Σαρακατσάνικη Βιβλιοθήκη
΄΄Ο Γάμος της
Στάνης΄΄ - Κώστας Κρυστάλλης
«… ἐκ τῆς φυλῆς τῶν Σαρακατσαναίων,
οἵτινες σκηνῖται ὄντες,
διέρχονται μετὰ τῶν ποιμνίων καὶ τῶν
οἰκογενειῶν αὐτῶν, τὸν μὲν χειμῶνα εἰς τὰς πεδιάδας, τὸ δὲ θέρος
εἰς τὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων μας»
Ο « Γάμος της Στάνης» δημοσιεύθηκε στο περιοδικό
«Εβδομάς» στις 15-09-1890. Το αντιγράψαμε και σας το παρουσιάζουμε ακριβώς όπως
κυκλοφόρησε ως ειδική έκδοση για την εφημερίδα «Το Βήμα» το 2009. Παρουσιάζει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον μιας και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια καταγραφή της
«Χαράς» των Σαρακατσάνων της Ηπείρου σε εποχές που ελάχιστοι κατέγραφαν με
τέτοια λεπτομέρεια. Αναφέρεται στην «Χαρά» του γιού του Τσέλιγκα Ακρίβου, Φώτη
και της κόρης του Καψάλη, Μόρφω.
Ἐπιστρέφοντες
ἐκ κυνηγεσίου ἀπὸ τὰ δάση τῶν Ἀσπραγγέλων εἰς Ἰωάννινα διὰ Λυκοτριχίου, κατηρχόμεθα τὴν φάραγγα
τῆς Μονῆς ταύτης νύκτα, διότι εἴχομεν
κινήσει μὲν περὶ τὴν μεσημβρίαν, ὑπολογίζοντες νὰ φθάσωμεν,
ἐν ἀνέσει ὁδοιποροῦντες, κατὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου εἰς Ἰωάννινα, ἀλλ’ ὑπὸ βροχῆς ραγδαίας καὶ αἰφνιδίας, ἐκ τῶν συνήθως ἐκείνων μεταμεσημβρινῶν τῶν τελευταίων ἡμερῶν τοῦ θέρους, καταληφθέντες περὶ τὴν Βρύσιν τοῦ Πασᾶ, ἠμποδίσθημεν
ἐκεῖ ἀκίνητοι, μέχρι τὴς ἐσπέρας. Ἡ νὺξ ἀσέληνος μὲ οὐρανὸν κεκαλυμμένον ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἀπὸ νέφη, ἤρχισε νὰ ἐξαπλοῦται σκοτεινοτάτη, ἡ δὲ φάραγξ, ἣν κατηρχόμεθα δι’ ἀτραποῦ ἀνομαλωτάτης
καὶ πολλαχοῦ ὑπὸ τῶν ρευμάτων παρεσυρμένης, ἦτο
βαθυτάτη καὶ κατάκρημνος. Ἐβαίνομεν κατεσπευσμένως καὶ σιωπηλοί,
κατεχόμενοι ὑπὸ πανικοῦ. Ἀλλ’ αἴφνης μακρυνὸς ἦχος
φλογέρας, ἐπέχυσεν ἠρεμίαν τινὰ εἰς τὴν μελαγχολοῦσαν ψυχήν μας. Ὁ ἦχος ἤρχετο ἀπὸ τὴν κορυφήν,
πολὺ ὑψηλὰ ἦτο δὲ τόσον
γλυκὺς καὶ
μαλακτικός, ὣστε μᾶς ἐφάνη, ὃτι φωνὴ οὐράνια
κατήρχετο, ἳνα μᾶς
παραμυθήσῃ.Τὶς οἶδε ποῖος βοσκὸς ἐνεθυμήθη τότε τὸν ἀθάνατον Κατσαντώνην καὶ ἠθέλησε διὰ τοῦ τραγουδιοῦ του νὰ μνημονεύσῃ τὰ ὑπεράνθρωπα
ἀνδραγαθήματά του.
Κι ἀγέρας, δένδρα καὶ νερὰ μένουνε, λησμονιῶνται, κατὰ τὸν ποιητήν,
Καὶ στέκουν γι’ ἀκουρμένονται γιὰ τὸν παληό τους φίλο
Λες κι ἔπιανε παράπονο τὴ νειόνυμφη τὴν πλάση,
Π’ ἀκούει τὸ μνημόσυνο τοῦ φοβεροῦ τοῦ κλέφτη.
Τὸ τραγοῦδι ἔπαυσε καὶ οἱ γλυκεῖς τῆς φλογέρας ἦχοι ἐσβέσθησαν εἰς τὸν αἰθέρα, ὡς ἀστέρες διάττοντες. Ὅτε δέ, λησμονημένοι καὶ ἡμεῖς ἐκ τοῦ ἄσματος, ἐφέρομεν τὸ βλέμμα πέριξ ἡμῶν, εἴδομεν ὅτι εὑρισκόμεθα εἰς φοβερὸν σκότος. Ἡ νὺξ εἶχεν ἐπέλθει πλέον. Καὶ ὅμως εἴχομεν νὰ διατρέξωμεν εἰς τὸ σκότος αὐτῆς δρόμον μιᾶς περίπου ὥρας ἀκόμη, μέχρι τοῦ Λυκοτριχίου. Ἡ ἡρεμία ἐφυγαδεύθη πάλιν ἐκ τοῦ στήθους μας, ὑπὸ τὸ μαστίγιον τοῦ φόβου, ὅστις ὁλονὲν ἐπετείνετο. Αἴφνης δέ, ὡς νὰ μὴ ἤρκει εἰς ἡμᾶς τοῦτο μόνον, ἀλλεπάλληλλοι βαρεῖς πυροβολισμοὶ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς φάραγγος ἀκουσθέντες, μᾶς ἐπάγωσαν ἐπὶ πλέον τὸ αἷμα.
—Κλέφταις, σκυλιά! ἠδυνήθη μόλις εἷς ἐξ ἡμῶν νὰ ὑποτονθορίσῃ.
Καὶ ἐμείναμεν ὅλοι εἰς τὸν τόπον, ἄφωνοι πλέον, τρέμοντες ἐκ τοῦ φόβου. Δὲν ἦτο διόλου ἀξιόμεμπτος ὁ περὶ ληστῶν φόβος ἡμῶν. Ἀπὸ τῶν
παλαιοτέρων χρόνων τὰ μέρη ἐκεῖνα ἦσαν
κρησφύγετα ληστῶν. Σήμερον δέ, ὅτε τοσαύτην ἐλευθερίαν καὶ θρασύτητα ἀνέλαβεν ἡ ληστεία ἐν Ἠπείρῳ, φόβος εἶναι καὶ ὀλίγον ἔξω τῶν Ἰωαννίνων νὰ ἐξέλθη τις, ἀφοῦ καὶ ἐκεῖθεν καὶ ἐκ μέσης πολλάκις ἀγορᾶς ἐτόλμησαν οἱ λησταὶ νὰ ἁρπάσωσιν αἰχμαλώτους. Δὲν ἠδυνάμεθα δὲ νὰ καθυσηχάσωμεν καὶ τοὺς σκύλους μας, οἵτινες ἀκούσαντες τοὺς πυροβολισμούς, ὥρμησαν νὰ σπεύσωσι πρὸς τὰ κάτω, ἀλλὰ παρημποδίζοντο καταναγκαστικῶς ὑφ’ ἡμῶν. Ἠναγκάσθημεν δὲ νὰ φιμώσωμεν καὶ τὰ στόματα αὐτῶν, ἵνα μὴ γαυγίζωσιν ἐκ τῆς
στεναχωρίας των. Μετά τινα σιγήν, ἐφάνη εἰς ἐμέ, ὅτι ἤκουον ἀπήχησιν ἀσμάτων, ἐν τῷ βάθει τῆς φάραγγος.
