portraita

ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ



Ομιλία του Δημήτρη Α. Γαρούφα στη συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Υποτρόφων του Κοινωφελούς Ιδρύματος "Αλέξανδρος Ωνάσης" στα πλαίσια του Α΄ ΣYΝΕΔΡΙΟΥ Σ.Α.Ε. (Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού) ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ το 1996. Το θέμα της συζήτησης ήταν "Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ".


"Θα μπορούσαμε να πούμε ότι και σήμερα ακόμη ο Ελληνισμός της Βουλγαρίας είναι ένα άγνωστο κομμάτι Ελληνισμού για την συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων αλλά και για μέρος των "καθ’ ύλην αρμοδίων φορέων" και γι’ αυτό άλλωστε (πιθανώς και από αδικαιολόγητη φοβία) σε επίσημη έκδοση του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών το 1992 γινόταν αναφορά σε ύπαρξη μόνο δέκα (10) Ελλήνων στην Βουλγαρία, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στους Σαρακατσάνους που ζουν εκεί και τους Έλληνες της Μαύρης Θάλασσας.

Σήμερα, ο Ελληνισμός στη Βουλγαρία αποτελεί μια ζώσα πραγματικότητα και εκφράζεται από πολιτιστικούς φορείς που διοργανώνουν πληθώρα εκδηλώσεων. Καταρχήν, διευκρινίζουμε ότι ο Ελληνισμός της Βουλγαρίας αποτελείται από δύο τμήματα. Έχουμε τους Ανατολικορωμυλιώτες, δηλαδή τα υπολείμματα του ακμάζοντος μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα Ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Μαύρης Θάλασσας, και τους δυναμικούς Έλληνες Σαρακατσάνους που βρέθηκαν εκεί τον προηγούμενο αιώνα.

Για την ιστορική παρουσία του Ελληνισμού στα αστικά κέντρα της παλιάς Ανατολικής Ρωμυλίας που αποτελεί την σημερινή νότια Βουλγαρία και τις πόλεις της Μαύρης Θάλασσας έχουν γραφεί πολλά. Αυτός ο Ελληνισμός κατά κύματα έφευγε στον Ελλαδικό χώρο λόγω των διώξεων των Βουλγάρων μετά την προσάρτηση της Αν. Ρωμυλίας στην Βουλγαρία το 1885, μετά τους διωγμούς του 1906 και μετά τη συνθήκη ανταλλαγής πληθυσμών. Έμεινε όμως ένα μέρος Ελλήνων στις πάτριες εστίες. Ήταν αυτοί που δεν δέχθηκαν να φύγουν ως πρόσφυγες και προτίμησαν να μείνουν. Αυτοί οι άνθρωποι υπέστησαν τα πάνδεινα όλες αυτές τις δεκαετίες από τις επίσημες Βουλγαρικές αρχές με στόχο την αφομοίωση. Καθιερώθηκαν κίνητρα για σύναψη μεικτών γάμων και επιδιώχθηκε η διασπορά τους σε άλλες περιοχές της Βουλγαρίας, απαγορευόταν η χρήση της Ελληνικής γλώσσας με στόχο την αφομοίωση, έγινε αλλαγή ονομάτων και επιθέτων και απαγορεύθηκε επίσημα η χρήση Ελληνικών ονομάτων.

Ενδεικτικά, αναφέρω ότι από τον σύλλογο Ελλήνων Βάρνας, μου αναφέρθηκε ότι μέχρι το 1989 στον Δήμο Βάρνας υπήρχε λίστα απαγορευμένων ονομάτων κι έτσι μια κυρία, μέλος του συλλόγου, ονόματι Ασπασία μου ανέφερε συγκεκριμένα ότι λόγω της απαγόρευσης (διότι το όνομά της ήταν αρχαιοελληνικό) δεν φέρει καμία εγγονή της το όνομά της.

Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1989, δειλά-δειλά άρχισαν οι Ελληνικής καταγωγής πολίτες να διεκδικούν κάποια πολιτιστικά δικαιώματα και να επιδιώκουν την δημιουργία Συνδέσμων Βουλγαροελληνικής φιλίας. Στα πλαίσια αυτών ιδρύουν φροντιστήρια εκμάθησης Ελληνικής γλώσσας, επισκέπτονται την Ελλάδα και αναβιώνουν παραδοσιακά έθιμα. Ήδη δημιουργήθηκαν αρκετοί τέτοιοι Σύνδεσμοι Βουλγαροελληνικής φιλίας και σιγά-σιγά ξεθαρρεύουν και μιλούν για την Ελληνική καταγωγή και για την επιθυμία γνώσης της Ελληνικής γλώσσας και απόκτησης Ελληνικής παιδείας, ενώ παιδιά από αυτές τις περιοχές έχουν φιλοξενηθεί σε κατασκηνώσεις στην Ελλάδα. Μάλιστα, ενδεικτικά αναφέρω ότι στην πόλη της Βάρνας υπάρχουν τρεις σύλλογοι Ελλήνων και από τον κατάλογο των μελών που είδα, διαπίστωσα ότι τα μέλη τους προέρχονται από χωριά και μικρότερες πόλεις της Μαύρης Θάλασσας και το μορφωτικό τους επίπεδο είναι υψηλό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι Ελληνικής καταγωγής πολίτες υπάρχουν στις πόλεις Φιλιππούπολη (Πλόβντι), Στενήμαχο (Ασσένοφκραντ), Πύργο (Μπουργκάς), Σωζόπολη, Μεσήμβρια (Νέσεμπαρ), Τοπόλοφγκραντ, Αγχίαλο, Βάρνα κλπ.

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Ελληνικής καταγωγής Βούλγαροι πολίτες είναι πολλοί, αλλά αυτοί που έχουν συνείδηση της Ελληνικής καταγωγής και γνωρίζουν στοιχειωδώς την Ελληνική γλώσσα είναι περίπου 35.000 άτομα, και αποτελούν τα υπολείμματα του ακμάζοντος μέχρι τις αρχές του αιώνα μας αυτόχθονος Ελληνισμού.




ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ

Το δεύτερο τμήμα του Ελληνισμού στη Βουλγαρία το αποτελούν οι Σαρακατσάνοι. Οι Σαρακατσάνοι αποτελούν το πιο γνήσιο ίσως ελληνικό φύλο και ζούσαν (σύμφωνα με την παράδοσή τους) όλοι στην ευρύτερη περιοχή του ορεινού συγκροτήματος των Αγράφων μέχρι λίγο πριν την επανάσταση του 1821 και ανέδειξαν σ’ αυτή την περιοχή ξακουστούς κλεφταρματωλούς (Κατσαντώνης κλπ.) ενώ συντηρούσαν όλα τα κλεφταρματωλικά σώματα. Ο Αλή-Πασάς, για να διαλύσει τα κλεφταρματωλικά σώματα, τους έδιωξε και επειδή τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έφταναν μέχρι τον Δούναβη, σκόρπισαν σ’ όλο το χώρο των Βαλκανίων, μεταφέροντας παντού την ίδια ελληνική παράδοση, τα ίδια ήθη και έθιμα και το γλωσσικό ιδίωμα της ορεινής Ελλάδας με τις πολλές αρχαιοελληνικές λέξεις.


Ένα τμήμα των Σαρακατσάνων πήγε στην περιοχή του σημερινού κρατιδίου των Σκοπίων (από όπου εκδιώχθηκαν έμμεσα την περίοδο 1963-68 περίπου 3.500 Σαρακατσάνοι ως "αναφομοίωτη πληθυσμιακή ομάδα", δηλαδή ως φανατικοί Έλληνες και ένα μεγαλύτερο μέρος πήγε στην περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ζούσαν εκεί νομαδικά πηγαίνοντας τα καλοκαίρια στα βουνά του Αίμου και της Ροδόπης ενώ τον χειμώνα ξεχείμαζαν στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και την Θράκη. Μερικοί από αυτούς, οι φτωχότεροι, από τα τέλη του 19ου αιώνα δημιούργησαν δικούς τους οικισμούς και έτσι υπάρχει το χωριό Γκουλιάμο Τσότσοβο, 25 χιλιόμετρα έξω από την πόλη Σλίβεν, που δημιουργήθηκε το 1886 από Σαρακατσάνους και σήμερα ζουν σ’ αυτό 140 οικογένειες Σαρακατσάνων και μόνο 2 οικογένειες Βουλγάρων ενώ μιλιέται από όλους η ελληνική γλώσσα.


