Στην παρούσα εργασία εξετάζεται το θέμα της καταγωγής των ελληνόφωνων νομάδων κτηνοτρόφων που ονομάζονται Σαρακατσαναίοι. Αναφέρονται οι λόγοι ανάπτυξης της νομαδικής κτηνοτροφίας στην Ελλάδα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, εποχής κατά την οποία παρουσιάζεται και η ονομασία Σαρακατσαναίοι. Παράλληλα γίνεται σύνδεση της κτηνοτροφίας με το τσιφλίκι, του οποίου η ανάπτυξη υπήρξε καθοριστική και για τη δημιουργία κτηνοτροφίας νομαδικής μορφής όπως αυτή ασκήθηκε από τους Σαρακατσαναίους, αλλά και άλλους νομάδες. Αξιοποιώντας γραπτές και προφορικές πηγές το βιβλίο υποστηρίζει, ότι οι Σαρακατσαναίοι είναι δημιούργημα των χρόνων της Τουρκοκρατίας και δεν υπάρχουν ως ξεχωριστοί πολιτισμική ομάδα ή φυλή από τα αρχαία χρόνια. Ο χώρος της έρευνας είναι η Ήπειρος, όπου οι Σαρακατσαναίοι έμειναν από τους τελευταίους στην Ελλάδα, που άφησαν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής με τις συνεχείς μετακινήσεις.
Τύμφη - Δεκαετία 1960
Φωτογραφία απο το οικογενειακό αρχείο του Γεωργίου Τσουμάνη
Από τον πρόλογο του Βιβλίου
Είναι αλήθεια εύκολο να ξεφύγουμε από τις νοητικές κατασκευές, που ο κυρίαρχος λόγος έχει εγκαταστήσει στην αντιληπτική μας εμπειρία, τις προκαταλήψεις που έχουμε για την καταγωγή και την ταυτότητα μας εμείς οι Σαρακατσαναίοι και να σκεφθούμε έξω από αυτές; Και με ποιον τρόπο θα το κάνουμε; Τις κατηγορίες εκείνες που μας εντάσσουν σε μια νοερή κοινότητα με κοινούς πολιτισμικούς και θρησκευτικούς δεσμούς, με ίδιες καταβολές και ρίζες, που ανάγουν την καταγωγή μας στα αρχαία χρόνια και μας δίνουν μια ξεχωριστή ταυτότητα.
Αυτή ήταν η κυρίαρχη απορία που είχα όταν άρχισα να γράφω αυτές τις γραμμές, προσπαθώντας να δώσω απάντηση πρώτα και κύρια στα δικά μου ερωτήματα για την καταγωγή μας.
Στην απορία αυτή προσπαθεί να δώσει απάντηση, όσο μπορεί περισσότερο πειστική αυτή η μικρή εργασία. Σκοπός μου είναι να διερευνηθεί το θέμα της καταγωγής των Σαρακατσαναίων, μιας ποιμενικής κοινωνικής ομάδος. Ωστόσο, απώτερος στόχος είναι, με τη συγκρότηση ενός λόγου μετρημένου, που χωρίς να ωραιοποιεί αλλά ούτε να μηδενίζει την ιστορία των Σαρακατσαναίων, να αναδείξει τους θεωρητικούς προβληματισμούς που έχουν διαμορφωθεί ιστορικά πάνω σε μια σειρά ερωτημάτων που έχουν προκύψει και σχετίζονται όχι μόνο με καταγωγή, αλλά γενικότερα με τον τρόπο της ζωή τους. Η προβληματική αυτή δεν έχει σκοπό την αλλαγή των αντιλήψεων, αλλά την ανάδυση πλευρών της πραγματικότητας που έχει σκόπιμα υπερτονίσει ή αποκρύψει ο κυρίαρχος λόγος.
Η εργασία προέκυψε κυρίως από το έντονο προσωπικό ενδιαφέρον για την καταγωγή και τη ζωή των Σαρακατσαναίων. Στη συνέχεια ενισχύθηκε και από μια βαθύτερη μελέτη βιβλιογραφίας σχετικής τόσο με τα γενικότερα θέματα της ελληνικής υπαίθρου, αλλά και αυτής που διαπραγματεύονταν θέματα ειδικότερα για τους Σαρακατσαναίους. Σημαντική πηγή γνώσης αποτέλεσε και εκείνη της μελέτης ενός υλικού προφορικού, που συγκεντρώθηκε και καταγράφηκε εδώ και πολλά χρόνια.