—Σοῦ κάμουν τ’
αὐτιά, μοὶ εἶπέ τις.
—Ὄχι, ἀκούω κι ἐγώ, εἶπεν ἄλλος, μιὰ βοή!, μὰ θἆναι τὸ νερὸ τοῦ λαγκαδιοῦ.
—Ἐγὼ λέω, ἐμπρόσθεσεν ὁ δειλότερος, πῶς θ’ ἄμπλεξαν οἱ κλέφταις μὲ καμμιὰ π α γ ά ν α καὶ θάστησαν ντουφέκι. Κι ἐπειδὴ αὐτοὶ ἔχουν χούϊ νὰ φωνάζουν, στὸν πόλεμο, ταῖς φωναίς τους μᾶς ταῖς φέρνει τὸ βάθος τοῦ λαγκαδιοῦ σὰν βοή
—Ἄν ἦταν πόλεμος, τὸν διέκοψα ἐγώ, θ’ ἀκούγαμε κι ἄλλη παταριά. Ἐμείναμεν οὕτως ἐν σιγῇ ἐπί τινα ὥραν ἐκεῖ, οὐδὲν πλέον ἀκούοντες ἢ ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν τὴν ἀπήχησιν,
περὶ ἧς εἶχον εἴπει.
—Πᾶμε
παρακάτου, ἀδερφέ, νὰ ἰδοῦμε τί
γίνεται, γιατὶ δὲν ἀκούσαμε κι ἄλλη παταριά; ἐπανέλαβον. Τινὲς ἐδίσταζον νὰ προχωρήσωμεν, ἀλλ’ ἐπὶ τέλους ἠναγκάσθησαν νὰ ὑποκύψωσιν εἰς τὴν ἀπόφασιν τῆς πλειοψηφίας.
—Ἐγὼ λέω ν’ ἀλλάξωμε δρόμο, εἶπε τις τῶν δισταζόντων, μὴ βροῦμε κ’ ἄνα μπελιᾶ.
Ὄχι εἶπον ἐγώ, τὸ ἴδιο τὸ μονοπάτι νὰ πᾶμε. Καὶ ἐξεκίνησα ἀκολουθούμενος ὑπ’ αὐτῶν. Εἶχον
δίκαιον νὰ δειλιῶσι τόσον οἱ σύντροφοί μου. Διότι γεννηθέντες ἐν Ἰωαννίνοις καὶ τοῖς περιχώροις αὐτῶν, δὲν ἐγνώριζον ἀπὸ
θυελλώδεις καὶ σκοτεινὰς νύκτας τῶν ὀρέων,
νύκτας καθ’ ἃς τυγχάνει νὰ διέρχηταί τις βράχους ἀποκρήμνους
καὶ ἄνευ τοῦ παραμικροῦ ἴχνους
δρόμου. Τοιαύτας νύκτας εἶχον ἴδει πολλὰς ἐγὼ ἀνὰ τὰς φάραγγας
τῆς Πίνδου, ἐφ’ ἧς ἐγεννήθην, ὥστε καὶ ἂν ἔτι δὲν ἤμην ἐντελῶς συνειθισμένος εἰς αὐτάς, εἶχον ὅμως περισσότερον ἀπ’ αὐτοὺς θάρρος.
Διὰ τοῦτο ἐπροχώρουν πεντήκοντα σχεδὸν βήματα
πρὸ αὐτῶν. Οὕτως ἔφθασα
ταχύτερον ἐπί τινος ὑψώματος, ἀφ’ οὗ ὀλίγος πλέον κατήφορος μᾶς ὑπελείπετο. Ἐκεῖθεν ἀπεκαλύφθη πρὸ ἐμοῦ, ἡ ἐν τῷ βυθῷ τῆς φάραγγος
κοιλάς. Τὸ δὲ θέαμα ἦτο τόσον εκπληκτικόν, ὅσον καὶ εὐχάριστον. Διότι εἶδον ἀνὰ τὰς ἄκρας τῆς κοιλάδος ὅλης πυρὰς λαμπούσας καὶ ἤκουσα καθαρῶς πλέον ἤχους ἀσμάτων, εἰς οὓς προσετίθεντο ἐδῶ καὶ ἐκεῖ διακεκομμέναι βραχναὶ ὑλακαὶ
μανδροσκύλων, οἵτινες μοὶ ἐδήλωσαν, ὅτι εὑρισκόμεθα πλησίον στάνης. Ἀληθῶς δ’ εἰπεῖν, ἄνευ τῶν σκύλων ἤθελέ τις ἐκλάβῃ τὸ θέαμα ὡς πανήγυριν τῶν δαιμόνων
τοῦ λαγκαδιοῦ, ἐὰν ἐπίστευεν εἰς τὰς δεισιδαιμονίας τοῦ Λαοῦ. Στραφεὶς τότε πρὸς τοὺς
πλησιάζοντας συντρόφους του, ἐκάγχασα:
—Δὲ σᾶς ἔλεγα ’γὼ δὲν εἶναι
κλέφταις; Δὲν ἀκοῦτε καθαρά, καθαρὰ τὰ τραγούδια; Ἰδέστε καὶ ταῖς φωτιαίς, ἀκοῦστε καὶ τὰ μανδρόσκυλα.
—Μώρ ’δῶ πέσαμε σὲ στάνη, εἶπε τις.
—Μοῦ φαίνεται
ποὖναι ἡ στάνη τ’ Ἀκρίβου, εἶπον ἐγώ. Ἂν εἶναι αὐτός, καλὰ θὰ τὰ περάσουμε κι’ ἐδῶ νὰ κάτσουμε ἀπόψε.
