portraita

..Οι Σαρακατσάνοι στη Σερβία
..


του Αθανασίου Γαλατά

Οι Σαρακατσάνοι της Σερβίας,οι λεγόμε­νοι "Σερμπιάνοι", αποτελούν κομμάτι των Σαρακατσαναίων της Μακεδονίας που ονο­μάζονται " Κάσσανδρηνοί", γιατί ο κύριος τό­πος που ξεχείμαζαν ήταν η Χαλκιδική.

Λόγω της ενιαίας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι Σαρακατσαναίοι μετακινούνταν σ' όλη τη Βαλκανική. Γύρω στα 1870 αρκετές οικογένειες που ξεκαλοκαίριαζαν στα βουνά της πα­λαιάς Σερβίας, αντί να 'ρθουν στα χειμάδια της Χαλκιδικής άρχισαν να κατεβαίνουν για ξεχειμώνιασμα στα πεδινά της Σερβίας. Η χώρα είχε πρόσφατα κερδίσει την αυτονομία της και οι Σαρακατσαναίοι που δεν έγιναν ποτέ ραγιάδες αισθά­νονταν πιο άνετα σε μια χριστιανική χώρα, παρά σε Τουρκοκρατούμενες ακόμη περιοχές.


Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τη διαμόρφωση του νέου χάρτη, απέμειναν ξεκομμένες πολλές οικογένειες στην περιοχή της Παλαιάς Σερβίας και του κρατιδίου των Σκο­πίων. Μερικές οικογένειες που ήταν στην ελληνική πλέον Μακεδονία, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου περνούσαν νομί­μως τα τότε Γιουγκοσλαβικά σύνορα και ξεκαλοκαίριαζαν στα Σκόπια.


Οι "Σερμπιάνοι" Σαρακατσαναίοι κατέβηκαν σε τρία κύμα­τα: Το πρώτο κύμα επωφελούμενο από την "ενιαία Βαλκανι­κή" - λόγω γερμανικής κατοχής- έφθασε μπαίνοντας και μέσα στη Βουλγαρία πάνω από το νομό Σερρών και από το 1942 κινούνταν στην ελληνική επικράτεια μέχρι το βουνό "Πυρήνια" στη Βουλγαρία (βορειότερα του Μπέλλες).


Οι οικογένειες αυτές είχαν τα ονόματα Μπλούχος, Γαλα­τάς, Μπαλάσκας, Τυχάλας, Παπάς, Ζέκος, Κώτσος, Τσακνής, Στούρος, Τσαρουχάς και άλλα (περίπου 70 οικογένειες).



Στις οικογένειες αυτές συμπεριλαμβάνονται οι οικογένει­ες και των δύο γονέων μου.


Ο προπάππος μου Κωνσταντής Γαλατάς που είχε φύγει 18 ετών από τη Χαλκιδική το 1872, ξαναγύρισε το 1942. θέλω να πεθάνω στην Ελλάδα", έλεγε και έτσι έγινε, το 1945.


Η οικογένεια της μητέρας μου (Τυχάλα) μαζί με 24 από τις οικογένειες αυτές, έφυγαν το 1951 μετανάστες στη Βρα­ζιλία. Κάθισαν ένα εξάμηνο και γύρισαν πίσω! Η Βραζιλία τότε είχε τρομακτικές ευκαιρίες και τους έδιναν εκτάσεις να γί­νουν αγελαδοτρόφοι. Αυτοί, όντας παραδοσιακοί προβατοτρόφοι περιφρονούσαν τα γελάδια και έτσι δεν στέριωσαν.


Όταν άρχισε ο Εμφύλιος και τα βουνά έγιναν ανασφαλή, αναγκάσθηκαν και το καλοκαίρι να μένουν στους κάμπους. Και έτσι εγκαταστάθηκαν και οι 70 οικογένειες στα χωριά των Σερρών. Τότε έπαψε φυσικά και η νομαδική ζωή όλων των Σαρακατσαναίων της Μακεδονίας και Θράκης.


