portraita

 Ξέρ’ς ποιοίν’ είμασταν ημείς;

Τον Αύγουστο θα πάμε στο αντάμωμα στ’ Άγραφα. Εκεί, στο καφενείο του χωριού, διαδραματίστηκε πριν λίγα χρόνια και το περιστατικό που θα επιχειρήσω να μεταφέρω – κατά το δυνατόν – αυτούσιο.

Ο μπάρμπα Θανάσης, θερμότερος Σαρακατσιάνος κατά την τελευταία φάση της ηλικίας του, το ’βαλε σκοπό ζωής να μη χάσει κανένα αντάμωμα «καθ’ άπασαν την επικράτειαν» που έλεγαν και παλιά. Κι όταν ο σύλλογος έβγαλε ανακοίνωση για εκδρομή στ’ Άγραφα, πρώτος ενδιαφέρθηκε και πρώτος δήλωσε συμμετοχή.

Πρώτος και στο μασάλι ο μπάρμπα Θανάσης. Κι όποιος λέει παραπανίσια, όσο να ’ναι, βάνει και καμμιά παίνια παραπάνω. Κι αυτοί που λένε πολλά, συνήθως επαναλαμβάνονται με αποτέλεσμα να καταδιώκονται από το άγχος μην τυχόν και πιαστούν στο ψέμα. «Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια», λέει ο κόσμος! Κι έτσι, μάλλον εξ αυθυποβολής, πολλές φορές καταλήγουν να πιστεύουν οι ίδιοι το χιλιοειπωμένο τους ψέμα και να το υποστηρίζουν φανατικά σαν αλήθειο! Κάπως έτσι μπορείς να περιγράψεις και τον πρωταγωνιστή μας. Με δυο θητείες προεδριλίκι στο σύλλογο Σαρακατσιαναίων στο βιογραφικό του, δε σταυρώνονταν με τίποτα.

-     Εγώ, είμ’ ο Γέρος του Μωριά, ρε!  Έλεγα στο Νομάρχη το και το και σ’κώνονταν ορθός!  Εγώ στο χορό, όντας ήφερνα τον Κιτσιάκ’, τ’ Βόττα κι τουν Χαλκιά, ισείς άκ’γηταν λαϊκά!  Εγώ ήμαν κεχαϊοπαίδ’!

Κι έλεγε κι έλεγε, κι αυτό και τ’ άλλο, μην νομίσεις και πολλά…πέντ’ έξι κασέτες συνάλλαζε, το ίδιο συναξάρι. Κι όπως ήταν απολύτως φυσικό,  σ’ αυτόν τον παροξυσμό και τον οίστρο του εγώ του, κανείς δεν έδινε σημασία. Όχι πως δεν τον άκουγαν, δεν τον άντεχαν. Μέχρι που βρήκε το μάστορά του.  Είχε ψιλόβροχο και οι χωριανοί μαζεύτηταν αναγκαστικά μέσα στο μαγαζί. Μπήκε κι ο γέροντας, ο μπαρμπα Δήμος, άβλαβος άνθρωπος, φτωχός μα δίκαιος. Αλλά Σαρακατσιάνος με τα όλα του, «βομπιράκο» τον έλεγαν. Άνοιγε το στόμα του κάθε Παρασκευή, αλλά άμα τ’ άνοιγε, να μην ήσουν εκεί! Αφού ανέχτηκε το «Γέρο του Μωριά» κάμποσο, απάνω στην ανάσα, παρεμβαίνει δήθεν ταπεινά:

-   Εμ, έχ’ς πουλλά χαρίσματα ισύ, Θανάσ’!

Οι χωριανοί έστρεψαν το πρόσωπο πέρα δώθε να κρύψουν τα χασκόγελα κι οι πιο πολλοί βγήκαν έξω στη βροχή. Ο μπάρμπα Θανάσης έφαγε τέτοια καταμουτσουνιά, του ’ρθε «μπάϊλας» κι έκαμε απάνω από βδομάδα να ματαφανεί.

Πέρασε καιρός. Δεν αποκλείεται, πέρα απ’ το χαρακτήρα του, το παραπάνω περιστατικό να αποτέλεσε βασική αιτία για τον γεροντοτουρισμό του μπάρμπα Θανάση. Ήθελε να ιδεί κι άλλους τόπους κι άλλον κόσμο κι αν βρει κατάλληλη συγκυρία, να πει και τίποτα. Έτσι, όταν είδε την ανακοίνωση του συλλόγου και την εκδρομή στ’ Άγραφα, πρώτος γράφτηκε να πάει να ιδεί την παλιά πατρίδα και να γυρίσει να πει τίποτα καινούργιο.