—Γι’ ἂς πᾶμε, εἶπεν ἄλλος. Ὁ Ἀκρίβος εἶναι τσέλιγγας, ἀρχηγὸς στάνης, φατρίας δηλαδὴ ποιμενικῆς ἐκ τῆς φυλῆς τῶν Σαρακατσαναίων, οἵτινες σκηνῖται ὄντες,
διέρχονται μετὰ τῶν ποιμνίων
καὶ τῶν οἰκογενειῶν αὐτῶν τὸν μὲν χειμῶνα εἰς τὰς
πεδιάδας, τὸ δὲ θέρος εἰς τὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων μας. Ἐν Ἠπείρῳ μεταξὺ ἄλλων ἀκούεται καὶ ἡ στάνη τοῦ Ἀκρίβου, ἐκλέγοντος πάντοτε πρὸς
παραχείμασιν τὰς πεδιάδας τῆς Πρεβέζης καὶ διὰ τὸ θέρος βουνὸν τῶν Ἰωαννίνων. Ἐννοεῖται, ὅτι ἅμα ἐφθάσαμε εἰς τὰς καλύβας τῆς στάνης μᾶς ὑπεδέχθησαν
πρῶτοι-πρῶτοι οἱ σκύλοι, ὄχι τόσον φιλοφρόνως βεβαίως, ἂν δὲν ἤρχοντο εἰς ὑπεράσπισίν μας ἀπὸ τὰ παιδιὰ τῆς στάνης. Οὗτοι μᾶς ὡδήγησαν εἰς τὴν καλύβην τοῦ Ἀκρίβου, ἣν ἐζητήσαμεν, ἀφοῦ κατὰ πρῶτον ἐμάθομεν, ὅτι ἰδική του ἦτο ἡ στάνη. Ἐνταῦθα μᾶς ὑπεδέχθη φιλοφρονέστατα ὁ ἴδιος ὁ Ἀκριβός. Ὁ τσέλιγγας οὗτος ἦτο ὑψηλὸς καὶ σωματώδης
ἀνήρ, ἀθλητικώτατος μὲ παχείας
κνήμας, ροδαλὸν πρόσωπον καὶ φωσφορίζοντας ἐρυθροκυάνους
ὀφθαλμούς. Εἶχε βραχνὴν καὶ βαρείαν
φωνὴν καὶ βάδισμα ὑπερήφανον, ἦτο δὲ πάνοπλος
πάντοτε. Γνώριζε τόσους ἐντίμους ἀνθρώπους ἐν τῇ ἀγορᾷ τῶν Ἰωαννίνων, μεθ’ ὧν εὑρίσκετο εἰς συναλλαγάς, ἀλλὰ γνώριζε καὶ τόσους ληστάς, οὓς ἠναγκάζετο νὰ ὑποδέχεται
καὶ νὰ τρέφῃ. Ἀλλ’ ἕνεκα τῆς μετὰ τῶν δευτέρων
γνωριμίας του, εἶδε πολλάκις καὶ τὰς εἰρκτὰς τῶν Φρουρίων τοῦ Ἀλῆ-πασᾶ, ἐν οἷς
συχνότατα κλείεται καὶ ἀθωοῦται, κατηγορούμενος ἐπὶ λῃσταποδοχῇ.
Αἱ καλύβαι τῆς στάνης εἶναι κωνοειδεῖς. Κατασκευάζονται δὲ ἐξ’ ἀχύρου, δεδεμένου κατὰ δέσμας ἐπὶ τῶν σκελετῶν αὐτῶν, οἵτινες συνίστανται ἐκ πεπλεγμένων εὐλυγίστων
ξύλων συνδεδεμένων κατακορύφως ἐπί τινος ἱστοῦ, ὅστις
πήγνυται ἐντὸς τῆς καλύβης κατὰ τὸ κέντρον αὐτῆς. Μιὰ δὲ καὶ μόνη στενὴ θύρα χρησιμεύει καὶ ὡς εἴσοδος καὶ ὡς παράθυρον καὶ ὡς καπνοδόχη. Ἐκεῖ γεννῶνται, ἐκεῖ ἀνατρέφονται καὶ ἐκεῖ ἀποθνήσκουν
οἱ ποιμένες οὗτοι. Ὅταν κατασκευάζωνται αἱ καλύβαι, χαιρετίζονται μὲ πολλὰ ἄσματα, ἀλλ’ ὅταν οἱ κάτοικοι αὐτῶν
φεύγουσι, κατακαίουσιν αὐτάς, παράδοξον ἔθιμον. Καὶ ἐν τῇ καλύβῃ τοῦ Τσέλιγγα
καὶ ἐν ταῖς τῶν ὑπολοίπων
του δὲν ᾖδον μόνον ἀλλὰ καὶ ἐχόρευον. Μᾶς εἶπον δέ, ὅτι τὴν αὔριον
Κυριακήν, ὁ Τσέλιγγας ἐτέλει τοὺς γάμους ἑνὸς τῶν υἱῶν του. Πρὸς τοῦτο λοιπὸν αἱ χαραὶ καὶ αἱ εὐωχίαι. Κατὰ τὰ ἔθιμα αὐτῶν, τὸ ἑσπέρας τοῦ Σαββάτου, παραμονῆς τοῦ γάμου, προσκαλοῦνται ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς στάνης εἰς εὐωχίαν καὶ διασκεδάσεις. Ἀρχίζουσι
λοιπὸν ἀπὸ τὰς καλύβας ὅλας τὰ ἄσματα καὶ οἱ χοροὶ καὶ οἱ
πυροβολισμοί, ἐνῷ ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ γαμβροῦ οἱ ἀδελφοποιτοί
του (βλαμάδες) κατασκευάζουσι τὸ
φ λ ά μ π ο υ ρ ο ν . Τὸ
φλάμπουρον εἶναι μακροτάτη ράβδος, εἰς τὸ ἄνω ἄκρον τῆς ὁποίας
κατασκευάζουσι σταυρὸν ἐκ τριῶν ξύλων καὶ ἀναρτῶσιν ἐπ’ αὐτῆς μανδήλια κόκκινα, πρὸ πάντων δὲ τὸ μανδῆλι τῆς νύμφης καὶ τὸ ζωνάρι τοῦ γαμβροῦ. Εἶναι οὗτως εἰπεῖν, ἱερὰ γαμήλιος σημαία ἄνευ τῆς ὁποίας δὲν λαμβάνει οὐδέποτε γαμβρὸς τὴν νύμφην, λείψανον βεβαίως τῶν ἀρχαίων ἁρπαγῶν. Ἐκ τούτου
καὶ ἡ φρᾶσις «σὲ πῆρα μὲ τὸ φλάμπουρο», ἴση τῇ «σὲ πῆρα μὲ τὴν
σημαίαν», ὁσάκις φιλονεικῶν ὁ ποιμὴν μετὰ τῆς συζύγου
του, θέλει νὰ δείξῃ τὴν δουλικὴν πρὸς αὐτὸν θέσιν της.
Ὅταν δὲ οἱ ἀδελφοποιτοὶ ράπτουν τὸ μανδήλιον εἰς τὸ φλάμπουρον, ἄδουσι τὸ ἐξῆς ἄσμα:
Τίνος εἶν’ τὸ φλάμπουρο, τ’ ἄξιο καὶ τὸ κόκκινο;
Τοῦ γαπροῦ εἶν’ τὸ φλάμπουρο – τ’ ἄξιο καὶ τὸ κόκκινο∙
Ποιὸς τὸ φκιάνει, ποιὸ τὸ ράφτει ποιὸ τὸ κατακοκκινίζει,
Μῆλα ρόδια
τὸ
γεμίζει;
..........................................................................................
Ἐσένα
φλαμπουριάρη μου, θὰ νὰ σὲ τραγουδήσω.
Νὰ σὲ πολυχρονήσω. Νὰ σὲ χαρῆ ἡ μανούλα σου
νὰ σὲ παντρέψῃ γλήγορα, νὰ βάλῃ ἄσπρο φλάμπουρο
νὰ βάλῃ κατακόκκινο. Καὶ σεῖς, μπρατῖμοιτοῦ γαμπροῦ
ράψτε τὸ
φλάμπουρο καλὰ θὰ γύρῃ ράχαις καὶ βουνά.
