Τα " Σ΄ναφικά" Δικαστήρια
του Δημήτρη
Γαρούφα,
πρώην προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης
Οι Σαρακατσάνοι που μετακινούνταν στην περιοχή
της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης ονομάζονταν «Πολίτες» από τους άλλους
Σαρακατσάνους, γιατί βρίσκονταν σε περιοχές κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Κατά
την παράδοση ήρθαν σ’ αυτόν το χώρο πριν από 180 -200 χρόνια από την ορεινή
περιοχή των Αγράσφων και της Ηπείρου, όταν διασκοσπίσθηκαν από εκείνη την
περιοχή κυνηγημένοι από τον Αλή-Πασά, γι’ αυτό άλλωστε και είναι κοινά τα
τραγούδια και η παράδοση με των Σαρακατσάνων των άλλων περιοχών. Τα βουνά που
πήγαιναν το καλοκαίρι ήταν η Ροδόπη, τα βουνά της Δράμας και τα ορεινά
συγκροτήματα μέχρι τον Αίμο. Το χειμώνα ξεχείμαζαν στους κάμπους από τις Σέρρες
μέχρι το Βόσπορο, ενώ περίπου εκατό οικογένειες είχαν περάσει για μερικά χρόνια
και στην Μικρασία απ’ όπου γύρισαν το 1912-1913 περίπου. Στους Σαρακατσάνους αυτούς
το τσελιγκάτο είναι το κέντρο της ζωής. Για τη περίοδο μετά το 1900, που έχουμε
στοιχεία, αποτελείται συνήθως από τριάντα μέχρι εξήντα-εβδομήντα οικογένειες,
ενώ την περίοδο 1920-1930 παρατηρήθηκε και μεγαλύτερος αριθμός και υπήρξε
τσελιγκάτο στα βουνά της Δράμας με πάνω από εκατό οικογένειες. Για την
δημιουργία του γίνεται συνήθως συσπείρωση μερικών πατριαρχικών οικογενειών. Οι
αρχηγοί αυτών των οικογενειών συγκεντρώνονται κι αποφασίζουν ποιος θα είναι ο
αρχιτσέλιγκας, ο «κεχαϊάς», όπως τον έλεγαν. ΄Επρεπε να είναι ικανός, έξυπνος,
συνετός και τίμιος, αλλά αν έχει βιος αρκετό. Ο αρχιτσέλιγκας εκπροσωπούσε τα
τσελιγκάτα προς τα έξω, στις αρχές. Αυτός θα φρόντιζε για το νοίκιασμα των
λιβαδιών, θα υποδεχόταν τους εκπροσώπους των αρχών ή θα πήγαινε ο ίδιος. Σε
θέματα εσωτερικής οργάνωσης του τσελιγκάτου συνεργαζόταν με τους αρχηγούς των
οικογενειών, με τους άλλους « κεχαϊάδες ». Όλοι μαζί αποφάσιζαν για το πώς θα
χωριστούν τα κοπάδια, ποιοι τσοπάνηδες θα πάνε στο καθένα, ποιος θα κάνει
κουμάντο. Οι ίδιοι «κεχαϊάδες» απασχολούνταν μόνο στο άρμεγμα κι έτσι είχαν
πολύ χρόνο, ενώ σε μερικά τσελιγκάτα σε μερικούς απ’ αυτούς ανέθεταν ειδικά
καθήκοντα σχετικά με την διαχείριση του τσελιγκάτου. Όμοια κανόνιζαν και την
«ρόγα», το μισθό που θα έπαιρναν αυτοί που, ενώ είχαν λιγότερο βιος, προσέφεραν
πολλά άτομα στο τσελιγκάτο.
Μ’ αυτή τη μορφή το τσελιγκάτο, σ’ αυτές τις
περιοχές, μοιάζει λίγο με τις αρχαίες ελληνικές πόλεις. Είναι αυτόνομη
κοινότητα ζωής και συνεταιρισμός μαζί. Κι επειδή αυτή την αυτονομία τους της αισθάνονταν,
την έδειχναν σ’ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής τους. Μια μορφή της νομίζω ήταν
και τα «σ’ναφικά» δικαστήρια. Τα «σ’ναφικά» δικαστήρια στηρίχτηκαν στην
πανάρχαιη ρήτρα του δικαίου μας, στη ρήτρα της διαιτησίας, που ήταν ζωντανή
ρήτρα στη ζωή των Σαρακατσάνων και τη χρησιμοποιούσαν για την επίλυση κάθε
διαφοράς τους. Στο τσελιγκάτο τώρα, για κάθε θέμα που προέκυπτε για κάθε θέμα
που προέκυπτε ανάμεσα στα μέλη, για κάθε διαφορά που μπορούσε να διαταράξει τις
σχέσεις των μελών, συνερχόταν το « σ’ναφικό » δικαστήριο. Το
δικαστήριο αυτό αποτελούνταν συνήθως από τον αρχιτσέλιγκα και τους αρχηγούς των
πατριαρχικών οικογενειών ή και από μερικούς από αυτούς, από τους πιο συνετούς
και σοφούς. Για να συγκληθεί, το ζητούσε αυτός που νόμιζε ότι αδικήθηκε ή
κάποιος άλλος για λογαριασμό του ή και αυτοβούλως όταν το θέμα ήταν σημαντικό.
Μαζεύονταν λοιπόν οι δικαστές αυτοί, άκουγαν τις απόψεις των άμεσα
ενδιαφερόμενων, ρωτούσαν και άλλους μάρτυρες και έβγαζαν την απόφαση που
ανακοίνωναν προφορικά. Η απόφαση ήταν άμεσα εκτελεστή και ανέκκλητη. Μόνο μέσο
επιβολής ήταν η δύναμη, η πίεση της κοινή γνώμης του τσελιγκάτου, των μελών. Η
κοινή γνώμη θεωρούσε ασέβεια την ανυπακοή σε κάποια απόφαση. Όποιος δεν υπάκουε
ατιμαζόταν κατά κάποιο τρόπο και ήταν απόβλητος από την κοινωνία τους, και το
ίδιο απόβλητος θεωρούνταν και αν, παρά την απόφαση αυτή, κατέφευγε σ’ άλλα
δικαστήρια. Την επόμενη χρονιά δεν τον δέχονταν στο τσελιγκάτο αυτό ούτε και σε
άλλο. Όταν η διαφορά ήταν ανάμεσα σε μέλη από διαφορετικά
τσελιγκάτα, τότε για το «σ’ναφικό» δικαστήριο συνερχόταν αρχηγοί οικογενειών
από όλα αυτά τα τσελιγκάτα, αν και αυτό ήταν κάτι το σπάνιο. Περιπτώσεις
χαρακτηριστικές από τέτοια δικαστήρια αναφέρονται αρκετές, και ειδικά για τα
τσελιγκάτα που ήταν στα βουνά της Δράμας και τη Δυτική Ροδόπη.
