portraita


Η κλίτσα του πατέρα μου
..

του Θεόδωρου Ζαραλή

Οι μέρες του Δεκέμβρη στο Καϊμάκτσαλαν είναι δύσκολες. Μια τέτοια μέρα είναι και σήμερα. Καταχνιά, ομίχλη, ψιλόβροχο, χιόνι, αέρας, κρύο. Όλα τα έχει.


Έχει όμως και καλή παρέα. Είμαστε όλοι εδώ, πιστοί στο τακτικό ραντεβού μας: Σούρλας – Μπάκας – Κολοβός – Καραγιάννης – Καραθόδωρος – Νικολάου – Τσάτσος – Καλφούτζος. Τα καλημερίσματα δυνατά, τα χαιρετίσματα ακόμα δυνατότερα και αμέσως στα καλύβια για προφύλαξη από τη βαριά μέρα.

Εκεί μέσα στο καλύβι με πιάνει από το χέρι ο Γιώργος ο Κολοβός και μου λέει: « Ρε συ, πριν από λίγες μέρες είδα μια γκλίτσα και μου άρεσε πολύ. Ρώτησα τον κάτοχο της ποιος την έκανε και μου είπε πως την έκανε ο πατέρας σου. Είναι σαν αυτή που μου έκανες εσύ ».

Αυτή η κουβέντα είναι η αφορμή που τα γράφω αυτά σήμερα.

Όχι Γιώργο. Δεν μοιάζει η γκλίτσα που σου έφτιαξα με αυτή του πατέρα μου. Ο πατέρας μου έκανε λειτούργημα. Ό,τι έκανε το έκανε βαθιά μέσα από την ψυχή του. Όσο και να ψάξεις δεν θα βρεις ψεγάδι. Είναι όλα τέλεια. Ώρες ολόκληρες με περίσσεια υπομονή καθόταν και σκάλιζε το ξύλο. Ακόμα είναι σαν να ακούω τη φωνή της μάνας μου να του λέει: «Αντι γιεμ’, δεν βαρεθκης να πελεκάς; Μασ’ τα κλαμπατσίμπανας κι έλα να φας». Χαρακτηριστικό είναι ένα γεγονός που συνέβη όταν έκανα το σπίτι το 1985: έφερε ο μαραγκός την ντουλάπα και όλα τα σύνεργα. Τρεις μέρες αργότερα – στο στήσιμο της ντουλάπας – έψαχνε έναν σωλήνα που θα χρησίμευε για το κρέμασμα των ρούχων. Όλοι στο ψάξιμο, μα σωλήνας πουθενά! Μας είδε ο πατέρας μου και ρώτησε τι ψάχνουμε. «Έναν σωλήνα της ντουλάπας», του είπε ο μαραγκός «εδώ κάτω τον άφησα αλλά δεν τον βρίσκω». Τότε του είπε ο πατέρας μου με ένα χαμόγελο: «Μην τον ψάχνεις, τον έκανα φλογέρα!».

Ήταν τόσο μερακλής που έκανε τζαμάρα με ένα κομμάτι, τζαμάρα χωρισμένη στα δύο κομμάτια, ακόμα και τζαμάρα χωρισμένη στα τρία κομμάτια. Ήξερε να παίζει καλά φλογέρα και τζαμάρα μα ένα πρόβλημα που είχε στο δάχτυλο του αριστερού του χεριού από τον στρατό ακόμα, τον δυσκόλευε. Για το λόγο αυτό, όταν ήθελε να ακούσει τον ήχο της φλογέρας ή της τζαμάρας που είχε φτιάξει, έλεγε: «Παμ’ σ’ Καλλικράτεια, να μας παιξ’ ο Κώστας τ΄ν Όλγα». Εκεί καμάρωνε και δάκρυζε, περήφανος που είχε συνεχιστεί το σόι.