Μὴ τὸ χαλάσουν τὰ κλαριὰ καὶ μᾶς γελάσῃ ἡ πεθερά.
Ἐν τῷ ἄσματι τούτῳ φαίνεται λεπτομερέστερον ἡ κατασκευὴ καὶ ὁ στολισμὸς τοῦ φλαμπούρου. Μετὰ τὸ φλάμπουρο ἄρχεται τὴν αὐτὴν νύκτα τὸ ξύρισμα τοῦ γαμβροῦ, ὑπὸ τῶν αὐτῶν αδελφοποιτῶν, καθ’ ὃ χορὸς γυναικῶν καὶ νεανίδων, ἄδει τὸ ἐπόμενον:
Λούζεται ὀ γυιὸς τοῦ βασιληᾶ καὶ πάει νὰ ἀρραβωνιάσῃ
Ξουράφι μου ἀλεφαντινό,
κι ἀκόνι ἀπὸ τὴν Πόλι,
Ἀνέσια ἀνέσια νὰ διαβῇς, τρίχα νὰ μὴ τοῦ κόψῃς κ.λπ.
Ἀποδειπνήσαντες
ἡμεῖς, μὲ ὅλην ἐκείνην τὴν κούρασιν τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτερινῆς ὁδοιπορίας μας, ξ α γ ρ υ π ν ή σ α
μ ε ν παραδόξως. Οὐδ’ ἐπλησίασεν ὁ ὕπνος τὰ βλέφαρά μας. Μόλις ἐπρόβαλεν ἐπὶ τῶν κορυφῶν τοῦ βουνοῦ τὸ γλυκοχάραμα ἐζητήσαμεν νὰ ἀναχωρήσωμεν,
ἵνα ὅσον τὸ δυνατὸν ἀποφύγωμεν
τὴν ζέστην τοῦ ἡλίου καθ’ ὁδόν. Ἀλλ’ ὁ Τσέλιγγας
ἀντετάχθη εἰς τὴν ἀπόφασίν
μας. Δὲν συγκατετίθετο οὐδαμῶς νὰ μᾶς ἀφήσῃ νὰ φύγωμεν, ἀφοῦ ἔτυχε νὰ εὑρισκώμεθα
εἰς τὴν στάνην
του, καθ’ ἣν ἡμέραν ἐνυμφεύετο ὁ υἱός του.
—Αὔριο ταχειὰ ἐβρυχύθη, ὡσεὶ μᾶς
διέτασσε.
Ἐκ
περιεργείας περισσότερον πρὸς τὰ γαμήλια ἔθιμα τῶν ποιμένων αὐτῶν,
κατέπεισα καὶ τοὺς ἄλλους νὰ μείνωμεν. Ἐλάβομεν λοιπὸν καὶ ἡμεῖς μέρος εἰς τὸν γάμον, ἀνεμίχθημεν μετὰ τῶν καλεσμένων, ἐθεωρήθημεν
διὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ὡς ἄνθρωποι ἰδικοί των, ὡς π α ι δ ι ὰ τ ῆ ς σ τ ά ν η ς.
Ἡ νύμφη ἦτο κόρη ἄλλης στάνης, τῆς στάνης τοῦ Καψάλη, ὅστις ἄλλοτε ἀνέβαινε τὸ θέρος στὰ βουνὰ τοῦ Ζαγορίου,
ἀλλὰ κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο χάριν τοῦ γάμου τῆς θυγατρός του, ἠναγκάσθη νὰ διαμείνῃ παρὰ τὴν στάνην
τοῦ συμπεθέρου. Ἡ στάνη τοῦ Καψάλη ἔκειτο εἰς τὴν κορυφὴν τῆς φάραγγος κατὰ τὸ ἐρημοκκλήσιον
τοῦ Προφήτου Ἠλία, παρὰ τὸ ὁποῖον ἀνέβλυζε
δροσερὰ πηγὴ ὕδατος.
«Σ’ αὐτὴν τ’ βρύσι,» μοὶ διηγεῖτο, ὁ Τσέλιγγας, «ὁ γιός μ’ ὁ Φώτ’ς εἶδε τ’ θυγατέρα τ’ Καψάλη, τ’ Μόρφω. Ἦταν ἄνοιξις π’ περνοῦσαν ᾑ φαμελιαῖς ἀπ’ τὰ χειμαδιὰ γιὰ τὰ βνά. Στ’ βρύσ’ ἐκεῖ δὰ ἔκανε
κονάκι ὁ Καψάλ’ς. Ἡ Μόρφω πάει νὰ ποτίσῃ τὰ πράμματα στ’ βρύσι.Ἔτχε ν’ ἆνε ’κεῖ κι ὁ Φώτ’ς, π’ βόσκαε τὰ γίδια ’κεῖ πᾶν, καὶ τὴν εἶδε. Τὸν ἐλάβωσε, λέει βαθειὰ ἡ γιομορφιὰ τ’ς καὶ τ’ν ἀγάπσε. Μ’ τοῦπε ἐμένα μιὰ μέρα καὶ τοὖπα, «εἶσαι μικρὸς ἀκόμη. — Ἄν δὲ μ’ τ’ δόσ’ μὲ τὸ καλό,» μ’ λέει, «θὰ πάω μὲ τ’ς βλαμάδες νὰ τ’ν ἁρπάξω.» Φοβήθ’κα μὴ μ’ γίνη ἄλλο κανένα κακὸ καὶ σκώθηκα καὶ πῆγα στὴ στάνη τ’ Καψάλ’ στὸ Ζαγόρι μὲ προξεντάδες καὶ τ’
γύρεψα. Ὁ καϋμένος ὁ Καψάλ’ς ξετίμησε τὸ σόϊ μ’ καὶ μ’ τ’ν ἔδωκε. Κι ἔτσι γεννήκαμε συμπεθέροι.»
Ὥστε παρὰ τοῖς ποιμέσι προηγεῖται συνηθέστατα πρὸ τοῦ γάμου ἔρως, ἁγνὸς ὅμως καὶ ἀφελέστατος, μεθ’ ὃν ἂν οἱ ἐρασταὶ παρατηρήσωσιν, ὅτι οἱ πόθοι αὐτῶν δὲν
πραγματοποιοῦνται ὑπὸ τῶν οἰκείων των, μεταχειρίζονται τὴν ἁρπαγήν. Ἔχουσιν δὲ καὶ τὸ ἄλλο καλόν, ὅτι δὲν ζητοῦσι προίκας. Καὶ τοῦτο κυρίως μεγάλως συντελεῖ εἰς τὴν διατήρησιν τῆς ἠθικῆς παρ’ αὐτοῖς, διότι ἄποροι καὶ ὀρφαναὶ κόραι νυμφεύονται εἴτε μετὰ πλουσίων, εἴτε μετὰ πτωχῶν, μετὰ τῆς αὐτῆς εὐκολίας, μεθ’ ἧς καὶ αἱ κόραι τῶν πλουσίων ποιμένων. Σπανίως διὰ τοῦτο ἀπαντᾶ τις μεταξὺ αὐτῶν εἰκοσιπενταετῆ κόρην ἀνύμφευτον.