Κι όταν έφτασαν με το καλό, πολλή στράτα πάντως, στον προορισμό, βάνει ο οξαποδώ το ποδάρι κι είμαι παρών! 

Οι ντόπιοι Αγραφιώτες αφού μας περιεργάστηκαν από πάνω μέχρι κάτω, μας καλωσόρισαν ο κόσμος και πιάσαμε την κουβέντα. Στο πεντάλεπτο ο μπάρμπα Θανάσης είχε βρει το καλύτερο ακροατήριο. Έλεγε κι άκουγαν οι άλλοι.

-     Εγώ, είμαι ου Θανάσης ου Μακρουθανάσης, πιδιά. Μι αίμα κατ’ ευθείας απ’ τουν Κατσιαντών’!

Είπε κι άλλα, πώς απελευθέρωσαν την Ελλάδα και πώς πρωταγωνίστησαν οι δικοί του στον Μεγάλο Αγώνα, κι άλλα πολλά. Όταν μίλαγε, οι δικοί μας εκδρομείς, έκαναν πως δεν άκουγαν. Όμως το πρόβλημα είναι ότι κι οι άλλοι έχουν μάτια και βλέπουν. Τον είδαν και τον κατάλαβαν αμέσως.

-          Δε μου λες, ρε πατριώτη, πώς σε λένε, είπες; Πήρε το λόγο ο ντόπιος.
-          Μακρουθανάσ’, μι λέν’!
-          Όχι το παρώνυμο, το όνομα που σε βάφτισαν.
-          Θανάσ’, σου ’πα!
-          Τον αδερφό σου;
-          Πέτρου!
-          Τον πατέρα σου;
-          Λιουνίδα!
-         Ε, τότε, μην ξαναπείς ότι είσαι απόγονος του Κατσιαντώνη γιατί δεν είσαι!
-          Γιατί;
-       Γιατί, το επώνυμο δε μετράει, επειδή το άλλαζαν εύκολα όσοι είχαν ζόρια. Το όνομα που σου έδωσε ο νουνός, μετράει.
-          Ξέρ’ς ποιοίν’ είμασταν ημείς;
-    Αν ήσασταν απόγονοι του Κατσιαντώνη, πατριώτη, θα σ’ έλεγαν Αντώνη, Κώστα, Γιώργο, τον πατέρα σου Γιάννη, τη μάνα σου Αγγελική, Ειρήνη… αυτά δεν αλλάζουν με το χρόνο. Τα παρώνυμα δεν παίρνονται στα σοβαρά!

Τέτοιο στραπάτσο ο μπάρμπα Θανάσης δεν πίστευε ότι μπορεί να το πάθει άνθρωπος. Και το ’ζησε ο ίδιος, μπροστά σε τόσον κόσμο!

Λέτε, να έστρωσε χαρακτήρα; Δεν ξέρω, δεν μπορώ να πω. Ξέρω μόνο πως, τελευταία, το γύρισε στη λαογραφία και το ψιλοτράγουδο. Κριτσιάναγε τα δόντια και πολέμαγε να στρώσει το χορό! Θυμάμαι, προ διετίας, στο γάμο του ανεψιού του απ’ αδερφό, μας είχε βγάλει την Παναγία το Σταύρο κι εμένα, να χορέψει καλό τσιάμικο. Δέκα του είπαμε, κανένα δεν τ’ άρεσε. Οπότε, γυρνάει αγριεμένος σε μένα:

-         Ξέρ’ς, ωρέ Σιρμπέζ’, ποιός είμι ιγώ; Πες «Στάζουν τα κιραμίδια σου», του ξέρ’ς; Προτού προλάβω ν’ ανασάνω εγώ, τον πυροβολεί ο κλαρινζτής:

-          Ισύ, του χουρό τουν ξέρ’ς; - Μπράβο, Γιώργο μου, να σ’ έχει ο Θεός καλά! Τον έβαλες στη θέση του! Πού το βρήκες και το είπες;

Εσείς, τί νομίζετε; Μήπως, όντως, αυτοί είμαστε;  

Βασίλης Σερμπέζης