Οι Σαρακατσάνοι έζησαν αυτόνομοι μέσα στη Βουλγαρία μη έχοντας καμία σχέση με τους Βουλγάρους ενώ ανέπτυξαν στο έπακρο τον θεσμό των "εσ’ ναφικών" δικαστηρίων για να μην έχουν ανάγκη το Βουλγαρικό κράτος, λύνοντας μεταξύ τους τις διαφορές τους μ’ αυτό τον θεσμό και τις αποφάσεις των δικαστηρίων τις έκαναν τραγούδια για να αποτελούν και κάτι σαν νομολογία... Είχαν αποκτήσει και αστικές περιουσίες και έζησαν νομαδικά μέχρι το 1958. Αυτή την χρονιά η βουλγαρική κυβέρνηση δήμευσε χωρίς αποζημίωση 800.000 πρόβατα των Σαρακατσάνων και τους υποχρέωσε να εγκατασταθούν σε αστικά κέντρα. Επειδή μέχρι τότε δεν ήξεραν βουλγαρικά, τους υποχρέωσε να φοιτήσουν σε ειδικά σχολεία εκμάθησης της βουλγαρικής γλώσσας, τους υποχρέωσε να αλλάξουν ταυτότητες (μέχρι τότε στις ταυτότητές τους υπήρχε η ένδειξη "ελληνικής καταγωγής" και να αλλάξουν ονοματεπώνυμα για να τα κάνουν να μοιάζουν βουλγαρικά. Συνήθως μετέτρεπαν το όνομα του πατέρα σε επώνυμο βάζοντας στο τέλος την κατάληξη "ωφ", και οι ίδιοι λένε ότι τότε ζήτησαν βοήθεια από την Ελληνική πρεσβεία αλλά ότι η Ελλάδα αρνήθηκε κάθε βοήθεια με το αιτιολογικό ότι "είναι μικρό κράτος και δεν μπορεί να βοηθήσει...".

Οι Σαρακατσάνοι, παρά τις αφομοιωτικές προσπάθειες των Βουλγάρων, αντέδρασαν και πέτυχαν να μην αφομοιωθούν. Συνέχισαν να χρησιμοποιούν στις κοινωνικές σχέσεις τα Ελληνικά ονοματεπώνυμα, την Ελληνική γλώσσα στο σπίτι και σε ποσοστό 90% παντρεύονταν μεταξύ τους. Έτσι κατάφεραν να μην αφομοιωθούν και μετά το 1989 διεκδίκησαν την πολιτιστική αυτονομία τους. Την 28-12-90 συγκεντρώθηκαν στην πόλη Σλίβεν 395 αντιπρόσωποι Σαρακατσάνων από όλη την Βουλγαρία και ίδρυσαν την Ενωση Σαρακατσάνων Βουλγαρίας με έδρα την πόλη Σλίβεν και με παραρτήματα σε άλλες 16 πόλεις όπου ζουν Σαρακατσάνοι. Η Ένωση αυτή διοργανώνει κάθε χρόνο στις αρχές Σεπτεμβρίου στην Σλίβεν είναι η αρχαία Ελληνική πόλη Σήλυμνος) το ετήσιο «αντάμωμα» με συμμετοχή χιλιάδων ατόμων όπου ξαναζωντανεύουν την ελληνική παράδοσή τους.