Δικαστήριο για διαφορά ανάμεσα σε μέλη από διαφορετικά τσελιγκάτα μου ανέφερε το 1979 ο Βαγγέλης Ζάρας, που ζούσε τότε στη Γλυφάδα Κομοτηνής. Το 1935 προέκυψε μια διαφορά γιατί κάποιος χρωστούσε στην οικογένεια του Φλέτρα Κουτσογιάννη ένα ποσό χρυσών λιρών και δεν το επέστρεφε. Μαζεύτηκαν λοιπόν αρχηγοί οικογενειών από τρία τσελιγκάτα στο τσελιγκάτο των Λεπιδαίων στην Μποζάλα της Δράμας και μεταξύ αυτών ήταν ο Στέργιος Ζάρρας, ο Γιάννης Λεπίδας κι ο Γιάννης Ζιώγας. Αποφάσισαν τελικά, δικαιώνοντας τον Κουτσογιάννη, ότι μπορούσαν να πάρουν οι Κουτσογιανναίοι απ’ το κοπάδι του οφειλέτη τόσα πρόβατα, ανάλογα με τις λίρες που τους χρωστούσε. Μου ανέφερε ακόμη ο ίδιος ότι το 1936 στο δικό τους τσελιγκάτο, στην «Καΐντσα» Δράμας, ένας από τα μέλη χρωστούσε σε κάποιο άλλο μέλος 5.000 δρχ. και αρνιόταν να τις δώσει. Και μάλιστα, επειδή ο δανειστής ντρεπόταν ή φοβόταν να τις ζητήσει, ζήτησε ο ίδιος, αν και σχετικά νέος, κι έγινε « σ’ναφικό » δικαστήριο για να λυθεί το θέμα κι έτσι υποχρεώθηκε ο οφειλέτης να δώσει τα χρήματα. Η απόφαση μπορούσε να επιβάλει κι άλλου είδους ποινή. Ο Σταύρος Γουδελής, πρώην βουλευτής Ροδόπης, που γνώρισε τους Σαρακατσάνους πριν από το 1922 στην Ανατολική Θρακή, μου αφηγήθηκε (η αφήγησή του δημοσιεύθηκε και στην τοπική εφημερίδα της Κομοτηνής ''Πατρίδα''), πως ένα «σ’ναφικό» δικαστήριο για αδίκημα ποινικό επέβαλε ως ποινή να δώσουν από μια ξυλιά στον ένοχο σαράντα άτομα, όπως κι έγινε. Όταν επενέβησαν οι αρχές και παραπέμφθηκε ο ένοχος σε κανονικό δικαστήριο, πήγαν μάρτυρες από το τσελιγκάτο και ζήτησαν από το δικαστήριο να μη δικαστεί ο κατηγορούμενος γιατί ήδη τιμωρήθηκε σύμφωνα με τα έθιμα των Σαρακατσάνων. Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι το πολυμελές «σ’ναφικό» δικαστήριο γινόταν στις πιο σοβαρές περιπτώσεις. Σε περιπτώσεις απλής φιλονικίας καλούσε ο αρχιτσέλιγκας τους άμεσα αναμεμιγμένους και με κατάλληλες νουθεσίες τους συμφιλίωνε. Αν η διαφορά ήταν ανάμεσα σε μέλη της ίδιας πατριαρχικής οικογένειας, συνήθως λυνόταν από τον αρχηγό της οικογένειας κι αν δεν υπήρχε αποτέλεσμα, τότε πλέον γινόταν το «σ’ ναφικό» δικαστήριο. Επίσης, την περίοδο που ήταν στα χειμαδιά σκόρπιοι, χρησιμοποιούσαν συνήθως τη διαιτησία από ένα ή δυο άτομα για να λυθούν οι όποιες διαφορές. Όταν η διαφορά είχε αντίκτυπο στη ζωή τους, όταν δηλαδή το γεγονός τους είχε συγκινήσει, όπως και για κάθε άλλο γεγονός που τους συγκινούσε, φρόντιζαν και έκαναν σχετικό τραγούδι, δημιουργούσαν αυθόρμητα τραγούδι. Το τραγούδι αυτό ανάλογα με τη συγκίνηση που προκαλούσε το γεγονός, τραγουδιόταν από ευρύ ή στενό κύκλο, το θυμόνταν για πολύ καιρό ή το ξεχνούσαν γρήγορα. Ένα τέτοιο τραγούδι αναφέρεται στην επίλυση μιας διαφοράς το 1908 στην Ανδριανούπολη. Ο Κωσταντης Δαλακούρας κι ο Γιαννάκος Τζιώτζιος ήταν αρχηγοί μεγάλων πατριαρχικών οικογενειών και γυρνούσαν στα χειμαδιά από το Ντοσπάτ της Βουλγαρίας. Διαφώνησαν για τα σύνορα και κάλεσαν να λύσει τη διαφορά τους ο Αποστολής Τζελέπης. Λέει το σχετικό τραγούδι : Στον Αντρινέ μαλλώσανε δύο κεχαϊάδες, ο Δαλακούρας Κωσταντής κι ο Τζιώτζιος ο Γιαννάκος, κάλεσαν τον Αποστόλη Τζελέπη, δικιωτή … Το τραγούδι μου το ανέφερε ο Χρήστος Γάκης από το Πεθελινό Σερρών, που το άκουσε να το τραγουδούν στην Παλαιοκώμη Σερρών το 1949 σε γάμο, απόγονοι αυτού του Τζελέπη.
