.
Η τζιομπανιά κι ο κόσμος της
..
Η τζιομπανιά κι ο κόσμος της
..
.
του Θεόδωρου Γιαννακού
του Θεόδωρου Γιαννακού
Διάβασε γιατί αλλιώς θα γίνεις τζιομπάνος. Έτσι λέμε οι σημερινοί γονείς στα παιδιά μας. Ο τζιομπάνος είναι ένα επάγγελμα σε πλήρη απα ξίωση. Κανένας νέος, εκτός από ελάχιστους, δε θέλει να γίνει βοσκός. Ευτυχώς που υπάρχουν αλλοδαποί τζιομπαναραίοι και συνεχίζει να υπάρχει ακόμη κτηνοτροφία. Η λέξη τζιομπάνοςπροκαλεί αρνητικά συναισθήματα στους νέους ανθρώπους· την ταυτίζουν με την αμορφωσιά, την αντικοινωνικότητα, το χαμηλό βιοτικό επίπεδο.
Αυτός που γράφει το κείμενο αυτό κατάγεται από γενιά πραταραίων πάππου προσπάππου και πέρασε απ’ το σχολειό της κλίτσας και της κάπας. Για το λόγο αυτό δικαιούται , νομίζω, να μιλήσει για τη τζιομπανιά και τους ανθρώπους της. Νιώθει την ανάγκη να πει γι’ αυτούς τους περήφανους και αδικημένους ανθρώπους έναν λόγο για τη μεγάλη προσφορά τους στον τόπο μας.
Ο πιο μεγάλος τζιομπάνος της ανθρωπότητας είναι ο Χριστός, ο Ποιμένας ο καλός . Σε πολλές παραστάσεις (με συμβολική σημασία) Τον βλέπουμε να κου βαλάει στους ώμους Του αρνιά.
Ένας απ’ τους τρανύτερους αγίους της εκκλησίας μας, ο Σπυρίδωνας, έκανε τζιομπάνος και τέτοιος κοιμήθηκε. Η παράδοση μάλιστα αναφέρει και τα εξής: Κάποτε πήγαν κλέφτες στο κοπάδι του. Αυτός κοιμόταν σκεπασμένος με την κάπα του στο φτερό του κοπαδιού. Τους άφησε. Το πρωί τούς βρήκε με δεμένα τα χέρια. Τους έλυσε και τους έδωσε και πρόβατα για να’ χουν και να μην κλέβουν.
Ο Ιωάννης Κουκουζέλης, απ’ τους πιο σπουδαίους υμνογράφους της Ορθοδοξίας, άφησε κρυφά την Αγια-Σοφιά και τα βυζαντινά ανάκτορα και ροΐάστηκε στο περιβόλι της Παναγιάς, το Άγιο Όρος. Τον πρόδωσε όμως η καλιγκέλαδη φωνή του το βράδυ που σκάριζε τα πρόβατα.
Ο Δαβίδ, προτού να γίνει βασιλιάς, ήταν βοσκός. Έγραφε ύμνους στο Δημιουργό του και ο ήχος απ’ τη τζαμάρα του έφτανε στα ουράνια.
Tζιομπαναραίοι ήταν πολλοί απ’ αυτούς που πάλεψαν να ξετοπίσουν τον Τούρκο απ’ τον τόπο μας. Πέταξαν τις κλίτσες κι έπιασαν τ’ άρματα. Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο ξιακουστός Κατσιαντών’ς. Αρνάρης έκανε κι ο Καραΐσκάκης, και δεν ξέρω πόσοι άλλοι ακόμα τρανοί.
Για να δείξει τι θα πει αρχοντιά τοντσέλιγκα Μαλαμούλη χρησιμοποίησε παράδειγμα ο πατέρας του αείμνηστου Κωνσταντίνου Τσάτσου, πρώην Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Γυναίκες και μάνες τζιομπαναραίωνδίδαξαν με το παράδειγμά τους τι θα πει πίστη στο Θεό, οικογένεια, σεβασμός, τιμή, περηφάνια.
Οι άνθρωποι του βουνού δεν ήξεραν τι θα πει σχολειό και πανεπιστήμιο· ήξεραν όμως να φιλοσοφούν τη ζωή. Πάρε νύφη από σειρά και σκύλα από κοπάδι. Στη χαρά να λείπεις, στη λύπη ποτέ. Αυτά τους δίδαξε το σχολειό του βουνού· αξίες αιώνιες.
Άνθρωποι με γερή κι αγέραστη ψυχή ήταν οι άνθρωποι του βουνού, οι δικοί μου άνθρωποι. Μια ψυχή που τη χαλίβδωνε η πάλη με τα ντουρλάπια, τους μαστρόφλες, τα τ’φάνια, τις χιονούρες, τις σαλαμπριές. Μια ψυχή που έπρεπε να αντέξει το κυνήγι του τζελέπη, του χωροφύλακα, του δασοφύλακα, του ντραγάτη, του κλέφτη. Όλες αυτές οι δύσκολες συνθήκες μαζί με την απολ’τή ζωή που έκαναναυτοί οι αιώνιοι οδοιπόροι τούς έκαναν να νιώθουν μια υπεροχή και να ’χουν μέσα τους έναν παράξενο εγωϊσμό.
Τραχιά και δύσκολη η ζωή των προβαταραίων. Και η σημερινή ζωή που τόσα μας δίνει καλοπίχειρα είναι τάχα πιο εύκολη; Άραγε, εμείς οι απόγονοι αυτών των προβατάρηδων είμαστε πιο ευτυχισμένοι απ’ αυτούς;
Ένα κομμάτι του όλου ελληνικού πολιτισμού είναι ο λαϊκός πολιτισμός, που στέκεται δίπλα-δίπλα με τον αρχαίο και τον πολιτισμό της Ρωμανίας. Αυτόν τον πολιτισμό τον δημιούργησαν ζευγάδες, μαστόροι, ναύτες, τζιομπαναραίοι· άνθρωποι αγράμματοι και αφκιασίδωτοι.
Ο Γιώργος Σεφέρης λέει: Μπορούμε να κάνουμε πολλές πικρές παρατηρήσεις πάνω στην άβυσσο που μπορεί κάποτε να χωρίσει τους μορφωμένους και τους καλλιεργημένους από τη φωνή της ζωής, όταν σκεφτούμε πως για πολλούς αιώνες ο μόνος πραγματικός ποιητής που έχει το Γένος είναι ο ανώνυμος και αναλφάβητος λαός, και πως ο μόνος σπουδαίος πεζογράφος, που ξέρω τουλάχιστον εγώ, είναι πάλι ένας ταπεινός, που μαθαίνει λίγα γράμματα στα τριάντα του χρόνια – ο Μακρυγιάννης. Και το πιο παράξενο είναι ότι αυτοί οι αγράμματοι συνεχίζουν πολύ πιο πιστά το αρχαίο ελληνικό πνεύμα από την απέραντη ρητορεία των καθαρολόγων που, καθώς είπα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα ακατάλυτο φίμωτρο.
Ο Θεόδωρος Γιαννακός γεννήθηκε στον Ανθρακίτη Ιωαννίνων, ένα από τα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου τον Χαμένο (Νοέμβριο) του 1958 σε Σαρακατσάνικο κονάκι. Τα παιδικα του χρόνια τα πέρασε τα καλοκαίρι στο Ζαγόρι και το χειμώνα στους Φιλιάτες. Σήμερα υπηρετει ως εκπαιδευτικός σε δημοτικο σχολείο στο Κιλκις.