Το 1957 έφυγε από τα Σκόπια μια μικρή ομάδα από Μαριουλαίους που εγκαταστάθηκαν στο Γόνιμο Σερρών και Γαλαταίους που εγκαταστάθηκαν στη Χαλάστρα και στα Μάλγαρα θεσσαλονίκης. Συνολικά ήταν 13 οικογένειες.



Από το 1963 έως το 1967 έφυγε το τρίτο τελικό κύμα που ήταν το μεγαλύτερο, περίπου 400 οικογένειες. Οι οικο­γένειες αυτές είχαν τα ονόματα Μπάρτζος, Μπούρας, Γαλα­τάς, Μπλάρας, Γκλάβας, Μπάρκας, Αποστο­λάκης, Νάτσικας, Μπαλάσκας, Φαρμάκης, Τριανταφύλλης, Ταξιάρης, Γίδαρης, Καλός, Τζελέπης, Μαριούλας, Κώτσος και άλλα. Αυτοί εγκαταστάθηκαν στο Νέο Κορδε­λιό θεσσαλονίκης. Με το κύμα αστυφιλίας, πολλοί Σαρακα­τσαναίοι που ήρθαν στην θεσσαλονίκη, προτίμησαν λόγω συγγενειών τον ίδιο τόπο. Έτσι σήμερα στο Κορδελιό βρίσκε­ται η μεγαλύτερη συγκέντρωση Σαρακατσαναίων στον Ελλα­δικό χώρο (περισσότεροι από 6.000).


Η συμφωνία με το καθεστώς του Τίτο είχε γίνει από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή για την επάνοδο των Σαρακατσαναίων και είχε αρχίσει να ισχύει από το 1963.


Βέβαια η μεγαλύτερη συγκέντρωση παραμένει αυτή του Σλίβεν (Βουλγαρίας) όπου, αν υπολογιστεί και το χωριό Τσότσοβο, που είναι δίπλα στην πόλη, τότε βρίσκονται εκεί πάνω από 7000 Σαρακατσαναίοι!

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ


Για να πάρετε μια εικόνα της ζωής των Σαρακατσαναίων στη FYR0M σας παραθέτω τις περιλήψεις κάποιων αφηγήσε­ων από ανθρώπους που ζήσαν και ανδρώθηκαν εκεί.


ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΖΕΛΕΠΗΣ

(Γεννήθηκε στη FYROM το 1942)


Μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου πολέμου το νέο κα­θεστώς μας πήρε τα πρόβατα και μας εγκατέστησε με τη βία στη Κότσιανη. Πήγα στο σχολείο ένα χρόνο νωρίτερα για να παίρνω το συσσίτιο, ένα στόμα λιγότερο στο σπίτι. Είχαμε έρ­θει σε μεγάλη φτώχεια μετά την αρπαγή της περιουσίας μας.


Όταν μπαίναμε στο σχολείο στεκόμασταν μπροστά από τρεις φωτογραφίες και χαιρετούσαμε έχοντας σφιγμένη τη γροθιά στον κρόταφο.


Οι τρεις φωτογραφίες απεικόνιζαν τον Στρατάρχη Τίτο, τον Ιωσήφ Στάλιν και τον Λάζαρο Κολσιέσκι (ο επίτροπος της περιφέρειας της FYROM). Μια μέρα τον Ιούνιο του 1948 μπαί­νοντας στο σχολείο είδαμε στις φωτογραφίες ένα κενό. Έλειπε η φωτογραφία του Στάλιν! Μας μίλησαν οι δάσκαλοι και είπαν ότι ο Στάλιν πρόδωσε τον αγώνα και προσπάθησε να κάνει κακό στο μεγάλο ηγέτη Τίτο.


Βγήκαμε στο προαύλιο και περάσαμε όλοι και πατήσαμε την εικόνα του Στάλιν (εκεί βρισκόταν ) και λέγαμε ένα τραγουδάκι που είχε σχεδιασθεί αμέσως για την περίπτωση :

- Αλογινό κεφάλι (ο Στάλιν ) δε μπορείς να γελάσεις τον Τίτο τον μεγάλο ηγέτη.