Αλλά το «σ’ναφικό» δικαστήριο που συγκίνησε τους Σαρακατσάνους και το θυμούνται έντονα είναι άλλο. Έγινε περίπου το 1860 στη βόρεια πλευρά της Ροδόπης μάλλον και δικάστηκε ένας τσέλιγκας κι αρχηγός μεγάλης οικογένειας, ο Σπύρος Μπαμπαλής ή Σκαγιάς. Ο τσέλιγκας αυτός ήταν βάναυσος στη συμπεριφορά του, έκλεβε τα μέλη του τσελιγκάτου, ατίμασε μια ορφανή κόρη και σε κάποια φάση συνεργάστηκε και με τους Τούρκους. Μαζεύτηκαν τότε όλοι οι τσελιγκάδες από τα κοντινά τσελιγκάτα της περιοχής κι έκαναν «μασματά». Έκαναν «σ’ ναφικό» δικαστήριο κι αφού συζήτησαν για πολλές ώρες και ερεύνησαν όλες τις καταγγελίες, τον καταδίκασαν σε θάνατο. Για να μην εκτελέσουν οι ίδιοι την απόφαση έστειλαν επιτροπή στον Τούρκο διοικητή της περιοχής και του ανακοίνωσαν την απόφαση ζητώντας του να προβεί στη θανάτωση του Μπαμπαλή. Ο Τούρκος διοικητής, αφού είδε πω του το ζητούσαν όλα τα τσελιγκάτα της περιοχής, έστειλε και συνέλαβε τον Μπαμπαλή. Για λόγους τυπικούς όμως ήθελε να τον σκοτώσει δήθεν για απόπειρα δραπέτευσης. Έτσι, ειδοποίησε τον Μπαμπαλή να προσπαθήσει να αποδράσει κατά τη μεταφορά, ενώ στους συνοδούς είχε πει να τον σκοτώσουν μόλις αποπειραθεί να δραπετεύσει, όπως έγινε. Για το δικαστήριο αυτό μου μίλησαν γέροντες από το Κιλκίς μέχρι την Αλεξανδρούπολη. Ήταν κάτι που ακόμα δεν ξεχάστηκε, κι αυτό γιατί δικάστηκε αρχιτσέλιγκας από άλλους τσελιγκάδες. Μεταξύ των δικαστών ήταν ο Θόδωρος Δαλακούρας, ο Κωσταντής Λαΐνας, ο Βαγγέλης Κουρκοντόπουλος, ο Στέργιος Νικολάκης, ο Κουτσομήτρος και ο Γερογιαννάκης Σακαλής. Λέει χαρακτηριστικά ένα τραγούδι Σαρακατσάνικο γι’ αυτήν την δίκη, που ακόμη τραγουδιέται σ’ αυτές τις περιοχές : Αμάν αμάν, αφέντες μου, από τους Μπαμπαλαίους, από τον Σπύρο τον Σκαγιά κι από τον αδελφό του, κορίτσια δεν ορίζουμε, νυφάδες συβασμένες. Οι κιχαϊάδες το ‘ μαθαν κι όλοι οι τσελιγκάδες, ο Δαλακούρας Θόδωρος κι ο Κωσταντής Λαΐνας, Βαγγέλης Κουρκοντόπουλος κι ο Στέργιος Νικολάκης, Γερογιαννάκης Σακαλής και αυτός ο Κουτσομήτρος. Κάνουν τον πρώτο μασματά τον Μπαμπαλή δικάζουν. Κι ομόφωνα αποφάσισαν, κι απ’τον κατή χαλεύουν. Να χαλαστεί ο Μπαμπαλής, μην ντροπιαστει η γενιά μας. Από ένα άλλο τραγούδι για το ίδιο «σ’ ναφικό» δικαστήριο προκύπτει πως η περιοχή που έγινε η δίκη υπαγόταν μάλλον στη δικαιοδοσία του Τούρκου διοικητή που είχε έδρα τη Σόφια. Γιατί απ’ ότι φαίνεται αυτός ο διοικητής κάλεσε το Μπαμπαλή στη Σόφια με άλλο πρόσχημα κι όταν αυτός έφτασε ανυποψίαστος, τον συνέλαβε εκτελώντας την απόφαση του «σ’ ναφικού» δικαστηρίου. Λέει το τραγούδι : Δε στο’ πα Σπύρο μ’ μια φορά, δε στο’ πα τρεις και πέντε. Στη Σόφια, Σπύρο μ’, να μην πας, κονάκι να μην κάνεις. Τί σου’ χουν κάμει μασματά όλοι οι τσελιγκάδες, οι κεχαϊάδες οι τρανοί από το Σομοκόβι. Ο Δαλακούρας Θόδωρος κι ο Κωσταντής Λαΐνας, Βαγγέλης Κουρκοντόπουλος κι ο Στέργιος Νικολάκης, Γερογιαννάκης Σακαλής και αυτός ο Κουτσομήτρος. Πιάνουν και κάνουν μασματά, όλοι οι κεχαϊάδες. Να σε χαλάσουν Σπύρο μου… Απόγονοι αυτού του Μπαμπαλή (μακρινή συγγένεια από τη γιαγιά τους), που ζουν σε χωριό των Σερρών ( Βαρικό ), μου δήλωσαν πως στη δίκη παραβρέθηκε κι ένας αδελφός του Μπαμπαλή αυτού, και μάλιστα ζήτησε κι αυτός την καταδίκη του αδελφού του, που ήταν ντροπή για το σόι τους, όπως δήλωσε.
Τα «σ’ νάφικα» δικαστήρια συνεχίστηκαν για ένα διάστημα και μετά την εγκατάσταση των Σαρακατσάνων αυτών στο κάμπο, σε πολύ σπάνιες όμως περιπτώσεις. Για αρκετά μεγάλα χρονικά διαστήματα μερικές διαφορές τις έλυναν μόνοι τους. Στα χωριά που εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία και την Θράκη, συνήθως υπήρχαν τριάντα-σαράντα οικογένειες Σαρακατσάνων σε κάθε χωριό και σε λίγες περιπτώσεις υπήρξαν αμιγή σαρακατσάνικα χωριά ή με λιγότερές οικογένειες. Στην κλειστή κοινωνία του κάθε χωριού υπήρχε η μικρότερη και πιο κλειστή δική τους κοινωνία. Ενδιαφερόταν κυρίως για την κοινή γνώμη της ομάδας των Σαρακατσάνων και αδιαφορούσαν για το υπόλοιπο χωριό. Σε περιπτώσεις μάλιστα που ο υπόλοιπος πληθυσμός ήταν εντελώς ανόμοιος, όπως για παράδειγμα Πόντιοι πρόσφυγες και ντόπιοι Θρακιώτες, η διαχωριστική γραμμή ήταν για κάμποσα χρόνια φανερή. Θυμάμαι μικρός στο χωριό μου, στην Αμφίπολη Σερρών, ότι μέχρι το1965 περίπου οι Σαρακατσάνοι κρατούσαν πολλές συνήθειες από τα τσελιγκάτα. Μαζώνονταν όλοι οι αρχηγοί των οικογενειών κι αποφάσιζαν όπως παλιά πού θα πουλήσουν όλοι μαζί τα’ αρνιά ή πού θα δώσουν το γάλα ή ποιον θα εκλέξουν σύμβουλο στην κοινότητα. Όσο υπήρχε αυτό το πνεύμα, χρησιμοποιούσαν ακόμη την διαιτησία για να λύνουν μερικές διαφορές, αναθέτοντας την επίλυση στην κρίση αυτού ή αυτών που θεωρούσαν πιο συνετούς. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι το 1965 περίπου ανέθεσαν στην Παλαιοκώμη Σερρών τον Αλέξανδρο Γαρούφα, ηλικίας σήμερα 86 ετών να λύσει διαφορά σχετικά με τα όρια δύο οικοπέδων, όπου παλιά είχαν καλύβες κι έπειτα έκτισαν σπίτια. Ένα βράδυ τους ανακοίνωσε την απόφαση του. Την άλλη μέρα το πρωί αυτός που νόμιζε ότι αδικήθηκε, βγήκε στη πλατεία του χωριού για να πάει στη Σέρρες να αναθέσει σε δικηγόρο την υπόθεση και να προσφύγει στα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια. Όταν όμως οι Σαρακατσάνοι που έτυχε να βρίσκονται εκεί, του είπαν ότι είναι ανέντιμο αυτό που πάει να κάνει κι ότι θα χάσει την υπόληψή του, γύρισε στο σπίτι του και δέχτηκε την απόφαση. Βλέπουμε με όλα αυτά ότι στους Σαρακατσάνους ήταν ζωντανή η ρήτρα του δικαίου μας, η διαιτησία. Ζούσαν στα τσελιγκάτα με πνεύμα αυτονομίας και στα πλαίσια αυτά απονέμεται η δικαιοσύνη με τους «δικιωτές» και τα «σ’ναφικά» δικαστήρια.
