portraita

Βασιλική Σκούτα

.Σύζυγος Βασίλη Μπαμπαλή - Καρναμπάτ Βουλγαρίας


΄΄ … να κλαίω, … να χυμώνουν τα μάτια μ΄ δάκρυα !  ΄΄.
΄΄ … οι γ΄ναίκες χόρευαν ασβαρνιστά, …όσο αναδεύονταν !! ΄΄

Αυτές τις λέξεις δεν θα τις συναντήσω ποτέ στην Ελλάδα. Η εξέλιξη της γλώσσας και του ΄΄σύγχρονου πολιτισμού΄΄ τις έχουν αφανίσει. Η Κα Βασιλική, πραγματικός θησαυρός της Σαρακατσάνικης παράδοσης και αντιπροσωπευτική εκπρόσωπος των παλιών Σαρακατσάνων, μας καθήλωσε με την ομορφιά της γλώσσας και τη βιωματική της αφήγηση.

● ● 

του Γιώργου Κολοβού
Γεννήθηκα το 1947 εδώ στη Βουλγαρία, στα χειμαδιά δίπλα σ΄ ένα χωριό, Βισέλεα λέγεται κοντά στον Πύργο (Βurgas) προς τη Σωζόπολη και εκει με βάφτισαν. Εδώ με έλεγαν Κουκούλη. Η βαβά μ΄ ήταν Βασίλω και ούλοι τ΄ν έλεγαν Κουκούλη. Βασιλ΄κούλα, …Κουκούλα, …Κουκούλη. Η πατέρας μ΄ ήταν Σκούτας και η μάνα μ΄ ήταν απ΄ τ΄ς Παναίοι. Τα καλοκαίρια έβγαιναμε στον Αετό, απάν στα β΄να, καμμιά τριανταριά χιλιόμετρα πάνω απ΄ τον Αετό. Εδώ οι θ΄κοι μας οι Σαρακατσάνοι δεν πήγαιναν πολύ μακρυά. Τα παλιά τα χρόνια πήγαιναν.

Της μάνας μ΄ μία αδερφή την είχε παντρεμένη ένας Ντέντας (αυτοί είναι στο Κότελ τώρα), κι αυτός είχε γεννηθεί στην Τουρκία. Εκείνη η γιαγιά (του Ντέντα η μάνα), έλεγε πήγαμαν στην Ανατολή. Πού ήταν η Ανατολή δεν ξέρω,  ...μέσα στην Τουρκία και όπως μολόγαγε η γιαγιά μ΄, …πέρναγαν το Βόσπορο. Το χειμώνα Ανατολή, το καλοκαίρι στην Κοπρίστα, …πιο παν απ΄ το Κάρλοβο. Οι Σαρακατσαναίοι πήγαιναν στην από δω πλευρά του Αίμου, όχι από παν. Τα καλοκαίρια πήγαιναν στο Μπατάκι στη Ρίλα, στη Στάρα Πλάνινα και στα Ροδόπια.

Χάρτης περιοχής

Τα πρώτα τα χρόνια πήγαιναν πολλοί στην Τουρκία. Της μάνας μ΄ η γιαγιά η Αλεξάνδρα, έζησε πολλά χρόνια, …103 χρόνια κι αυτή ήταν απ τ΄ς Καραλαίοι κι ο άντρας τ΄ς ήταν απ΄ τ΄ς Τσιαουσαίοι κι εκείνη ήξερε πολλά πράγματα. Και μολόγαγε, …ο άντρας τ΄ς ήταν μεγάλος κεχαγιάς και είχε με τ΄ς Τούρκοι φιλία. Και τον είπαν, …τώρα, αν μπορέσεις και φύγεις σε είκοσι τέσσερις ώρες, να περάσετε στη Βουλγαρία, …θα ζήσετε. Άμα μείνετε εδώ στην Τουρκία, θα σας σφάξουν ολλ΄νούς.  Κι αυτός έμασε το οτζάκι απ΄ λέμε, …όλοι τ΄ς Σαρακατσάνοι κι έφυγαν τα μεσάνυχτα κι ήρθαν στη Βουλγαρία.

