portraita

..Οι γιορτές του Φθινοπώρου
..

της Βασιλικής Ζαγναφέρη

Η λέξη «φθινόπωρο» είναι αρχαία ελληνική και σημαίνει την εποχή όπου τελειώνουν τα φρούτα ή αυτήν που έρχεται μετά τα φρούτα (=Μετόπωρον). Αποτελεί, λοιπόν, μία περίοδο όπου επικρατούν διττά συναισθήματα, απ’ τη μια, η μελαγχολία, λόγω του γεγονότος ότι πλησιάζει χειμώνας (“χειμόπωρο”, “χυνόπωρος”, “μοθόπωρο”, “ψιμόπωρο”, “στερνοκαίρι”) κι απ’ την άλλη, η αισιοδοξία για τη συγκομιδή και την ετοιμότητα για το ξεχειμώνιασμα.

Έτσι, λοιπόν, για τους Σαρακατσάνους το εορταστικό ορόσημο του Αγίου Δημητρίου αποτελούσε, κυριολεκτικά, την “πύλη”, που θα τους οδηγούσε αναγκαστικά προς τα πεδινά, τα λεγόμενα “χειμαδιά”. Η Αγγελική Χατζημιχάλη ονομάζει, χαρακτηριστικά, τις μεγάλες αυτές μετακινήσεις των, νομάδων τότε, Σαρακατσάνων από τα βουνά στα χαμηλά και τ’ αντίστροφο, ως: “Ταξίδια της Στάνης”.




Στις αρχές κάθε Οκτώβρη, μόλις άρχιζαν τα πρωτοβρόχια, ξεκινούσαν οι ετοιμασίες της στάνης για τον γυρισμό της στα χαμηλώματα. Αποχαιρετούσαν με λύπη τα αγαπημένα τους βουνά και τα ελατόπλεχτα κονάκια τους και επιφορτίζονταν μ’ όλες τις απαραίτητες ενέργειες για τη μεγάλη στράτα τους. Κατ’ αρχάς, συγκέντρωναν τα ζωντανά τους, τα μετρούσαν προσεχτικά, σαμάρωναν τ’ άλογά τους, μάζευαν και φόρτωναν όλα τα σύνεργά τους.

Πριν ξεκινήσουν, φρόντιζαν, επίσης, να κρεμάσουν φυλαχτά στα ζώα τους και να τα “ξαρματώσουν”, δηλαδή να τους βγάλουν τα κυπροκούδουνα, αφήνοντας μόνο λιγοστά μικρά κουδούνια. Κι αυτό, γιατί ο κάμπος «δεν σηκώνει χοντροκούδουνα!». Το ξεκίνημά τους γινόταν λίγο πριν φέξει ή όπως, χαρακτηριστικά, έλεγαν στο «θαμποξεκίνημα». Κυρίως, για να κόψουν δρόμο ή, κατά τους αρχιτσελιγκάδες, «να φάνε τη στράτα».

Κατόπιν, αφού είχαν φύγει πρώτα τα κοπάδια, ύστερα από μέρες ξεκινούσαν και τα «κονάκια», δηλαδή τα γυναικόπαιδα. Περπατούσαν, ακούραστοι, αδιάκοπα για τον προορισμό τους, ενώ σταματούσαν μόνο τα βράδια για να ξαποστάσουν. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι το χινόπωρο η στράτα για τα χειμαδιά γινόταν με πολύ γρηγορότερους ρυθμούς απ’ ότι αυτή για τα βουνά. Έτσι, για τον ίδιο δρόμο, που έκαναν την άνοιξη εικοσιπέντε ημέρες, το χινόπωρο έκαναν μόνο δέκα μέρες, για να ξανακατέβουν στα ίδια χειμαδιά.




Αναφερόμενοι στην επιλογή αυτής της χρονικής περιόδου, θα πρέπει να τονίσουμε ότι για τους νομάδες κτηνοτρόφους στην Ελλάδα, αυτή η καλοκαιριάτικη αναλαμπή του φθινοπώρου, που επικρατεί ως το τέλος Οκτωβρίου, αποτελούσε πάντα τον καταλληλότερο καιρό για να κατεβάσουν τα κοπάδια τους από τα βουνά στα χειμαδιά. Στην περίπτωση αυτή, η παρουσία ενός αγίου, που περπατούσε κι αυτός καβάλα σε άλογο και που η εκκλησιαστική μνήμη του έπεφτε ακριβώς στις μέρες αυτές, τους έδινε την ευκαιρία να ορίσουν τη γιορτή του σαν χρονολογία ξεκινήματος, εξασφαλίζοντας έτσι το θάρρος και το σθένος που τους χρειαζόταν για το δρόμο τους. Προσθέτουμε, ότι το ίδιο συνέβαινε και με τον Αϊ-Γιώργη, όταν ανέβαιναν στα βουνά.