Οι γραπτές και οι προφορικές πηγές εκφράζουν τα γεγονότα όπως αυτά προσλαμβάνονται από την κοινωνία, γεγονός που ο ερευνητής πρέπει να λαμβάνει υπόψη του όταν αξιολογεί την αξιοπιστία των πηγών του. Η προφορική πηγή δεν αποτελεί απλά μια ακόμα πηγή. Έχει μια ιδιομορφία που συνδέεται με την προφορικότητα. Επιτρέπει έτσι στην ιστορική έρευνα να διερευνήσει την οπτική της γωνία, να ανοίξει νέα ερευνητικά πεδία, να προτείνει νέες ερμηνείες και τελικά να οδηγηθεί σε μια βαθύτερη αλλαγή του τρόπου γραφής και εκμάθησης της ιστορίας. Αντίθετα προς μια εμπειρική προσέγγιση όπου η προφορική μαρτυρία είναι απλά ένα επιπλέον στοιχείο, ο ερευνητής θα πρέπει να ενσωματώνει στις πηγές του την υποκειμενικότητα, την αντιληπτική εμπειρία, την αισθητηριακή μνήμη και τη βιωμένη εμπειρία, στοιχεία που του επιτρέπουν τη διαμόρφωση μιας άλλης οπτικής. Η σαρακατσάνικη καταγωγή μου, μου δίνει αυτή την άλλη οπτική, αφού συμπεριλαμβάνει και τα στοιχεία της γνώσης ζωής, μια δηλαδή βιωμένη εμπειρία και αισθητηριακή μνήμη.
Ειδικότερα η παρούσα εργασία, εστιάζει σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, αυτής της Ηπείρου. Εδώ υπάρχουν Σαρακατσαναίοι, από τους τελευταίους στον ελλαδικό χώρο που άφησαν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, αυτόν της νομαδικής μετακίνησης και έχουν εγκατασταθεί πλέον μόνιμα.
Αρκετοί ερευνητές Έλληνες και ξένοι, έθεσαν κατά καιρούς ως αντικείμενο τους Σαρακατσαναίους και διατύπωσαν διάφορες αντικρουόμενες απόψεις. Αυτή ακριβώς η αντίθεση των απόψεων άνοιξε ένα διάλογο που συνεχίζεται έστω και σιωπηρά ακόμη και σήμερα όχι τόσο στο ειδικό επίπεδο των Σαρακατσαναίων, όσο στη συμβολή των διαφόρων πολιτισμικών ομάδων (υποκειμενικοτήτων) στη διάρθρωση του ιστορικού λόγου. Επιδίωξη μας είναι να συμβάλλουμε στο διάλογο στο πρώτο επίπεδο με απόψεις και θέσεις, χωρίς προκαταλήψεις και ιδεολογήματα, χωρίς έμμονες ιδέες και ουδεμία διάθεση ώστε να επαληθευτεί η τάδε ή η δείνα θεωρία ή να απορριφτεί κάποια άλλη. Εάν η έρευνα ξεκινούσε με μια θεωρητικά προκατασκευασμένη άποψη για την καταγωγή των Σαρακατσαναίων, αυτό είναι αλήθεια πως θα αποτελούσε εμπόδιο στη προσέγγιση της πραγματικότητας.
Μια σειρά από ερωτήματα που αρχικά υπήρχαν για την καταγωγή μας, άρχισαν σιγά - σιγά να ξεδιαλύνονται και να παίρνουν μορφή στη σκέψη μου. Η μετακίνησή μου για πολλά χρόνια, από τα βουνά του Ζαγορίου Ιωαννίνων στα χειμαδιά της Αιτωλοακαρνανίας, μου έδωσε την ευκαιρία να συναναστραφώ με ανθρώπους Σαρακατσαναίους και μη, να επισκεφτώ χωριά από τα οποία λένε πως έλκουν την καταγωγή τους πολλοί Σαρακατσαναίοι, αλλά πρωτίστως να διασταυρώσω στοιχεία τα οποία για πολλά χρόνια συγκέντρωνα για τη ζωή τους και τη σχέση τους με τους ντόπιους κατοίκους σε διάφορες περιοχές.