Τα «σ’ναφικά» δικαστήρια λειτουργούν άτυπα και ευκαιριακά επιδιώκοντας να υπάρχει αρμονία ανάμεσα στα μέλη του τσελιγκάτου, ενώ οι ποινές που επιβάλλουν ποικίλουν. Επιδιώκεται η κατά τον καλύτερο τρόπο ικανοποίηση του παθόντα, ενώ στις περιπτώσεις που ο παθών είναι το ίδιο το τσελιγκάτο επιβάλλεται πρόστιμο, «τζερεμές». Έτσι στο τσελιγκάτο των Ζαραίων στη Δράμα (Ελατιά-καΐντσα), από ό,τι μου είπε το 1979 ο Βαγγέλης Ζάρρας, που ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα ταμίας στο τσελιγκάτο, για μερικές παραβάσεις υπήρχαν πρόστιμα καθορισμένα. Ο τσοπάνος που αυθαίρετα άλλαζε λιβάδι, χρεωνόταν με «τζερεμέ» 100 δρχ. και σε περίπτωση υποτροπής με 200 δρχ. Βλέπουμε δηλαδή ότι λαμβανόταν υπόψη η υποτροπή, η εν γένει συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Τα τραγούδια που ήταν αυθόρμητα ξεπηδούσαν στα τσελιγκάτα για «σ’ ναφικά» δικαστήρια που τους συγκινούσαν, είχαν κατά κάποιο τρόπο και την έννοια κωδικοποίησης του εθιμικού δικαίου, του τρόπου σκέψης και αντιμετώπισης ορισμένων θεμάτων από τους Σαρακατσάνους. Αλλά θα μπορούσαν να θεωρηθούν και κάτι σαν «νομολογία» που θα την είχαν υπόψη τους όλα τα «σ’ναφικά» δικαστήρια για αντιμετώπιση παρόμοιων καταστάσεων. Ακόμα και αυτό θυμίζει την αρχαιότητα και ενδεικτικά αναφέρω ότι ο Αριστοτέλης (Προβλήματα ΧΙΧ,28) μας πληροφορεί ότι οι Αγάθυρσοι ακόμη κι΄επί των ημερών του συνέτασσαν τους νόμους υπό μορφή τραγουδιών ώστε να είναι ευχερής η απομνημόνευσή τους. Λέγει χαρακτηριστικά ότι «΄Ηδον τους νόμους, όπως μη επιλάθωνται.ώσπερ εν Αγαθύρσοις έτι ειώθασι» Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς αν για την ίδια περίοδο υπάρχουν στοιχεία για διαφορές που λύνονταν από τακτικά δικαστήρια. Για την περιοχή αυτή δεν υπάρχουν στοιχεία, κι όλοι μου απέκλεισαν τέτοιο ενδεχόμενο, άλλωστε μέχρι τις πρώτες δυο δεκαετίες του αιώνα μας ήταν υπόδουλη στους Τούρκους. Για μετά το1920 μου ανέφεραν πως πολύ σπάνια επελήφθησαν διαφορών τους τακτικά δικαστήρια κι αυτό όχι με την θέληση τους. Σε ξεχασμένο βιβλίο του μακαρίτη αρχιτσέλιγκα Μπέλλη Παχούμη βρήκα την υπ’ αριθ. 14/1922 απόφαση προσωρινών μέτρων (ασφαλιστικών)του Ειρηνοδικείου Σαράντα Εκκλησιών, οπού αναφέρεται σε μια διαφορά μεταξύ Παχουμαίων και Χατζοπουλαίων για τη νομή μιας θερινής βοσκής της περιοχής και για τα όρια της βοσκής. Γιος του Παχούμη πως για την διαφορά αυτή αναγκάστηκαν (απ’ ότι έλεγε ο πατέρας του) να καταφύγουν στα τακτικά δικαστήρια, γιατί τους το επέβαλε ο Οικονομικός Έφορος της περιοχής, που είχε κάνει και σχετική έκθεση για τη δίκη κι ο οποίος τότε είχε πρωτοδιοριστεί, καθώς και η κοινότητα Πασπαλά, που είχε νοικιάσει τη βοσκή στους Παχουμαίους. Ο τότε νεαρός Οικονομικός ΄Εφορος Πάνος Οικονομόπουλος είχε γίνει στη συνέχεια δικηγόρος και όταν τον γνώρισα στη Θεσσαλονίκη, συνταξιούχο δικηγόρο, μου επιβεβαίωσε τα παραπάνω, ενθυμούμενος αμυδρά το γεγονός.
Αντικειμενικά λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε πως η επίλυση διαφορών από τα τακτικά δικαστήρια ήταν η πολύ σπάνια εξαίρεση, ενώ ο κανόνας ήταν «σ’ναφικά» δικαστήρια. Βέβαια για την εποχή της τουρκοκρατίας η διαιτησία είναι θεσμός ζωντανός σε πολλές περιοχές της χώρας μας. Σε όλες τις περιοχές όπου οι υπόδουλοι ραγιάδες είχαν κάποια οικονομική αυτάρκεια και αυτονομία. Στη Μύκονο, την Κοζάνη, την Άνδρο, τη Νάξο, τις Σπέτσες και τα Ζαγοροχώρια. Στις εθιμικές κωδικοποιήσεις νόμων βλέπουμε ότι με τα έθιμα ζωντανεύουν πανάρχαιοι θεσμοί. Παντού υπάρχουν οι «αιρετοκριτές» και σ’ όλες τις περιοχές γίνεται προσπάθεια να μην καταφεύγει ο πληθυσμός σε άλλα δικαστήρια, ούτε του κατακτητή, αλλά ούτε και σε θρησκευτικά. Και εκεί υπάρχουν ως ποινές ο « τζερεμές » και η στέρηση της ιδιότητας του μέλους της κοινότητας ή του «εσναφιού». Η αυτονομία αυτή υπάρχει έντονη στους Σαρακατσάνους σ’ όλες της τις μορφές. Και θα πρέπει ακόμα να πούμε πως σ’ αυτήν την περιοχή υπάρχει μια διαφορά απ’ ότι στις άλλες περιοχές όπου υπήρχαν Σαρακατσάνοι. Στις άλλες περιοχές ο αρχιτσέλιγκας είχε μεγαλύτερη εξουσία πάνω στα μέλη του τσελιγκάτου, που έφτανε μερικές φορές σε σημείο, πέρα απ’ την οικογένεια του αρχιτσέλιγκα, τα άλλα μέλη να είναι «σμίχτες». Στους «Πολίτες» Σαρακατσάνους βλέπουμε να υπάρχει (χρησιμοποιώντας την σημερινή ορολογία), τηρουμένων των αναλογιών, μεσαία τάξη. Δηλαδή σχηματισμός τσελιγκάτου από ισοδύναμες σχεδόν πατριαρχικές, οικογένειες, μοίρασμα της εξουσίας στα μέλη του τσελιγκάτου και λειτουργία του σε κοινοτική μορφή. Η ύπαρξη αυτής της μεσαίας τάξης φάνηκε και μετά την εγκατάσταση τους μόνιμα στους κάμπους, οπότε βρέθηκαν σχεδόν όλοι τους στην ίδια οικονομική κατάσταση. Η τόσο ζωντανή ενεργοποίηση του θεσμού της διαιτησίας στους Σαρακατσάνους αλλά και σε άλλες περιοχές της χώρας μας αυτή την εποχή, οφείλεται μπορούμε να πούμε στο ότι ο ελληνισμός την ίδια εποχή κρατιέται από τις ρίζες του για να σωθεί .Και όπως αναφέρει και ο καθηγητής Νικόλαος Πανταζόπουλος, με την αναβίωση της ρήτρας της αυτονομίας έχουμε αυτονομία κοινοτική οικονομική και στρατιωτική. Το τσελιγκάτο είναι αυτονομία οικονομική αλλά και κοινοτική και στα πλαίσια αυτής της αυτονομίας έχουμε την ρήτρα της διαιτησίας, που στους Σαρακατσάνους εκδηλώνεται έντονα με τον τρόπο επίλυσης των διαφορών τους από τα «σ’ ναφικά» δικαστήρια.Οι ομοιότητες λοιπόν με το εθιμικό δίκαιο άλλων περιοχών είναι πολλές. Ως κύριο χαρακτηριστικό όμως θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ότι στους Σαρακατσάνους είναι πιο έντονο το αίσθημα δικαιοσύνης γι’ αυτό και για την εκτέλεση των αποφάνσεων των «σ’ ναφικών» δικαστηρίων αρκεί σχεδόν πάντα η δύναμη της κοινής γνώμης, η περί δικαίου αντίληψη των μελών του τσελιγκάτου.