Γενικότερα, αναφέρεται ότι με τον «Άγιο-Δημήτριο» ρυθμίζονταν τα περισσότερα από τα χειμερινά «ξεκινήματα» σε διάφορους τομείς της ελληνικής κοινωνίας, όπως: γεωργία, οικογένεια, εμπόριο κ.α. Έτσι, τόσο η κτηνοτροφική επίδραση, που το οικονομικό βάρος της ήταν παλιότερα πολύ σημαντικότερο, όσο και το ίδιο το κύρος της γιορτής του αγίου, που κι οι εκκλησίες στο όνομά του και τα βαφτιστικά ονόματα το ενίσχυαν, οδήγησαν στο γεγονός, η μέρα αυτή να αποτελέσει ορόσημο αλλά και διάβαση προς το εξάμηνο του χειμώνα.



Τελευταίος μήνας του φθινοπώρου, ο Νοέμβριος είναι κι ο βασικός προάγγελος του χειμώνα, που έπεται. Οι πολλαπλές δουλειές, τόσο γεωργικές όσο και κτηνοτροφικές, που έχουν απομείνει στον Νοέμβριο, αλλά και οι ετοιμασίες για τις Μεγάλες Γιορτές που έρχονται, του έχουν δώσει ποικίλα λαϊκά ονόματα. 

Χαρακτηριστικά, τον αποκαλούν: “Βροχάρη”, για τις πολλές του βροχές, “Νιαστή”, για τα τελευταία υνάσματα (οργώματα) της γης, “Παχνιστή”,για το κλείσιμο των ζώων στο παχνί, “Χαμένο”, για τον πολύ μικρό χρόνο δουλειάς που αφήνει η μέρα του, αλλά και “Αντριά ή Αγιαντριά”, απ’ την γιορτή του αγίου Ανδρέα στο τέλος του (30/11).

Αυτήν την περίοδο συνηθίζονταν μεταξύ των γυναικών και τα «νυχτέρια». Μ’ αυτόν τον τρόπο, αξιοποιούσαν τον περισσό χρόνο της, σχετικά, μικρής ημέρας του Νοέμβρη. Αυτά, κατά γενική ομολογία, αποτέλεσαν τους μικρούς εκείνους πολιτιστικούς κύκλους, οι οποίοι συνέβαλαν καθοριστικά στη διάσωση της πλούσιας λαϊκής μας φιλολογίας, μέσα από την ανταλλαγή μεταξύ των γενεών: τραγουδιών, μύθων, παραμυθιών και διδαγμάτων τόσο για τεχνικά ζητήματα, που αφορούσαν τις εργασίες τους, όσο και για θέματα της προσωπικής τους ζωής.

Μία απ’ τις σημαντικότερες γιορτές του Νοεμβρίου είναι τα «Εισόδια της Θεοτόκου», στις 21 του μηνός. Τονίζεται, ότι στην ελληνική λαϊκή λατρεία η γιορτή αυτή είναι απ’ τις αγαπημένες της Παναγίας, κυρίως, για τον εποχικό της χαρακτήρα, γεωργικό και προ-χειμωνιάτικο. Από τα τροπάριά της, αποκαλείται: «Άγια των Αγίων», ενώ, παράλληλα, προμηνύουν και το πρώτο χιόνι. Πολλοί παρερμηνεύουν τα «Εισόδια» και με την είσοδο στο χειμώνα ή με την τελική «σοδειά» του χρόνου. Γι’ αυτό το λόγο, η Παναγία θεωρείται και ως προστάτρια της παραγωγής.

Στις 8 Νοεμβρίου, το εκκλησιαστικό εορτολόγιο σημειώνει την: «Σύναξη των Αρχιστράτηγων Μιχαήλ και Γαβριήλ και των λοιπών ασωμάτων Δυνάμεων». Η σύναξη αυτή αναφέρεται στην πρώτη συγκέντρωση του «σώματος» των αγγέλων, όταν ύστερα από την αποστασία του Εωσφόρου και την πτώση των αγγέλων του, ο πιστός αρχάγγελος Μιχαήλ συγκράτησε τους υπολοίπους.

Ο Γαβριήλ είναι ο κατ’ εξοχήν αγγελιοφόρος, ενώ ο Μιχαήλ, ο στρατηγός των ουρανίων ταγμάτων, που, έπειτα, γίνεται και άγγελος ψυχοπομπός, δηλαδή ο εκτελεστής των αμετάκλητων διαταγών του Θεού. Ποικίλες λαϊκές ονομασίες της γιορτής, είναι: “Των Ταξιαρχών”, “Των Αρχαγγέλων ή τ’ Αρχαγγέλου”, “τ’ άι- Στράτηγου”, “των Αγι’ Ασωμάτων” κ.α.