Μετά μπήκαν στη Βουλγαρία οι Ρούσοι. Τότε οι Σαρακατσάνοι πήγαιναν με τα καραβάνια, …τα φορέματα τα μαύρα (έτσι πήγαιναν οι παλιοί) και σε μία στράτα οι Ρούσοι νόμιζαν ότι ήταν Τσαρκέζοι και ήθελαν να τ΄ς καθαρίσουν, να τ΄ς σκοτώσουν ολλ΄νούς. Αυτοί έκαναν το σταυρό τ΄ς και τότε κάποιος Ρούσος λέει, …αυτοί είναι Χριστιανοί, δεν είναι Τσαρκέζοι, …και έτσι γλύτωσαν.



Σκουταίοι και Κουτσουμπαίοι
Κάτω από αριστερά : Γιάννης Κουτσούμπας και διπλα η γυναίκα του Βασίλω - Νικόλαος Σκούτας (παππούς) και όρθια δεξιά η Μαρία Σκούτα (γιαγιά) - ο μικρός δεξιά ειναι ο πατέρας Αθανάσιος Σκούτας (φωτ. δεκαετίας 1920)


ΣΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ

Εμείς η θκιά μας η οικογένεια, να σ΄πού. Είχαμαν γιαγιά και παππού, είχαμαν τζιομπάνο, (σ΄χωρέθηκε η λαλάς μ΄ και είχαμε πολλά πρόβατα κι ο πατέρας μ΄ δεν μπόραγε), …είχα τρεις θειάδες, …η μάνα μ΄ κι ο πατέρας μ΄ και τα παιδιά. Ο πατέρας μ΄ είχε αδερφό που πέθανε είκοσι τέσσερα χρονών. Όταν έγινα εγώ το χ΄νόπωρο, αυτός πέθανε το Μάρτιο, …έξι μηνών ήμαν. Στο τσελιγκάτο ήταν ο πατέρας μ΄ με δυό πρώτα αξαδέρφια. Χειμώνα καλοκαίρι μαζί ήταν.

Και στα χειμαδιά και στα βουνά είχαμε ορθά καλύβια. Ο πατέρας μ΄ το΄κανε με τις γυναίκες, με τις αδερφάδες τ΄, …μαζί το΄καναν. Αυτός έμπηγε τα λούρα και το χάρτωμα το΄φτιανε με τις γναίκες. Οι γναίκες μετά το σκέπαζαν, έβαζαν τα άχυρα και τα φύλλα κι αυτός από μέσα με το τσιμπούκι το΄στριβε και το΄σφιγγε. Σταυρό έβαζαν απάν στο καλύβι. Σταυρό και πάλιουρα. Γιατί τον έβαζαν τον πάλιουρα δεν ξέρω. Στην κορφή. Σταυρό και κομμάτι απ΄ το παλιούρι κι απ΄ το μεσέ φύλλα. Εγώ το θ΄μάμαι αυτό.

Στο καλύβι στα χειμαδιά είχαμαν δυό πόρτες. Είχαμαν μιά χαμ΄λή πορτούλα, την παραπορτούλα κι απ΄ έξω μεγάλη πόρτα, με άχυρα φκιασμένη, να κλείνει καλά να μη μπαίνει αέρας μέσα. Είχαμε και την καλ΄βούλα για τα ρούχα και τα σακιά. Στο καλύβι μέσα, το χ΄μώνα είχαμε κοτάρι. Όταν ήταν τα πρότα πολλά και ήταν πρατίνες απ΄ τσαγγάδευαν και ψόφαγε τ΄ αρνί, έπρεπε να της δώκουμε άλλο αρνί διπλάρ΄κο, που ήταν δίδυμο απ΄λέμε, το΄δωναμε και την έδεναμε στο κοτάρι μέσα για να το πάρει. Το΄παιρνε και μετά δυό - τρεις μέρες την απόλαγαν στ΄ άλλα.