Η πρό(σ)κληση στο διάλογο, για ένα θέμα όπως αυτό της καταγωγής των Σαρακατσαναίων, για το οποίο πολλοί έχουν γνώμη, αλλά ενδεχομένως κάποιοι διστάζουν να τη διατυπώσουν δημόσια, νομίζω πως έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ελπίζω ότι η παρουσίαση των απόψεων μου για τα θέματα αυτά, θα βοηθήσει στο διάλογο και θα προσφέρει ένα γόνιμο προβληματισμό στην επιστημονική έρευνα της μελέτης των πολιτισμικών ομάδων και των τοπικών κοινωνιών.
Τέλος η εργασία αυτή αποτυπώνει πρωτίστως προσωπικούς προβληματισμούς. Ζυμώθηκε όμως και πλάστηκε καλύτερα στη σκέψη μου, ύστερα από πολλές και μακρόχρονες συζητήσεις με λίγους αλλά καλούς φίλους. Ανθρώπους κυρίως με εμπειρία από τη ζωή των Σαρακατσαναίων και όχι μόνο, με ενδιαφέρουσες ιδέες και προθυμία για συζήτηση και βοήθεια. Για τη συνδρομή τους στην προσπάθεια μου αυτή, θα ήθελα να ευχαριστήσω το Δημήτριο (Τάκη) Τάγκα από το Κουκούλι, για τις πολύτιμες συμβουλές του, τις ενδιαφέρουσες πληροφορίες του και κυρίως για την ενθάρρυνση προκειμένου να προχωρήσω στη δημοσίευση των στοιχείων που είχα συγκεντρώσει. Το Μιχάλη Τσουμάνη από το Πάπιγκο, για τη βοήθειά του στην συγκέντρωση στοιχείων και ειδικότερα πληροφοριών για τους τόπους μετακίνησης του τσελιγκάτου της οικογένειας του. Ιδιαίτερες ευχαριστίες ιιςίζουν σε πολλούς άλλους φίλους και πληροφορητές των οποίων η συμβολή ήταν μεγάλη και ουσιαστική. Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένεια μου, για τη συμπαράσταση της στη περαίωση αυτής της εργασίας.
Σαρακατσαναίοι της Ηπείρου στις αρχές του 1930
Φωτογραφία από το προσωπικό αρχείο του Σπύρου Τσουμάνη απο τη Βίτσα Ζαγορίου
Η δικής μας άποψη για την καταγωγή
Προσωπικά θεωρώ πως υπήρξε μια εποχή, όπως αρκετά διεξοδικά αναφέρθηκε στην πορεία της εργασίας, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αλλά και αργότερα, όπου οι συνθήκες ευνόησαν την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας στη νομαδική της μορφή. Πολλοί κάτοικοι, ιδίως ορεινών περιοχών, ασχολήθηκαν με τη νομαδική κτηνοτροφία. Οι κτηνοτρόφοι των περιοχών όπου το ελληνικό στοιχείο ήταν κυρίαρχο, δηλαδή Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας και Ηπείρου (νότιο τμήμα) οι οποίοι ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία αυτής της μορφής ονομάστηκαν Σαρακατσαναίοι. Υπήρχε δε τόσο μεγάλη πολιτισμική συνάφεια μεταξύ των κατοίκων των παραπάνω περιοχών, όπου κατά καιρούς κάποιοι έμπαιναν και κάποιοι έβγαιναν στο νομαδισμό και μάλιστα προσαρμόζονταν πολύ εύκολα. Έτσι εξηγείται και το φαινόμενο οικογένειες που αριθμούσαν λίγα μέλη, να έγιναν Σαρακατσαναίοι αργότερα από κάποιες άλλες πολυπληθέστερες, καθώς και άλλες να έχουν αφήσει τον πλάνητα βίο να έχουν εγκατασταθεί κάπου μόνιμα και να μην είναι πλέον Σαρακατσαναίοι.