Κάναν δύο χωριά στη περιοχή και εγκατέστησαν μερικούς από τους Σαρακατσάνους σα γκέτο. Όλα τα Σαρακατσανόπουλα μιλούσαμε μόνο Ελληνικά. Ακόμη και όταν είχαμε σλαβόπουλα στην παρέα μιλούσαμε Ελληνικά και αυτά τα έμαθαν! Και μάλιστα δυο από αυτούς τους ωφελήσαμε γιατί ξέροντας ελληνικά και μαθαίνοντας και άλλη γλώσσα, μετά από χρόνια τους βρήκα διερμηνείς επαγγελματίες!


Ο πατέρας μου καιγόταν να γυρίσουμε όπως όλοι οι Σα­ρακατσαναίοι. Η πατρίδα μας δεχόταν, το ζήτημα ήταν αν μας επέτρεπαν να φύγουμε. Το 1964 μπορέσαμε και φύγαμε στην Ελλάδα. Ήδη το καθεστώς από το 1956 είχε αρχίσει να χαλαρώνει. Και γενικά στις μειονότητες δεν φέρονταν με ιδι­αίτερο τρόπο ούτε έκανε διαχωρισμούς. Τους ενδιέφερε μό­νο η κομματική νομιμότητα και υποταγή.


Το μόνο που κάναν στην αρχή, σε μερικές οικογένειες άλλαζαν τα ονόματα στα παιδιά. Αντί για επίθετο (για να μην είναι ελληνικό) τους έβαλαν το όνομα του παππού. Αυτό όμως έγινε στις αρχές, το 1946 και σε λίγους.



ΜΑΡΙΟΥΛΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

(Γεννήθηκε στη FYROM το 1924)


Μόλις τέλειωσε ο πόλεμος το καινούργιο καθεστώς μας πήρε όλα τα πρόβατα και τα άλογα. Πήρε τα πρόβατα όσων είχαν πάνω από 400.


Οι Σαρακατσαναίοι είχαν πατριαρχικές οικογένειες και τα παιδιά είχαν "γραμμένα" όλα τα περιουσιακά στο γέροντα πατέρα. Έτσι μας πήραν τα πρόβατα.

Τη μέρα που ήρθαν και τα πήραν οι άνδρες ήταν βουβοί και σκούπιζαν κρυφά τα δά­κρυα. Οι γυναίκες θρηνούσαν με φωνές και κλάματα σα να είχαμε κηδείες. Τότε με τον αδελφό μου το Μήτρο γράψαμε ένα τραγούδι για το γεγονός:


Εσείς βουνά ψηλά της Μπάρας(1) και τ' Αλτσιάκι(1)

φέτος μη λουλουδίσετε χορτάρι μη φυτρώστε

κι εσείς βρύσες κρυόβρυσες ούλες να ξεραθείτε

για το κακό που γένηκε με τους Σαρακατσάνους

τα πρόβατα μας πήρανε τα όμορφα μπινέκια

Ρήμαξαν τα μαντριά και τα σκυλιά ουρλιάζουν

και αυτούς τους ξενιτέψανε στην έρημη τη Κότσιαν'(2)

Όταν έγιναν τα Κολχόζια μας πήραν στη δούλεψη τους. Μερικοί γίναν εργάτες στα χωράφια, άλλοι ήταν κτηνοτρόφοι στα κρατικά πρόβατα.

Το 1948 μας εξόρισαν στη Κοτσιάνη (κοντά στα βουλγαρι­κά σύνορα. Μας δώσαν ειδικές ταυτότητες που είχαν πάνω ένα μεγάλο Κ ("Κοντρόλ, έλεχγος"). Μετά το 1956 πήραμε κανονικές ταυτότητες. Τότε που μας εξόρισαν πιάσαν τον ανιψιό μου τον Βαγγέλη Μαριούλα που έδινε πληροφορίες σε Έλληνες αξιωματικούς μέσω Σαρακατσαναίων που ήταν στα σύνορα στο Κιλκίς. Συναντιόταν κρυφά περνώντας τα σύ­νορα πολλοί δικοί μας με Ελλαδίτες Σαρακατσαναίους. Κάναμε και λαθρεμπόριο προβάτων! Πολλοί από μας είχαν χαρτιά από τους παπ­πούδες που είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα (κυρίως στη Χαλκιδική) και αποδεικνύαμε την ελληνική μας καταγωγή. Το προξενείο δέχθηκε τα χαρτιά μας και μόλις το επέτρεψαν οι αρχές άρχισε η φυ­γή κατά ομάδες. Έτσι φύγαμε νόμιμα από το 1963 ως το 1967 400 οικογένειες. Το 1948 και το 1952 επιχειρήσαμε να φύγουμε κρυφά περνώντας τα σύνορα με τα κοπάδια. Την πρώτη φορά πριν μας τα πάρουν και με τα λίγα που φτιάξαμε μόνοι τη δεύτερη φορά. Έπεσε όμως προδοσία και γυρίσα­με πίσω.