Ὁ Τσέλιγγας
μετὰ τὴν ἀνωτέρω ἐκδήλωσίν του, ἐνῶ οἱ ἕτεροι ἐν τῇ καλύβῃ ἠτοιμάζοντο εἰς τὰ τῆς
μεταβάσεως πρὸς παραλαβὴν τῆς νύμφης, μοὶ διηγεῖτο τὰ κατὰ τὸν ἀρραβῶνα αὐτῶν. Μοὶ ἔλεγεν, ἅμα δοθῆ ὁ λόγος τοῦ πατρὸς τῆς κόρης, ὅτι τὴν δίδει, προσδιωρισμένην τινὰ Κυριακήν, πηγαίνουσι τέσσαρες ἢ πέντε
συμπέθεροι εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ πενθεροῦ, φέροντες μίαν κόφφαν οἴνου καὶ μίαν κουλούραν. Ἐκεῖ τελοῦσι τὸν ἀρραβῶνα (τὴ σύβασι) ἀλλάζοντες δακτυλίδια. Κατόπιν
θέτοντες αὐτὰ ἐπί τινος ταψίου, ἀσημώνουν αὐτὰ ρίπτοντες ἕκαστος κατὰ σειρὰν ἐντὸς αὐτοῦ ὅ,τι
βούλεται, ἀρχὴν
ποιουμένου τοῦ πλησιεστέρου συγγενοῦς τοῦ γαμβροῦ. Τὰ χρήματα ταῦτα, πάντα ἀργυρᾶ, κ ε ρ ά
σ μ α τ α τῆς νύμφης, δίδονται εἰς αὐτήν, ἥτις τὰ μεταποιεῖ εἰς ἅλυσιν, γ ι
ο ρ τ ά ν ι , ἣν θέτει περὶ τὸν λαιμόν της. Μετὰ ταῦτα προσδιουρίζουσι τὴν ἡμέραν τοῦ γάμου, ὁρίζοντος τοῦ πενθεροῦ, ἀναλόγως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν συγγενῶν, τὰ δῶρα ἅτινα ὀφείλει νὰ φέρῃ ὁ γαμβρός.
Ταῦτα εἶναι
συνήθως, ἓν ζεῦγος
πεδίλων τῆς νύμφης, μία πόρπη (κορφοβέλονο)
καὶ μία ζώνη ἀργυρᾶ, ἓν ζεῦγος ἐνωτίων ἐπιχρύσων, μία καλύπτρα (κοῦκλος),
ζεύγη τινὰ τσαρουχίων καὶ πεδίλων διὰ τοὺς συγγενεῖς τῆς νύμφης, εἷς ἁμνὸς (τὸ ψητὸ τῆς νύμφης),
μία κουλούρα καὶ ἓν ζεῦγος πεδίλων τοῦ νουνοῦ. Οἱ ἀδελφοποιτοὶ τοῦ γαμβροῦ, φροντίζουσι νὰ φέρωσιν ὅλα ταῦτα τὰ ὑπὸ τοῦ πενθεροῦ ὁρισθέντα δῶρα, διότι ἡ παραμικρὰ ἔλλειψις θεωρεῖται ὡς κακὸς οἰωνὸς καὶ παροργίζει τὸν
πενθερόν, ὅστις πολλάκις ἀρνεῖται καὶ τῆς νύμφης τὴν παράδοσιν. Ἐν ἐπικειμένῃ διακοπῆ γάμου κατὰ τοιαύτην περίπτωσιν, ἐκλαμβάνουσι τοῦτο ὡς μέγιστον δυστύχημα καὶ
πορευόμενοι εἰς ἄλλην
στάνην αὐθημερόν, λαμβάνουσιν εἴτε διὰ τοῦ καλοῦ τρόπου, εἴτε διὰ τῆς ἁρπαγῆς τὴν παρατυχοῦσαν νεανίδα, διὰ νύμφην. Ἤδη ἡ προπαρασκευὴ εἶχεν ἐκελεσθῆ ἐντελῶς καὶ ἔπρεπε νὰ κινήσωμεν. Ἡ πομπὴ ἅπασα μηδ’ ἡμῶν ἐξαιρουμένων,
ἤτο ἔφιππος ἐκτὸς τῶν γυναικῶν, αἵτινες ἤρχοντο ὅλαι πεζαί.
Ὅταν ἡτοίμαζον τὸν ἵππον τοῦ γαμβροῦ, λευκὸν πάντοτε τοῦτον, ἤκουον τὰς γυναῖκας ἀδούσας:
Γιὰ ἔβγα, ἀφέντη μ’ ἔβγα, σελώσετε τὸ γρίβα,
Βάλτε ἀσημένια
σέλα, σκάλαις μαλαματένιαις.
Βάλτε καὶ στὸ λαιμό του μαλαματένιο γκέμι,
Νὰ
καβαλκέψῃ ὀ Ρήγας, νὰ πάῃ νὰ φέρῃ νύφη,
Νύφη καὶ κυρανύφη,
κι ἀρχοντοθυγατέρα.
ἐνῶ δὲ ἵππευεν ὁ γαμβρός, πάντες τότε ἔψαλλον τὸ ἑπόμενον:
—Εὐχήσου
με, μανοῦλα μου,
τώρα στὸ κίνημά
μου.
—Μὲ τὴν εὐχή μου, γιόκα μου, Θεὸς νὰ σὲ προκόψῃ.
— Εὐχήσου
με, πατέρα μου, τώρα στὸ κίνημά
μου.
— Μὲ τὴν εὐχή μου, γιόκα μου, Θεὸς νὰ σὲ προκόψῃ.
Καὶ ὅταν ἐξεκινήσαμεν
ἐν ἄλλῳ ἰδιορρύθμῳ ἀρειμανίῳ μᾶλλον ρυθμῷ, ἔψαλλον τὸ ἀκόλουθον:
Ὄντας
κινάει ὁ
σταυραετὸς νὰ πάῃ γιὰ τὴν πέρδικα,
Σκύβει φιλεῖ τὰ νύχια του, τινάζει τὰ φτερούδια του.
—Νυχούλια μου, νυχούλια μου καὶ νυχτοποδαρούλια μου,
Τὴν
πέρδικα ἂν τὴ πιάσητε, φτερὸ νὰ μὴ τῆς βγάλητε
Γιὰ θὰ τὴν βάλω στὸ κλωβὶ νὰ μοῦ λαλῇ τ’ ἀποταχύ.