Οι Σαρακατσάνοι είναι εγκατεστημένοι σήμερα στις πόλεις της Βουλγαρίας Νούπνιτσα, Σαμακόβ, Μπερκόβιτσα, Βράτσα, Μοντάνα, Βερσέτ, Σόποτ, Κάρλοβο, Καζανλίκ, Ιάννινα, Κρεν Σίπκα, Μάγκλις, Σλίβεν, Ζέροβνα, Κότελ, Κάρναμπατ κλπ. Ο κύριος όγκος τους είναι συγκεντρωμένος στα χωριά γύρω από την Σλίβεν (Ρετσίτσα Σαμουήλοβο, Γκουλιάμο Τσότσοβο κλπ.). Το 1991 η Ένωση Σαρακατσάνων Βουλγαρίας διενήργησε απογραφή και απέγραψε περίπου 15.000 άτομα, ενώ το Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας της Σόφιας σε "εμπειρική κοινωνιολογική έρευνα" που διενήργησε το 1992 τους βρήκε ότι είναι 18.236 άτομα. Έχουν όλοι ελληνική συνείδηση, μιλούν την ελληνική γλώσσα αλλά λίγοι γνωρίζουν ελληνική γραφή. Στην πόλη Σλίβεν και την κωμόπολη Ρετσίτσα πέτυχαν να εισαχθεί η διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας στα σχολεία όπου φοιτούν τα παιδιά τους, και στην ίδια την πόλη Σλίβεν απέκτησαν ιδιόκτητο πολιτιστικό κέντρο εμβαδού 600 τ.μ. με δωρεά Έλληνα επιχειρηματία, ενώ σε άλλες πόλεις προσπαθούν να δημιουργήσουν φροντιστήρια ελληνικής γλώσσας. Το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, το 1992 και 1993 διοργάνωσε σειρά σεμιναρίων για Σαρακατσάνους επιχειρηματίες από Βουλγαρία με συμμετοχή 110 ατόμων κι έτσι μεγάλο μέρος τους ασχολείται με το εμπόριο ανάμεσα σε Ελλάδα και Βουλγαρία ενώ τα αιτήματά τους είναι :

Ι) να αποζημιωθούν από την Βουλγαρική κυβέρνηση για τα 800.000 πρόβατα που δημεύτηκαν αναποζημίωτα το 1958,
II) να αποκτήσουν ελληνικά σχολεία,
III) να αναγνωρισθούν επίσημα ως Ελληνική μειονότητα,
IV) να έχουν τη δυνατότητα σπουδών σε Ελληνικά Α.Ε.Ι. άνευ εξετάσεων με υποτροφίες τα παιδιά τους.

Σημειώνω ότι παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα διστάζει να μιλήσει για ύπαρξη ελληνικής μειονότητας στη Βουλγαρία, για την ύπαρξή της μιλούν κορυφαίοι Βούλγαροι. Η σύμβουλος του Βουλγάρου Προέδρου Δημοκρατίας επί εθνολογικών θεμάτων κ. Ιλόνα Τόμοβα, σε άρθρο της στην βουλγαρική εφημερίδα ΧΡΗΜΑ στο ένθετο "Στατιστικό Βαρόμετρο" την 2.2.92, γράφει ότι ανάμεσα στις άλλες μειονότητες, υπάρχουν στην Βουλγαρία Έλληνες στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και οι ελληνικής καταγωγής Σαρακατσάνοι.

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι με την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος στη Βουλγαρία, βελτιώθηκε η κατάσταση των Ελλήνων. Οι Έλληνες, με διάφορες συμβάσεις, πέτυχαν να αναγνωρίζονται και να λειτουργούν έμμεσα ως ελληνική μειονότητα που έχει άριστες σχέσεις με τις τοπικές κοινωνίες των πόλεων όπου υπάρχουν Έλληνες και γι’ αυτό έχουμε και το φαινόμενο ο Δήμαρχος της Σλίβεν να παραχωρεί οικόπεδο για να αναγερθεί Εκκλησία από τους Έλληνες Σαρακατσάνους και εισήγαγε τη διδασκαλία Ελληνικής γλώσσας στα σχολεία για τα παιδιά τους. Πρέπει αυτή την πραγματικότητα να την δεχθεί και η Ελλάδα, να προσφέρει βοήθεια (και με προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης) για να θεωρείται τιμή και προνόμιο σε κάποια πόλη η ύπαρξη Ελλήνων, όπως σε κάποιο βαθμό συμβαίνει και σήμερα. Αλλά ταυτόχρονα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα σε αυτούς τους Ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς να γνωρίσουν τον Ελληνισμό από άλλα μέρη και γι’ αυτό πρέπει εκπρόσωποι των Ελλήνων από την Βουλγαρία να κληθούν στο Σ.Α.Ε. και να συμμετέχουν έστω και ως παρατηρητές."



* Δημήτρης Γαρούφας: Δικηγόρος και πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Θεσ/νίκης