Ας μη ξεχνάμε πως αυτή την εποχή μεγάλα κοπάδια και νομαδισμό απέκτησαν και άλλες κοινωνικές ομάδες μη ελληνόφωνες τόσο μέσα στον ελλαδικό χώρο, όσο και σε άλλες χώρες της Βαλκανικής. Δεν είναι δηλαδή τυχαίο το γεγονός ότι η νομαδική κτηνοτροφία με τη μορφή που οι Σαρακατσαναίοι τη γνωρίσαμε, είχε μια έξαρση ύστερα από το 17ο αιώνα.
Πολλοί από τους ελληνόφωνους κτηνοτρόφους με την πάροδο του χρόνου και αφού δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες, που ευνοούσαν την κτηνοτροφία στην νομαδική της μορφή με τον τρόπο που αυτή ασκήθηκε από τους Σαρακατσαναίους, αλλά και από τους άλλους νομάδες, μετακινήθηκαν βορειότερα προς τη Μακεδονία, τη Θράκη τις βαλκανικές χώρες. Οι Σαρακατσαναίοι των περιοχών αυτών δεν είναι αυτόχθονες κτηνοτρόφοι, αλλά μετακινούμενοι από νοτιότερα.
Στο πέρασμα των χρόνων, οι ελληνόφωνοι νομάδες κτηνοτρόφοι των περιοχών που προαναφέρθηκαν, με συνδετικό κρίκο πρωτίστως την ελληνική τους γλώσσα, δημιούργησαν λόγω του επαγγέλματος που ασκούσαν, το οποίο κατ' ανάγκη παρέμεινε κλειστό, κοινά πολιτισμικά στοιχεία, δημιούργησαν δηλαδή τον τρόπο ζωής των Σαρακατσαναίων. Με τα δικά τους τραγούδια, τα δικά τους ήθη και έθιμα, χωρίς βέβαια αυτά να διαφοροποιούνται κατά πολύ από τις περιοχές απ' όπου αυτοί κατάγονταν.
Είναι ίσως και μια εποχή όπου για να επιβιώσει κάποιος απαιτείται να συνεργάζεται με άλλους για να τα καταφέρει. Αυτή η ανάγκη της επιβίωσης ένωνε πολλούς ανθρώπους μαζί, οι οποίοι οργάνωναν μια κοινωνία και δομούσαν μια πολιτισμική κοινότητα. Πόσες φορές αλήθεια όσοι ζήσαμε τη ζωή του Σαρακατσάνου δεν ακούσαμε αφηγήσεις παλαιότερων, όπου μεμονωμένες οικογένειες παρακαλούσαν τσελιγκάδες να τους πάρουν στη στάνη τους για να περάσουν το χειμώνα.
Αδήριτη βιολογική ανάγκη τους έκανε να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν σε βουνά και κάμπους. Καμιά κοινωνική ομάδα στον ελλαδικό χώρο, ακόμη και με την ευρύτερη έννοια του φύλου, δεν είχε την αποκλειστικότητα κάποιου επαγγέλματος και ιδιαίτερα του κτηνοτροφικού. Σίγουρα υπήρχαν κλειστά επαγγέλματα (σινάφια, συντεχνίες), αυτά όμως δεν ασκούνταν από συγκεκριμένο φύλο ή κοινωνική ομάδα. Επομένως η αποκλειστικότητα του κτηνοτροφικού επαγγέλματος στην νομαδική του μορφή δεν ανήκει στους Σαρακατσαναίους.
Πολλοί Έλληνες, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο εξέτρεψαν ζώα. Η οικονομία τους στηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Δεν ήταν λοιπόν ούτε δύσκολο, ούτε και απαγορευτικό κάποιος από την οικόσιτη κτηνοτροφία να μεταπηδήσει στη νομαδική, όταν το απαιτούσαν οι ανάγκες. Επομένως κάποιος που γινόταν Σαρακατσάνος δεν είχε καμία σχέση συγγενική και φυλετική με αυτούς που ήδη ασκούσαν το επάγγελμα του Σαρακατσάνου, εκτός του γεγονότος ότι και οι μεν και οι δε ήταν Έλληνες.