Οι γεροντότεροι έλεγαν: θέλω να αφήσω τα κόκαλα μου στην Ελλάδα και έτσι έγινε.


(1)Βουνά στην περιοχή της Γευγελής,προς το εσωτερικό της F.Y.R.O.M.


(2)Είναι αξιοθαύμαστο: ο μπάρμπα Γιάννος ο Μαργιούλας, ένας Έλ­ληνας που διδάχθηκε μόνο γραφή και ανάγνωση, γράφει μετά από 2.800 χρόνια από τα Ομηρικά έπη σε στίχο δεκαπεντασύλλαβο ιαμ­βικό, όπως η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, σα να μαθήτευσε πι'πλα στον Όμηρο.



ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

(Γεννήθηκε στη FYROM το 1926)


Ως το 1945 εμείς μέναμε σα σκηνίτες το καλοκαίρι στα βουνά και το χειμώνα στα χειμάδια.


Είμασταν απομονωμένοι από τους ντόπιους. Οι γυναίκες μιλούσαν μόνο ελληνικά, δεν είχαν μάθει τα σλαβικά. Μετά μας πήραν τα πρόβατα, μας στείλαν στα βουλγάρικα τα σύ­νορα και γίναμε εργάτες στα Κολχόζια. Πολλοί από μας δού­λεψαν σαν κτηνοτρόφοι στα κρατικά κοπάδια γιατί οι υπεύ­θυνοι δεν είχαν ιδέα. Δεν ξέραν πότε τα κούρευαν, πως ξε­χωρίζουν τα γαλάρια από τα στέρφα. Δεν ξέραν ότι έπρεπε να είναι χωριστά κοπάδια! Κάναν τα γαλάρια μεγάλα κοπάδια και τα αρνιά δεν μπορούσαν να βρουν τις μάνες και ψόφαγαν της πείνας! Μπήκαμε εμείς και βάλαμε μια τάξη. Μάτωνε η καρδιά μας να βλέπουμε το βιος μας να τα υπηρετάμε σα ξέ­νοι. Τα κολχόζια κράτησαν ως το 1953. Μετά διαλύθηκαν. Από εμάς και τους βλάχους πήραν 57.000 πρόβατα περίπου και 7.000 άλογα. Μετά κάναμε λίγα κοπάδια μερικοί από εμάς και αρχίσαμε το καλοκαίρι να βγαίνουμε στα βουνά.


Πάντα ο νους μας ήταν στην Ελλάδα. Όταν γλεντάγαμε και σηκώναμε το "παγούρι" με τη ρακή, πάντα ακουγόταν η ευχή : "Άντε καλή πατρίδα".


Τετρακόσιες οικογένειες γυρίσαμε από το 1963 ως το 1967. Από το 1945 κάτσαμε με τους Σκοπιανούς, σα γειτόνοι και όχι όπως παλιά, 22 χρόνια. Όμως στην Ελλάδα φέραμε μόνο τέσσερις σλάβες νύφες. Κορίτσια δικά μας μείναν πιο πολλά εκεί.


Η Ελλάδα πάντα μας δεχόταν έπρεπε να μας αφήσουν και οι άλλοι.


Αν μέναμε άλλα δέκα χρόνια θα έπρεπε να "βουλγαρέψουμε" γιατί δεν γινόταν πια να παντρευτούμε μεταξύ μας, είχαμε γίνει σχεδόν όλοι συγγενείς και συμπέθεροι χωρίς βέ­βαια να μπερδευτούν τα αίματα.


Τα κονάκια των Μαριουλαίων στο Ούντοβο