Οι γναίκες πήγαιναν ήφερναν ξύλα, ζύμωναν το ψωμί, άναφταν το φούρνο, ξύλα για τη φωτιά μέσα στο καλύβι. Να παν στο ρέμα, να βάλουν ξύλα στο καζάνι, να ζεσταθεί το νερό, να πλύνουν τα ρούχα, ….εκει στο ρέμα. Και είχαν και τα πρότα. Βόηθαγαν και στο άρμεγμα και το τυρί να φκιάσουν, …ξεγεννούσαν, να ξυρίσουν τα χιόνια, να ταϊσουν τα πρότα, ….όλες τις δ΄λειές. Νερό με τ΄ βαλέρα στις πλάτες. Εμείς μικρά κορ΄τσάκια, με τα πρόβατα πηγαίναμε να βαρέσουμε στρούγκα. Εγώ να σ΄πού, …πολύ μικρή άρχισα και δούλευα. Κένταγα, έγνεθα, έραφτα, ζύμωνα,…όλα τα πράγματα. Πολύ μικρή, ..από 5-6 χρονών. Τρείς θειάδες είχα, ….αλλά η γιαγιά έλεγε, …να μάθει, να μάθει !!



Απο αριστερά : Βασιλική Σκούτα - θειά Γιαννούλα Σκούτα - Ελένη Κουτσούμπα - θειά Τασούλα Σκούτα - η μάνα Μαρία Σκούτα - θειά Έλένη Σκούτα - κάτω αριστερά : Tάσος Πάνος - Δημήτριος Γρίβας και δεξιά ο πατέρας Αθανάσιος Σκούτας  (στο γάμο του Κώστα Κουτσούμπα το 1959)


Στα χειμαδιά με τη θάλασσα δεν είχαμε καμμία σχέση. Σαρακατσάνοι και θάλασσα, …όχι. Μπορούσαν ν΄ αγοράσουν χωράφια, αλλά δεν ήθελαν. Το μυαλό τ΄ς ήταν στα πρότα και στα βνά. Και όταν μας πήραν τα πρόβατα, …έφυγαμαν ούλοι απ΄ τη θάλασσα. Είχε κ΄νούπια κι έλεγαμαν ,….θα θερμανθούμε, θα κολλήσουμε θέρμη, ….και κοίταγαμαν κατά τα βουνά να πάμε. Ψάρια όμως τρώγαμε πολλά. Στο χωριό, τη Βισέλεα που σ΄λέω, πέρναε ένα ρέμα. Μεγάλος πόταμος, ….ρέμα. Η πατέρας μ΄ έφκιανε μίνια λυσιά το΄λεγε αυτός, με τσιμπούκια. Πήγαινε το βράδυ κι έβανε τη λυσιά και περίμενε και γιόμιζε ένα κουβά ψάρια και τα΄φερνε. Η γιαγιά μ΄ κρέας δεν έτρωγε, κι έτρωγε ψάρια, ελιές, κασεράκι. Αυτό ήταν το φαγητό της. Και τα καλοκαίρια, …πιπέρια, ντομάτες, αγγούρια,  …αυτό ήταν.

Εγώ κίν΄σα εφτά χρονών στο σχολειό. Απ΄ τα καλύβια, με τα Σαρακατσιάν΄κα τα ρούχα, κίν΄σα σχουλειό. Είμασταν σ΄μά στο χωριό, …τρεισήμισυ χιλιόμετρα, …τόσο είμασταν. Χιόνια, βροχές, …κάθε μέρα στο σχουλειό. Μιά λέξη Βουλγάρ΄κα δεν ήξερα. Τίποτα. Όσο να μάθω τα Βουργάρικα, ….γύρναγα στο καλύβι κι έκλαιγα ! Έκλαιγα. Δεν καταλάβαινα τι μ΄ λέει η δασκάλα. Θ΄μάμαι τα λόϊα, …η γιαγιά μ΄ ηξερε Βουργάρ΄κα κι εγω άμα έλεγε καμμιά λέξη η δασκάλα την έλεγα στο σπίτι κι αυτή μ΄ έλεγε τι είναι. Κι έτσι σιγά – σιγά έμαθα λίγα Βουργάρικα. Μαθηματικά ήμαν πρώτη, ...τα λογάριαζα Σαρακατσάν΄κα. Τα΄ξερα. Να πάρω να διαβάσω όμως, …ζόρι, ..να κλαίω, να χυμώνουν τα μάτια μ΄ δάκρυα !! Μετά η μάνα μ΄ έλεγε, …μην παγαίνεις άλλο στο σχολειό κορίτσι μ΄, φτάνει τόσο. Τετάρτη τάξη έβγαλες, ξέρεις να λογαριάσεις, ξέρεις να διαβάσεις, …να κάτσεις να κεντήσεις τα μισιακά τώρα.