Γενικά, οι άγγελοι με τις καλόβολες φυσιογνωμίες τους, όπως απεικονίζονται στην εκκλησιαστική αγιογραφία, ήταν πάντα σεβαστοί και καλόδεχτοι για τους ανθρώπους, με το αίσθημα αναμονής της καλής αγγελίας, αλλά και των ευεργετικών τους δυνάμεων απ’ το Θεό. Επηρεασμένη από αυτά τα τέλεια όντα, η λαϊκή μας μούσα εξήρε τα όμορφα χαρακτηριστικά γυναικών και ανδρών, χρησιμοποιώντας κοσμητικά επίθετα, όπως: «αγγελόμορφη», «αγγελοστόλιστη», «αγγελοκάμωτος», «αγγελούδι» κτλ.


Η λατρεία της Αγίας Αικατερίνης, στις 25 Νοεμβρίου, είναι μία από τις πιο δημοφιλείς γιορτές, η οποία, μάλιστα, είναι ευρέως διαδεδομένη τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Θα πρέπει να αναφέρουμε, επίσης, ότι την Αγία επικαλούνται, ιδιαίτερα, τα ανύπαντρα κορίτσια για την καλή τους τύχη και την παντρειά τους. Έτσι, έπαιρναν κομμάτι απ’ τον άρτο, τον οποίο είχαν πάει στην εκκλησία την παραμονή της γιορτής, και το έβαζαν κάτω απ’ το μαξιλάρι τους, για να τους αποκαλύψει η Αγία αυτόν που θα παντρεύονταν.


Στις 26 του μηνός, έπεται η γιορτή του Αγίου Στυλιανού. Το όνομα του αγίου, προερχόμενο απ’ τη λέξη «στύλος», έδωσε την αφορμή να θεωρηθεί ο άγιος «στύλος» της προστασίας και της υγείας, ιδιαίτερα, των άρρωστων παιδιών αλλά και στηρικτής της εγκυμοσύνης των αδύναμων γυναικών. Κατ’ επέκταση, οι νοικοκυρές σέβονταν πολύ τη γιορτή αυτή και δεν έκαναν καμία δουλειά στη διάρκειά της. Επίσης, φρόντιζαν στα ασθενικά παιδιά να δίνουν το όνομα: «Στυλιανός», για να στυλώσουν κι εκείνα αλλά και τ’ αδέρφια τους.


Η πρώτη χειμωνιάτικη γιορτή, στη λαϊκή μας μετεωρολογία, είναι του Αγίου Ανδρέα, στις 30 Νοεμβρίου. Απ’ την ημέρα του, όπως, χαρακτηριστικά, λένε: «αντρειεύει το κρύο». Γι’ αυτό και οι Σαρακατσάνοι έδιναν το όνομα του αγίου στον χειμωνιάτικο Νοέμβρη, αποκαλώντας τον «μήνα τ’ Αντριός» ή και «Αντριά».




Και θα κλείσουμε την περιγραφή μας, με την παράθεση της ακόλουθης παροιμιώδους ιστορίας, που έχει μείνει και χαρακτηρίζει την ημέρα αυτή, λόγω των κακών καιρικών συνθηκών που επικρατούν κατά τη διάρκειά της:

«Κάποτε έφτασε σε ένα χωριό ένας ξένος ταξιδιώτης, που τον έλεγαν Ανδρέα, τον είχε πιάσει νεροποντή και έψαχνε κάπου να μείνει. Στον ώμο του είχε κρεμασμένο και ένα ντορβά, γεμάτο με φαγώσιμα για το ταξίδι του.
Έβρεχε πολύ και γινόταν κατακλυσμός. Χτυπώντας πολλές πόρτες, κάποιος νοικοκύρης τον λυπήθηκε και προσφέρθηκε να τον φιλοξενήσει. Όταν βράδιασε, έστρωσαν το τραπέζι για να φάνε. Ο ξένος, όμως, νιώθοντας υποχρέωση για την φιλοξενία που του πρόσφεραν, μη θέλοντας να τους επιβαρύνει άλλο, δεν δέχθηκε να φάει, λέγοντάς τους: «πως δεν πεινούσε». Κατόπιν, έπεσαν όλοι να κοιμηθούν.
Αργά τα μεσάνυχτα, ο ξένος πείνασε και έτσι βγήκε έξω, απόμερα, για να φάει κάτι απ’ τον ντορβά του. Έβρεχε και πάλι, ενώ ξημέρωνε τ’ αγίου Αντριός. Κατά σύμπτωση, ξύπνησε κι ο σπιτονοικοκύρης και βγήκε έξω, να δει τι γίνεται.
–Βροχή καταρρακτώδης! Κι έτσι φώναξε μες στο σκοτάδι: “Ρίξε Αντριά μ’, ρίξε…” (εννοώντας, βέβαια, τον κακότροπο άγιο-Αντρέα).
Ο ξένος, όμως, που τον άκουσε, νομίζοντας πως απευθύνθηκε σ’ αυτόν, κατηγορώντας τον πως “ρίχνει” μέσα του, απ’ το φαΐ του, γύρισε και του απάντησε:
-“Κι αν ρίχνω… απ’ τον ντορβά μου ρίχνω!”»