Δικαστήριο για διαφορά ανάμεσα σε μέλη από διαφορετικά τσελιγκάτα μου ανέφερε το 1979 ο Βαγγέλης Ζάρας, που ζούσε τότε στη Γλυφάδα Κομοτηνής. Το 1935 προέκυψε μια διαφορά γιατί κάποιος χρωστούσε στην οικογένεια του Φλέτρα Κουτσογιάννη ένα ποσό χρυσών λιρών και δεν το επέστρεφε. Μαζεύτηκαν λοιπόν αρχηγοί οικογενειών από τρία τσελιγκάτα στο τσελιγκάτο των Λεπιδαίων στην Μποζάλα της Δράμας και μεταξύ αυτών ήταν ο Στέργιος Ζάρρας, ο Γιάννης Λεπίδας κι ο Γιάννης Ζιώγας. Αποφάσισαν τελικά, δικαιώνοντας τον Κουτσογιάννη, ότι μπορούσαν να πάρουν οι Κουτσογιανναίοι απ’ το κοπάδι του οφειλέτη τόσα πρόβατα, ανάλογα με τις λίρες που τους χρωστούσε. Μου ανέφερε ακόμη ο ίδιος ότι το 1936 στο δικό τους τσελιγκάτο, στην «Καΐντσα» Δράμας, ένας από τα μέλη χρωστούσε σε κάποιο άλλο μέλος 5.000 δρχ. και αρνιόταν να τις δώσει. Και μάλιστα, επειδή ο δανειστής ντρεπόταν ή φοβόταν να τις ζητήσει, ζήτησε ο ίδιος, αν και σχετικά νέος, κι έγινε « σ’ναφικό » δικαστήριο για να λυθεί το θέμα κι έτσι υποχρεώθηκε ο οφειλέτης να δώσει τα χρήματα. Η απόφαση μπορούσε να επιβάλει κι άλλου είδους ποινή. Ο Σταύρος Γουδελής, πρώην βουλευτής Ροδόπης, που γνώρισε τους Σαρακατσάνους πριν από το 1922 στην Ανατολική Θρακή, μου αφηγήθηκε (η αφήγησή του δημοσιεύθηκε και στην τοπική εφημερίδα της Κομοτηνής ''Πατρίδα''), πως ένα «σ’ναφικό» δικαστήριο για αδίκημα ποινικό επέβαλε ως ποινή να δώσουν από μια ξυλιά στον ένοχο σαράντα άτομα, όπως κι έγινε. Όταν επενέβησαν οι αρχές και παραπέμφθηκε ο ένοχος σε κανονικό δικαστήριο, πήγαν μάρτυρες από το τσελιγκάτο και ζήτησαν από το δικαστήριο να μη δικαστεί ο κατηγορούμενος γιατί ήδη τιμωρήθηκε σύμφωνα με τα έθιμα των Σαρακατσάνων. Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι το πολυμελές «σ’ναφικό» δικαστήριο γινόταν στις πιο σοβαρές περιπτώσεις. Σε περιπτώσεις απλής φιλονικίας καλούσε ο αρχιτσέλιγκας τους άμεσα αναμεμιγμένους και με κατάλληλες νουθεσίες τους συμφιλίωνε. Αν η διαφορά ήταν ανάμεσα σε μέλη της ίδιας πατριαρχικής οικογένειας, συνήθως λυνόταν από τον αρχηγό της οικογένειας κι αν δεν υπήρχε αποτέλεσμα, τότε πλέον γινόταν το «σ’ ναφικό» δικαστήριο. Επίσης, την περίοδο που ήταν στα χειμαδιά σκόρπιοι, χρησιμοποιούσαν συνήθως τη διαιτησία από ένα ή δυο άτομα για να λυθούν οι όποιες διαφορές. Όταν η διαφορά είχε αντίκτυπο στη ζωή τους, όταν δηλαδή το γεγονός τους είχε συγκινήσει, όπως και για κάθε άλλο γεγονός που τους συγκινούσε, φρόντιζαν και έκαναν σχετικό τραγούδι, δημιουργούσαν αυθόρμητα τραγούδι. Το τραγούδι αυτό ανάλογα με τη συγκίνηση που προκαλούσε το γεγονός, τραγουδιόταν από ευρύ ή στενό κύκλο, το θυμόνταν για πολύ καιρό ή το ξεχνούσαν γρήγορα. Ένα τέτοιο τραγούδι αναφέρεται στην επίλυση μιας διαφοράς το 1908 στην Ανδριανούπολη. Ο Κωσταντης Δαλακούρας κι ο Γιαννάκος Τζιώτζιος ήταν αρχηγοί μεγάλων πατριαρχικών οικογενειών και γυρνούσαν στα χειμαδιά από το Ντοσπάτ της Βουλγαρίας. Διαφώνησαν για τα σύνορα και κάλεσαν να λύσει τη διαφορά τους ο Αποστολής Τζελέπης. Λέει το σχετικό τραγούδι : Στον Αντρινέ μαλλώσανε δύο κεχαϊάδες, ο Δαλακούρας Κωσταντής κι ο Τζιώτζιος ο Γιαννάκος, κάλεσαν τον Αποστόλη Τζελέπη, δικιωτή … Το τραγούδι μου το ανέφερε ο Χρήστος Γάκης από το Πεθελινό Σερρών, που το άκουσε να το τραγουδούν στην Παλαιοκώμη Σερρών το 1949 σε γάμο, απόγονοι αυτού του Τζελέπη.