Γύρω λοιπόν από τους Σαρακατσαναίους δεν υπάρχει κανένα μυστήριο. Οι Σαρακατσαναίοι όλης της Ελλάδος ήταν μια κοινωνική ομάδα ελληνόφωνων μετακινούμενων κτηνοτρόφων η οποία διαμορφώθηκε κυρίως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, εξαιτίας ευνοϊκών για την κτηνοτροφία συνθηκών, από κατοίκους της Στερεάς Ελλάδος, της Θεσσαλίας και του νοτίου κυρίως τμήματος της Ηπείρου, περιοχών όπου στα χρόνια αυτά ήταν κυρίαρχο το ελληνικό στοιχείο. Αυτή η κοινωνική ομάδα η οποία για πολλά χρόνια παρέμεινε πράγματι κλειστή, μετέφερε πολιτισμικά στοιχεία της πατρίδας μας όπως αυτά παραδόθηκαν, τροποποιήθηκαν, εξελίχτηκαν, και έφτασαν ως μέρες μας.
Ας είμαστε λοιπόν οι Σαρακατσαναίοι περήφανοι για την ελληνική πολιτισμική κληρονομιά που μεταφέρουμε, για τη γλώσσα μας την κοινή νεοελληνική, όπως αυτή την έπλασε ο λαός μας στο πέρασμα των χρόνων, για την προσφορά μας στην κλεφτουριά, γιατί πράγματι από τους κτηνοτρόφους και τους κατοίκους των ορεινών περιοχών κατάγονται οι περισσότεροι κλέφτες της ελληνικής επανάστασης του 1821 -η ιστορία και η παράδοση μας το ξέρουν- για τα τραγούδια μας, τα ήθη και έθιμα μας. Ας είμαστε περήφανοι για αυτό που πραγματικά είμαστε και όχι για κάποιο ενδεχόμενο μύθο που μας καλλιέργησαν ή προσπάθησαν να μας καλλιεργήσουν κάποιοι «Σαρακατσανολόγοι» μελετητές και «ανθρωπολόγοι» της πολυθρόνας.
Οι Σαρακατσαναίοι έχουν ταυτότητα. Πορεύτηκαν από την αρχαιότητα, στο Βυζάντιο, στα νεότερα χρόνια μαζί με τους άλλους Έλληνες. Οι περιστάσεις της ζωής, τους έφεραν κάποιες εποχές να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία. Ο τρόπος της ζωής τους δημιουργήθηκε στο κέντρο της Ελλάδος, από το ντόπιο ελληνικό πληθυσμό σε χρόνια δύσκολα από ανθρώπους σκληρούς και δυνατούς. Ανθρώπους εξαρτώμενους αποκλειστικά και μόνο από τη φύση σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους. Ζώντας στην ύπαιθρο για εκατοντάδες χρόνια χωρίς μόνιμη κατοικία ταυτίστηκαν με αυτήν. Η ζωή κοντά στη φύση με τα ποικίλα προβλήματα, αντιξοότητες και πολλές φορές κινδύνους, τους έκανε ανθρώπους μοναδικούς σε αντοχή, τολμηρούς και επινοητικούς που ζούσαν με τα αγαθά της φύσης ανυποψίαστα, εφευρίσκοντας κάθε στιγμή τρόπους λύσης των καθημερινών προβλημάτων τους. Ανάγκη ήταν να ζουν ομαδικά, πολλές οικογένειες μαζί και πολλά μέλη σε κάθε οικογένεια, γιατί έτσι θα επιβίωναν.
Κονάκια Σαρακατσαναίων στην τοποθεσία Παλιονήσι κοντά στα χωριά Δρυμός και Παληάμπελα της επαρχίας Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας
Φωτογραφία απο το οικογενειακό αρχείο του Γεωργίου Τσουμάνη
Στοιχεία συγγραφέα :
Γεώργιος Κ. Τσουμάνης
Ιγνατίου Άρτης 14 - Ιωάννινα
Τηλ. : 2651078600 - 6944714805
e-mail : geotsouman@gmail.com