Τὸ ἀρειμάνιον μέτρον καὶ ὁ ἦχος τοῦ ἄσματος ρυθμιζόμενα ὑπὸ τῶν βημάτων
τῶν καλπαζόντων ἵππων μας μοὶ παρουσίαζον ὄχι γαμήλιον πομπήν, ἀλλὰ στρατιὰν ἱππικοῦ πορευομένην εἰς μάχην, ἀφοῦ μάλιστα προηγεῖτο αὐτῆς, δίκην
σημαίας, τὸ φλάμπουρον. Ἀνήλθομεν οὕτω λόφους τινὰς καὶ ἐφθάσαμεν εἰς μικρὰν κοιλάδα, ἀφ’ ἧς ἐφαίνοντο αἱ καλύβαι τῆς στάνης τοῦ συμπεθέρου, μόλις διακόσια βήματα ἀπέχουσαι. Ἐνταῦθα ἀφίππευσαν
πάντες. Τρεῖς δὲ, οἱ κ ο υ λ ο υ ρ ι α ρ α ῖ ο ι, ἔσπευσαν ἔφιπποι εἰς τὴν καλύβην τῆς νύφης φέροντες ἐκεῖ οἶνον, τὴν κουλούραν καὶ τὸν ἀμνόν. Ἐκεῖ καθὼς μᾶς εἶπον, ἠ νύμφη κρυμμένη ὄπισθεν
καλύμματος, ἐξάγουσα δὲ μόνην τὴν δεξιὰν αὐτῆς ἔλαβε τὴν κουλούραν, ἥτις ἦτο κεκομένη εἰς τὸ μέσον καὶ ἔδωσε τὸ ἥμισυ αὐτῆς πρὸς τοὺς ἀδελφοποιτούς, οἵτινες ἦσαν οἱ ἴδιοι κουλουριαραῖοι, οὗτοι δὲ δίδουσι τὸ ἥμισυ αὐτὸ τῆς
κουλούρας εἰς τὴν
πενθεράν, λαμβάνοντες παρ’ αὐτῆς ἄλλην κουλούραν καὶ ἀνὰ ἓν μανδήλιον.
Ἐνῶ ταῦτα συνέβαινον ἐν τῇ καλύβῃ τῆς νύμφης, οἱ, τοῦ γαμβροῦ, ἄμ’ ἀφιππεύσαντες
ἐν τῇ εἰρημένῃ κοιλάδι ἔστησαν χορόν. Εἶπον τόσα ἄσματα ἐκεῖ, τοῦ χοροῦ, κλέφτικα καὶ τοῦ ποιμενικοῦ βίου, ἀλλ’ ἐξ ὅλων ἓν καὶ μόνον μοὶ ἀφῆκε ζωηρὰν ἐντύπωσιν καὶ ἐνεχαράχθη ἐν τῇ μνήμῃ καὶ ἐν τῇ καρδία μου ἀνεξάλειπτον, τὸ ἆσμα τῆς Ζερβοπούλας.
Σωπαίνετ’ ὅλα τὰ βουνὰ καὶ μὴν παραπονιέστε,
Κι ἐγὼ βουνὸ ἤμουν μιὰ βολά, καλλίτερο ἀπὸ τ’ ἄλλα,
Κι ἐχόρευαν
στὶς ρίζαις
μου λεβέντες κι ἀντρειωμένοι
Μπροστά, μπροστὰ ἡ ἀρχοντιά, πίσω τὰ παλληκάρια,
Καὶ πρὸς τὰ δέξια τοῦ χοροῦ, χόρευε ἠ Ζερβοποῦλα.
Κι ἔλαμπαν τὰ μανίκια της κι ἄστραφτε ἠ τραχηλιά της.
Ὁ Βασιληᾶς διαβαίνοντας τὴν εἶδε νὰ χορεύῃ.
—Θεέ μου, νὰ μ’ ἤμουν Βασιληᾶς, νὰ μ’ ἤμουνα καὶ μέγας
Νὰ πήγαινα
νὰ πιάνουμουν
’πὸ
Ζερβοπούλας χέρι,
Ποῦ λάμπουν
τὰ μανίκια
της κι ἀστράφτει
ἠ
τραχηλιά της
Κι ἀπ’ τὴν πολλή της ὠμορφιά, ὅλος ὁ τόπος φέγγει.
Βαρὺς
πυροβολισμὸς μᾶς ἀνήγγειλεν, ὅτι ἐπανήρχοντο
οἱ κουλουριαραῖοι. Ἱππεύσαντες τότε πάλιν ὅλοι, ἐβαίνομεν πρὸς τὴν καλύβην τῆς νύμφης. Εἰς τὴν θύραν τῆς καλύβης, ὁ φλαμπουριάρης ἔμπηξε τὸ φλάμπουρον εἰς τὴν γῆν, ἀφ’ οὗ ἡ πενθερὰ τὸν ἐρράντισε,
ρίπτουσα ἐπ’ αὐτοῦ οἶνον καὶ ὄρυζαν, σύμβολα εὐδαιμονίας, ἐνῶ αἱ γυναῖκες ᾖδον ἐν χορῷ:
—Τοῦτο τ’ ἀρχοντόπουλο καὶ τὸ βεζυρόπουλο,
Τ’ ἔχασε, τί
χάλευε κι ἔρχεται
χαλεύοντας,
κι ὅλο
ψαχουλεύοντας;
—Περδικοῦλαν ἔχασε, κι ἔρχεται χαλεύοντας
κι ὅλο
ψαχουλεύοντας. Τ’ν εἶχε μέσα
στὸ κλωβὶ
Σκανταλίστηκε τὸ κλωβί,
κι ἔφυγε τ’ ἀποταχύ.
Ἀφιππεύσαντος
δὲ τοῦ γαμβροῦ, ἀνήρτησαν πλησίον τοῦ ὠτὸς τοῦ ἵππου του κατακόκκινον μανδήλιον, ἐνῶ δὲ
προσφέρονται αὐτῷ ἐν τῇ καλύβῃ πλακοῦς καὶ ὠὰ μετὰ μέλιτος αἱ γυναῖκες κτενίζουσι τὴν νύμφην ᾄδουσαι:
Χτένι μου καὶ χτενάκι μου καὶ ἀργυρό μου χτένι
διάβα πῶς διαβαίνεις καὶ τρίχα μὴν τῆς παίρνεις κ.λπ.
Κατόπιν ἔφερεν ὁ ἀνδράδελφος
τὰ πέδιλα της, ἅτινα ἤλλαξεν ἐκ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸν ἕτερον πόδα αὐτῆς τρίς,
ρίψας πρὸς τούτοις ἐντὸς αὐτῶν οἶνον καὶ χύσας αὐτὸν τρὶς ἐκ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸν ἕτερον. Ἐκ τοῦ οἶνου τούτου
πίνουσιν ὀλίγον αὐτὸς καὶ ἡ νύμφη. Μετὰ δὲ τοῦτο ἐτελέσθη ἡ ἱεροτελεστία ὑπὸ τοῦ ἱερέως τοῦ παρακειμένου ἐρημοκκλησίου, μεθ’ ἣν ἀνεχωρήσαμεν μετὰ τῆς νύμφης καὶ τοῦ
συμπεθερικοῦ αὐτῆς, διὰ τὴν στάνην
τοῦ γαμβροῦ. Κατὰ τὴν ἀναχώρησιν ἔθεσαν ἐπὶ τοῦ κατωφλίου
τῆς θύρας τὴν προῖκα, ἐφ’ ἧς ἐκάθισεν ὁ ἀδελφὸς τῆς νύμφης ζητῶν δῶρόν τι, ἵνα ἐπιτρέψῃ τὴν παραλαβήν, ὅπερ καὶ ἐγένετο, ὁ δὲ γαμβρὸς ἔσυρεν ἐκ τῆς χειρὸς τὴν νύμφην ἕως ἔξω τῆς καλύβης
τῶν συγγενῶν της ᾀδόντων τό:
—Εὐχήσου με
μανοῦλα μου,
τώρα στὸ κίνημά
μου κ.τ.λ.