Κάτω αριστερά με το όπλο o πατέρας Αθανάσιος Σκούτας - ο εξάδελφος Αθανασιος Σκούτας - άγνωστος - και δεξιά ο Νικόλαος Μάμαλης


Όταν ήταν να ξεκινήσουμε για τα βουνά, φορτώναμε τα σέα, παίρναμε τα λιγκέρια που λέγαμε, τα ρούχα μας που μας χρειάζονται, βελέντζες, οι τέντες για τη στράτα. Τ΄ άλλα τα΄στελναμε ΄΄αλαφρώματα΄΄. Τ΄ αλαφρώματα, εμείς εκει που΄μασταν, μαζώνονταν δυό –τρία κονάκια η τέσσερα, έπιαναν ένα φορτηγό, τα φόρτωναν και τα΄στελναν στα βνα. Και τα΄φναν εκει σε χωριό που ήταν εκει κοντά. Στα χειμαδιά δεν άφηναμε σέα. Άφηναμε πιό πολύ στα βνα, σε σπίτια, σε φίλοι, σε χωριό. Δεν μπόραγαν με τ΄ αλογα να τα φορτώσουν ούλα, χρειάζονταν κι άλλα ρούχα. Είχαμαν κουρίτσια, θειάδες, …τα προικιά πιο πολύ τα΄φναμαν στα βνα.

Στ΄ άλογα φόρτωναμε τ΄ αλεύρι, τον παστό, τα λουκάν΄κα. Απ΄ τα χειμαδιά έπαιρναμε γρουνάκια και τα΄βγαναμαν στα βουνά να μεγαλώσουν εκει. Περπάταγαν με τα πρότα τα γρουνάκια. Πήγαινα εγώ με τη γιαγιά ΄΄σια μπροστά΄΄, τα΄δεναμαν δυό γρουνάκια με τριχιά και πάαιναμαν κοντά στα πρότα. Κότες, …απάν στ΄ άλογα. Εκει που ήταν οι τέντες, …που ήταν τα ξύλα απ΄ έφτιαναμαν τ΄ν τσιατούρα, ...και οι κότες από παν. Κάποτε γένναγαν κιόλα κι έπεφτε και τα αυγό !!

Για το λάδι είχαμε λαδογυάλι, το είχε η γιαγιά με ύφασμα απ΄ έξω τυλιγμένο, με σκ΄νί δεμένο και κρεμασμένο στο σαμάρι. Ένα μπουκάλι λάδι μπορεί να το πάαιναν κι ένα μήνα. Με την κουταλιά το μέτραγαν, με το χλιάρι.

Άντρες δεν ανέβαιναν στ΄ άλογα. Περπάταγαν. Τα μικρά μόνο τα΄βαζαν απάν στ΄ άλογα. Μπροστά στ΄ άλογα πήγαιναν οι θειάδες μ΄, οι αδερφάδες του πατέρα μ΄. Ούλες φορούσαν τα χαριάτ΄κα. Κίναγαμαν στη στράτα, …όλοι τα χαριάτ’κα, τα καινούργια.

Περνούσαμε και από χωριά. Τότε και τα πρόβατα μέσα στα χωριά στάλ΄ζαν. Να, …στο Μπουργκάζ τώρα, εκει που είναι πλατεία, …τότε δεν είχε τίποτα και ήταν στα δέντρα απ΄ κατ΄. Και τα σπίτια κοντά, …δεν έλεγαν τίποτα ο κόσμος. Πουλούσαμε τυρί και το γαλα. Εκει απ΄ κόνευαν τ΄άρμεγαν,  …και το γάλα με τα καρδάρια το πήγαιναν στο χωριό και το΄διναν στον κόσμο.