Αλλά το «σ’ναφικό» δικαστήριο που συγκίνησε τους Σαρακατσάνους και το θυμούνται έντονα είναι άλλο. Έγινε περίπου το 1860 στη βόρεια πλευρά της Ροδόπης μάλλον και δικάστηκε ένας τσέλιγκας κι αρχηγός μεγάλης οικογένειας, ο Σπύρος Μπαμπαλής ή Σκαγιάς. Ο τσέλιγκας αυτός ήταν βάναυσος στη συμπεριφορά του, έκλεβε τα μέλη του τσελιγκάτου, ατίμασε μια ορφανή κόρη και σε κάποια φάση συνεργάστηκε και με τους Τούρκους. Μαζεύτηκαν τότε όλοι οι τσελιγκάδες από τα κοντινά τσελιγκάτα της περιοχής κι έκαναν «μασματά». Έκαναν «σ’ ναφικό» δικαστήριο κι αφού συζήτησαν για πολλές ώρες και ερεύνησαν όλες τις καταγγελίες, τον καταδίκασαν σε θάνατο. Για να μην εκτελέσουν οι ίδιοι την απόφαση έστειλαν επιτροπή στον Τούρκο διοικητή της περιοχής και του ανακοίνωσαν την απόφαση ζητώντας του να προβεί στη θανάτωση του Μπαμπαλή. Ο Τούρκος διοικητής, αφού είδε πω του το ζητούσαν όλα τα τσελιγκάτα της περιοχής, έστειλε και συνέλαβε τον Μπαμπαλή. Για λόγους τυπικούς όμως ήθελε να τον σκοτώσει δήθεν για απόπειρα δραπέτευσης. Έτσι, ειδοποίησε τον Μπαμπαλή να προσπαθήσει να αποδράσει κατά τη μεταφορά, ενώ στους συνοδούς είχε πει να τον σκοτώσουν μόλις αποπειραθεί να δραπετεύσει, όπως έγινε. Για το δικαστήριο αυτό μου μίλησαν γέροντες από το Κιλκίς μέχρι την Αλεξανδρούπολη. Ήταν κάτι που ακόμα δεν ξεχάστηκε, κι αυτό γιατί δικάστηκε αρχιτσέλιγκας από άλλους τσελιγκάδες. Μεταξύ των δικαστών ήταν ο Θόδωρος Δαλακούρας, ο Κωσταντής Λαΐνας, ο Βαγγέλης Κουρκοντόπουλος, ο Στέργιος Νικολάκης, ο Κουτσομήτρος και ο Γερογιαννάκης Σακαλής. Λέει χαρακτηριστικά ένα τραγούδι Σαρακατσάνικο γι’ αυτήν την δίκη, που ακόμη τραγουδιέται σ’ αυτές τις περιοχές : Αμάν αμάν, αφέντες μου, από τους Μπαμπαλαίους, από τον Σπύρο τον Σκαγιά κι από τον αδελφό του, κορίτσια δεν ορίζουμε, νυφάδες συβασμένες. Οι κιχαϊάδες το ‘ μαθαν κι όλοι οι τσελιγκάδες, ο Δαλακούρας Θόδωρος κι ο Κωσταντής Λαΐνας, Βαγγέλης Κουρκοντόπουλος κι ο Στέργιος Νικολάκης, Γερογιαννάκης Σακαλής και αυτός ο Κουτσομήτρος. Κάνουν τον πρώτο μασματά τον Μπαμπαλή δικάζουν. Κι ομόφωνα αποφάσισαν, κι απ’τον κατή χαλεύουν. Να χαλαστεί ο Μπαμπαλής, μην ντροπιαστει η γενιά μας. Από ένα άλλο τραγούδι για το ίδιο «σ’ ναφικό» δικαστήριο προκύπτει πως η περιοχή που έγινε η δίκη υπαγόταν μάλλον στη δικαιοδοσία του Τούρκου διοικητή που είχε έδρα τη Σόφια. Γιατί απ’ ότι φαίνεται αυτός ο διοικητής κάλεσε το Μπαμπαλή στη Σόφια με άλλο πρόσχημα κι όταν αυτός έφτασε ανυποψίαστος, τον συνέλαβε εκτελώντας την απόφαση του «σ’ ναφικού» δικαστηρίου. Λέει το τραγούδι : Δε στο’ πα Σπύρο μ’ μια φορά, δε στο’ πα τρεις και πέντε. Στη Σόφια, Σπύρο μ’, να μην πας, κονάκι να μην κάνεις. Τί σου’ χουν κάμει μασματά όλοι οι τσελιγκάδες, οι κεχαϊάδες οι τρανοί από το Σομοκόβι. Ο Δαλακούρας Θόδωρος κι ο Κωσταντής Λαΐνας, Βαγγέλης Κουρκοντόπουλος κι ο Στέργιος Νικολάκης, Γερογιαννάκης Σακαλής και αυτός ο Κουτσομήτρος. Πιάνουν και κάνουν μασματά, όλοι οι κεχαϊάδες. Να σε χαλάσουν Σπύρο μου… Απόγονοι αυτού του Μπαμπαλή (μακρινή συγγένεια από τη γιαγιά τους), που ζουν σε χωριό των Σερρών ( Βαρικό ), μου δήλωσαν πως στη δίκη παραβρέθηκε κι ένας αδελφός του Μπαμπαλή αυτού, και μάλιστα ζήτησε κι αυτός την καταδίκη του αδελφού του, που ήταν ντροπή για το σόι τους, όπως δήλωσε.
Τα «σ’ νάφικα» δικαστήρια συνεχίστηκαν για ένα διάστημα και μετά την εγκατάσταση των Σαρακατσάνων αυτών στο κάμπο, σε πολύ σπάνιες όμως περιπτώσεις. Για αρκετά μεγάλα χρονικά διαστήματα μερικές διαφορές τις έλυναν μόνοι τους. Στα χωριά που εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία και την Θράκη, συνήθως υπήρχαν τριάντα-σαράντα οικογένειες Σαρακατσάνων σε κάθε χωριό και σε λίγες περιπτώσεις υπήρξαν αμιγή σαρακατσάνικα χωριά ή με λιγότερές οικογένειες. Στην κλειστή κοινωνία του κάθε χωριού υπήρχε η μικρότερη και πιο κλειστή δική τους κοινωνία. Ενδιαφερόταν κυρίως για την κοινή γνώμη της ομάδας των Σαρακατσάνων και αδιαφορούσαν για το υπόλοιπο χωριό. Σε περιπτώσεις μάλιστα που ο υπόλοιπος πληθυσμός ήταν εντελώς ανόμοιος, όπως για παράδειγμα Πόντιοι πρόσφυγες και ντόπιοι Θρακιώτες, η διαχωριστική γραμμή ήταν για κάμποσα χρόνια φανερή. Θυμάμαι μικρός στο χωριό μου, στην Αμφίπολη Σερρών, ότι μέχρι το1965 περίπου οι Σαρακατσάνοι κρατούσαν πολλές συνήθειες από τα τσελιγκάτα. Μαζώνονταν όλοι οι αρχηγοί των οικογενειών κι αποφάσιζαν όπως παλιά πού θα πουλήσουν όλοι μαζί τα’ αρνιά ή πού θα δώσουν το γάλα ή ποιον θα εκλέξουν σύμβουλο στην κοινότητα. Όσο υπήρχε αυτό το πνεύμα, χρησιμοποιούσαν ακόμη την διαιτησία για να λύνουν μερικές διαφορές, αναθέτοντας την επίλυση στην κρίση αυτού ή αυτών που θεωρούσαν πιο συνετούς. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι το 1965 περίπου ανέθεσαν στην Παλαιοκώμη Σερρών τον Αλέξανδρο Γαρούφα, ηλικίας σήμερα 86 ετών να λύσει διαφορά σχετικά με τα όρια δύο οικοπέδων, όπου παλιά είχαν καλύβες κι έπειτα έκτισαν σπίτια. Ένα βράδυ τους ανακοίνωσε την απόφαση του. Την άλλη μέρα το πρωί αυτός που νόμιζε ότι αδικήθηκε, βγήκε στη πλατεία του χωριού για να πάει στη Σέρρες να αναθέσει σε δικηγόρο την υπόθεση και να προσφύγει στα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια. Όταν όμως οι Σαρακατσάνοι που έτυχε να βρίσκονται εκεί, του είπαν ότι είναι ανέντιμο αυτό που πάει να κάνει κι ότι θα χάσει την υπόληψή του, γύρισε στο σπίτι του και δέχτηκε την απόφαση. Βλέπουμε με όλα αυτά ότι στους Σαρακατσάνους ήταν ζωντανή η ρήτρα του δικαίου μας, η διαιτησία. Ζούσαν στα τσελιγκάτα με πνεύμα αυτονομίας και στα πλαίσια αυτά απονέμεται η δικαιοσύνη με τους «δικιωτές» και τα «σ’ναφικά» δικαστήρια.
