοληθούν πρώτα και αρχικά. Εκεί τα μέλη της
οικογένειας θα πάρουν το πρώτο ζέσταμα, προτού αρχίσουν την καθημερινή τους
δραστηριότητα. Με την αποχώρηση των μεγάλων, πίσω θα μείνουν οι ηλικιωμένοι και
τα μικρά παιδιά. Έτσι θα συντηρηθεί αναμμένη όλη μέρα.
Η
αναγκαιότητα της φωτιάς, αποκτά ξεχωριστή σημασία στη μοναξιά του τσομπάνου που
βρίσκεται μακριά από τα κονάκια της στάνης, στη δική του μικρή καλύβα, αποκομμένος
από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Εκεί η προσφορά της είναι ξεχωριστή. Βοσκός και φωτιά «μιλούν» με τη
σιωπή τους «ώρες ατέλειωτες». Στην φοβέρα της νύχτας και ελλείψει ρολογιού ο
χρόνος έχει άλλη διάσταση. Ο βοσκός ασχολείται μαζί της συνέχεια. Είναι στιγμές
μοναδικές όπου αυτή τον προστατεύει από όλους τους κινδύνους, φυσικούς και
φανταστικούς. Κοντά της νιώθει ηρεμία και ασφάλεια. Τη συμπάει, τεντώνει τα
χέρια του και τα πόδια του, πότε κοντά της και πότε μακριά της, συμμαζεύει γύρω της τα καμένα ξύλα που σκορπίζουν, την
ενισχύει όταν αυτή κατακάθεται, την ερμηνεύει, πυρώνει το ψωμί του για να φάει
το λιγοστό φαγητό του.
«Η
φωτιά είναι συντροφιά» λένε οι Σαρακατσαναίοι και έχουν δίκιο. Αυτή η σχέση
φωτιάς και ανθρώπου γίνεται κατανοητή, όταν τη βιώσει κάποιος. Όταν αναγκαστεί
να μείνει μόνος δίπλα της, να αντιληφθεί την αξίας της και τη σημασία για
αυτόν. Να νιώσει κοντά της την ανάγκη της
αυτοσυντήρησης, να ζήσει το φυσικό φόβο που προκαλούν, το σκοτάδι της
νύχτας, οι ξαφνικοί θόρυβοι από τις φωνές
των αγριμιών, τα κρωξίματα από τα νυχτοπούλια, οι ήχοι από τις πέτρες που ξεκόβονται αναπάντεχα από
τα βράχια, η βροχή που πέφτει στη μοναξιά του. Να αφουγκραστεί κάθε «ύποπτο» άκουσμα που φτάνει
στα αυτιά του. Να ζήσει αυτόν τον πρωτογονισμό, αυτή την ιδιαίτερη σχέση
ανθρώπου και φωτιάς. Να βιώσει την μοναδική δύναμή της. Αυτή που του δίνει
πραγματικά ζωή με τη ζεστασιά της θερμαίνοντας το σώμα του και με τη εξουσία
της στην ερημιά της νύχτας εμποδίζει τα άγρια θηρία, τα ξωτικά, τις νεράιδες, τα
αερικά και όλους τους κινδύνους που
βάζει κανείς με το μυαλό του να πλησιάσουν κοντά του. Αυτό το αρχέγονο
συναίσθημα του φόβου κάμπτεται από την παρουσία της. Είναι αυτή που
εναντιώνεται και μπορεί να αντισταθεί σε όλους τους κινδύνους, γιατί η επιβολή
της είναι τεράστια. Εξάλλου ο άνθρωπος τόσα υπέφερε για να την κλέψει από τους θεούς.
Θυμηθείτε τον Προμηθέα πόσα τράβηξε από το Δία. Αυτή η ανάγκη του ανθρώπου για
να κυριαρχήσει στη φύση, πήρε άλλη διάσταση με την κατάκτησή της.
Οι
τσομπαναραίοι στη μοναξιά τους άναβαν
συνήθως τρανή φωτιά. Μπομπούνα έλεγαν τη μεγάλη φωτιά που οι φλόγες της
ηχούσαν σαν μικρό μπουμπούνισμα. Απολάμβαναν τη θαλπωρή της, ένιωθαν ασφάλεια
και ηρεμούσαν δίπλα της, ξεκουράζονταν πραγματικά τυλιγμένοι στις χοντρές κάπες
τους. Πάμπολλες ήταν οι περιπτώσεις που έκαιγαν τις μικρές τους καλυβούλες τους
αθέλητα, εξαιτίας του ανάμματος μεγάλης φωτιάς.
Η
ξεχωριστή της δύναμή της αναδεικνύεται
και μέσα από πολλές παροιμιώδεις φράσεις γνωμικά και παροιμίες που υπάρχουν. «Πυρ,
γυνή και θάλασσα» το γνωστότερο γνωμικό που αποδίδεται στον αρχαίο ποιητή
Μένανδρο. (Θάλασσα και πυρ και γυνή τρίτον κακό). «Φωτιά να τον κάψει» λένε οι
Σαρακατσαναίοι για κάποιον που θέλουν να πάθει μεγάλο κακό. Αλλά και
«φωτοκαμμένος και λαμπαδιασμένος». «Έπεσε στη φωτιά» λένε για κάποιον που
τόλμησε να κάνει κάτι πολύ ριψοκίνδυνο, τολμηρό και είχε μεγάλο ρίσκο. «Έβαλε
φωτιά και κάηκε» δηλώνουν για εκείνον που απερίσκεπτα, με τις πράξεις του έκαμε
κακό στον εαυτό του.