Η Βασιλική Σκούτα 5 ετών (κάτω αριστερά)
Χρήστος Γρούνας με το γιό του Δημήτρη και διπλα η Μαρία Κωσταρέλου, η Ελένη Κουτσούμπα, η Χρυσούλα Κουτσούμπα και η Αικατερίνη Γρούνα.


ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ

Όταν έφταναν απάν, τα καλυβια τα συμπάλωναν λίγο και έμεναν. Τα σκέπαζαν με άχυρο, …πιο πολύ άχυρο και γύρω – γύρω φύλλα. Οξυά, …δέντρα λέμε εμείς, μεσέ. Στα βουνά δεν είχαμε πολλές καλύβες, στα χειμαδιά είχαμε πιό πολλές. Είμασταν έτσι, μαχαλάδες – μαχαλάδες και είχαμε καμμιά οχτώ – δέκα καλύβια. Όταν έβγαιναν στα βνα, …άλλοι στο Κότελ πήγαιναν και άλλοι αλλού.

Το καλοκαίρι στα βνα, οι γναίκες έκαναν πολλές δ΄λειές. Κράταγαν το μαλλί απ΄ τα πρότα, …να πλύνουν το μαλλί, να το ξάνουν, να το νταρακίσουν και μετά το έκαναν τλούπες και τ΄ ρόκα, …το γνέθουν και μετά να το ιδιάσουν, να το υφάνουν να γένει το σκ΄τί, …το΄λεγαμαν εμεις. Και από κει και ύστερα ν΄ αρχίσουν να ράφτουν τα ρούχα. Όλο το καλοκαίρι αυτήν ήταν η δ΄λειά τ΄ς.

Εγώ θ΄μήθ΄κα τη μάνα μ΄, τις θειάδες μ΄, …ύπνος δεν τ΄ς ακόλαε ! Το καλοκαίρι, στις τρεις, στις τέσσερις η ώρα το βράδυ σ΄κώνονταν κι άναβαν τη βάτρα, έξω απ΄ το καλύβι. Βάτρα, γύρω – γύρω ξύλα, ζαλίκια, ..κι έψηναν πίτα με το γάστρο, πιπεριές να ψήσουν, κουσμάρι να φκιάσουν εκει στην πυροστιά, …όλα εκει τα έφκιαναν.  Και σ΄κώνονταν το πρωί κι άναφταν τη φωτιά εκει και μαζεύονταν δυο – τρεις γυναίκες και ….τη ρόκα και έγνεθαν ώσπου να ξημερώσει. Εμεις, μικρά κορτσάκια, ….και η γιαγιά : Αει ! φτάνει τώρα το παιχνίδι, …φερ΄ τη ρόκα σ΄ εδώ κι αρχίνα γνέσε ! Το κεντ΄σιό, να κεντήσεις, …να μαθ΄ς τις δ΄λειές ούλες !



Από αριστερά : η Βασιλική Σκούτα - ο πατέρας της Αθανάσιος - η μητέρα της Μαρία - ο Απόστολος Ντέντας - η Ελένη Ντέντα - η Τασούλα Σκούτα και ο Δημήτρης Γρίβας. Τα παιδια ειναι η αδερφή της Παναγιώτα, η Γιαννούλα Ντέντα και η Μόρφω Ντέντα


Η ΤΕΡΛΑ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ

Ο πατέρας μ΄ ήταν καλός τζιομπάνος, καλύτερος δεν γένονταν, …και τα τερλά τα πρόβατα τα γιάτρευε. Το τερλό πρώτα ήφερνε γυροβολιά, …έμενε πίσω. Είχαμαν ένα, …χάθ΄κι. Ήρθε ο τζιομπάνος, λέει, το τερλό χάθ΄κι, δεν γύρ΄σι με τα πρότα. Το πρωί η γιαγιά λέει, …άιντε να πάμε Βασούλα μ΄ να λάβουμε το τερλό, αν δεν το΄φαγαν τα τσακάλια. Πήγαμε το βρήκαμε και το πήρε ο πατέρας μ΄ κι έγινε καλά. Πιο πολύ τα ζγούρια τερλαίνονταν, …πρατίνες, μεγάλα πρόβατα δεν τερλαίνονταν. Τα ζγουράκια μόνο.