Ἔξωθεν τῆς καλύβης ἡ μήτηρ τῆς νύμφης ἀναλύσασα δι’ ὕδατος ἐντὸς
σκεπάσματος λέβητος μικροῦ μαγειρικὸν ἅλας, δι’ αὐτοῦ ἐρράντισε τὴν θυγατέρα της εἰποῦσα:
—Ὅ,τι σοῦ εἶπα νερὸ κι ἁλάτι.
Τοῦτ’ ἔστι συγχωρημένα, τὰ πάντα, τὸ δὲ σκέπασμα αὐτὸ τοῦ λέβητος, ἔθεσεν ἐντὸς τῆς πήρας (τουρβᾶ) τῆς κόρης της, ἥτις
προσκυνήσασα κεκαλυμμένη διὰ τοῦ κούκλου, ἐφίλησε τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας τοῦ πατρός, τῆς μητρὸς καὶ τῶν ἀδελφῶν της.
Τότε ἡ μήτηρ της τῇ ἐδώρησεν ὄρνιθα (ἴσως διὰ πολυτεκνίαν), ἧς τὴν σημασίαν ἐλησμόνησα νὰ ἐρωτήσω. Οὕτως ἐπερατώθη ἡ ἔξωθεν τῆς καλύβης νυμφικὴ σκηνή. Ὁ γαμβρὸς ἔφιππος
πλησίον τῆς νύμφης ἐφίππου ἐπίσης ἐπὶ λευκοῦ ἵππου, ὃν ἔφερεν ὁ γαμβρὸς περιέφερε τὴν χεῖρα του, περὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς, κρατῶν νόμισμα ἀργυροῦν, ὅπερ ἔδωκε
κατόπιν τῇ νύμφῃ ἀσπασθείσῃ τὴν χεῖραν αὐτοῦ. Μετὰ δὲ τοῦτο ἐξήγαγε τὴν μάχαιραν ἐκ τοῦ σελαχίου καὶ περιέφερεν αὐτὴν σταυροειδῶς ὑπὲρ τὴν κεφαλὴν τῆς νύμφης, κτυπήσας τρὶς τὴν πλάτην αὐτῆς. Ἐπὶ τέλους ἐξεκινήσαμεν ᾄδοντες:
Μὴ σᾶς ἐκακοφάνηκε ποὔρθαμε στὸ χωριό σας;
Ἐμεῖς τὴ νύφη πήραμε καὶ τὸ χωριὸ δικό σας.
Ἐν μέσῳ δὲ συνεχῶν πυροβολισμῶν καὶ
ζωηροτάτων τοιούτων ᾀσμάτων, ἐπλησιάσαμεν τὴν καλύβην
τοῦ γαμβροῦ. Ὀλίγον ἐντεῦθεν τῆς καλύβης, εἶδον ἕνα τῶν ἀδελφοποιτῶν, ὅστις ἐπλησίασε τὴν νύμφην, ἀφήρεσε βιαίως τὸ πέδιλον
τοῦ δεξιοῦ ποδὸς αὐτῆς καὶ ἐχάθη ἔφιππος ὄπισθεν τῶν λόφων καὶ τῶν βάτων.
Μετ’ ὀλίγον δὲ μᾶς ἐπανῆλθεν, ἀσθμαίνοντος τοῦ ἵππου του, φέρων μετὰ τοῦ πεδίλου τῆς νύμφης καὶ κόκκινον μανδήλιον, ὅπερ ἐδώρησεν εἰς αὐτὸν ἐν τῇ καλύβῃ ἡ πενθερά, λαβοῦσα παρ’ αὐτοῦ τεκμήριον
τῆς ἐλεύσεως τῆς νύμφης τὴν παρουσίασιν τοῦ πεδίλου της. Ὅσον ἐπλησιάζομεν πρὸς τὴν στάνην, οἱ πυροβολισμοὶ ἐγίνοντο διαρκέστεροι καὶ ραγδαιότεροι. Εἰς τὴν στάνην ἐραντίσθη ἡ νύμφη μὲ σῖτον καὶ ὄρυζαν. Εἰς τὴν καλύβην ἡ νύμφη δὲν συγκατετίθετο νὰ ἀφιππεύσῃ, ἂν δὲν τῇ ὑπισχνοῦντο δῶρόν τι. Τῇ ἔδωσαν δὲ κουλούραν τινά, ἣν ἔκοψεν εἰς τέσσαρα μερίδια σταυροειδῶς οἶνον. Ἐνῶ δὲ κατέβαινε
τοῦ ἵππου της αἱ γυναῖκες ἔψαλλον τὸ ὡραῖον ᾆσμα:
Σἂν δασιὰ εἶν’ τὰ κυπαρίσσια Ἄριεψ’ τα μιὰ ψύχα-ψύχα,
Νὰ διαβῇ ὁ γαμβρὸς κι ἡ νύφη, νὰ διαβοῦν οἱ συμπεθέροι.
Εἰσερχομένη
τέλος ἐν τῇ καλύβῃ, ὤφειλε νὰ ὑπερπηδήσῃ μάχαιραν τιθεμένην ἐπὶ τοῦ ὁδοῦ τῆς εἰσόδου. Οὕτω παρῆλθεν ἀνεπαισθήτως ἡ ἡμέρα ὁλόκληρος. Τὸ δ’ ἑσπέρας ἐδόθη ἐν τῇ καλύβῃ τοῦ γαμβροῦ ἐπίσημος παννύχιος εὐωχία, ἐν ᾗ ἐκτὸς τῶν δώρων τοῦ νουνοῦ, τοῦ ἀμνοῦ, τῆς κουλοῦρα καὶ τοῦ οἴνου, παρετέθησαν καὶ τὰ δῶρα, ἅτινα εἰσὶν ὑποχρεωμένοι
νὰ φέρωσι καὶ οἱ λοιποὶ καλεσμένοι, κολούραν καὶ οἶνον, οἱ δὲ
πλησιέστεροι συγγενεῖς καὶ ἀμνόν. Καλὸν ἔθιμον καὶ τοῦτο οἰκονομολογικῶς, διότι οὕτω διὰ τῆς ἀλληλοβοηθείας,
ἐλαττοῦνται αἱ δαπάναι τοῦ πενθεροῦ, ἄλλως οἱ πτωχοὶ ποιμένες, δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ ὑποστῶσι τὴν δαπάνην τοῦ γάμου. Τὰ ᾄσματα δὲν ἔλειψαν οὔτε καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν ὥραν τοῦ δεἰπνου. Οὕτως, ὅταν ἔφεραν τὸν ὀπτὸν ἀμνὸν τοῦ ἀναδόχου, ἐτραγούδησαν τὸ τραγοῦδι τοῦ νουνοῦ:
Τοῦ νουνοῦ μας τὸ ψημένο ἀπ’ τὴν Πόλη εἶναι φερμένο
Ἀπ’ τὴν Πόλη ἀπάνω πῆγα τέτοιον νιὸν νουνὸν δὲν εἶδα.
Τέτοιον νιόν, τέτοιον πετρίτη, τέτοιον καστροπολεμίδη.
Μὲ τὰ κάστρα πολεμάει, ὅσο ν’ ἀποστεφανώσῃ.