Τα «σ’ναφικά» δικαστήρια λειτουργούν άτυπα και ευκαιριακά επιδιώκοντας να υπάρχει αρμονία ανάμεσα στα μέλη του τσελιγκάτου, ενώ οι ποινές που επιβάλλουν ποικίλουν. Επιδιώκεται η κατά τον καλύτερο τρόπο ικανοποίηση του παθόντα, ενώ στις περιπτώσεις που ο παθών είναι το ίδιο το τσελιγκάτο επιβάλλεται πρόστιμο, «τζερεμές». Έτσι στο τσελιγκάτο των Ζαραίων στη Δράμα (Ελατιά-καΐντσα), από ό,τι μου είπε το 1979 ο Βαγγέλης Ζάρρας, που ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα ταμίας στο τσελιγκάτο, για μερικές παραβάσεις υπήρχαν πρόστιμα καθορισμένα. Ο τσοπάνος που αυθαίρετα άλλαζε λιβάδι, χρεωνόταν με «τζερεμέ» 100 δρχ. και σε περίπτωση υποτροπής με 200 δρχ. Βλέπουμε δηλαδή ότι λαμβανόταν υπόψη η υποτροπή, η εν γένει συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Τα τραγούδια που ήταν αυθόρμητα ξεπηδούσαν στα τσελιγκάτα για «σ’ ναφικά» δικαστήρια που τους συγκινούσαν, είχαν κατά κάποιο τρόπο και την έννοια κωδικοποίησης του εθιμικού δικαίου, του τρόπου σκέψης και αντιμετώπισης ορισμένων θεμάτων από τους Σαρακατσάνους. Αλλά θα μπορούσαν να θεωρηθούν και κάτι σαν «νομολογία» που θα την είχαν υπόψη τους όλα τα «σ’ναφικά» δικαστήρια για αντιμετώπιση παρόμοιων καταστάσεων. Ακόμα και αυτό θυμίζει την αρχαιότητα και ενδεικτικά αναφέρω ότι ο Αριστοτέλης (Προβλήματα ΧΙΧ,28) μας πληροφορεί ότι οι Αγάθυρσοι ακόμη κι΄επί των ημερών του συνέτασσαν τους νόμους υπό μορφή τραγουδιών ώστε να είναι ευχερής η απομνημόνευσή τους. Λέγει χαρακτηριστικά ότι «΄Ηδον τους νόμους, όπως μη επιλάθωνται.ώσπερ εν Αγαθύρσοις έτι ειώθασι» Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς αν για την ίδια περίοδο υπάρχουν στοιχεία για διαφορές που λύνονταν από τακτικά δικαστήρια. Για την περιοχή αυτή δεν υπάρχουν στοιχεία, κι όλοι μου απέκλεισαν τέτοιο ενδεχόμενο, άλλωστε μέχρι τις πρώτες δυο δεκαετίες του αιώνα μας ήταν υπόδουλη στους Τούρκους. Για μετά το1920 μου ανέφεραν πως πολύ σπάνια επελήφθησαν διαφορών τους τακτικά δικαστήρια κι αυτό όχι με την θέληση τους. Σε ξεχασμένο βιβλίο του μακαρίτη αρχιτσέλιγκα Μπέλλη Παχούμη βρήκα την υπ’ αριθ. 14/1922 απόφαση προσωρινών μέτρων (ασφαλιστικών)του Ειρηνοδικείου Σαράντα Εκκλησιών, οπού αναφέρεται σε μια διαφορά μεταξύ Παχουμαίων και Χατζοπουλαίων για τη νομή μιας θερινής βοσκής της περιοχής και για τα όρια της βοσκής. Γιος του Παχούμη πως για την διαφορά αυτή αναγκάστηκαν (απ’ ότι έλεγε ο πατέρας του) να καταφύγουν στα τακτικά δικαστήρια, γιατί τους το επέβαλε ο Οικονομικός Έφορος της περιοχής, που είχε κάνει και σχετική έκθεση για τη δίκη κι ο οποίος τότε είχε πρωτοδιοριστεί, καθώς και η κοινότητα Πασπαλά, που είχε νοικιάσει τη βοσκή στους Παχουμαίους. Ο τότε νεαρός Οικονομικός ΄Εφορος Πάνος Οικονομόπουλος είχε γίνει στη συνέχεια δικηγόρος και όταν τον γνώρισα στη Θεσσαλονίκη, συνταξιούχο δικηγόρο, μου επιβεβαίωσε τα παραπάνω, ενθυμούμενος αμυδρά το γεγονός.