Εγώ το θ΄μήθ΄κα και πως το΄κανε. Έκοβε το μαλλί στο κεφάλι από παν, το ζούπαγε ετσι με τα δάχ΄λα, κι όθε ήταν μαλακό, …έλεγε, εδώ είναι η τέρλα. Και είχε ένα μαχαιράκι, τρυπτάρι το΄λεγε κι έκοβε το δέρμα, το τομάρι, …το γύρναγε κι έκοβε το κοκκαλάκι, εκει που ήταν απαλό, …δεν τ΄ανακάτωνε το μυαλό. Η τέρλα ήταν μια φουσκάλα, αμπήδαγε, έβγαινε, …κι αυτος τη έπιανε και την έβγαζε. Ήταν μερικά ζ΄γουράκια που δεν έβγαινε κι αυτός γύρναγε το κεφάλι και το κοίταζε μέχρι να΄ρθει στην τρύπα για να βγάλει την τέρλα. Και γέρευαν. Μετά έβανε σκρούμπο, …έκαιγε μάλλινο κομμάτι από δίμ΄το, από παλιά ρούχα και  το΄καιγε στη φωτιά και μετά το΄τριβε – το΄τριβε ικιό και το΄βανε από παν. Έβανε ένα παρτσάλι από παν και το΄ραφτε με το βελόνι και σε λίγες μέρες γέρευε.



Η Βασιλική Σκούτα κάτω δεξιά στην αγκαλιά του πατέρα της Αθανασίου Σκούτα


Η γυναικεία η φορεσιά ήταν όλη φτιαγμένη στο χέρι. Το άσπρο μαλλί το άφ΄ναν για το κατασάρκι. Κατασάρκι έσερναν και οι γυναίκες και οι άντρες, …μάλλινο, από μέσα. Από μικρά παιδιά, …από 5 – 6 χρονών μας έβαναν κατασάρκι κι έσερναμαν, …να μαθαίνουμε. Το μαύρο το μαλλί ήταν πιό γερό κι απ΄ αυτό έφτιαχναν το ύφασμα. Η κλωστή που την έγνεθαν, γένονταν σα να ήταν σύρμα. Εγώ έχω φούστα από κιά τα χρόνια, …τρούμπα. Για τη φούστα το΄γνεθαν πολύ ψιλούτσκο και στριμένο, …βαστάει πιό πολύ, ...γένιτι πιό γερό. Το δίμτο πάλι από μαύρο. Με δίμτο έφκιαναν τα μπουτούρια και τα τσαμαντάνια. Τα μανίκια που κένταγαμε έπρεπε να είναι σε υφασμένο πανί. Ύστερα βγήκαν και οι χασέδες. Και παναούλες έκαναμε, ...εγώ έχω πλέξει πολλές παναούλες. Έπλεκα από μ΄κρή με το τσιγκελάκι. Η γυναικεία η φορεσιά ήταν πολύ βαριά, ..12 – 13 κιλά ήταν. Χ΄μώνα - καλοκαίρι τη φορούσαμε. Στο γάμο φορούσαν και το πανωφόρι, …αυτή η φορεσιά ήταν η καλή. Οι καθημερινές ήταν λίγο αλαφρότερες, με λιγότερα κατσέλια και γαιτάνια.



Κουτσουμπαίοι (μπροστά ο Στέργιος Κουτσούμπας) - 1959


ΤΟ ΧΤΕΝΙΣΜΑ ΤΗΣ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΣ

Οι Σαρακατσάνες είχαν μακρυά μαλλιά με κοσάνες και όλες ήταν μελαχροινές, …λίγες ξανθές, μπορεί και καμμία. Όλες είχαν μικρά καθρεφτάκια και τα΄σερναν στην τσέπη. Και είχαν και χτένα, κοκκαλένια όπως την έλεγαμαν, …αλλά δεν χτενίζονταν κάθε μέρα, δεν μπόραγαν. Και το βράδυ οι γυναίκες κοιμώνταν όπως ήταν, δεν έλυναν τα μαλλιά. Όπως ήταν, με τα σέα τ΄ς.