Ἔπειτα ἤρχισαν αἱ ἐντολαί, ἐνῶ ἐπίνομεν μὲ τὰς πλόσκας ἀδιακόπως εἰς ὑγείας τοῦ νουνοῦ, τῶν
νεονύμφων, τῶν πενθερῶν κτλ. καὶ εὐχόμενοι
πάντες πρὸς πάντας «πάντα τέτοια» ἢ «καὶ στὰ σπίτια
σας», ἢ «καὶ στὰ ἀποδέλπα», «καλορρίζικα» κτλ.
Καὶ αἱ εὐωχίαι, οἱ χοροὶ καὶ τὰ ᾄσματα ἐπιτείνονται μέχρι τῆς πρωΐας. Ἀπὸ τοῦ
μεσονυκτίου μέχρι τοῦ γλυκοχαράγματος ἡμεῖς κεκοπιακότες πλέον ἐγεύθημεν ὀλίγου ὕπνου. Ἐγερθέντες δὲ τὴν πρωΐαν τῆς Δευτέρας ἀπέφασίσαμεν ν’ ἀναχωρήσωμεν δι’ Ἰωάννινα
μετὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, ἵνα ἴδωμεν καὶ τὸν χορόν, εἰς ὃν ὤφειλε νὰ λάβῃ μέρος καὶ ἡ νύμφη. Ἐν τῷ χορῷ τούτῳ, ὃν στήνουσι περὶ τὸ μέσον τῶν καλυβῶν τῆς στάνης, ἡ νύμφη τοποθετεῖται μεταξὺ τοῦ γαμβροῦ καὶ τοῦ νουνοῦ. Ἄδεται δὲ ἰδιαίτερον τότε ἆσμα, ἀποπνέον θρησκευτικὸν ὅλως αἴσθημα, τὸ ἀκόλουθον:
Δὲν ἀκοῦς, κυράτσα νύφη, Τί σοῦ λέει τ’ ἅγιο Βαγγέλιο;
Νὰ τιμᾶς τὸν πεθερό σου, πάντα τιμημένη νἆσαι.
Δὲν ἀκοῦς κυράτσα νύφη, τί σοῦ λέει τ’ ἅγιο Βαγγέλιο;
Νὰ τιμᾶς τὴν πεθερά σου, πάντα τιμημένη νἆσαι.
Νὰ τῆς πῆς κυράτσα μάνα. Νὰ σὲ πῆ κυράτσα νύφη
Δὲν ἀκοῦς κυράτσα νύφη τί σοῦ λέει τ’ ἅγιο Βαγγέλιο;
Νὰ τιμᾶς καὶ τ’αντραδἐρφια, πάντα τιμημένη νἆσαι.
Νὰ τιμᾶς καὶ τὸν νουνό σου, πάντα τιμημένη νἆσαι.
Μετὰ τὸ πέρας τοῦ ᾄσματος τοῦτου, μικρὸν παιδίον ὄχι ὀρφανόν, ἀλλὰ ἔχον καὶ μητέρα καὶ πατέρα ἀπεχώρησε τὴν νύμφην ἀπὸ τὸν γαμβρόν
καὶ ὁ χορὸς διελύθη. Ἡ δὲ νύμφη ὡδηγήθη εἰς τὴν καλύβην,
ὅπου οἱ ἄνδρες τῇ ἀφήρεσαν τὸν κοῦκλον, ἐνῶ οἱ ἀδελφοποιτοὶ ἐχάλασαν τὸ φλάμπουρον καταφαγόντες αὐτοὶ μεταξύ των τὰ μῆλά του. Μετὰ δὲ ταῦτα, ἡ νύμφη μᾶς παρέθεσεν τράπεζαν καὶ
διεμοίρασεν εἰς ἕκαστον
προσκεκλημένον ἀνὰ ἓν δῶρον. Ἐλάβομεν καὶ ἡμεῖς τὰ δῶρα μας,
(μανδήλιον νομίζω ἦτο τὸ ἰδικόν μου) ἐκεράσαμεν τὴν νύμφην δίδοντες αὐτῇ ἕκαστος ἀργυροῦν τι νόμισμα, ηὐχαριστήσαμεν τὸν τσέλιγγα
διὰ τὴν
φιλοξενίαν του, εὐχόμενοι αὐτῷ καὶ πᾶσι τῆς προσκεκλημένοις καὶ τοῖς νεονύμφοις κ α λ ο ρ ρ ί ζ
ι κ α καὶ ἀνεχωρήσαμεν.
Εἶχε πλέον ἀνατείλει ὁ ἥλιος. Ἐνῶ δὲ πηδῶντες κατηρχόμεθα τὴν πρὸς τὴν πεδιάδα διέξοδον τῆς φάραγγος, ἐσυλλογιζόμην περὶ τοῦ γάμου τῆς στάνης, ἐσυλλογιζόμην, ὅτι ἡ ὅλη τελευτὴ αὐτοῦ, ἡ χαρὰ ἐκείνη, τὰ ᾄσματα, οἱ χοροί, αἱ ευχαί, μαρτυροῦσιν ἐναργέστατα τὴν ἀξιοπερίεργον τῷ ὄντι ψυχολογικὴν κατάστασιν, ἐν ᾑ διατελοῦσιν οἱ ἡμιάγριοι, καθ’ ἡμᾶς, ποιμένες αὐτοί, κατὰ τὴν ἱερὰν καὶ κρίσιμον ἐκείνην ἡμέραν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου.
________________________________________________
Ο Κώστας
Κρυστάλλης, ποιητής, διηγηματογράφος και ιστορικός συγγραφέας, γεννήθηκε στο
Συρράκο Ιωαννίνων το 1868 και απεβίωσε το 1894 σε ηλικία 26 ετών (από φυματίωση)
στην Άρτα. Φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή
των Ιωαννίνων. Η μακεδορουμάνικη προπαγάνδα τον συκοφάντησε ως επικίνδυνο εχθρό
της τούρκικης αυτοκρατορίας, εγκαταλείπει έτσι τα σκλαβωμένα Γιάννινα και μεταβαίνει
στην ελεύθερη Αθήνα. Προσλαμβάνεται σε τυπογραφείο με την βοήθεια του προστάτη
του Σπυρίδωνα Λάμπρου. Το 1891 προσλαμβάνεται ως γραμματέας στο περιοδικό
«Εβδομάς» και το 1892 ξεκινά συνεργασία με το Λεξικό Μπεκ και Μπάρτ. Έργα του
είναι: «Χελιδόνες», «Αγροτικά», «Γκόλφω», «Οι Βλάχοι της Πίνδου»,
«Πεζογραφήματα», «Παλιά μου χρόνια», «Ηπειρώτικές αναμνήσεις» κ.α.. Το ύφος του
Κρυστάλλη είναι ποιμενικό. Έγραψε στην ηπειρωτική δημοτική γλώσσα με χάρη και
γλαφυρότητα.
Στην έκδοση
του «Κλέφτικες Ιστορίες και λαογραφικά» περιλαμβάνονται:
ΚΛΕΦΤΙΚΕΣ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ:
·
Τα Χριστούγεννα των Κλεφτών
·
Καπετάν Κωνσταντάρας
·
Ο Γεώργιος Κίτσος
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ:
· Ο Γάμος της Στάνης
·
Τρεις Δρακόλιμναι επί των κορυφών της Πίνδου