Αντικειμενικά λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε πως η επίλυση διαφορών από τα τακτικά δικαστήρια ήταν η πολύ σπάνια εξαίρεση, ενώ ο κανόνας ήταν «σ’ναφικά» δικαστήρια. Βέβαια για την εποχή της τουρκοκρατίας η διαιτησία είναι θεσμός ζωντανός σε πολλές περιοχές της χώρας μας. Σε όλες τις περιοχές όπου οι υπόδουλοι ραγιάδες είχαν κάποια οικονομική αυτάρκεια και αυτονομία. Στη Μύκονο, την Κοζάνη, την Άνδρο, τη Νάξο, τις Σπέτσες και τα Ζαγοροχώρια. Στις εθιμικές κωδικοποιήσεις νόμων βλέπουμε ότι με τα έθιμα ζωντανεύουν πανάρχαιοι θεσμοί. Παντού υπάρχουν οι «αιρετοκριτές» και σ’ όλες τις περιοχές γίνεται προσπάθεια να μην καταφεύγει ο πληθυσμός σε άλλα δικαστήρια, ούτε του κατακτητή, αλλά ούτε και σε θρησκευτικά. Και εκεί υπάρχουν ως ποινές ο « τζερεμές » και η στέρηση της ιδιότητας του μέλους της κοινότητας ή του «εσναφιού». Η αυτονομία αυτή υπάρχει έντονη στους Σαρακατσάνους σ’ όλες της τις μορφές. Και θα πρέπει ακόμα να πούμε πως σ’ αυτήν την περιοχή υπάρχει μια διαφορά απ’ ότι στις άλλες περιοχές όπου υπήρχαν Σαρακατσάνοι. Στις άλλες περιοχές ο αρχιτσέλιγκας είχε μεγαλύτερη εξουσία πάνω στα μέλη του τσελιγκάτου, που έφτανε μερικές φορές σε σημείο, πέρα απ’ την οικογένεια του αρχιτσέλιγκα, τα άλλα μέλη να είναι «σμίχτες». Στους «Πολίτες» Σαρακατσάνους βλέπουμε να υπάρχει (χρησιμοποιώντας την σημερινή ορολογία), τηρουμένων των αναλογιών, μεσαία τάξη. Δηλαδή σχηματισμός τσελιγκάτου από ισοδύναμες σχεδόν πατριαρχικές, οικογένειες, μοίρασμα της εξουσίας στα μέλη του τσελιγκάτου και λειτουργία του σε κοινοτική μορφή. Η ύπαρξη αυτής της μεσαίας τάξης φάνηκε και μετά την εγκατάσταση τους μόνιμα στους κάμπους, οπότε βρέθηκαν σχεδόν όλοι τους στην ίδια οικονομική κατάσταση. Η τόσο ζωντανή ενεργοποίηση του θεσμού της διαιτησίας στους Σαρακατσάνους αλλά και σε άλλες περιοχές της χώρας μας αυτή την εποχή, οφείλεται μπορούμε να πούμε στο ότι ο ελληνισμός την ίδια εποχή κρατιέται από τις ρίζες του για να σωθεί .Και όπως αναφέρει και ο καθηγητής Νικόλαος Πανταζόπουλος, με την αναβίωση της ρήτρας της αυτονομίας έχουμε αυτονομία κοινοτική οικονομική και στρατιωτική. Το τσελιγκάτο είναι αυτονομία οικονομική αλλά και κοινοτική και στα πλαίσια αυτής της αυτονομίας έχουμε την ρήτρα της διαιτησίας, που στους Σαρακατσάνους εκδηλώνεται έντονα με τον τρόπο επίλυσης των διαφορών τους από τα «σ’ ναφικά» δικαστήρια.Οι ομοιότητες λοιπόν με το εθιμικό δίκαιο άλλων περιοχών είναι πολλές. Ως κύριο χαρακτηριστικό όμως θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ότι στους Σαρακατσάνους είναι πιο έντονο το αίσθημα δικαιοσύνης γι’ αυτό και για την εκτέλεση των αποφάνσεων των «σ’ ναφικών» δικαστηρίων αρκεί σχεδόν πάντα η δύναμη της κοινής γνώμης, η περί δικαίου αντίληψη των μελών του τσελιγκάτου.
_____________________________________________________________
Το άρθρο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Γαρούφα ΄΄ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ΄΄ που εκδόθηκε το 2014 από τις εκδόσεις ΙΑΝΟΣ. Ευχαριστώ τον κ. Γαρούφα για την αποδοχή του να δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα.
Ο Δημήτρης Α. Γαρούφας γεννήθηκε στην Αμφίπολη Σερρών και είναι δικηγόρος Θεσσαλονίκης, παντρεμένος, πατέρας δυο κοριτσιών. Διετέλεσε πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (2005-2008) και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (2007-2010). Αρθρογραφεί σε εβδομαδιαία βάση στην εφημερίδα «Αγγελιοφόρος» της Θεσσαλονίκης αλλά και σε εφημερίδες των Αθηνών, ενώ συμμετείχε με εισηγήσεις του για θέματα βαλκανικής συνεργασίας, δικαιοσύνης και πολιτισμού σε συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Με πλούσια κοινωνική προσφορά (μέλος της Επιτροπής Διάδοσης Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού, που συνεστήθη το 1994 από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, εταίρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, ιδρυτικό μέλος του Μουσείου των Σαρακατσάνων, μέλος Επιστημονικής Επιτροπής της Ομοσπονδίας Συλλόγων Σαρακατσάνων κ.λπ.) έχει τιμηθεί για την εθνική και κοινωνική του προσφορά με τιμητικές διακρίσεις από συλλόγους και φορείς στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Διετέλεσε μέλος της επιστημονικής επιτροπής του περιοδικού «Φιλελεύθερη έμφαση» του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κ. Καραμανλής» την περίοδο 1998-2006, μέλος του δ.σ. του Γενικού Περιφερειακού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «Γ. Παπανικολάου» (1990-1992), της Δημοτικής Εταιρείας Πληροφόρησης του Δήμου Θεσσαλονίκης (1995-1998) και ήταν για 13 χρόνια (1995-2008) μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στην Ένωση Βαλκανικών Δικηγορικών Συλλόγων. Στο πλαίσιο ίδρυσης και λειτουργίας της Ένωσης Βαλκανικών Δικηγορικών Συλλόγων, έχει επισκεφθεί κατ’ επανάληψη όλες τις βαλκανικές χώρες, ενώ την περίοδο που ήταν πρόεδρος του Δ.Σ. του Κ.Θ.Β.Ε. υπογράφηκαν πρωτόκολλα συνεργασίας με ανταλλαγές παραστάσεων με τα εθνικά θέατρα βαλκανικών χωρών και με τη στήριξη του υπουργείου Πολιτισμού τότε υλοποιήθηκε απόφαση λειτουργίας Ένωσης Θεάτρων Ν.Α. Ευρώπης, με στόχο συνάντηση κάθε 2 χρόνια των εθνικών και κρατικών θεάτρων από τις βαλκανικές χώρες με παραστάσεις αρχαίου δράματος. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα προβλήματα και την οργάνωση των ελληνικής καταγωγής πληθυσμών στις βαλκανικές χώρες και κυρίως με την οργάνωση των Ελλήνων Σαρακατσάνων που ζουν στη FYROM και τη Βουλγαρία, συμβάλλοντας στην ίδρυση και λειτουργία 18 πολιτιστικών συλλόγων σε ισάριθμες βουλγαρικές πόλεις. Έχουν εκδοθεί άλλα 5 βιβλία του: 1) «Ο λαϊκός μας πολιτισμός», εκδ. 1980, 2) «Η Σαρακατσάνικη παράδοση», εκδ. Αφών Κυριακίδη 1982, β΄ έκδοση 1999, 3) «Οι Σαρακατσάνοι ομογενείς μας στη Βουλγαρία και την περιοχή Σκοπίων», εκδ. Αφών Κυριακίδη 1992, 4) «Όραμα και στρατηγική για τον Ελληνισμό στα βαλκάνια», εκδ. «Κυρομάνος», 1996 5) «Με ανοιχτούς ορίζοντες», εκδ. «Ερωδιός», 2006 και 6) «Με το βλέμμα στο μέλλον», εκδ. «IANOS», 2014.