Οι ανύπαντρες οι κοπέλες τα μαλλιά τα΄φκιαναν κόθρο. Τις κοσάνες τις έπλεκαν από πίσω απ΄ τ΄αυτιά και τις έφερναν μπροστά και τις τύλιγαν με το χρυσογάϊτανο κι έφκιαναν τον κόθρο μπροστά στη μέση κι έβαναν τη μπόνα, τη μαντήλα από παν. Οι γυναίκες οι παντρεμένες, …οι κοσάνες πλέγονταν μπροστά απ΄ τ΄αυτιά και τις έπλεγαν στα πολλά, …στα οχτώ, στα εννιά, όσο μπόραγαν δασύτερες να είναι, …και τις έφερναν  από μπροστά και τις σταύρωναν και γύρναγαν και γένονταν κόμπος. Μετά έβαναν το μπόχο από παν και τον έπιαναν.

Όταν πέθανε η λαλάς μ΄, η θκη μ΄ η γιαγιά τα μαλλιά δεν τα ματάφτιαξε κόμπο, τα΄φκιανε μον΄ σταύρωμα κι έπιανε το σουκρέτι από παν. Και όποια χήρευε, τα μαλλιά δεν τα ξανάφτιαχνε κόμπο. Σταυρό στο μέτωπο δεν είχε καμμίνια Σαρακατσάνα. Οι δικές μας εδώ στη Βουλγαρία, …όχι, …ούτε και είχα ακούσει ποτέ.



Σκουταίοι και Παναίοι


Η ΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟ 1958

Το 1958 μας πήραν τα πρότα. Τι να σ΄πώ, …τριμ΄κή, …ξέρ΄ς τι είναι τριμ΄κή ; …πόλεμος ! Εμεις είχαμε τριακόσια σαράντα πρότα. Έρχονταν μέρες πιό μπροστά και πήραν τον πατέρα μ΄ και τον πήγαν στο χωριό, …δεν ήθελε να τα δώκει. Αλλά ήρθαν. Τα πρόβατα ήταν σε δυό μεριές, τα μισά ήταν στου πατέρα μ΄ τ΄ όνομα και τ΄ άλλα μισά στου παππού. Ήρθαν, τα πήραν, αλλά εμείς τρύπωσαμαν κάμποσα μέσα στο καλύβι, γιατί μας άφ΄ναν μόν΄ δέκα. Γιόμ΄σαν το καλύβι με σαράντα πρότα. Και μετά παν κι απόλ΄σαν και του παππού τα πρότα, στο άλλο το μαντρί. Κι όταν μας τα΄παιρναν, …να σκούζουν, η μάνα μ΄ κι η θειά μ΄ η μικρή. Η γιαγιά μ΄ επεσε, λυποθύμησε. Μοιριολόγαγαν σα σε θάνατο!

Κι όταν πήραν τα πρότα, ο πατέρας μ΄ λέει, ...τώρα τι κάνουμε; Μαζώχ΄καν όλοι που είμασταν εκει, έξι – εφτά καλύβια, έπλεναν τα ρούχα οι γυναίκες, …συνταχτείτε λέει να φύβγουμε. Έμασαμαν τα σέα το Μάρτη μήνα κι έφυγαμε από κει.



Φωτογραφία γάμου - η Βασιλική Σκούτα με τον άντρα της Βασίλη Μπαμπαλή


ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Απ΄ τη μάνα μ΄ το σόι, οι Παναίοι ήταν μεγάλο σόι, …πολλοί. Η παππούς είχε πέντε αδέρφια και τρεις αδερφάδες. Η πατέρας μ΄ είχε έναν αδερφό και τρεις αδερφάδες. Οι Παναίοι έχουν συγγενήδες στην Ελλάδα, στα Βαφαίικα της Ξάνθης, …εγώ δεν τ΄ς έχω γνωρίσει. Ο θείος μ΄, της μάνας μ΄ ο αδερφός πήγε και τους βρήκε και κ΄βέντιασε με πολλοί Παναίοι. Απ΄ του πατέρα μ΄ το σόι, του παππούλη μ΄ ο αδερφός, ο Κώστας στην Κομοτήνη, πήγα και βρήκα δεύτερες ξαδέρφες θ΄κές μ΄. Και μια άλλη πρώτη ξαδέρφη του πατέρα μ΄ η Μαρίκα, ήταν στη Σαλονίκη.

Τα θ΄κά μ΄ τα προικιά, πήγαν τα πιό πολλά στην Ελλάδα, …τα πού΄λσα. Έρχονταν και τα ζήταγαν και τα΄δωσα, …ήταν το 1983 με 84. Κι ο Τσαούσης έρχονταν, αλλά σε μας δεν ήρθε. Πέντε κλειδώματα είχα απ΄ τη μάνα μ΄, γκουμπέδες. Κι ήρθε ένας και τα΄δωσα για τριάντα λέβα, …τζάμπα. Να φύβγουν έλεγα, …τι τα θέλουμε. Τώρα ; Τρεις φορεσιές τις έδωσα έτσι, …θα τα φαν οι μόλ΄τσες έλεγα, ..τι τα θέλω; Και τη νυφιάτικη που βλέπ΄ς στη φωτογραφία την έδωσα κι αυτήν, …διακόσια δολλάρια κι αγόρασα μια γούνα.

Το 1989 τον Μάιο ήρθαμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, …λίγο πριν να πέσει ο κομμουνισμός, με μια οικογένεια Βουλγάροι, φίλοι θ΄κοί μας. Μας απόλ΄σαν κι εμας μαζί μ΄ αυτούς. Πρώτη φορά !! Τι να σ΄πού πως νοιώθαμε !! Τα μάτια μ΄ γιόμωναν δάκρυα. Όταν πέρασαμε τα σύνορα, …τι είναι εδώ !! Πήγαμε στην πρώτη πόλη την Ορεστιάδα. Εμεις εδώ στη Βουλγαρία δεν είχαμε τίποτε τότε, τα μαγαζιά ήταν άδεια. Εδώ που΄βλεπα τ΄ς βιτρίνες και το χρυσό στα παραθύρια !! …δεν κόταγα και να πού, … φοβάμαν. Και κοίταγα τον Βασίλη τον άντρα μ΄ κι έκανα νοήματα, ...μόν΄ έτσι. Μετά πήγαμε Αλεξανδρούπολη, είχαμαν κάτι φίλοι που είχαν έρθει στο σπίτι μας εδώ, ..δυό οικογένειες και είχα τα τηλέφωνα. Πήγαμε σ΄ ένα περίπτερο και πήραμε τηλεφωνο. Τον βρήκαμε και μας καρτέρησε ο άνθρωπος, …και το πρωί μας πάει στο άλλο το σπίτι, στον άλλον τον φίλο μας. Αυτοί μας γνώρ΄σαν με τον Κώστα τον Μπαμπαλή στην Αισύμη, συγγενή του άντρα μ΄ του Βασίλη. Μας καρτέραγαν τα σόια και τι να σ΄πού, …τραγούδια όλη τη νύχτα.


● ● 



ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ





● ● 


Η Βασιλική Σκούτα με τον σύζυγο της Βασίλη Μπαμπαλή


Βασιλική Σκούτα - Βαγγέλης Γαλαζούλας - Βασίλης Μπαμπαλής


Με την Κα Βασιλική



● ● 


Μεγάλο μέρος της αφήγησης της Κας Βασιλικής κάλυψαν τα έθιμα του γάμου, τα οποία θα δημοσιευθούν προσεχώς. Ευχαριστώ τον κ. Βασίλη Μπαμπαλή και τη γυναίκα του Βασιλική για τη ζεστή φιλοξενία και τον αγαπητό μου φίλο Βαγγέλη Γαλαζούλα για τη συμμετοχή του στη συνέντευξη αυτή. Φύγαμε με την υπόσχεση να ξαναγυρίσουμε και την επόμενη φορά να καταγράψουμε τα σπάνια τραγούδια που γνωρίζει και τραγουδά ο μπάρμπα Βασίλης. Έως τότε, τους ευχόμαστε να είναι πάντα καλά. Γ. Κολοβός